Άρπα
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η άρπα είναι έγχορδο μουσικό όργανο, το οποίο έχει ιστορία τουλάχιστον 5.000 ετών και η χρήση του οποίου συνεχίζεται μέχρι και σήμερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Αρπιστής (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. Π3908) μαρμάρινο άγαλμα Πρωτοκυκλαδικής τέχνης (2800 - 2300 π.Χ) που παριστάνει καθιστό αρπιστή τη στιγμή που παίζει είδος άρπας.
Ο σκελετός της άρπας σχηματίζει τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές χορδισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.
Εντούτοις, σε ανασκαφές που έγιναν στη Χαλδαία κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ήλθε στο φως από τάφο της Ουρ (3η χιλιετηρίδα π.Χ.) άρπα ξύλινη με σκελετό γωνιώδη. Αλλά και στην Αίγυπτο, στον τάφο του Ραμσή του Γ΄ (1160 π.Χ.) η άρπα φαίνεται να διατηρεί το παλαιό ελλειψοειδές σχήμα της, αν και έχει το ύψος του ανθρώπου, στηριζόμενη στο έδαφος.
Στην Ευρώπη εμφανίστηκε περί τον 8ο αιώνα μ.Χ., κυρίως από τους Ιρλανδούς, αν και φαίνεται πως το γνώριζαν και οι Αγγλοσάξωνες. Το όργανο εκείνο ήταν φορητό με 10-12 χορδές και στηριζόταν στα γόνατα του οργανοπαίκτη, που έκρουε τις χορδές του και με τα δύο χέρια. Έπαιξε δε σημαντικό πολιτιστικό ρόλο στον Κελτικό πολιτισμό, καθώς κάθε κλαν Κελτών είχε το βάρδο του, που αναλάμβανε να διασκεδάζει τους υπόλοιπους με την άρπα του. Η άρπα εικονίζεται σήμερα στο εθνόσημο της Ιρλανδίας, καθώς και στο ιρλανδικό νόμισμα του Ευρώ. Από τον 13ο αιώνα άρχισε το όργανο αυτό να δέχεται μεταβολές σε ενιαία εξέλιξη. Έτσι, το 1618 η άρπα αποτελούσε ενιαίο τύπο οργάνου σε όλη την Ευρώπη. Είχε 43 χορδές μεταλλικές, αν και στην ηπειρωτική Ευρώπη χρησιμοποιούσαν ζωικές χορδές.
Κατά τον Μεσαίωνα η άρπα ήταν το κατεξοχήν αγαπημένο όργανο των Βασιλέων και των ευγενών. Ήταν όμως ακόμη μικρότερων διαστάσεων από τις σύγχρονες, και κρεμόταν με δερμάτινη ταινία από το λαιμό του οργανοπαίκτη. Ιδιαίτερη μεγάλη βοήθεια στην εξέλιξη της άρπας πρόσφερε ο Ιταλός Οράτιος Μίκης, στις αρχές του 17ου αιώνα, που γι'αυτό το λόγο έλαβε το προσωνύμιο «Νταλ Άρπα». Από τότε, εκτός της προσθήκης μερικών ακόμη χορδών και αύξησης του μεγέθους της, καμία άλλη μεταβολή δεν υπέστη το όργανο αυτό μέχρι το τέλος του ίδιου αιώνα, οπότε επινοήθηκε σύστημα ανύψωσης του τόνου όλων των χορδών, που εφαρμόσθηκε από τον Βαυαρό Χανσμπρούγκερ και που τροποποιήθηκε περί το 1800 από τον Σεμπαστιάν Εράρ (Sébastien Érard), το οποίο και διατηρείται μέχρι σήμερα. Τις κινήσεις ρυθμίζουν 7 πετάλια (πεντάλ), εκ των οποίων τα τρία χειρίζονται από το αριστερό πόδι και τα άλλα τέσσερα από το δεξιό. Τέλος, κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, κατασκευάστηκε και η ηλεκτρική άρπα.
Στην περίοδο της Αναγέννησης και του μπαρόκ αποτελεί συχνά τμήμα του συνεχούς βάσιμου, ωστόσο δεν χρησιμοποιείται σαν σολιστικό ή συμφωνικό όργανο ορχήστρας. Την εμφάνισή της στο κλασσικό ρεπερτόριο κάνει με τα κοντσέρτα για άρπα του Χέντελ και κομμάτια του Γιόχαν Κρίστιαν Μπαχ, ενώ στην κλασική περίοδο ο Μότσαρτ γράφει το περίφημο κοντσέρτο για φλάουτο και άρπα (K.299). Εισήχθη στην ορχήστρα από τον Μπερλιόζ με το έργο του "Φανταστική Συμφωνία", όπου κατά τις οδηγίες του συνθέτη απαιτούνται τουλάχιστον τέσσερις άρπες (προφανώς για την ισορροπία του ήχου). Η εδραίωση της άρπας ως συμφωνικό όργανο της ορχήστρας διατηρήθηκε από τους περισσότερους ρομαντικούς συνθέτες, όπως οι Βάγκνερ, Στράους, Πουτσίνι, Τσαϊκόφσκι. Στο ρεπερτόριο -τόσο το συμφωνικό όσο και το σολιστικό- συνέβαλαν και οι λεγόμενοι εξπρεσιονιστές (Ραβέλ, Ντεμπυσσύ, κ.λπ) καθώς επίσης και οι Ρώσοι (Κόρσακοφ, Στραβίνσκυ κ.ά.
Τεχνικές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η άρπα ορχήστρας (ή και άρπα με πεντάλ) έχει έκταση Ντο♭1 - Σολ♯ 7 (ενίοτε και Λα 7). Η σύγχρονη τεχνική απαιτεί να παίζεται με τα δάκτυλα (και όχι με τις άκρες των δακτύλων) και των δύο χεριών -εξαιρούνται τα μικρά δάκτυλα καθώς θεωρούνται αδύναμα. Η πιο χαρακτηριστική τεχνική στην άρπα είναι το λεγόμενο glissando (γλίστρημα), καθώς το άκουσμά του είναι μοναδικό. Νέες τεχνικές όπως το bisbigliando (ψυθιριστά), το près de la table (κρούση κοντά στο ηχείο), το pedal glissando (γλίστρημα με χρήση του πεντάλ), τα sonnes étouffés ("πνιγμένος" ήχος) και βέβαια οι "αρμονικοί" απαντώνται στο σύγχρονο ρεπερτόριο, από συνθέτες όπως ο Μπέριο (Sequenza IΙ) και ο Μπουλέζ. Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι το γεγονός ότι ο όρος "αρπέζ" ετυμολογείται από το "άρπισμα", καθώς η άρπα σπανίως μπορεί να παίξει ολόκληρες συγχορδίες με ταυτόχρονη κρούση των απαραίτητων χορδών.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- DeVale SC et al. The New Grove Dictionary of Music and Musicians London, 1995.
- Baines A The Oxford Companion to Musical Instruments Oxford, 1992.
- Cone ET Berlioz ~ Fantastic Symphony New York, 1971.