Όχθη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αμμώδης όχθη εναποθέσεως του ποταμού Ναμόι της Αυστραλίας. Η απέναντι όχθη έχει σταθεροποιηθεί από τη βλάστηση.
Μια τεχνητή λιμνούλα στο Κέκενχοφ με όχθες καλυμμένες με χλόη.

Όχθη στη γεωγραφία ονομάζεται το όριο όπου η ξηρά συναντά την επιφάνεια του νερού ενός ποταμού ή μιας λίμνης. Συνεκδοχικά, όχθη αποκαλείται η λωρίδα γης κατά μήκος ενός ποταμού ή κοντά στο όριο των νερών μιας λίμνης.

Η όχθη ενός ποταμού ή ρυακιού συνορεύει με την κανονική κοίτη του[1] και οι δύο όχθες του ποταμού αποτελούν τα «συνήθη όρια» αυτού. Για τον λόγο αυτό, λέμε ότι ο ποταμός (ή και το ρυάκι) πλημμυρίζει όταν (και μόνο όταν) υπερχειλίζει τις όχθες του.[1][2] Οι όχθες παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον σχετικώς με τη μελέτη των γεωλογικών ποτάμιων διαδικασιών: των εναποθέσεων υλικού και του αντιθέτου, της διαβρώσεως που προκαλεί το τρεχούμενο νερό στις όχθες. Η διάβρωση δημιουργεί ενδιαφέρουσες γεωμορφές, όπως οι κοιλάδες, οι ρεματιές, οι χαράδρες και τα φαράγγια. Η κλίση του εδάφους στις όχθες είτε ποταμών, είτε λιμνών, μπορεί να είναι από πολύ μικρή έως σχεδόν κάθετη.

Οι περιγραφικοί όροι αριστερή όχθη και δεξιά όχθη δημιουργούν συχνά σύγχυση, αλλά αντιστοιχούν πάντοτε στο αριστερό και το δεξί όπως τα «βλέπει» ένα σώμα που επιπλέει και «κατεβαίνει» μαζί με το νερό του ποταμού προς τις εκβολές του. Γνωστό παράδειγμα είναι η αριστερή και η δεξιά όχθη του ποταμού Σηκουάνα, που αντιστοιχούν σε ομώνυμα μέρη της πόλεως των Παρισίων.

Οι γραμμές των όχθεων μικρών λιμνών, ελών, εκβολών, τεχνητών λιμνών ή τεχνητών καναλιών έχουν επίσης ενδιαφέρον για τη λιμνολογία, αν και πολλές φορές αυτές δεν αναφέρονται ως όχθες, αλλά απλώς ως «το όριο του νερού». Στην οικολογία των γλυκών νερών οι όχθες παρουσιάζουν επίσης ενδιαφέρον, ως ο τόπος των «ριπάριων» ενδιαιτημάτων. Η οικολογία γύρω από (ή η εξαρτώμενη από) ένα έλος, εκβολή ή σε ένα δέλτα ποταμού μελετάται επίσης από την οικολογία των γλυκών νερών.

Οι όχθες ενδιαφέρουν επίσης τη ναυσιπλοΐα, όπου ο όρος επεκτείνεται κάποιες φορές και στη θάλασσα, εννοώντας την ακτή ενός παράλληλου προς την ακτή της ενδοχώρας παράκτιου και πολύ μακρόστενου νησιού (barrier island), συνήθως χαμηλού και αμμώδους.[3]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Luna B. Leopold· M. Gordon Wolman· John P. Miller (1995). Fluvial processes in geomorphology. New York: Dover Publications. ISBN 978-0-486-68588-5. 
  2. Mulvihill, Christiane. «2 Bankful Discharge and Channel Characteristics of Streams in New York State» (PDF). United States Geological Survey. 
  3. Herbert Bucksch (1997). Dictionary Geotechnical Engineering: English German. Springer DE. σελίδες 47. ISBN 978-3-540-58164-2.