Πνευμονία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πνευμονία
Ακτινογραφία θώρακος δείχνει μια πολύ σοβαρή πνευμονία στο δεξιό πνεύμονα.
Ειδικότηταπνευμονολογία και λοιμωξιολογία
Συμπτώματαβήχας[1], ταχύπνοια[1], πυρετός[1], δύσπνοια[1], αιμόπτυση[2], Ροχαλητό[2] και ρίγος[3]
Ταξινόμηση
ICD-10J12, J13, J14, J15, J16, J17, J18, P23
ICD-9480-486, 770.0
DiseasesDB10166
MedlinePlus000145
eMedicinetopic list
MeSHD011014

Η πνευμονία είναι φλεγμονώδης νόσος του πνεύμονα που επηρεάζει πρωτίστως τους μικροσκοπικούς σάκους αέρα που είναι γνωστοί ως πνευμονικές κυψελίδες.[4][5] Συνήθως προκαλείται από ιογενείς μολύνσεις ή βακτήρια και λιγότερο συχνά από άλλους μικροοργανισμούς, ορισμένα φάρμακα και άλλες παθήσεις γνωστές ως αυτοάνοσα νοσήματα.[4][6]

Στα συνήθη συμπτώματα περιλαμβάνονται ο βήχας, ο πόνος στο στήθος, ο πυρετός, και η δύσπνοια.[7] Στα διαγνωστικά εργαλεία περιλαμβάνονται οι ακτίνες Χ και η καλλιέργεια πτύελου. Υπάρχουν εμβόλια που εμποδίζουν ορισμένους τύπους πνευμονίας. Η θεραπεία της νόσου εξαρτάται από το υποκείμενο αίτιό της. Κατά της βακτηριακής πνευμονίας χορηγείται αγωγή με αντιβιοτικά. Αν η πνευμονία είναι σοβαρής μορφής, συνήθως γίνεται εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο.

Η πνευμονία παρουσιάζεται ετησίως σε περίπου 450 εκατομμύρια ανθρώπους, επτά επί τοις εκατό του συνολικού παγκόσμιου πληθυσμού και προκαλεί περίπου 4 εκατομμύρια θανάτους. Αν και η πνευμονία θεωρούταν από τον Ουίλλιαμ Όσλερ τον 19ο αιώνα ως "αρχηγό των θανατηφόρων",[8] με τον ερχομό της αντιβιοτικής θεραπείας και εμβολίων έχει σημειωθεί βελτίωση στους βαθμούς επιβίωσης.[9] Εντούτοις, στις αναπτυσσόμενες χώρες, μεταξύ των πολύ νεαρών και πολύ ηλικιωμένων, αλλά και στους ασθενείς με χρόνιες παθήσεις, η πνευμονία παραμένει σημαντική αιτία θανάτου.[9][10]

Επί ανιάτων και ηλικιωμένων, ιδίως εκείνων που είναι επιβαρυμένοι με άλλες καταστάσεις, η πνευμονία είναι συχνά η άμεση αιτία θανάτου. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ιδίως όταν μειώνει την ταλαιπωρία που συνδέεται με μακροχρόνια ασθένεια, η πνευμονία συχνά αποκαλείται «ο φίλος του γέρου».[11]

Ευρήματα και συμπτώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συχνότητα συμπτωμάτων[12]
Σύμπτωμα Συχνότητα
Βήχας
79–91%
Κόπωση
90%
Πυρετός
71–75%
Δυσκολία αναπνοής
67–75%
Πτύελο
60–65%
Πόνος στο στήθος
39–49%
Διάγραμμα του ανθρώπινου σώματος που σκιαγραφεί τα κύρια συμπτώματα της πνευμονίας
Κύρια συμπτώματα της πνευμονικής λοίμωξης

Οι πάσχοντες από πνευμονική λοίμωξη συχνά εμφανίζουν παραγωγικό βήχα, πυρετό συνοδευόμενο από ρίγη, δύσπνοια, οξύ ή διαπεραστικό πόνο στο στήθος κατά τη βαθιά αναπνοή και έναν αυξημένο αναπνευστικό ρυθμό.[13] Στους ηλικιωμένους, το πιο εμφανές εύρημα ενδέχεται να είναι η σύγχυση.[13] Τα συνήθη ευρήματα και συμπτώματα σε παιδιά είναι ο πυρετός, ο βήχας και η γρήγορη αναπνοή ή η δύσπνοια.[14]

Ο πυρετός δεν αποτελεί σαφές σύμπτωμα, διότι εμφανίζεται σε πολλές άλλες συχνές ασθένειες και μπορεί να απουσιάζει σε όσους πάσχουν από σοβαρή μορφή πνευμονίας ή υποσιτισμό. Επίσης, ο βήχας συχνά απουσιάζει σε παιδιά ηλικίας κάτω των 2 μηνών.[14] Πιο σοβαρά ευρήματα και συμπτώματα ενδέχεται να περιλαμβάνουν: μελανό δέρμα, μειωμένη δίψα, σπασμούς, συνεχείς εμετούς, ακραίες θερμοκρασίες ή μείωση του επιπέδου συνείδησης.[14][15]

Οι βακτηριδιακές και οι ιογενείς περιπτώσεις πνευμονίας συνήθως εμφανίζονται συνοδευόμενες από παρόμοια συμπτώματα.[16] Μερικά αίτια σχετίζονται με κλασικά, αλλά μη συγκεκριμένα κλινικά χαρακτηριστικά. Η πνευμονία που προκαλείται από βακτήρια λεγιονέλλα μπορεί να συνοδεύεται από πόνο στην κοιλιακή χώρα, διάρροια ή σύγχυση,[17] ενώ η πνευμονία που προκαλείται από το βακτήριο πνευμονικός στρεπτόκοκκος σχετίζεται με πτύελο στο χρώμα της σκουριάς [18] και η πνευμονία που προκαλείται από το βακτήριο κλεμπσιέλλα μπορεί να συνοδεύεται από πτύελα που περιέχουν αίμα, τα οποίο συχνά παρομοιάζονται με "ζελέ μούρων".[12] Τα πτύελα με αίμα (φαινόμενο γνωστό ως αιμόπτυση) μπορούν επίσης να παρουσιαστούν σε περιπτώσεις φυματίωσης, Gram-αρνητικής πνευμονίας και πνευμονικών αποστημάτων, όπως και οξείας βρογχίτιδας.[15] Η πνευμονία από μυκόπλασμα μπορεί να εμφανιστεί λόγω οιδήματος των λεμφαδένων στο λαιμό, πόνου στις αρθρώσεις ή μόλυνσης του μέσου αυτιού.[15] Το σύμπτωμα του συριγμού συνοδεύει πιο συχνά την ιογενή από την βακτηριακή πνευμονία.[16]

Αιτιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρία στρογγυλά σχήματα σε μαύρο φόντο
Το βακτήδιο πνευμονικός στρεπτόκοκκος, ένα σύνηθες αίτιο πρόκλησης πνευμονίας, όπως το απεικονίζει ηλεκτρονικό μικροσκόπιο

Μηχανισμός λοίμωξης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πνευμονία οφείλεται στην αναπαραγωγή μικροοργανισμών σε ένα σημείο του πνεύμονα. Συνήθως, μεταφέρονται εκεί μέσω εισροφησης από τον φάρυγγα. Άλλοι τρόποι μετάδοσης είναι η εισπνοή μολυσμένων σταγονιδίων, η αιματογενής μεταφορά μικροβίων από άλλα οργανα προς τον πνεύμονα, ή λιγοτερο συνηθισμένα, από γειτονικά όργανα (διάφραγμα, υπεζωκότα). Οι αμυντικοί μηχανισμοί του πνεύμονα (βήχας, μακροφάγα, λεμφαδενικός καθαρισμός) αντιμετωπίζουν συνήθως την εισοδο των μικροβίων, ωστόσο αν ο παθογόνος οργανισμός καταφέρει και πολλαπλασιαστεί, θα παρουσιασει ο οργανισμός φλεγμονώδη αντίδραση (μέσω παραγωγής από τα λευκοκύτταρα ουσιών που επάγουν την φλεγμονή πχ ιντερλευκίνη-1). Συνήθως ο ασθενής παρουσιάζει πυρετό και αναπνευστική δυσχέρια. [19]

Μικροβιολογία της πνευμονίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πνευμονία οφείλεται σε μολύνσεις που προκαλούν κυρίως βακτήρια ή ιοί και σε λιγότερες περιπτώσεις, μύκητες και παράσιτα. Αν και έχουν αναγνωριστεί πάνω από 100 στελέχη λοιμογόνων παραγόντων, μόνο ορισμένα από αυτά ευθύνονται για την πλειοψηφία των περιπτώσεων εμφάνισης πνευμονίας. Μολύνσεις μικτού τύπου, που προκαλούνται ταυτόχρονα από ιούς και βακτήρια μπορούν να εμφανιστούν μέχρι και σε 45% των περιπτώσεων μόλυνσης παιδιών και σε 15% σε ενήλικες.[9] Η απομόνωση του νοσογόνου παράγοντα μπορεί να αποτύχει στις μισές περίπου περιπτώσεις, παρά τη διεξαγωγή προσεκτικών ελέγχων.[20]

Ο όρος πνευμονία χρησιμοποιείται ενίοτε με πιο ευρεία έννοια, για να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε κατάσταση επιφέρει φλεγμονή των πνευμόνων (η οποία μπορεί για παράδειγμα να προκληθεί από αυτοάνοσα νοσήματα, χημικά εγκαύματα ή αντιδράσεις σε φάρμακα). Ωστόσο, είναι ακριβέστερο αυτού του είδους η φλεγμονή να χαρακτηρίζεται ως πνευμονίτιδα.[21][22] Ιστορικά, οι λοιμογόνοι παράγοντες χωρίζονταν σε "τυπικούς" και "άτυπους", βάσει της θεωρητικής προβολής τους, αλλά εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία δεν στηρίζουν αυτή τη διάκριση, δεν δίνεται πλέον έμφαση σε αυτήν.[23]

Οι συνθήκες και οι παράγοντες κινδύνου προδιάθεσης για πνευμονία συμπεριλαμβάνουν τα εξής: κάπνισμα, ανοσοανεπάρκεια, αλκοολισμός, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, χρόνια νεφροπάθεια και ηπατική νόσος.[15] Η χρήση φαρμάκων για τη μείωση παραγωγής οξέων –όπως οι αναστολείς της αντλίας πρωτονίων ή οι αναστολείς H2– σχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο[24] πνευμονίας. Η προχωρημένη ηλικία αυξάνει επίσης τις πιθανότητες προσβολής από πνευμονία.[15]

Βακτήρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα βακτήρια αποτελούν το συχνότερο αίτιο πνευμονίας της κοινότητας (ΠτΚ). Σε σχεδόν 50% των περιπτώσεων απομονώθηκε το βακτήριο πνευμονικός στρεπτόκοκκος.[25][26] Άλλα βακτήρια που απομονώνονται συχνά περιλαμβάνουν τα εξής: Haemophilus influenzae στο 20% των περιπτώσεων, Chlamydophila pneumoniae στο 13% και Mycoplasma pneumoniae στο 3%;[25] Staphylococcus aureus; Moraxella catarrhalis; Legionella pneumophila και Gram-negative bacilli.[20] Ένα πλήθος ανθεκτικών σε αντιβιοτικά εκδοχών των παραπάνω μολύνσεων γίνονται όλο και συχνότερες, όπως ο Πνευμονικός στρεπτόκοκκος (DRSP) και ανθεκτικός στη μεθικιλλίνη χρυσίζων σταφυυλόκκοκος(MRSA).[15]

Η εξάπλωση οργανισμών διευκολύνεται όταν υπάρχουν παράγοντες κινδύνου.[20] Ο αλκοολισμός σχετίζεται με το βακτήριο Πνευμονικός στρεπτόκοκκος, αναερόβιους οργανισμούς και το βακτήριο Mycobacterium tuberculosis. Το κάπνισμα εντείνει τις επιπτώσεις του πνευμονικού στρεπτόκοκκου, της “αιμοφίλου ινφλουέντζας , των Moraxella catarrhalis και Legionella pneumophila. Η έκθεση σε πουλιά σχετίζεται με τον οργανισμό Chlamydia psittaci; τα αγροτικά ζώα με τον Coxiella burnetti, η πνευμονική εισρόφηση σχετίζεται με αναερόβιους οργανισμούς και η κυστική ίνωση με τους οργανισμούς Pseudomonas aeruginosa και Staphylococcus aureus.[20] Ο οργανισμός πνευμονικός στρεπτόκοκκος είναι συχνότερος τον χειμώνα[20] και θα πρέπει να θεωρείται κύριος ύποπτος σε ασθενείς που παρουσιάζουν έντονη εισρόφηση αναερόβιων οργανισμών.[15]

Ιοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στους ενήλικες, οι ιοί ευθύνονται για περίπου το ένα τρίτο[9] και σε παιδιά το 15% των περιπτώσεων πνευμονίας.[27] Λοιμογόνοι παράγοντες στους οποίους καταλογίζεται συχνά η ασθένεια είναι οι εξής: ρινοϊοί, κορονοϊοί, οι ιοί της γρίπης, ο συγκυτιακός αναπνευστικός ιός (RSV), ο αδενοϊός και η παγραγρίπη.[9][28] Ο ιός απλού έρπητα σπανίως προκαλεί πνευμονία, εκτός από τις περιπτώσεις ομάδων όπως τα νεογέννητα, οι καρκινοπαθείς, αποδέκτες μοσχευμάτων και άτομα με σοβαρά εγκαύματα[29] Σε άτομα που έχουν υποστεί μεταμόσχευση οργάνου ή εκείνα που βρίσκονται σε κατάσταση ανοσολογικής ανεπάρκειας παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά πνευμονίας λόγο κυτταρομεγαλοϊού.[27][29] Όσοι έχουν ιογενείς λοιμώξεις ενδέχεται να υποστούν δευτερογενή μόλυνση από τα βακτήρια Πνευμονικός στρεπτόκοκκος, Staphylococcus aureus, ή Haemophilus influenzae, ειδικά όταν υφίστανται και άλλα προβλήματα υγείας.[15][27] Επικρατούν διαφορετικοί ιοί κατά τις διάφορες περιόδους του έτους, όπως για παράδειγμα η γρίπη κατά την εποχή της γρίπης μπορεί να σταθεί αιτία για πάνω από τις μισές περιπτώσεις ιογενούς λοίμωξης.[27] Ενίοτε μπορεί να παρουσιάζονται κρούσματα και από διαφορετικούς ιούς, όπως ο ιός hanta και ο κορονοϊός.[27]

Μύκητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μυκητιασική πνευμονία δεν αποτελεί συχνό φαινόμενο, αλλά εμφανίζεται πιο συχνά σε ασθενείς με αποδυναμωμένο ανοσοποιητικό σύστημα λόγω AIDS, ανοσοκατασταλτικά φάρμακα και άλλα ιατρικά προβλήματα.[20][30] Προκαλείται συνήθως από το Histoplasma capsulatum, βλαστομυκητιάσεις, τους μύκητες Cryptococcus neoformans, Pneumocystis jiroveci και Coccidioides immitis. Η ιστοπλάσμωση συναντάται συνήθως στη λεκάνη απορροής του Μισσισσιππή, ενώ η κοκκιδιοειδομυκητίαση συναντάται συνήθως στις Νοτιοδυτικές ΗΠΑ.[20] Το πλήθος των κρουσμάτων έχει αρχίσει να αυξάνεται το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, λόγω των αυξημένων μετακινήσεων και το βαθμό ανασοκαταστολής του ανθρώπινου πληθυσμού.[30]

Παράσιτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πνεύμονες μπορούν να επηρεαστούν από ένα πλήθος παρασίτων, όπως τα εξής: Toxoplasma gondii, Strongyloides stercoralis,Ascaris lumbricoides και Plasmodium malariae.[31] Οι οργανισμοί αυτοί συνήθως εισέρχονται στο σώμα μέσω της άμεσης δερματικής επαφής, της εισρόφησης ή ενός εντόμου-φορέα.[31] Με εξαίρεση το Paragonimus westermani, τα περισσότερα παράσιτα δεν επηρεάζουν συγκεκριμένα τους πνεύμονες, αλλά επιδρούν σε αυτούς ως δευτερογενείς επίπτωση μετά από άλλα σημεία του σώματος.[31] Ορισμένα παράσιτα, ειδικά όσα ανήκουν στα γένη Ascaris καιStrongyloides, προκαλούν μια έντονη ηωσιονοφιλική αντίδραση που μπορεί να επιφέρει ηωσιονοφιλική πνευμονία.[31] Σε περιπτώσεις άλλων μολύνσεων, όπως της ελονοσίας, οι πνεύμονες επηρεάζονται κυρίως λόγω συστημικής φλεγμονής που προκαλείται από κυτοκίνη.[31] Στον ανεπτυγμένο κόσμο αυτού του είδους λοιμώξεις συναντώνται συχνότερα σε άτομα που επιστρέφουν από ταξίδια ή σε μετανάστες.[31] Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι μολύνσεις αυτές συναντώνται συχνότερα σε όσους βρίσκονται σε κατάσταση ανοσοκαταστολής.[32]

Ιδιοπαθής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιδιοπαθής διάμεση πνευμονία, γνωστή και ως μη λοιμώδης πνευμονία[33] αποτελεί τάξη διάχυτων πνευμονοπαθειών. Αυτές περιλαμβάνουν τις εξής: διάχυτη κυψελιδική βλάβη, οργανούμενη πνευμονία, μη ειδική ενδιάμεση πνευμονία, λεμφοκυτταρική διάμεση πνευμονία, αποφολιδωτική διάμεση πνευμονία, αναπνευστική βρογχιολίτιδα διάμεση πνευμονοπάθεια και συνήθεις διάμεση πνευμονία.[34]

Παθοφυσιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα σχηματικό διάγραμμα των ανθρώπινων πνευμόνων, όπου ένας κενός κύκλος στα αριστερά αντιπροσωπεύει μία φυσιολογική πνευμονική κυψελίδα και ένας στα δεξιά που αντιπροσωπεύει μία κυψελίδα γεμάτη υγρό, όπως σε περιπτώσεις πνευμονίας
Η πνευμονία γεμίζει τις πνευμονικές κυψελίδες με υγρό, εμποδίζοντας την οξυγόνωση. Η κυψελίδα στα αριστερά είναι φυσιολογική, ενώ η δεξιά είναι γεμάτη υγρό λόγω της πνευμονίας.

Η πνευμονία συχνά αρχίζει ως λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος που μετατοπίζεται στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα.[35]

Μετάδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ιοί μπορούν να φθάσουν στον πνεύμονα μέσα από διάφορες οδούς. Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός συνήθως μεταδίδεται όταν οι άνθρωποι αγγίξουν μολυσμένα αντικείμενα και στη συνέχεια αγγίξουν τα μάτια ή τη μύτη τους.[27] Άλλες ιογενείς λοιμώξεις παρουσιάζονται όταν γίνεται εισπνοή μολυσμένων αερομεταφερόμενων σταγονιδίων από τη μύτη ή το στόμα.[15] Εφόσον οι ιοί εισέλθουν στην ανώτερη αναπνευστική οδό, μπορούν να προχωρήσουν στους πνεύμονες, όπου προσβάλλουν τα επιθηλιακά κύτταρα των αεραγωγών, τις κυψελίδες ή το πνευμονικό παρέγχυμα.[27] Μερικοί ιοί όπως ο ιός της ιλαράς και του απλού έρπη μπορεί να φτάσουν στους πνεύμονες μέσω του αίματος.[36] Η εισβολή στους πνεύμονες μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες μορφές κυτταρικού θανάτου.[27] Μόλις το ανοσοποιητικό σύστημα αντιδράσει στη μόλυνση, μπορεί να προκληθεί ακόμα μεγαλύτερη ζημιά στους πνεύμονες.[27] Τα λευκά αιμοσφαίρια, και κυρίως τα μονοπύρηνα κύτταρα, δημιουργούν κατά κύριο λόγο τη φλεγμονή.[36] Εκτός από βλάβη στους πνεύμονες, πολλοί ιοί προσβάλλουν ταυτόχρονα άλλα όργανα, διαταράσσοντας έτσι και άλλες λειτουργίες του σώματος. Οι ιοί καθιστούν επίσης το σώμα πιο επιρρεπές σε βακτηριακές λοιμώξεις• με τον τρόπο αυτό μπορεί να προκύψει βακτηριακή πνευμονία ως συννοσηρή κατάσταση.[28]

Βακτήριο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περισσότερα βακτήρια εισέρχονται στους πνεύμονες μέσω μικρής εισπνοής οργανισμών που βρίσκονται στο λαιμό ή τη μύτη.[15] Οι μισοί από αυτούς τους ανθρώπους πραγματοποιούν αυτές τις εισπνοές στη διάρκεια ύπνου.[23] Κι ενώ ο λαιμός περιέχει πάντα βακτήρια, τα δυνητικά μολυσματικά εξ' αυτών κατοικούν εκεί μόνο κάποιες φορές και υπό ορισμένες προϋποθέσεις.[23] Ένας μικρός αριθμός ορισμένων βακτηρίων, όπως το "μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης" και η "Legionella pneumophila" φτάνει στους πνεύμονες μέσω μολυσμένων αερομεταφερόμενων σταγονιδίων.[15] Τα βακτήρια μπορούν επίσης να εξαπλωθούν μέσω του αίματος.[16] Εφόσον φτάσουν στους πνεύμονες, τα βακτήρια μπορούν να κατακλύσουν τους χώρους μεταξύ κυττάρων και μεταξύ κυψελίδων, όπου τα μακροφάγα και ουδετερόφιλα (αμυντικά λευκά αιμοσφαίρια) προσπαθούν να αδρανοποιήσουν τα βακτήρια.[37] Τα ουδετερόφιλα απελευθερώνουν επίσης κυτοκίνη, προκαλώντας μια γενική ενεργοποίηση στο ανοσοποιητικό σύστημα.[38] Αυτό προκαλεί πυρετό, ρίγη και κόπωση, συμπτώματα κοινά στη βακτηριακή πνευμονία.[38] Τα ουδετερόφιλα, τα βακτήρια και το υγρό γύρω από τα αιμοφόρα αγγεία γεμίζουν τις κυψελίδες και δημιουργούν την κυψελιδική πύκνωση που εμφανίζεται στην ακτινογραφία θώρακα.[39]

Διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διάγνωση της πνευμονίας βασίζεται συνήθως στο συνδυασμό συμπτωμάτων και ακτινογραφίας θώρακα.[40] Ωστόσο, η υποκείμενη αιτία μπορεί να είναι δύσκολο να επιβεβαιωθεί, καθώς δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος έλεγχος που να μπορεί να διαχωρίσει τη βακτηριδιακή από τη μη βακτηριακή προέλευση.[9][40] Ο ΠΟΥ έχει ορίσει κλινικά την πνευμονία σε παιδιά, με βάση είτε το βήχα ή τη δυσκολία αναπνοής μαζί με γρήγορο ρυθμό αναπνοής, την εισολκή του θώρακα, ή το μειωμένο επίπεδο συνείδησης.[41] Ως γρήγορος ρυθμός αναπνοής ορίζονται περισσότερες από 60 αναπνοές ανά λεπτό σε παιδιά κάτω των 2 μηνών, περισσότερες από 50 αναπνοές ανά λεπτό σε παιδιά από 2 μηνών έως ενός έτους, ή περισσότερες από 40 αναπνοές ανά λεπτό σε παιδιά ηλικίας 1 έως 5 ετών.[41] Σε παιδιά, ο αυξημένος ρυθμός αναπνοής και η εισολκή των μεσοπλεύριων διαστημάτων του θώρακα είναι πιο αποκαλυπτική από την ακρόαση ρόγχων στους πνεύμονες με το στηθοσκόπιο.[14]

Σε ενήλικες, και σε ήπιες περιπτώσεις δεν απαιτείται γενικά διερεύνηση[42]: υπάρχει πολύ μικρός κίνδυνος πνευμονίας αν όλες οι ζωτικές λειτουργίες και η στηθοσκόπηση είναι φυσιολογικές.[43] Σε άτομα που χρήζουν νοσηλείες, συνιστάται παλμική οξυμετρία, ακτινογραφία θώρακα και εξέταση αίματος, όπως επίσης γενική εξέταση αίματος, ηλεκτρολύτες ορού, επίπεδα C-αντιδραστικης πρωτεΐνης και πιθανώς δοκιμασία ηπατικής λειτουργίας.[42] Η διάγνωση γριπώδους συνδρομής μπορεί να γίνει με βάση τις ενδείξεις και τα συμπτώματα• ωστόσο, απαιτείται έλεγχος για να επιβεβαιωθεί η μόλυνση από γρίπη.[44] Έτσι, η θεραπεία συχνά βασίζεται στην παρουσία γρίπης στην κοινότητα ή στην ταχεία διάγνωση γρίπης.[44]

Σωματική εξέταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές φορές η εξέταση μπορεί να αποκαλύψει χαμηλή αρτηριακή πίεση, υψηλή καρδιακή συχνότητα ή χαμηλό κορεσμό οξυγόνου.[15] Ο ρυθμός αναπνοής μπορεί να είναι ταχύτερος από το κανονικό και αυτό μπορεί να συμβεί μία ή δύο ημέρες πριν από την εμφάνιση άλλων συμπτωμάτων.[15][23] Η εξέταση θώρακα μπορεί να είναι φυσιολογική, αλλά η προσβεβλημένη περιοχή να παρουσιάζει μειωμένη έκπτυξη θώρακα. Ο σκληρός αναπνευστικός ήχος προερχόμενος από τους μεγαλύτερους αεραγωγούς, ο οποίος μεταδίδεται μέσω της φλεγμονής των πνευμόνων, ονομάζεται βρογχική αναπνοή και γίνεται αντιληπτός κατά την ακρόαση με στηθοσκόπιο.[15] Πάνω από την προσβεβλημένη περιοχή μπορεί να ακούγονται ρόγχοι κατά την εισπνοή.[15] Η επίκρουση μπορεί να αμβλυνθεί πάνω από τον προσβεβλημένο πνεύμονα, ενώ αυξημένος, αντί του μειωμένου, φωνητικός συντονισμός οδηγεί στη διάκριση της πνευμονίας από το πλευριτικό εξίδρωμα.[13]

Απεικόνιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αξονική Τομογραφία παράγει μια ασπρόμαυρη εικόνα που απεικονίζει τα εσωτερικά όργανα σε διατομή. Εκεί όπου θα περίμενε κανείς να δει μαύρο στα αριστερά, βλέπει μια πιο λευκή περιοχή με μαύρα στίγματα. Η Αξονική Τομογραφία θώρακα δείχνει πνευμονία στο δεξιό πνεύμονα (αριστερή πλευρά της εικόνας).

Η ακτινογραφίας θώρακα χρησιμοποιείται συχνά κατά τη διάγνωση.[14] Σε άτομα με ήπια μορφή της νόσου, η απεικόνιση είναι απαραίτητη μόνο σε εκείνα με ενδεχόμενες επιπλοκές, σε εκείνα που δεν έχουν δει βελτίωση με θεραπεία, ή σε εκείνα με ανεξακρίβωτα αίτια.[14][42] Εάν ένα άτομο είναι αρκετά άρρωστο ώστε να κριθεί απαραίτητη η εισαγωγή του σε νοσοκομείο, τότε συνιστάται η ακτινογραφία θώρακα.[42] Τα ευρήματα δεν αντιστοιχούν πάντα με τη σοβαρότητα της νόσου και δεν προσφέρουν μια αξιόπιστη διάκριση μεταξύ βακτηριακής λοίμωξης και ιογενούς λοίμωξης.[14]

Με βάση τα απεικονιστικά ευρήματα των ακτίνων Χ, η πνευμονία μπορεί να ταξινομηθεί σε λοβώδη πνευμονία (γνωστή επίσης ως λοβαία πνευμονία), βρογχοπνευμονία και διάμεση πνευμονία.[45] Στην βακτηριακή πνευμονία ή πνευμονία της κοινότητας, παρουσιάζεται κλασικά πνευμονική πύκνωση σε ένα τμήμα του λοβού του πνεύμονα, η οποία είναι γνωστή ως λοβώδης πνευμονία.[25] Εντούτοις, τα ευρήματα μπορούν να ποικίλουν, και διάφορες ακτινολογικές απεικονίσεις είναι κοινές και σε άλλες μορφές πνευμονίας.[25] Η πνευμονία εξ' εισροφήσεως μπορεί να εμφανιστεί με διμερείς σκιάσεις, κυρίως στις βάσεις των πνευμόνων και στη δεξιά πλευρά[25] Οι ακτινογραφίες της ιογενούς πνευμονίας μπορεί να φαίνονται φυσιολογικές, να εμφανίζουν υπερδιόγκωση, διάσπαρτα ανομοιογενή πεδία, ή να είναι παρόμοιες με ακτινογραφίες βακτηριακής πνευμονίας με λοβώδη πύκνωση.[25] Τα ακτινολογικά ευρήματα μπορεί να μην είναι παρόντα στα αρχικά στάδια της νόσου, ιδιαίτερα παρουσία αφυδάτωσης, ή μπορεί να είναι δύσκολο να ερμηνευθούν σε άτομα που είναι παχύσαρκα ή που έχουν ιστορικό ασθένειας των πνευμόνων[15] Μια αξονική τομογραφία μπορεί να δώσει επιπλέον πληροφορίες σε ασαφείς περιπτώσεις.[25]

Μικροβιολογικός έλεγχος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ασθενείς που η φροντίδα τους γίνεται στην κοινότητα, ο προσδιορισμός του νοσογόνου παράγοντα δεν είναι οικονομικά αποδοτικός και συνήθως δεν μεταβάλλει τον τρόπο φροντίδας.[14] Σε άτομα που δεν ανταποκρίνονται στη θεραπεία, πρέπει να γίνεται καλλιέργεια πτυέλων, ενώ σε άτομα με χρόνιο ξηρό βήχα πρέπει να γίνεται καλλιέργεια για το "μυκοβακτηρίδιο της φυματίωσης".[42] Για λόγους δημόσιας υγείας μπορεί να συνιστάται έλεγχος και για άλλους μικροοργανισμούς, κατά την εκδήλωση της ασθένειας.[42] Σε όσους νοσηλεύονται με βαριά μορφή της νόσου, συνιστάται τόσο καλλιέργεια πτυέλων, όσο και καλλιέργεια αίματος,[42] καθώς και εξέταση ούρων για το αντιγόνο της "Λεγεωνέλλας" και του "Στρεπτόκοκκου.[46] Οι ιογενείς λοιμώξεις μπορεί να επιβεβαιωθούν με ανίχνευση είτε του ιού είτε των αντιγόνων του, μεταξύ άλλων τεχνικών, και από την καλλιέργεια ή αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (PCR).[9] Ο νοσογόνος παράγοντας προσδιορίζεται μόνο στο 15% των περιπτώσεων μέσα από μικροβιολογικές εξετάσεις ρουτίνας.[13]

Ταξινόμηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πνευμονίτιδα αποδίδεται σε πνευμονική φλεγμονή• η πνευμονία αποδίδεται σε πνευμονίτιδα που συνήθως οφείλεται σε λοίμωξη –μερικές φορές μη μολυσματική– η οποία φέρει το πρόσθετο χαρακτηριστικό της πνευμονικής πύκνωσης.[47] Ανάλογα με το πού ή το πώς έχει αποκτηθεί, η πνευμονία συνήθως χαρακτηρίζεται ως: εξωνοσοκομειακή πνευμονία, εισρόφηση, ενδονοσοκομειακή πνευμονία, ενδονοσοκομειακή πνευμονία και πνευμονία που συνδέεται με τη χρήση αναπνευστήρα.[25] Μπορεί επίσης να ταξινομηθεί ανάλογα με την περιοχή των πνευμόνων που προσβάλλει, ως: λοβώδης πνευμονία, βρογχική πνευμονία και οξεία διάμεση πνευμονία[25] ή με βάση τον παθογόνο μικροοργανισμό.[48] Η πνευμονία στα παιδιά μπορεί επιπρόσθετα να ταξινομηθεί με βάση τα σημάδια και τα συμπτώματα ως ήπιας μορφής, βαριάς μορφής, ή πολύ βαριάς μορφής.[49]

Διαφορική διάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αρκετές ασθένειες μπορεί να παρουσιαστούν παρόμοια σημάδια και συμπτώματα με εκείνα της πνευμονίας, όπως: χρόνια αποφρακτική πνευμονική νόσος (ΧΑΠ), άσθμα, πνευμονικό οίδημα, βρογχεκτασίες, καρκίνος του πνεύμονα και πνευμονική εμβολή.[13] Σε αντίθεση με την πνευμονία, το άσθμα και η ΧΑΠ συνήθως εκδηλώνονται με πνευμονικό συριγμό, το πνευμονικό οίδημα εκδηλώνεται με μη φυσιολογικό ηλεκτροκαρδιογράφημα, ο καρκίνος και οι βρογχεκτασίες εκδηλώνονται με βήχα μεγαλύτερης διάρκειας, και η πνευμονική εμβολή εκδηλώνεται με απότομη εμφάνιση διαπεραστικού πόνου στο στήθος και με δύσπνοια.[13]

Πρόληψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρόληψη περιλαμβάνει τον εμβολιασμό, τη λήψη περιβαλλοντικών μέτρων και την κατάλληλη θεραπεία άλλων προβλημάτων υγείας.[14] Πιστεύεται ότι εάν είχαν καθιερωθεί παγκοσμίως τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα, η θνησιμότητα των παιδιών θα μπορούσε να μειωθεί κατά 400.000 και, αν η κατάλληλη θεραπεία ήταν διαθέσιμη σε παγκόσμιο επίπεδο, θα μπορούσε να υπάρξει μια επιπλέον μείωση στους παιδικούς θανάτους κατά 600.000.[16]

Εμβολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εμβολιασμός δρα προληπτικά κατά ορισμένων βακτηριακών και ιογενών πνευμονιών, τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες. Το εμβόλιο της γρίπης είναι ελαφρώς αποτελεσματικό κατά της γρίπης τύπου Α και Β.[9][50] Το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) συνιστά ετήσιο εμβολιασμό για όλα τα άτομα ηλικίας 6 μηνών και άνω.[51] Η ανοσοποίηση των εργαζομένων στον κλάδο της υγείας μειώνει τον κίνδυνο ιογενούς πνευμονίας μεταξύ των ασθενών τους.[46] Όταν ενσκήπτουν επιδημίες γρίπης, φάρμακα όπως η αμανταδίνη ή η ριμανταδίνη μπορεί να βοηθήσουν στην πρόληψη της νόσου.[52] Είναι άγνωστο εάν η ζαναμιβίρη ή η οσελταμιβίρη είναι αποτελεσματικές, επειδή η εταιρεία που παρασκευάζει την οσελταμιβίρη αρνήθηκε να διαθέσει τα δεδομένα των κλινικών δοκιμών για ανεξάρτητη ανάλυση.[53] Ο εμβολιασμός κατά της αιμόφιλου ινφλουέντσας και του πνευμονιόκοκκου υποστηρίζεται από βάσιμα στοιχεία.[35] Ο εμβολιασμός των παιδιών κατά του Πνευμονιόκοκκου είχε ως αποτέλεσμα τη μειωμένη συχνότητα εμφάνισης αυτών των λοιμώξεων σε ενήλικες, διότι πολλοί ενήλικες κολλούν λοιμώξεις από τα παιδιά. Το εμβόλιο πνευμονιόκοκκου είναι διαθέσιμο για ενήλικες και μειώνει τον κίνδυνο διεισδυτικής πνευμονιοκοκκικής νόσου.[54] Άλλα εμβόλια τα οποία υποστηρίζεται ότι παρέχουν προστασία κατά της πνευμονίας είναι μεταξύ άλλων: κοκκύτης, ανεμοβλογιά, και ιλαρά.[55]

Άλλα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η διακοπή του καπνίσματος[42] και η μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε κλειστούς χώρους, όπως από μαγείρεμα με καύση ξύλου στο σπίτι ή από κοπριά, συνιστώνται.[14][16] Το κάπνισμα φαίνεται να είναι ο μεγαλύτερος παράγοντας κινδύνου για πνευμονιοκοκκική πνευμονία σε κατά τα άλλα υγιείς ενήλικες.[46] Η υγιεινή των χεριών και η βηχική εκπνοή στο μανίκι μπορεί επίσης να αποτελούν αποτελεσματικά προληπτικά μέτρα.[55] Η χρήση χειρουργικών μασκών από εκείνους που νοσούν επίσης μπορεί να είναι αποτρέψει ασθένειες.[46]

Η σωστή θεραπεία υποκείμενων ασθενειών (όπως το HIV/AIDS, ο σακχαρώδης διαβήτης και ο υποσιτισμός) μπορεί να συντελέσει στη μείωση του κινδύνου εμφάνισης πνευμονίας.[16][55][56] Σε παιδιά μικρότερα των 6 μηνών ο αποκλειστικός θηλασμός μειώνει τον κίνδυνο αλλά και τη σοβαρότητα της νόσου.[16] Σε ασθενείς με HIV/AIDS και με αριθμό κυττάρων CD4 μικρότερο από 200 κύτταρα/uL το αντιβιοτικό τριμεθοπρίμη/σουλφαμεθοξαζόλη μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης πνευμονοκυστικής πνευμονίας[57], ενώ μπορεί επίσης να είναι χρήσιμο για την πρόληψη σε εκείνους που είναι ανοσοκατασταλτικοί αλλά δεν έχουν τον ιό HIV.[58]

Η εξέταση γυναικών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για στρεπτόκοκκο ομάδας Β και χλαμυδιακή λοίμωξη και η παροχή αντιβιοτικήςαγωγής, εφόσον κρίνεται απαραίτητο, μειώνει τη συχνότητα εμφάνισης της πνευμονίας στα βρέφη•[59][60] προληπτικά μέτρα για τη μετάδοση του HIV από τη μητέρα στο παιδί μπορεί επίσης να είναι αποτελεσματικά.[61] Η εισρόφηση εκ του στόματος και του λαιμού των βρεφών αμνιακού υγρού-κεχρωσμένου με μηκώνιο δεν φαίνεται να μειώνει την συχνότητα της εισροφητικής πνευμονίας και ενδέχεται να προκαλέσει ζημία,[62] συνεπώς η εν λόγω πρακτική δεν συνίσταται στην πλειονότητα των περιπτώσεων.[62] Σε ασθενικούς ηλικιωμένους, η καλή φροντίδα της στοματικής υγιεινής ενδέχεται να μειώσει τον κίνδυνο εισροφητικής πνευμονίας.[63]

Διαχείριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

CURB-65
Symptom Points
Confusion
1
Urea>7 mmol/l
1
Respiratory rate>30
1
SBP<90mmHg, DBP<60mmHg
1
Age>=65
1

Συνήθως, τα εκ του στόματος χορηγούμενα αντιβιοτικά, η ξεκούραση , συνήθη αναλγητικά και υγρά είναι αρκετά για ολοκληρωτική ανάρρωση.[42] Ωστόσο, οι ασθενείς με άλλες παθήσεις, οι ηλικιωμένοι ή τα άτομα με σημαντική δυσκολία στην αναπνοή μπορεί να απαιτούν πιο προηγμένη φροντίδα. Εάν τα συμπτώματα επιδεινωθούν, η πνευμονία δεν βελτιώνεται με θεραπεία στο σπίτι ή εάν παρουσιαστούν επιπλοκές, ενδεχομένως να καταστεί απαραίτητη η νοσηλεία σε νοσοκομείο.[42] Παγκοσμίως, περίπου το 7 έως 13% των περιπτώσεων παιδιών χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης[14] ενώ στον ανεπτυγμένο κόσμο ποσοστό από 22 έως 42% των ενηλίκων με πνευμονία της κοινότητας εισάγονται στο νοσοκομείο.[42] Ο δείκτης CURB-65 είναι χρήσιμος για να διαπιστωθεί η ανάγκη εισαγωγής στους ενήλικες.[42] Εάν το αποτέλεσμα είναι 0 ή 1 οι ασθενείς μπορούν να παραμείνουν στο σπίτι, εάν είναι 2 απαιτείται είτε μια σύντομη παραμονή στο νοσοκομείο είτε στενή παρακολούθηση, εάν είναι από 3 έως 5 συνίσταται νοσοκομειακή περίθαλψη.[42] Σε παιδιά με αναπνευστική δυσχέρεια ή με κορεσμό οξυγόνου κάτω από 90% απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο.[64] Η ωφέλεια φυσιοθεραπείας θώρακα σε περιπτώσεις πνευμονίας δεν έχει ακόμα προσδιοριστεί.[65] Ο μη επεμβατικός αερισμός μπορεί να είναι επωφελής σε περιπτώσεις εισαχθέντων στη μονάδα εντατικής θεραπείας.[66] Τα φάρμακα για το βήχα που χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή δεν έχουν αποδειχτεί αποτελεσματικά [67] ενώ το ίδιο ισχύει και για τη χρήση ψευδαργύρου στα παιδιά.[68] Δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία για τα βλεννολυτικά.[67]

Βακτηριακή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα αντιβιοτικά βελτιώνουν τα κλινικά αποτελέσματα σε ασθενείς με βακτηριακή πνευμονία.[69] Η επιλογή αντιβιοτικού εξαρτάται αρχικά από τα χαρακτηριστικά του ασθενούς, όπως η ηλικία, η υποκείμενη υγεία και η τοποθεσία όπου αποκτήθηκε η λοίμωξη. Στο ΗΒ η εμπειρική αγωγή με αμοξικιλλίνη προτείνεται ως αρχική θεραπεία για την πνευμονία της κοινότητας, με τις ουσίες δοξυκυκλίνη ή κλαριθρομυκίνη ως εναλλακτικές επιλογές.[42] Στη Βόρειο Αμερική, όπου οι μορφές της «άτυπης» πνευμονίας της κοινότητας είναι πιο συχνές, τα μακρολίδια (όπως η αζιθρομυκίνη ή η ερυθρομυκίνη) και η δοξυκυκλίνη έχουν αντικαταστήσει την εκτοπισμένη αμοξικιλλίνη ως αρχική θεραπεία σε ενήλικες στα εξωτερικά ιατρεία.[26][70] Σε παιδιά με ήπια ή μέτρια συμπτώματα, η αμοξυκιλλίνη παραμένει η αρχική θεραπεία.[64] Η χρήση φθοριοκινολόνων σε απλές περιπτώσεις αποθαρρύνεται λόγω των ανησυχιών για παρενέργειες και δημιουργία αντοχής, ενώ δεν προσφέρουν μεγαλύτερο κλινικό όφελος.[26][71] Η διάρκεια της θεραπείας ήταν ανέκαθεν από 7 έως 10 ημέρες, αλλά όλο και περισσότερα στοιχεία δείχνουν ότι η συντομότερη αγωγή (από τρεις έως πέντε ημέρες) είναι εξίσου αποτελεσματική.[72] Συνιστώμενη αγωγή για νοσοκομειακή πνευμονία περιλαμβάνουν τρίτης και τέταρτης γενιάς αντιβιοτικά όπως κεφαλοσπορίνες, καρβαπενέμες, φθοριοκινολόνες, αμινογλυκοσίδες, και βανκομυκίνη.[73] Αυτά τα αντιβιοτικά συχνά παρέχονται ως ενδοφλέβια και χρησιμοποιούνται συνδυαστικά.[73] Σε ασθενείς που ακολούθησαν τη θεραπεία στο νοσοκομείο, περισσότεροι από 90% παρουσίασαν βελτίωση με τα αρχικά αντιβιοτικά.[23]

Ιογενής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αναστολείς της νευραμινιδάσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη θεραπεία της ιογενούς πνευμονίας η οποία προκαλείται από τους ιούς της γρίπης (ινφλουέντζα A και ινφλουέντζα B).[9] Καμία συγκεκριμένη αγωγή με αντιιικό δεν προτείνεται για άλλους τύπους ιογενούς πνευμονίας της κοινότητας όπως τονκορωνοϊό του SARS, αδενοϊό, ιό του Hantavirus και τον ιό της παραγρίπης.[9] Η γρίπη τύπου Α μπορεί να θεραπευτεί με ριμανταδίνη ή αμανταδίνη, ενώ οι ιοί της γρίπης A ή B θεραπεύονται με οσελταμιβίρη, ζαναμιβίρη ή περαμιβίρη.[9] Αυτά είναι από τα πιο ωφέλιμα φάρμακα εφόσον η θεραπεία ξεκινήσει μέσα σε 48 ώρες από την εμφάνιση των συμπτωμάτων.[9] Πολλά στελέχη γρίπης τύπου Α H5N1, γνωστή και ως γρίπη των πτηνών, έχουν δείξει ανθεκτικότητα στη ριμανταδίνη και την αμανταδίνη.[9] Η χρήση των αντιβιοτικών σε ιογενή πνευμονία συνιστάται από ορισμένους εμπειρογνώμονες, καθώς είναι αδύνατον να αποκλειστεί μια περίπλοκη βακτηριακή λοίμωξη.[9] Η Βρετανική Πνευμονολογική Εταιρεία συνιστά την αποφυγή αντιβιοτικών σε άτομα με ήπια συμπτώματα.[9] Η χρήση κορτικοστεροειδών είναι αμφιλεγόμενη.[9]

Εισρόφηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε γενικές γραμμές, η πνευμονία από εισρόφηση αντιμετωπίζεται συντηρητικά με αντιβιοτικά, τα οποία ενδείκνυνται μόνο για πνευμονία από εισρόφηση.[74] Η επιλογή του αντιβιοτικού θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένων των εικαζόμενων υπαίτιων οργανισμών καθώς και το αν η πνευμονία αποκτήθηκε στην κοινότητα ή αναπτύχθηκε σε νοσοκομειακό περιβάλλον. Συνήθεις επιλογές περιλαμβάνουν κλινδαμυκίνη, έναν συνδυασμό αντιβιοτικών τύπου βήτα-λακτάμης και μετρονιδαζόλη ή αμινογλυκοσίδη.[75] Τα κορτικοστεροειδή χρησιμοποιούνται μερικές φορές σε πνευμονία από εισρόφηση, αλλά στοιχεία που υποστηρίζουν την αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένα.[74]

Πρόγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με θεραπεία, τα περισσότερα είδη της βακτηριακής πνευμονίας θα σταθεροποιηθούν σε 3-6 ημέρες.[76] Συχνά, τα περισσότερα συμπτώματα υποχωρούν μετά την πάροδο μερικών εβδομάδων.[76] Τα ακτινολογικά ευρήματα είναι τυπικά ανύπαρκτα εντός τεσσάρων εβδομάδων και η θνησιμότητα είναι χαμηλή (λιγότερο από 1%).[15][77] Στους ηλικιωμένους ή σε άτομα που έχουν άλλα πνευμονολογικά προβλήματα, η αποθεραπεία μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από 12 εβδομάδες.Σε άτομα χρήζουν νοσοκομειακής περίθαλψης, η θνησιμότητα μπορεί να ανέλθει ακόμη και στο 10% και σε όσους απαιτούν εντατική θεραπεία έως και το 30-50%.[15] Η πνευμονία είναι η πιο κοινή θανατηφόρα ενδο-νοσοκομειακή λοίμωξη.[23] Πριν από την εμφάνιση των αντιβιοτικών, το ποσοστό της θνησιμότητα αποτελούσε συνήθως το 30% των νοσηλευόμενων.[20]

Επιπλοκές μπορεί να εμφανισθούν ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους και στα άτομα με υποκείμενα προβλήματα υγείας .[77] Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων: εμπύημα, πνευμονικό απόστημα, αποφρακτική βρογχιολίτιδα, σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας, σήψη καθώς και την επιδείνωση των υποκείμενων προβλημάτων υγείας.[77]

Κλινικοί κανόνες πρόβλεψης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κλινικοί κανόνες πρόβλεψης έχουν αναπτυχθεί για την πιο αντικειμενική πρόγνωση των κλινικών αποτελεσμάτων πνευμονίας.[23] Οι κανόνες αυτοί χρησιμοποιούνται συχνά για να αποφασιστεί εάν θα πρέπει ή όχι να νοσηλευτεί ο ασθενής.[23]

Πλευριτική συλλογή, εμπύημα και απόστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ακτινογραφία δείχνει το θώρακα σε οριζόντια θέση. Η μαύρη περιοχή χαμηλά, που είναι ο δεξιά πνεύμονας, είναι μικρότερη με μια λευκή περιοχή από κάτω που παρουσιάζει πνευμονική συλλογή. Υπάρχει σήμανση με κόκκινα βέλη που δείχνουν το μέγεθος αυτών.
Η πλευριτική συλλογή: όπως φαίνεται στην ακτινογραφία θώρακος. Το βέλος Α δείχνει ένα υγρό να επικαλύπτει το δεξί στήθος. Το βέλος Β δείχνει το πλάτος του δεξιού πνεύμονα. Ο όγκος του πνεύμονα μειώνεται λόγω της συλλογής του υγρού γύρω από τον πνεύμονα.

Στην πνευμονία, μπορεί να σχηματιστεί συσσώρευση υγρού στο χώρο που περιβάλλει τον πνεύμονα.[79] Περιστασιακά, οι μικροοργανισμοί μολύνουν αυτό το υγρό, προκαλώντας εμπύημα.[79] Για να γίνει διάκριση μεταξύ εμπυήματος και κοινής παραπνευμονικής συλλογής, το υγρό μπορεί να συλλεχθεί με βελόνα (θωρακοκέντηση) και να υποβληθεί σε εξέταση.[79] Εάν η εξέταση καταδείξει στοιχεία εμπυήματος, είναι απαραίτητη η αναρροφητική παροχέτευση του υγρού, η οποία συχνά απαιτεί καθετήρα παροχέτευσης.[79] Σε σοβαρές περιπτώσεις εμπυήματος, μπορεί να απαιτηθεί χειρουργική αντιμετώπιση.[79] Εάν το μολυσμένο υγρό δεν αποστραγγίζεται, η λοίμωξη μπορεί να επιμείνει, επειδή τα αντιβιοτικά δεν διεισδύουν καλά στην υπεζωκοτική κοιλότητα. Εάν το υγρό είναι αποστειρωμένο, πρέπει να αποστραγγιστεί, μόνο εφόσον αυτό ευθύνεται για τα συμπτώματα ή είναι υπό αμφισβήτηση.[79]

Σε σπάνιες περιπτώσεις, τα βακτήρια στον πνεύμονα σχηματίζουν μια εντοπισμένη περιοχή συγκέντρωσης μολυσμένων υγρών που ονομάζεται πνευμονικό απόστημα.[79] Τα πνευμονικά αποστήματα είναι συνήθως ορατά στην ακτινογραφία θώρακα, αλλά συχνά απαιτείται αξονική τομογραφία θώρακα για να επιβεβαιωθεί η διάγνωση.[79] Τα αποστήματα συνήθως εμφανίζονται στην πνευμονία εξ' εισροφήσεως και συχνά περιέχουν διάφορα είδη βακτηρίων. Η μακροχρόνια λήψη αντιβιοτικών φαρμάκων είναι συνήθως επαρκής για την αντιμετώπιση του πνευμονικού αποστήματος, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις πρέπει να γίνεται αποστράγγιση του αποστήματος από χειρουργό ή από ακτινολόγο.[79]

Διαταραχές του αναπνευστικού και κυκλοφορικού συστήματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πνευμονία μπορεί να προκαλέσει αναπνευστική ανεπάρκεια πυροδοτώντας το σύνδρομο οξείας αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), που προκύπτει από το συνδυασμό της λοίμωξης και της φλεγμονώδους απόκρισης. Οι πνεύμονες γεμίζουν γρήγορα με υγρό και γίνονται δύσκαμπτοι. Αυτή η δυσκαμψία, σε συνδυασμό με σοβαρές δυσκολίες εξαγωγής οξυγόνου λόγω του κυψελιδικού υγρού, μπορεί να απαιτήσει μακρές περιόδους μηχανικού αερισμού για την επιβίωση του ασθενούς.[27]

Η σηψαιμία αποτελεί μια πιθανή επιπλοκή της πνευμονίας αλλά εκδηλώνεται συνήθως μόνο σε ανθρώπους με μειωμένη ανοσία ή υποσπληνισμό. Οι συνηθέστερα εμπλεκόμενοι οργανισμοί είναι ο "Streptococcus pneumonia", ο "Haemophilus "influenzae" και ο "Klebsiela ozaenae pneumoniae". Όμως και άλλες αιτίες για τα συμπτώματα πρέπει να ληφθούν υπόψη, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή η πνευμονική εμβολή.[80]

Επιδημιολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

alt=Παγκόσμιος χάρτης που απεικονίζει τους κατά ηλικία τυποποιημένους συντελεστές θνησιμότητας με ελάχιστο σκούρο κόκκινο χρώμα στην Αφρική, πορτοκαλί χρώματα σε διάφορα μέρη της Ασίας και της Νότιας Αμερικής, και κίτρινο στην Ευρώπη και τη Βόρεια Αμερική: Λοιμώξεις του κατώτερου αναπνευστικού ανά 100.000 κατοίκους το 2004.[81]
  no data
  <100
  100–700
  700–1400
  1400–2100
  2100–2800
  2800–3500
  3500–4200
  4200–4900
  4900–5600
  5600–6300
  6300–7000
  >7000

Η πνευμονία είναι μια συνηθισμένη ασθένεια που προσβάλλει περίπου 450  εκατομμύρια ανθρώπους το χρόνο και εκδηλώνεται σε όλα τα μέρη του κόσμου.[9] Αποτελεί σημαντική αιτία θανάτου σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, προκαλώντας ετησίως 4  εκατομμύρια θανάτους (7% του συνόλου των θανάτων παγκοσμίως).[9][69] Τα ποσοστά είναι μεγαλύτερα σε παιδιά κάτω των πέντε, και σε ενήλικες άνω των 75  ετών.[9] Εκδηλώνεται περίπου πέντε φορές πιο συχνά στον αναπτυσσόμενο κόσμο από ότι στον ανεπτυγμένο κόσμο.[9] Περίπου 200  εκατομμύρια περιστατικά οφείλονται σε ιογενή πνευμονία.[9] Στις Ηνωμένες Πολιτείες, από το 2009, η πνευμονία αποτελεί την 8η κύρια αιτία θανάτου.[15]

Τα παιδιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 2008, η πνευμονία εμφανίστηκε σε περίπου 156  εκατομμύρια παιδιά (151 εκατομμύρια στις αναπτυσσόμενες χώρες και 5  εκατομμύρια στις ανεπτυγμένες χώρες).[9] Αυτό είχε ως αποτέλεσμα 1,6 εκατομμύρια θανάτους, ή 28-34% του συνόλου των θανάτων σε άτομα κάτω των πέντε ετών, το 95% εκ των οποίων σημειώθηκε στον αναπτυσσόμενο κόσμο.[9][14] Ανάμεσα στις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από τη νόσο, περιλαμβάνονται: Η Ινδία (43 εκατομμύρια), η Κίνα (21 εκατομμύρια) και το Πακιστάν (10 εκατομμύρια).[82] Είναι η κύρια αιτία παιδικού θανάτου στις χώρες χαμηλού εισοδήματος.[9][69] Πολλοί από αυτούς τους θανάτους καταγράφονται κατά τη νεογνική περίοδο. Ο Παγκόσμιος Οργάνισμός Υγείας εκτιμά ότι ένας στους τρεις θανάτους νεογνών αποδίδεται στην πνευμονία.[83] Περίπου οι μισοί από αυτούς τους θανάτους μπορούν θεωρητικά να αποτραπούν, όπως εκείνοι που προκαλούνται από βακτηρίδια για τα οποία υπάρχουν αποτελεσματικά εμβόλια.[84]

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

=Μια αφίσα με έναν καρχαρία στο μέσον της, στην οποία αναγράφεται «Η πνευμονία χτυπάει σαν ανθρωποφάγος καρχαρίας, καθοδηγούμενος από το ψάρι πιλότο, το κοινό κρυολόγημα»
αριστερά Works Progress Administration - WPA αφίσα, 1936/193

Η πνευμονία ήταν μια γνωστή ασθένεια καθ' όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ανθρώπου.[85] Τα συμπτώματά της είχε περιγράψει ο Ιπποκράτης (περ. 460 π.Χ. - 370 π.Χ.):[85][85]«Θα πρέπει να γίνεται παρακολούθηση της περιπνευμονίας και των πλευριτικών παθήσεων: Εάν ο πυρετός είναι υψηλός και εάν εκδηλωθεί πόνος στο ένα ή και στα δύο πλευρά ο οποίος σταματά με την παρουσία βήχα, και η απόχρεμψη ή τα πτύελα έχουν κίτρινο ή κιτρινοπράσινο χρώμα, ή είναι επίσης λεπτά, αφρώδη, και ροδόχροα, ή φέρουν οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό διαφορετικό από τα συνήθη χαρακτηριστικά. Όταν η πνευμονία είναι στο αποκορύφωμά της, ο ασθενής δεν επιδέχεται θεραπεία εάν δεν έχει προηγηθεί κένωση (του εντέρου), και είναι σε άσχημη κατάσταση εάν έχει δύσπνοια, αραιά και όξινα ούρα, και εφίδρωση στο λαιμό και το κεφάλι, διότι τέτοιου είδους εφιδρώσεις είναι κακές, καθώς ακολουθούνται από ασφυξία, ρόγχους, και επιθετικότητα της νόσου, η οποία έχει αποκτήσει πια το πάνω χέρι».[86] Ωστόσο, ο Ιπποκράτης αναφέρθηκε στην πνευμονία ως ασθένεια «που πήρε το όνομά της από τους αρχαίους». Επίσης, δημοσίευσε τα αποτελέσματα της χειρουργικής παροχέτευσης του εμπυήματος. Ο Μαϊμονίδης (1135–1204 μ.χ.) αναφέρει: «Τα βασικά συμπτώματα που εκδηλώνονται στην πνευμονία και δεν εκλείπουν ποτέ, είναι τα εξής: υψηλός πυρετός, εντοπισμένος πλευριτικός πόνος στα πλευρά, σύντομες ταχείες αναπνοές, ακανόνιστος σφυγμός και βήχας».[87] Αυτή η κλινική περιγραφή είναι αρκετά παρόμοια με εκείνες που υπάρχουν στα σύγχρονα εγχειρίδια, και αντικατοπτρίζει το βαθμό της ιατρικής γνώσης από την εποχή του Μεσαίωνα μέχρι τον 19ο αιώνα.

Ο Edwin Klebs ήταν ο πρώτος που εντόπισε βακτήρια στους αεραγωγούς ατόμων που πέθαναν από πνευμονία το 1875.[88] Η πρώτη προσπάθεια προσδιορισμού των δύο κοινών βακτηριακών αιτιών της "Πνευμονικός στρεπτόκοκκος" και της "Klebsiela ozaenae pneumoniae" έγινε από τον Carl Friedländer[89] και τον Albert Fränkel[90] το 1882 και 1884, αντίστοιχα. Η αρχική έρευνα του Friedländer εισήγαγε τη Χρώση κατά Gram, έναν θεμελιώδη εργαστηριακό έλεγχο που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για τον εντοπισμό και την κατηγοριοποίηση των βακτηρίων. Η μελέτη του Christian Gram, που το 1884 περιέγραφε τη διαδικασία, βοήθησε στο διαχωρισμό των δύο βακτηρίων, και έδειξε ότι η πνευμονία θα μπορούσε να προκληθεί από περισσότερους του ενός μικροοργανισμούς.[91]

Ο σερ William Osler, γνωστός ως «ο πατέρας της σύγχρονης ιατρικής», αποτιμώντας το θάνατο και την οφειλόμενη σε πνευμονία αναπηρία, χαρακτήρισε το 1918 τη νόσο ως «καπετάνιο των ανδρών του θανάτου», καθώς είχε ξεπεράσει τη φυματίωση ως μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου της εποχής εκείνης. Αυτή η φράση επινοήθηκε αρχικά από τον John Bunyan για να περιγράψει τη «φθίση» (φυματίωση).[92][93] Ο Osler περιέγραψε επίσης την πνευμονία ως το «φίλο του ηλικιωμένου», καθώς ο θάνατος ήταν συχνά γρήγορος και ανώδυνος, σε σχέση με πολλούς άλλους πιο αργούς και επώδυνους τρόπους θανάτου.[20]

Διάφορες εξελίξεις κατά τη δεκαετία του 1900 συνέβαλαν στη βελτίωση των αποτελεσμάτων σε ασθενείς που έπασχαν από πνευμονία. Με την έλευση της πενικιλλίνης και άλλων αντιβιοτικών, τις σύγχρονες χειρουργικές τεχνικές και την εντατική φροντίδα στη διάρκεια του 20ού αιώνα, η θνησιμότητα εξαιτίας της πνευμονίας προσέγγισε το 30%, σημειώνοντας απότομη πτώση στον ανεπτυγμένο κόσμο. Ο εμβολιασμός των βρεφών κατά του "αιμόφιλος ινφλουέντζα" τύπου B ξεκίνησε το 1988 και λίγο αργότερα οδήγησε σε εντυπωσιακή μείωση των κρουσμάτων.[94] Ο εμβολιασμός κατά του "Πνευμονικός στρεπτόκοκκος" ξεκίνησε το 1977 σε ενήλικες και το 2000 σε παιδιά, και οδήγησε σε αντίστοιχη μείωση.[95]

Κοινωνία και πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω του μεγάλου αριθμού κρουσμάτων στις αναπτυσσόμενες χώρες και της σχετικά χαμηλής διάδοσης της νόσου στις ανεπτυγμένες χώρες, η παγκόσμια ιατρική κοινότητα έχει ορίσει την 12η Νοεμβρίου, ως την Παγκόσμια Ημέρα Πνευμονίας, μια ημέρα κατά την οποία οι ενδιαφερόμενοι πολίτες και οι φορείς χάραξης πολιτικής μπορούν να αναλάβουν δράση κατά της νόσου.[96] Εκτιμάται ότι το οικονομικό κόστος της πνευμονίας της κοινότητας ανέρχεται παγκοσμίως σε $17 δις δολάρια.[15]

Πνευμονία είναι μια φλεγμονή των πνευμόνων που προκαλείται από βακτήρια, ιούς, μύκητες και άλλους μικροοργανισμούς. Κατά την εξέλιξη της πάθησης, οι κυψελίδες και ο διάμεσος χώρος τους καταλαμβάνεται από φλεγμονώδη κύτταρα και εκκρίσεις.

Τα τελευταία χρόνια, η ταξινόμηση που έχει επικρατήσει να ακολουθείται στις πνευμονίες είναι η εξής: 1) Πνευμονία της κοινότητας, 2) Νοσοκομειακή πνευμονία, 3) Πνευμονικές λοιμώξεις σε ανοσοκαταστολή.

Πνευμονία της κοινότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι η πνευμονία που συμβαίνει εκτός νοσοκομείου. Παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή της αποτελούν: η ηλικία άνω των 60 ετών, η κατανάλωση μεγάλης ποσότητας οινοπνεύματος σε βραχύ χρονικό διάστημα, η συνύπαρξη χρόνιων νοσημάτων, η ανοσοκαταστολή και η λοίμωξη από διάφορα παθογόνα μικρόβια. Συχνότερα αίτια είναι ο πνευμονιόκοκκος (Streptococcus pneumoniae), το μυκόπλασμα της πνευμονίας (Mycoplasma), τα χλαμύδια της πνευμονίας (Chlamydia), η Λεγεωνέλλα (Legionella) κ.ά.

Ανάλογα με τη σοβαρότητα της πάθησης, η πνευμονία της κοινότητας διακρίνεται σε 3 αιτιολογικά πρότυπα: 1) πνευμονία που αντιμετωπίζεται εξωνοσοκομειακά, 2) πνευμονία που χρειάζεται νοσοκομειακή αντιμετώπιση, 3) σοβαρή πνευμονία που χρειάζεται αντιμετώπιση σε Μονάδα εντατικής θεραπείας. Η διάγνωση γίνεται με ακτινογραφία θώρακα και εξέταση των πτυέλων. Για τη θεραπεία εφαρμόζεται κατάλληλη αντιμικροβιακή αγωγή.

Νοσοκομειακή πνευμονία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως νοσοκομειακή πνευμονία θεωρείται εκείνη που συμβαίνει τις περισσότερες φορές 48 ώρες μετά την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο, αφού αποκλειστεί κάθε λοίμωξη που προϋπάρχει ή βρίσκεται υπό εξέλιξη το προηγούμενο διάστημα. Αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και δυσεπίλυτα προβλήματα διεθνώς. Η συχνότητα της νόσου κυμαίνεται από 5-10 περιπτώσεις ανά 1000 εισαγωγές, αλλά μπορεί ακόμη και να εικοσαπλασιαστεί όταν πρόκειται για ασθενείς υπό μηχανική αναπνοή. Μέχρι και το 70% των ασθενών με νοσοκομειακή πνευμονία μπορεί να αποβιώσει από αυτήν, έστω και αν δεν αποδίδονται όλοι οι θάνατοι στη λοίμωξη αυτή καθεαυτή.

Στην εμφάνιση της λοίμωξης συμβάλλει και ο πλημμελής έλεγχος εστιών λοίμωξης (π.χ. μη αλλαγή γαντιών και ανεπαρκής καθαρισμός χεριών ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Η έγκαιρη χορήγηση αντιβιοτικών βελτιώνει την εικόνα των ασθενών.

Πνευμονικές λοιμώξεις σε ανοσοκαταστολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πνευμονικές λοιμώξεις αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα που εμφανίζεται συχνά σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς. Διάφορα παθογόνα μικρόβια έχουν ενοχοποιηθεί για τις διάφορες μορφές πνευμονίας που εμφανίζονται σε αυτούς τους ασθενείς. Συχνότερα συμπτώματα είναι ο βήχας, η δύσπνοια και ο πυρετός. Η θεραπευτική αντιμετώπιση με αντιβιοτικά απαιτείται να ξεκινήσει άμεσα.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ευρωπαϊκή Πνευμονολογική Εταιρεία, άρθρο: "Τι είναι η πνευμονία", από τον ιστότοπο: https://web.archive.org/web/20110719193324/http://www.gr.european-lung-foundation.org/index.php?id=3298, (c) European Lung Foundation.
  • McPhee, "Παθολογική φυσιολογία", ιατρικές εκδόσεις Λίτσας, 2η έκδοση, 2000. ISBN 960-372-035-6
  • Danidson's "Παθολογία", ιατρικές εκδόσεις Π.Χ.Πασχαλίδης, 19η έκδοση, 2005.
  • Προσωπικό τομέως παθολογίας Ιατρικής Σχολής Αθηνών, "Παθολογία", ιατρικές εκδόσεις Π.Χ.Πασχαλίδης, 2002. ISBN 960-399-053-1
  • Marrie TJ. "Community-acquired penumonia", Clin. Infect. Dis. 18:501-515, 1994.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 medlineplus.gov/spanish/ency/article/000145.htm.
  2. 2,0 2,1 www.malacards.org/card/pneumonia. Ανακτήθηκε στις 21  Σεπτεμβρίου 2019.
  3. (Αγγλικά) οντολογία των ασθενειών. 27  Μαΐου 2016. purl.obolibrary.org/obo/doid.owl. Ανακτήθηκε στις 30  Νοεμβρίου 2020.
  4. 4,0 4,1 McLuckie, A., επιμ. (2009). Respiratory disease and its management. New York: Springer. σελ. 51. ISBN 978-1-84882-094-4. 
  5. Leach, Richard E. (2009). Acute and Critical Care Medicine at a Glance (2nd έκδοση). Wiley-Blackwell. ISBN 1-4051-6139-6. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2011. 
  6. Jeffrey C. Pommerville (2010). Alcamo's Fundamentals of Microbiology (9th έκδοση). Sudbury MA: Jones & Bartlett. σελ. 323. ISBN 0-7637-6258-X. 
  7. Ashby, Bonnie· Turkington, Carol (2007). The encyclopedia of infectious diseases (3η έκδοση). New York: Facts on File. σελ. 242. ISBN 0-8160-6397-4. Ανακτήθηκε στις 21 Απριλίου 2011. 
  8. Osler, William (1901). Principles and Practice of Medicine (4η έκδοση). New York: D. Appleton and Company. σελ. 108. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2007. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2014. 
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 9,13 9,14 9,15 9,16 9,17 9,18 9,19 9,20 9,21 9,22 9,23 Ruuskanen, O; Lahti, E, Jennings, LC, Murdoch, DR (2011-04-09). «Viral pneumonia». Lancet 377 (9773): 1264–75. doi:10.1016/S0140-6736(10)61459-6. PMID 21435708. 
  10. George, Ronald B. (2005). Chest medicine : essentials of pulmonary and critical care medicine (5η έκδοση). Philadelphia, PA: Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 353. ISBN 9780781752732. 
  11. Eddy, Orin (Dec 2005). «Community-Acquired Pneumonia: From Common Pathogens To Emerging Resistance». Emergency Medicine Practice 7 (12). https://www.ebmedicine.net/topics.php?paction=showTopic&topic_id=118. 
  12. 12,0 12,1 Tintinalli, Judith E. (2010). Emergency Medicine: A Comprehensive Study Guide (Emergency Medicine (Tintinalli)). New York: McGraw-Hill Companies. σελ. 480. ISBN 0-07-148480-9. 
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 Hoare Z; Lim WS (2006). «Pneumonia: update on diagnosis and management» (PDF). BMJ 332 (7549): 1077–9. doi:10.1136/bmj.332.7549.1077. PMID 16675815. PMC 1458569. http://www.bmj.com/content/332/7549/1077.full.pdf. 
  14. 14,00 14,01 14,02 14,03 14,04 14,05 14,06 14,07 14,08 14,09 14,10 14,11 Singh, V; Aneja, S (March 2011). «Pneumonia — management in the developing world». Paediatric respiratory reviews 12 (1): 52–9. doi:10.1016/j.prrv.2010.09.011. PMID 21172676. 
  15. 15,00 15,01 15,02 15,03 15,04 15,05 15,06 15,07 15,08 15,09 15,10 15,11 15,12 15,13 15,14 15,15 15,16 15,17 15,18 15,19 Nair, GB; Niederman, MS (November 2011). «Community-acquired pneumonia: an unfinished battle». The Medical clinics of North America 95 (6): 1143–61. doi:10.1016/j.mcna.2011.08.007. PMID 22032432. https://archive.org/details/sim_medical-clinics-of-north-america_2011-11_95_6/page/1143. 
  16. 16,0 16,1 16,2 16,3 16,4 16,5 16,6 «Pneumonia (Fact sheet N°331)». World Health Organization. Αυγούστου 2012. 
  17. Darby, J; Buising, K (October 2008). «Could it be Legionella?». Australian family physician 37 (10): 812–5. PMID 19002299. 
  18. Ortqvist, A; Hedlund, J, Kalin, M (December 2005). «Streptococcus pneumoniae: epidemiology, risk factors, and clinical features». Seminars in respiratory and critical care medicine 26 (6): 563–74. doi:10.1055/s-2005-925523. PMID 16388428. https://archive.org/details/sim_seminars-in-respiratory-and-critical-care-medicine_2005-12_26_6/page/563. 
  19. Harrison Εσωτερική Παθολογία, 7η ελληνική έκδοση [από την 19η εκδ. του Harrison's Principles of Internal Medicine (Αθήνα: Παρισιάνου, 2019) ISBN 9789605833749 σελ 937
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 20,4 20,5 20,6 20,7 20,8 Ebby, Orin (Dec 2005). «Community-Acquired Pneumonia: From Common Pathogens To Emerging Resistance». Emergency Medicine Practice 7 (12). https://www.ebmedicine.net/topics.php?paction=showTopic&topic_id=118. 
  21. Lowe, J. F.· Stevens, Alan (2000). Pathology (2η έκδοση). St. Louis: Mosby. σελ. 197. ISBN 0-7234-3200-7. 
  22. A. Bowden, Raleigh· Ljungman,, Per· Snydman, David R., επιμ. (2010). Transplant infections (3rd έκδοση). Philadelphia: Wolters Kluwer Health/Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 187. ISBN 978-1-58255-820-2. 
  23. 23,0 23,1 23,2 23,3 23,4 23,5 23,6 23,7 23,8 Murray and Nadel (2010). Chapter 32.
  24. Eom, CS; Jeon, CY; Lim, JW; Cho, EG; Park, SM; Lee, KS (22 February 2011). «Use of acid-suppressive drugs and risk of pneumonia: a systematic review and meta-analysis». CMAJ : Canadian Medical Association journal = journal de l'Association medicale canadienne 183 (3): 310–9. doi:10.1503/cmaj.092129. PMID 21173070. 
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 25,5 25,6 25,7 25,8 Sharma, S; Maycher, B, Eschun, G (May 2007). «Radiological imaging in pneumonia: recent innovations». Current Opinion in Pulmonary Medicine 13 (3): 159–69. doi:10.1097/MCP.0b013e3280f3bff4. PMID 17414122. 
  26. 26,0 26,1 26,2 Anevlavis S; Bouros D (February 2010). «Community acquired bacterial pneumonia». Expert Opin Pharmacother 11 (3): 361–74. doi:10.1517/14656560903508770. PMID 20085502. 
  27. 27,00 27,01 27,02 27,03 27,04 27,05 27,06 27,07 27,08 27,09 Murray and Nadel (2010). Chapter 31.
  28. 28,0 28,1 Figueiredo, L.T. (September 2009). «Viral pneumonia: epidemiological, clinical, pathophysiological and therapeutic aspects». J Bras Pneumol 35 (9): 899–906. doi:10.1590/S1806-37132009000900012. PMID 19820817. 
  29. 29,0 29,1 Behera, D. (2010). Textbook of pulmonary medicine (2nd έκδοση). New Delhi: Jaypee Brothers Medical Pub. σελίδες 391–394. ISBN 8184487495. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2014. 
  30. 30,0 30,1 Maskell, Nick· =Millar, Ann (2009). Oxford desk reference. Oxford: Oxford University Press. σελ. 196. ISBN 9780199239122. 
  31. 31,0 31,1 31,2 31,3 31,4 31,5 Murray and Nadel (2010). Chapter 37.
  32. Vijayan, VK (2009 May). «Parasitic lung infections.». Current opinion in pulmonary medicine 15 (3): 274–82. PMID 19276810. 
  33. Root, Richard K.· Waldvogel, Francis, επιμ. (1999). Clinical infectious diseases : a practical approach. New York, NY [u.a.]: Oxford Univ. Press. σελ. 833. ISBN 978-0-19-508103-9. 
  34. Costabel, Ulrich, επιμ. (2007). Diffuse parenchymal lung disease : ... 47 tables ([Online-Ausg.] έκδοση). Basel: Karger. σελ. 4. ISBN 978-3-8055-8153-0. 
  35. 35,0 35,1 Ranganathan, SC; Sonnappa, S (February 2009). «Pneumonia and other respiratory infections». Pediatric clinics of North America 56 (1): 135–56, xi. doi:10.1016/j.pcl.2008.10.005. PMID 19135585. https://archive.org/details/sim_pediatric-clinics-of-north-america_2009-02_56_1/page/135. 
  36. 36,0 36,1 Fleisher, Gary R.· Ludwig, Stephen, επιμ. (2010). Textbook of pediatric emergency medicine (6η έκδοση). Philadelphia: Wolters Kluwer/Lippincott Williams & Wilkins Health. σελ. 914. ISBN 1605471593. 
  37. Hammer, Stephen J.· McPhee, Gary D., επιμ. (2010). Pathophysiology of disease : an introduction to clinical medicine (6η έκδοση). New York: McGraw-Hill Medical. σελίδες Chapter 4. ISBN 0071621679. 
  38. 38,0 38,1 Fein, Alan (2006). Diagnosis and management of pneumonia and other respiratory infections (2η έκδοση). Caddo, OK: Professional Communications. σελίδες 28–29. ISBN 1884735630. 
  39. Kumar, Vinay (2010). Robbins and Cotran pathologic basis of disease (8η έκδοση). Philadelphia, PA: Saunders/Elsevier. σελίδες Chapter 15. ISBN 1416031219. 
  40. 40,0 40,1 Lynch, T; Bialy, L, Kellner, JD, Osmond, MH, Klassen, TP, Durec, T, Leicht, R, Johnson, DW (2010-08-06). Huicho, Luis, επιμ. «A systematic review on the diagnosis of pediatric bacterial pneumonia: when gold is bronze». PLoS ONE 5 (8): e11989. doi:10.1371/journal.pone.0011989. PMID 20700510. 
  41. 41,0 41,1 Ezzati, Majid· Lopez, Alan D.· Rodgers, Anthony· Murray, Christopher J.L., επιμ. (2004). Comparative quantification of health risks. Genève: Organisation mondiale de la santé. σελ. 70. ISBN 978-92-4-158031-1. 
  42. 42,00 42,01 42,02 42,03 42,04 42,05 42,06 42,07 42,08 42,09 42,10 42,11 42,12 42,13 Lim, WS; Baudouin, SV, George, RC, Hill, AT, Jamieson, C, Le Jeune, I, Macfarlane, JT, Read, RC, Roberts, HJ, Levy, ML, Wani, M, Woodhead, MA, Pneumonia Guidelines Committee of the BTS Standards of Care, Committee (October 2009). «BTS guidelines for the management of community acquired pneumonia in adults: update 2009». Thorax 64 (Suppl 3): iii1–55. doi:10.1136/thx.2009.121434. PMID 19783532. 
  43. Saldías, F; Méndez, JI, Ramírez, D, Díaz, O (April 2007). «[Predictive value of history and physical examination for the diagnosis of community-acquired pneumonia in adults: a literature review]». Revista medica de Chile 135 (4): 517–28. PMID 17554463. 
  44. 44,0 44,1 Call, SA; Vollenweider, MA, Hornung, CA, Simel, DL, McKinney, WP (2005-02-23). «Does this patient have influenza?». JAMA: the Journal of the American Medical Association 293 (8): 987–97. doi:10.1001/jama.293.8.987. PMID 15728170. 
  45. Helms, William E.· Brant, Clyde A. (επιμ.). Fundamentals of diagnostic radiology (4η έκδοση). Philadelphia: Wolters Kluwer/Lippincott Williams & Wilkins. σελ. 435. ISBN 9781608319114. 
  46. 46,0 46,1 46,2 46,3 Mandell, LA; Wunderink, RG; Anzueto, A; Bartlett, JG; Campbell, GD; Dean, NC; Dowell, SF; File TM, Jr; Musher, DM; Niederman, MS; Torres, A; Whitney, CG; Infectious Diseases Society of, America; American Thoracic, Society (1 March 2007). «Infectious Diseases Society of America/American Thoracic Society consensus guidelines on the management of community-acquired pneumonia in adults». Clinical infectious diseases : an official publication of the Infectious Diseases Society of America 44 (Suppl 2): S27–72. doi:10.1086/511159. PMID 17278083. 
  47. Stedman's medical dictionary (28th έκδοση). Philadelphia: Lippincott Williams & Wilkins. 2006. ISBN 978-0-7817-6450-6. 
  48. Dunn, L (2005 June 29-July 5). «Pneumonia: classification, diagnosis and nursing management». Nursing standard (Royal College of Nursing (Great Britain) : 1987) 19 (42): 50–4. PMID 16013205. 
  49. organization, World health (2005). Pocket book of hospital care for children : guidelines for the management of common illnesses with limited resources. Geneva: World Health Organization. σελ. 72. ISBN 978-92-4-154670-6. 
  50. Jefferson, T; Di Pietrantonj, C, Rivetti, A, Bawazeer, GA, Al-Ansary, LA, Ferroni, E (2010-07-07). Jefferson, Tom, επιμ. «Vaccines for preventing influenza in healthy adults». Cochrane database of systematic reviews (7): CD001269. doi:10.1002/14651858.CD001269.pub4. PMID 20614424. 
  51. «Seasonal Influenza (Flu)». Center for Disease Control and Prevention. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2011. 
  52. Jefferson T; Deeks JJ, Demicheli V, Rivetti D, Rudin M (2004). Jefferson, Tom, επιμ. «Amantadine and rimantadine for preventing and treating influenza A in adults». Cochrane Database Syst Rev (3): CD001169. doi:10.1002/14651858.CD001169.pub2. PMID 15266442. 
  53. Jefferson, T; Jones, MA; Doshi, P; Del Mar, CB; Heneghan, CJ; Hama, R; Thompson, MJ (18 January 2012). Jefferson, Tom, επιμ. «Neuraminidase inhibitors for preventing and treating influenza in healthy adults and children». Cochrane database of systematic reviews 1: CD008965. doi:10.1002/14651858.CD008965.pub3. PMID 22258996. 
  54. Moberley, SA; Holden, J, Tatham, DP, Andrews, RM (2008-01-23). Andrews, Ross M, επιμ. «Vaccines for preventing pneumococcal infection in adults». Cochrane database of systematic reviews (1): CD000422. doi:10.1002/14651858.CD000422.pub2. PMID 18253977. 
  55. 55,0 55,1 55,2 «Pneumonia Can Be Prevented — Vaccines Can Help». Centers for Disease Control and Prevention. Ανακτήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 2012. 
  56. Gray, DM; Zar, HJ (May 2010). «Community-acquired pneumonia in HIV-infected children: a global perspective». Current opinion in pulmonary medicine 16 (3): 208–16. doi:10.1097/MCP.0b013e3283387984. PMID 20375782. 
  57. Huang, L; Cattamanchi, A; Davis, JL; den Boon, S; Kovacs, J; Meshnick, S; Miller, RF; Walzer, PD; Worodria, W; Masur, H; International HIV-associated Opportunistic Pneumonias (IHOP), Study; Lung HIV, Study (June 2011). «HIV-associated Pneumocystis pneumonia». Proceedings of the American Thoracic Society 8 (3): 294–300. doi:10.1513/pats.201009-062WR. PMID 21653531. 
  58. Green H, Paul M, Vidal L, Leibovici L (2007). Green, Hefziba, επιμ. «Prophylaxis for Pneumocystis pneumonia (PCP) in non-HIV immunocompromised patients». Cochrane Database Syst Rev (3): CD005590. doi:10.1002/14651858.CD005590.pub2. PMID 17636808. 
  59. Taminato, M; Fram, D; Torloni, MR; Belasco, AG; Saconato, H; Barbosa, DA (November–December 2011). «Screening for group B Streptococcus in pregnant women: a systematic review and meta-analysis». Revista latino-americana de enfermagem 19 (6): 1470–8. PMID 22249684. 
  60. Darville, T (October 2005). «Chlamydia trachomatis infections in neonates and young children». Seminars in pediatric infectious diseases 16 (4): 235–44. doi:10.1053/j.spid.2005.06.004. PMID 16210104. 
  61. Global Action Plan for Prevention and Control of Pneumonia (GAPP) (PDF). World Health Organization. 2009. 
  62. 62,0 62,1 Roggensack, A; Jefferies, AL; Farine, D; Basso, M; Delisle, MF; Hudon, L; Mundle, WR; Murphy-Kaulbeck, LC; Ouellet, A; Pressey, T (April 2009). «Management of meconium at birth». Journal of obstetrics and gynaecology Canada : JOGC = Journal d'obstetrique et gynecologie du Canada : JOGC 31 (4): 353–4, 355–7. PMID 19497156. 
  63. van der Maarel-Wierink, CD; Vanobbergen, JN; Bronkhorst, EM; Schols, JM; de Baat, C (6 March 2012). «Oral health care and aspiration pneumonia in frail older people: a systematic literature review». Gerodontology: no. doi:10.1111/j.1741-2358.2012.00637.x. PMID 22390255. 
  64. 64,0 64,1 Bradley, JS; Byington, CL, Shah, SS, Alverson, B, Carter, ER, Harrison, C, Kaplan, SL, Mace, SE, McCracken GH, Jr, Moore, MR, St Peter, SD, Stockwell, JA, Swanson, JT (2011-08-31). «The Management of Community-Acquired Pneumonia in Infants and Children Older Than 3 Months of Age: Clinical Practice Guidelines by the Pediatric Infectious Diseases Society and the Infectious Diseases Society of America». Clinical infectious diseases : an official publication of the Infectious Diseases Society of America 53 (7): e25–76. doi:10.1093/cid/cir531. PMID 21880587. 
  65. Yang, M; Yuping, Y, Yin, X, Wang, BY, Wu, T, Liu, GJ, Dong, BR (2010-02-17). Dong, Bi Rong, επιμ. «Chest physiotherapy for pneumonia in adults». Cochrane database of systematic reviews (2): CD006338. doi:10.1002/14651858.CD006338.pub2. PMID 20166082. 
  66. Zhang, Y; Fang, C; Dong, BR; Wu, T; Deng, JL (14 March 2012). Dong, Bi Rong, επιμ. «Oxygen therapy for pneumonia in adults». Cochrane database of systematic reviews 3: CD006607. doi:10.1002/14651858.CD006607.pub4. PMID 22419316. 
  67. 67,0 67,1 Chang CC, Cheng AC, Chang AB (2012). Chang, Christina C, επιμ. «Over-the-counter (OTC) medications to reduce cough as an adjunct to antibiotics for acute pneumonia in children and adults». Cochrane Database Syst Rev 2: CD006088. doi:10.1002/14651858.CD006088.pub3. PMID 22336815. 
  68. Haider, BA; Lassi, ZS; Ahmed, A; Bhutta, ZA (5 October 2011). Bhutta, Zulfiqar A, επιμ. «Zinc supplementation as an adjunct to antibiotics in the treatment of pneumonia in children 2 to 59 months of age». Cochrane database of systematic reviews (10): CD007368. doi:10.1002/14651858.CD007368.pub2. PMID 21975768. 
  69. 69,0 69,1 69,2 Kabra SK; Lodha R, Pandey RM (2010). Kabra, Sushil K, επιμ. «Antibiotics for community-acquired pneumonia in children». Cochrane Database Syst Rev 3 (3): CD004874. doi:10.1002/14651858.CD004874.pub3. PMID 20238334. 
  70. Lutfiyya MN; Henley E, Chang LF, Reyburn SW (February 2006). «Diagnosis and treatment of community-acquired pneumonia» (PDF). Am Fam Physician 73 (3): 442–50. PMID 16477891. http://www.aafp.org/afp/2006/0201/p442.pdf. 
  71. Eliakim-Raz, N; Robenshtok, E; Shefet, D; Gafter-Gvili, A; Vidal, L; Paul, M; Leibovici, L (12 September 2012). Eliakim-Raz, Noa, επιμ. «Empiric antibiotic coverage of atypical pathogens for community-acquired pneumonia in hospitalized adults». Cochrane database of systematic reviews 9: CD004418. doi:10.1002/14651858.CD004418.pub4. PMID 22972070. 
  72. Scalera NM; File TM (April 2007). «How long should we treat community-acquired pneumonia?». Curr. Opin. Infect. Dis. 20 (2): 177–81. doi:10.1097/QCO.0b013e3280555072. PMID 17496577. 
  73. 73,0 73,1 American Thoracic Society; Infectious Diseases Society of America (February 2005). «Guidelines for the management of adults with hospital-acquired, ventilator-associated, and healthcare-associated pneumonia». Am J Respir Crit Care Med 171 (4): 388–416. doi:10.1164/rccm.200405-644ST. PMID 15699079. 
  74. 74,0 74,1 Marik, PE (May 2011). «Pulmonary aspiration syndromes». Current Opinion in Pulmonary Medicine 17 (3): 148–54. doi:10.1097/MCP.0b013e32834397d6. PMID 21311332. 
  75. O'Connor S (2003). «Aspiration pneumonia and pneumonitis». Australian Prescriber 26 (1): 14–7. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2009-07-09. https://web.archive.org/web/20090709074607/http://www.australianprescriber.com/magazine/26/1/14/7/. Ανακτήθηκε στις 2014-02-18. 
  76. 76,0 76,1 Behera, D. (2010). Textbook of pulmonary medicine (2nd έκδοση). New Delhi: Jaypee Brothers Medical Pub. σελίδες 296–297. ISBN 9788184487497. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Δεκεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 18 Φεβρουαρίου 2014. 
  77. 77,0 77,1 77,2 Cunha (2010). Pages6-18.
  78. Rello, J (2008). «Demographics, guidelines, and clinical experience in severe community-acquired pneumonia.». Critical care (London, England) 12 Suppl 6: S2. PMID 19105795. 
  79. 79,0 79,1 79,2 79,3 79,4 79,5 79,6 79,7 79,8 Yu, H (2011 Mar). «Management of pleural effusion, empyema, and lung abscess.». Seminars in interventional radiology 28 (1): 75–86. PMID 22379278. 
  80. Cunha (2010). Pages 250-251.
  81. «WHO Disease and injury country estimates». World Health Organization (WHO). 2004. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2009. 
  82. Rudan, I; Boschi-Pinto, C, Biloglav, Z, Mulholland, K, Campbell, H (May 2008). «Epidemiology and etiology of childhood pneumonia». Bulletin of the World Health Organization 86 (5): 408–16. doi:10.2471/BLT.07.048769. PMID 18545744. 
  83. Garenne M; Ronsmans C, Campbell Η (1992). «The magnitude of mortality from acute respiratory infections in children under 5 years in developing countries». World Health Stat Q 45 (2–3): 180–91. PMID 1462653. 
  84. WHO (1999). «Pneumococcal vaccines. WHO position paper». Wkly. Epidemiol. Rec. 74 (23): 177–83. PMID 10437429. 
  85. 85,0 85,1 85,2 al.], Ralph D. Feigin ... [et (2003). Textbook of pediatric infectious diseases (5η έκδοση). Philadelphia: W. B. Saunders. σελ. 299. ISBN 978-0-7216-9329-3. 
  86. Hippocrates On Acute Diseases wikisource link
  87. Maimonides, Fusul Musa ("Pirkei Moshe").
  88. Klebs E (1875-12-10). «Beiträge zur Kenntniss der pathogenen Schistomyceten. VII Die Monadinen». Arch. Exptl. Pathol. Parmakol. 4 (5/6): 40–488. 
  89. Friedländer C (1882-02-04). «Über die Schizomyceten bei der acuten fibrösen Pneumonie». Virchow's Arch pathol. Anat. U. Physiol. 87 (2): 319–324. doi:10.1007/BF01880516. 
  90. Fraenkel A (1884-04-21). «Über die genuine Pneumonie, Verhandlungen des Congress für innere Medicin». Dritter Congress 3: 17–31. 
  91. Gram C (1884-03-15). «Über die isolierte Färbung der Schizomyceten in Schnitt- und Trocken-präparaten». Fortschr. Med 2 (6): 185–9. 
  92. Tomashefski, J.F., επιμ. (2008). Dail and Hammar's pulmonary pathology (3rd έκδοση). New York: Springer. σελ. 228. ISBN 978-0-387-98395-0. 
  93. William Osler, Thomas McCrae (1920). The principles and practice of medicine: designed for the use of practitioners and students of medicine (9th έκδοση). D. Appleton. σελ. 78. One of the most widespread and fatal of all acute diseases, pneumonia has become the "Captain of the Men of Death," to use the phrase applied by John Bunyan to consumption. 
  94. Adams WG; Deaver KA, Cochi SL, et al. (Ιανουαρίου 1993). μείωση των παιδικών Haemophilus influenzae, χορήγηση τύπου B (Hib) ασθένεια στο εμβόλιο Hib εποχής. doi:10,1001 /jama.269.2.221. PMID 8417239. 
  95. Whitney CG; Farley MM, Hadler J,et al. (May 2003). «Decline in invasive pneumococcal disease after the introduction of protein-polysaccharide conjugate vaccine». N. Engl. J. Med. 348 (18): 1737–46. doi:10.1056/NEJMoa022823. PMID 12724479. 
  96. «World Pneumonia Day Official Website». World Pneumonia Day Official Website. Fiinex. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2011. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]