Πειρατεία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Πειρατής)
Εκδοχές μαύρης σημαίας με νεκροκεφαλή έχουν ταυτιστεί με την πειρατεία κυρίως στην τέχνη. Η πειρατική χρήση τους απαντάται σπανίως καθώς ήταν πιο συνετή η χρήση κάποιας άλλης σημαίας ως κάλυψη. Άλλωστε στο μεγαλύτερο κομμάτι της ιστορίας τους οι πειρατές ήταν κυνηγημένοι και η ποινή ήταν θάνατος.

Η πειρατεία είναι ένα από τα σοβαρότερα εγκλήματα του Διεθνούς Δικαίου. Για τον ακριβή ορισμό της πειρατείας δεν υφίσταται σύμφωνη γνώμη των διεθνολόγων. Κατά τον επίσημο ορισμό του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, όπως περιλαμβάνεται στο άρθρο 100, 101, της Σύμβασης των Η.Ε. (1982), ("Περί ανοικτών θαλασσών"), πειρατεία ονομάζεται κάθε πράξη βίας ή αιχμαλώτισης ή απόσπασης, η οποία διαπράττεται στην ανοιχτή θάλασσα ή τα διεθνή ύδατα από το πλήρωμα ή τους επιβάτες ενός ιδιωτικού πλοίου ή αεροσκάφους, και στρέφεται εναντίον προσώπων ή ιδιοκτησίας που μεταφέρονται με ένα άλλο σκάφος.[1]

Διάκριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την κρατούσα άποψη και τη σύγχρονη πρακτική η πειρατεία συνίσταται από τις ακόλουθες πράξεις:

  1. Κάθε παράνομη πράξη άσκησης βίας ή κράτησης ή πράξη διαρπαγής που τελείται για ιδιωτικούς σκοπούς υπό του πληρώματος, ή επιβατών ενός πλοίου ή αεροσκάφους και στρέφεται: α) εις μεν τις ανοικτές θάλασσες εναντίον άλλου πλοίου ή αεροσκάφους ή εναντίον προσώπων ή περιουσίας επί του ίδιου του σκάφους ή αεροσκάφους, β) εναντίον πλοίου ή αεροσκάφους, προσώπων ή περιουσιακών στοιχείων σε τόπο μη υποκείμενο σε δικαιοδοσία κάποιου Κράτους.
  2. Κάθε πράξη εκούσιας συμμετοχής σε παραπάνω δράση πλοίου ή αεροσκάφους με πλήρη γνώση ότι καθίσταται αυτό πειρατικό.
  3. Κάθε πράξη υποκίνησης ή εκ προθέσεως διευκόλυνσης μίας εκ των παραπάνω πράξεων.

Εξαιρέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν αποτελεί πειρατεία η διάπραξη τέτοιων ενεργειών από τις νόμιμες αρχές ενός κράτους στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους, π.χ. στο ενδεχόμενο που μεταφέρονται με αυτό παράνομα εμπορεύματα, έχει εισέλθει παράνομα στα χωρικά ύδατα ή έχει εκδοθεί εντολή κατάσχεσής του. Είναι όμως πειρατεία η διάπραξη τέτοιων ενεργειών από πλήρωμα σκάφους που ανήκει μεν στις νόμιμες αρχές, αλλά έχει στασιάσει το πλήρωμά του, εξομειούμενο έτσι σε ιδιωτικό.[2]

Επίσης, δε χαρακτηρίζεται πειρατεία η αιχμαλώτιση ή καταλήστευση ενός σκάφους από τις Ένοπλες Δυνάμεις μιας εχθρικής χώρας σε καιρό πολέμου - σε αυτήν την περίπτωση ομιλούμε περί απόσπασης λείας, αντίστοιχης της λαφυραγώγησης στον κατά ξηράν πόλεμο.

Ετυμολογία - Βασικές έννοιες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμάρο Πάργο ήταν ένας από τους πιο διάσημους πειρατές της Χρυσή εποχή της πειρατείας.

Οι λέξεις «πειρατεία» και «πειρατής» προέρχονται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα πειράω-ῶ, το οποίο σημαίνει προσπαθώ, δοκιμάζω. Η πρώτη γραπτή εμφάνισή τους (τοῖς πειραταῖς) γίνεται σε ένα αθηναϊκό ψήφισμα της ελληνιστικής περιόδου προς τιμήν του στρατηγού Επιχάρους, ο οποίος κατά το Χρεμωνίδειο πόλεμο διακρίθηκε στη φύλαξη των ακτών της πόλης.[3]

Αυτό δεν σημαίνει ότι η πειρατεία ήταν ανύπαρκτη πριν τα ελληνιστικά χρόνια - τουναντίον, από τις απαρχές της ιστορίας είχε ενδημικό χαρακτήρα σε πολλά μέρη της Μεσογείου. Η αρχαία ελληνική γραμματεία βρίθει αναφορών από τα ομηρικά κιόλας έπη, για ομάδες που επέδραμαν από θαλάσσης εναντίον ξένων πλοίων ή παραλιακών πόλεων με σκοπό τον προσπορισμό πλούτου και σκλάβων. Χρησιμοποιούσε όμως τη λέξη «ληστής», τόσο για την κατά ξηράν όσο και για την κατά θάλασσαν ληστεία.

Κατά το μεσαίωνα εμφανίσθηκε στη Δυτική Ευρώπη ένας νέος εννοιολογικός διαχωρισμός, όσον αφορά το ηθικό και νομικό περιεχόμενο της πειρατείας. Ως πειρατής περιγραφόταν πια ο παράνομος που λήστευε πλοία τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και πολέμου, ενώ ως κουρσάρος (από τo γαλλικό corsaire) ο ιδιώτης που εξουσιοδοτείτο από τις αρχές ενός κράτους να διαπράττει πειρατικές ενέργειες εναντίον εχθρικών, (προς το κράτος εντολέα), πλοίων και πόλεων σε καιρό πολέμου («κούρσα»). Βεβαίως ο κουρσάρος της μιας αντιμαχόμενης πλευράς, όσες εξουσιοδοτήσεις κι αν διέθετε, συνέχιζε να θεωρείται πειρατής για την άλλη.

Με την εμφάνιση των εναερίων μεταφορικών μέσων κατά τον 20ό αιώνα δημιουργήθηκε ακόμα ένας όρος: η αεροπειρατεία, δηλαδή η ανάληψη του ελέγχου ενός πολιτικού αεροσκάφους (ή τμήματός του) από άτομα διαφορετικά από το νόμιμο πλήρωμά του, ή ακόμα και η χρήση ενός αεροσκάφους από το νόμιμο πλήρωμά του, αλλά με διαφορετικό σκοπό από αυτόν που είναι εντεταλμένο.

Τέλος, τα τελευταία χρόνια η λέξη «πειρατεία» χρησιμοποιείται για να συνυποδηλώσει διάφορες παράνομες ενέργειες που δεν έχουν σχέση με το κυριολεκτικό νόημά της. Πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η ραδιοπειρατεία, δηλ. παράνομη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού που σημείωσε ακμή στην Ελλάδα στις δεκαετίες του ΄70 & του ΄80, & πιο πρόσφατα η πειρατεία λογισμικού, δηλ. η παράνομη χρήση, αντιγραφή ή διάδοση με ψηφιακό τρόπο υλικού που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα.

Ιστορική εξέλιξη της πειρατείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ΟΗΕ, Convention on the Law of the Sea of 10 December 1982, άρθρο 101
  2. ΟΗΕ, ό.π., άρθρο 102
  3. Philip De Souza, Piracy in the Graeco-Roman World, σελ. 3. Εκδότης Cambridge University Press, 2002, ISBN 978-0-521-01240-9

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]