Παραγωγικότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Στην Οικονομική Επιστήμη ο όρος παραγωγικότητα χαρακτηρίζει το μέτρο της παραγωγικής ικανότητας, το οποίο και εκφράζεται κατ΄ αναλογία του είδους και του ύψους της παραγωγής σε σχέση με τους παραγωγικούς συντελεστές που απαιτούνται γι΄ αυτήν.

Με την ευρύτερη έννοια του όρου η παραγωγικότητα αποτελεί το λόγο ή τη σχέση μεταξύ των επιτευχθέντων χρήσιμων αποτελεσμάτων (εκροή) και των πόρων ή μέσων που δαπανήθηκαν για την επίτευξή τους (εισροή). Έτσι, οι παραγωγικοί συντελεστές που είναι συνήθως η γη, η εργασία και το (σταθερό) κεφάλαιο που εκλαμβάνονται ως πόροι που δαπανήθηκαν, συνεπώς εισροή, αποτελούν τον παρονομαστή του κλάσματος, που είτε εκλαμβάνονται όλοι μαζί, είτε ένας ένας χωριστά, με αντίστοιχο προσδιορισμό της παραγωγικότητας κατά είδος.

Εν προκειμένω, τόσο οι εισροές όσο και οι εκροές εκφράζονται με τους όρους των φυσικών επιστημών. Ειδικότερα όμως, η μέτρηση της εκροής μπορεί να γίνεται είτε σε φυσικές ποσότητες, είτε με μονάδες αξίας.

Στη συνηθέστερη αποδοχή του όρου, κατά την εφαρμογή του, η εκροή σχετίζεται με την εισροή χρόνου εργασίας υπολογιζόμενη έτσι ανά ώρα εργασίας.

Ο ορισμός της Παραγωγικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για να αυξηθεί η παραγωγικότητα πρέπει ο ορισμός της να είναι σαφής και γνωστός σε όλους. Η διοίκηση μπορεί να βλέπει την παραγωγικότητα σαν τρόπο να παραμείνει ανταγωνιστική. Οι εργαζόμενοι μπορεί να τη θεωρούν σαν ένα συγκαλυμμένο τρόπο για να αυξηθεί ο ρυθμός εργασίας, ο αυτοματισμός και η συγχώνευση ή η εξάλειψη θέσεων. Αυτή η διαστρεβλωμένη(?) άποψη των εργαζομένων συχνά είναι το αποτέλεσμα της περιορισμένης αντίληψης της διοίκησης ότι η παραγωγικότητα μπορεί να βελτιωθεί μόνο εις βάρος της εργασίας, ενώ αυτό μπορεί να απαιτεί τη δημιουργία θέσεων.

Το Αμερικανικό Κέντρο Παραγωγικότητας την ορίζει σαν τα στοιχεία εργασίας, κεφαλαίου, ενέργειας και υλικών που καταναλώνονται για να παραχθούν προϊόντα και υπηρεσίες. Έτσι η παραγωγικότητα είναι συνδυασμός αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας. «Αποδοτικότητα» σημαίνει να επιτευχθεί η μέγιστη παραγωγή από μία καθορισμένη κατανάλωση στοιχείων. «Αποτελεσματικότητα» σημαίνει να επιτευχθεί το επιθυμητό αποτέλεσμα άσχετα από την κατανάλωση στοιχείων που απαιτείται για να γίνει. Επομένως μια εταιρεία μπορεί να είναι αποτελεσματική χωρίς να είναι αποδοτική και το αντίθετο.

Ο υπολογισμός της Παραγωγικότητας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραγωγικότητα συνήθως μετριέται σαν αναλογία της παραγωγής προς την κατανάλωση στοιχείων. Στην απλούστερη μορφή της, η «παραγωγικότητα εργασίας», είναι ο αριθμός των μονάδων που παράγονται, διαιρεμένος με τις ώρες εργασίας που χρειάστηκαν.

Μια πλατύτερη μέτρηση είναι ο «ολικός δείκτης παραγωγικότητας» (ΟΔΠ) που μετριέται διαιρώντας την ολική πραγματική αξία της παραγωγής (προϊόντα και υπηρεσίες, εκφρασμένα σε δολάρια, κυβικά μέτρα, ικανοποιημένους πελάτες κλπ.) με την ολική πραγματική αξία όλων των συντελεστών που χρησιμοποιήθηκαν (εργασία, υλικά, κεφάλαια, ενέργεια, κλπ., εκφρασμένα σε συνδυασμό εργατοωρών (άρα χρήματος) και χρημάτων).

Σκωτσέζος οικονομόλογος 16/6/1723-17/7/1790

Ιστορική αναδρομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος παραγωγικότητα χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον ανθρωπιστή Agricola (de rematalica, 1530), με ασαφή όμως και συγκεχυμένη έννοια. Κατά τον 18ο αιώνα εμφανίζεται στα συγγράμματα των φυσιοκρατών (Quesnay, 1776), όχι όμως με τη σημερινή της σημασία. Παραγωγικότητα θεωρήθηκε η «ευχέρεια του παράγειν» (Littre, 1883), μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα. Έτσι από την εποχή του Adam Smith κανένας οικονομολόγος (Μαρξ ??) δεν τόλμησε να επεκτείνει την επωνυμία του «παραγωγικού» και στις καθαυτό βιομηχανικές εργασίες. Πρώτος ο Γερμανός οικονομολόγος Georg Friendrich List αντέκρουσε τον Adam Smith, σύμφωνα προς τον οποίο παραγωγική είναι μόνο η εργασία εκείνη που άμεσα λαμβάνει μέρος στην παραγωγή.

Ο List ανέπτυξε τη «θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων»: «κατά τον Smith, οποιοσδήποτε διατρέφει χοίρους είναι παραγωγικός, ενώ εκείνος που διαπαιδαγωγεί ανθρώπους δεν είναι παραγωγικό μέλος της κοινωνίας… Παραγωγική δεν είναι μόνο η εργασία η οποία άμεσα επενεργεί επί των οικονομικών αγαθών, αλλά οποιαδήποτε εργασία συντελεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων». Η ευημερία ενός έθνους, γράφει ο List, δε γίνεται μεγαλύτερη στην έκταση που συγκεντρώνει μεγαλύτερα πλούτη, αλλά στο μέτρο που αναπτύσσει τις παραγωγικές του δυνάμεις. Οι παραγωγικές δυνάμεις είναι για το List σπουδαιότερες από τον εθνικό πλούτο που υπάρχει, γιατί αποτελούν πηγές διαρκούς πλουτισμού του έθνους.

Μεγαλύτερη λοιπόν σημασία, από τα υλικά αγαθά και το επίπεδο βιομηχανικής τεχνικής μιας χώρας, έχουν οι παραγωγικές δυνάμεις (??), δηλαδή εκτός από τη νομοθεσία, τις καλές τέχνες και τις επιστήμες, προπάντων η μόρφωση, η εκπαίδευση και η υγεία του λαού, καθώς επίσης και η δημόσια τάξη. Από τα παραπάνω φαίνεται ότι η έρευνα της έννοιας της παραγωγικότητας, στρεφόταν γύρω από την εργασία. Στις αρχές του αιώνα μας (??, Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, 1867) αποσαφηνίσθηκε η έννοια της παραγωγικότητας, ως η ποσοτικοποιημένη σχέση μεταξύ προϊόντος και συντελεστών της παραγωγής. Ακόμα και σήμερα όμως τα Ευρωπαϊκά Κέντρα Παραγωγικότητας και τα συναφή Ινστιτούτα ανά τον κόσμο, όταν δεν την προσδιορίζουν ειδικότερα, εννοούν κανονικά την παραγωγικότητα της εργασίας. Η παραγωγικότητα του κεφαλαίου καθιερώθηκε με την ονομασία «αποδοτικότητα».

Η μέτρηση της παραγωγικότητας και η ανάλυση των αιτιών και των παραγόντων, που ακολουθεί συνήθως, μπορεί να χρησιμοποιούνται για σκοπούς γενικότερης οικονομικής ανάλυσης (π.χ. για την αξιολόγηση του παρόντος και του μέλλοντος της εθνικής παραγωγής μιας χώρας ή μιας βιομηχανίας, των αναγκών της σε εργατικό δυναμικό, της ανταγωνιστικής της ικανότητας κλπ.). Χρησιμεύουν όμως και σα βάση αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας της διεύθυνσης και διαχείρισης εργοστασίων, επιχειρήσεων και λοιπών τεχνοπαραγωγικών μονάδων. Η μελέτη αυτή επικεντρώνεται στις περιπτώσεις αυτές.

Στην Ελλάδα η παραγωγικότητα άρχισε να είναι αντικείμενο έρευνας με την ίδρυση του Ελληνικού Κέντρου Παραγωγικότητας (Ν.Δ. 2473/1953 και Β.Δ. 16.3.1955[1]), το οποίο μάλιστα εξέδιδε επί σειρά ετών ένα, ιδιαίτερα καλό για την εποχή του, επιστημονικό περιοδικό την Παραγωγικότητα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Notes on Our Contributors». The Thomist: A Speculative Quarterly Review 16 (2): 268–268. 1953. doi:10.1353/tho.1953.0019. ISSN 2473-3725. http://dx.doi.org/10.1353/tho.1953.0019. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.48ος,σελ.144.
  • Ν. Γ. Παπαδόπουλος – Γ. Α. Μαντές, Ομαδικά κίνητρα και παραγωγικότητα, 1984/1987 (σελ. 20-21)
  • Β. Φ. Φίλιος, Μάνατζμεντ και παραγωγικότητα, 1987 (σελ. 13-15)