Βαφή

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Μπογιά)
Ξεραμένη πράσινη βαφή

Η βαφή ή η μπογιά ή το χρώμα (με την έννοια της βαφής), είναι οποιοδήποτε υγρό, υγροποιήσιμο ή σε συμπυκνωμένη σύνθεση που μετά από εφαρμογή του σε ένα αντικείμενο στερεοποιείται σε στερεό υμένα και προσδίδει στο αντικείμενο τον χρωματισμό του. Χρησιμοποιείται κυρίως για να προστατέψει, να χρωματίσει ή να δώσει υφή σε αντικείμενα. Η βαφή μπορεί να κατασκευαστεί ή να αγοραστεί σε πολλά χρώματα—και σε πολλές διαφορετικές μορφές, όπως ως υδρόχρωμα, τεχνητό, κλπ.. Η βαφή συνήθως αποθηκεύεται, πωλείται και εφαρμόζεται ως υγρή, αλλά ξηραίνεται σε στερεή μορφή.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια βαφή σπηλαίων από κάρβουνο και ώχρα του μεγαλόκερω από το Σπήλαιο Λασκώ, Γαλλία.

Το 2011, Νοτιοαφρικανοί αρχαιολόγοι ανέφεραν ότι βρήκαν ένα μείγμα κατασκευασμένο από ανθρώπους με βάση την ώχρα ηλικίας 100.000 ετών, που μπορεί να είχε χρησιμοποιηθεί ως βαφή.[1] Η ζωγραφική σπηλαίου έγινε με κόκκινη ή κίτρινη ώχρα, αιματίτη, οξείδιο του μαγγανίου, και κάρβουνο και μπορεί να έχει δημιουργηθεί από πρώιμο Homo sapiens πριν από 40.000 έτη.

Ένα τμήμα του κελύφους του γιγαντιαίου δίθυρου μαλάκιου που χρησιμοποιήθηκε για να κρατήσει τη βαφή ώχρας στην Αρχαία Αίγυπτο

Οι αρχαίοι χρωματισμένοι τοίχοι στα Δένδερα της Αιγύπτου, οι οποίοι έχουν εκτεθεί για χρόνια στα στοιχεία της φύσης, έχουν ακόμα το λαμπερό τους χρώμα, εξίσου ζωηρό όπως όταν βάφτηκαν πριν από περίπου 2.000 χρόνια. Οι Αιγύπτιοι ανακάτευαν τα χρώματά τους με μια κολλώδη ουσία και τα εφάρμοζαν ξεχωριστά χωρίς καμιά ανάμειξη. Φαίνεται ότι είχαν χρησιμοποιήσει έξι χρώματα: λευκό, μαύρο, γαλάζιο, κόκκινο, κίτρινο και πράσινο. Πρώτα, κάλυψαν όλη την περιοχή με λευκό, έπειτα σχεδίασαν με μαύρο. Χρησιμοποίησαν τετροξείδιο του μολύβδου (μίνιο) για το κόκκινο και γενικά μια σκούρα χροιά.

Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος αναφέρει κάποιες βαμμένες οροφές στην εποχή του στην πόλη της Άρντεα (Ardea), πού είχε κατασκευαστεί πριν την ίδρυση της Ρώμης. Εξέφρασε μεγάλη έκπληξη και θαυμασμό για τη φρεσκάδα τους, μετά τη πάροδο τόσων αιώνων.

Η βαφή κατασκευάστηκε με τον κρόκο αβγών και συνεπώς, η ουσία θα γινόταν πιο σκληρή και θα κολλούσε στην επιφάνεια που εφαρμοζόταν. Η χρωστική έγινε από φυτά, άμμο και διάφορα εδάφη. Οι περισσότερες βαφές χρησιμοποιούσαν είτε έλαια είτε νερό ως βάση (το διαλυτικό ή μέσο για τη χρωστική).

Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκε έλλειψη σε λινέλαιο και τότε ανακαλύφθηκαν οι τεχνητές ρητίνες, ή αλκυδικές ενώσεις. Φτηνές και εύκολες στην κατασκευή, με καλή διατήρηση του χρώματος και μεγάλη διάρκεια ζωής.[2]

Συστατικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνδετικό μέσο (ή διαμορφωτής υμένα) (Binder (or film former))[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το συνδετικό μέσο, ή φορέας, είναι το συστατικό της βαφής που σχηματίζει τον υμένα. Είναι το μόνο συστατικό που πρέπει απαραίτητα να είναι παρόν. Τα συστατικά που αναφέρονται παρακάτω περιλαμβάνονται προαιρετικά, ανάλογα με τις επιθυμητές ιδιότητες του σκληρυμένου υμένα.

Το συνδετικό μέσο μεταδίδει συνάφεια και επηρεάζει έντονα ιδιότητες όπως γυαλάδα, διάρκεια, ελαστικότητα και σκληρότητα.

Τα συνδετικά μέσα περιλαμβάνουν συνθετικές ή φυσικές ρητίνες όπως αλκυδικές ενώσεις, ακρυλικές ρητίνες, βινυλακρυλικές, οξικό βινύλιο/αιθυλένιο (VAE), πολυουρεθάνες, πολυεστέρες, ρητίνες μελαμίνης, εποξικές, ή ελαιοχρώματα (λαδομπογιές). Τα συνδετικά μέσα μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σύμφωνα με τους μηχανισμούς ξήρανσης ή σκλήρυνσης. Αν και η ξήρανση μπορεί να αναφέρεται στην εξάτμιση του διαλύτη ή του αραιωτικού, αναφέρεται συνήθως σε οξειδωτική διασταύρωση των συνδετικών μέσων και είναι δυσδιάκριτη από τη σκλήρυνση. Κάποιες βαφές σχηματίζονται μόνο με την εξάτμιση του διαλύτη, αλλά οι περισσότερες βασίζονται σε διεργασίες διασταύρωσης.[3]

Οι βαφές που ξηραίνονται με εξάτμιση διαλύτη και περιέχουν το στερεό συνδετικό μέσο διαλυμένο σε έναν διαλύτη είναι γνωστές ως λάκες. Ένας στερεός υμένας σχηματίζεται όταν εξατμίζεται ο διαλύτης και επειδή ο υμένας μπορεί να επαναδιαλυθεί σε διαλύτη, οι λάκες είναι ακατάλληλες για εφαρμογές όπου η χημική αντίσταση είναι σημαντική. Οι κλασικές λάκες νιτροκυτταρίνης εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία. Η απόδοση ποικίλει με τη σύνθεση, αλλά οι λάκες τείνουν γενικά να έχουν καλύτερη αντίσταση στο υπεριώδες και χαμηλότερη αντίσταση στη διάβρωση από συγκρίσιμα συστήματα που σκληραίνουν με πολυμερισμό ή συνένωση.

Ο τύπος βαφής γνωστός ως γαλάκτωμα ή ελαστικό γαλάκτωμα (Emulsion ή Latex) είναι μια υδατοδιαλυτή διασπορά σωματιδίων πολυμερών μικρότερων του μικρομέτρου. Αυτοί οι όροι καλύπτουν όλες τις βαφές που χρησιμοποιούν συνθετικά πολυμερή όπως ακρυλικά, βινυλακρυλικά, πολυβινυλοοξικά(PVA), ακρυλικό στυρένιο, κλπ. ως συνδετικά μέσα.[4] Ο όρος "latex" στο περιεχόμενο της βαφής στις ΗΠΑ σημαίνει απλά μια υδατική διασπορά· το ελαστικό γαλάκτωμα (latex) από το καουτσουκόδεντρο δεν είναι ένα συστατικό. Αυτές οι διασπορές προετοιμάζονται με πολυμερισμό γαλακτώματος. Τέτοιες βαφές σκληραίνουν με μια διεργασία που λέγεται συνένωση, έτσι ώστε η βαφή δεν μπορεί να επαναδιαλυθεί στο διαλύτη/νερό που αρχικά το έφερε. Τα υπολειπόμενα επιφανειοδραστικά στο χρώμα, καθώς και τα υδρολυτικά φαινόμενα με κάποια πολυμερή προκαλούν ευαισθησία της βαφής σε μαλάκωμα και με την πάροδο του χρόνου, υποβάθμιση με το νερό. Βαφές που σκληραίνουν με οξειδωτική διασταύρωση είναι γενικά μονά επιχρίσματα. Όταν εφαρμόζονται, η έκθεση στο οξυγόνο του αέρα ξεκινά μια διεργασία που διασταυρώνει και πολυμερίζει το συστατικό του συνδετικού μέσου. Κλασικά αλκυδικά σμάλτα μπορούν να συμπεριληφθούν σε αυτήν την κατηγορία. Οξειδωτικά επιχρίσματα σκλήρυνσης καταλύονται από μεταλλικά σύμπλοκα ξήρανσης όπως το ναφθενικό κοβάλτιο (ΙΙ).

Βαφές που σκληραίνουν με πολυμερισμό είναι γενικά επιχρίσματα ενός ή δύο συστατικών που πολυμερίζονται μέσω μιας χημικής αντίδρασης, και σκληραίνουν σε έναν διασταυρούμενο υμένα. Ανάλογα με τη σύσταση μπορεί να χρειάζονται να ξηραθούν πρώτα, με εξάτμιση του διαλύτη. Τα κλασικά δύο συστατικών εποξικά ή πολυουρεθάνης ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία.[5]

Υπάρχουν βαφές που λέγονται πλαστισόλες/οργανοσόλες, οι οποίες κατασκευάζονται με ανάμειξη κόκκων PVC με έναν πλαστικοποιητή. Αυτά θερμαίνονται και το μείγμα συνδυάζεται.

Άλλοι υμένες σχηματίζονται με ψύξη του συνδετικού μέσου. Παραδείγματος χάρη, εγκαυστική ή βαφές κεριού είναι υγρές όταν είναι ζεστές και σκληραίνουν με ψύξη. Σε πολλές περιπτώσεις, ξαναμαλακώνουν ή υγροποιούνται αν ξαναζεσταθούν.

Πρόσφατες περιβαλλοντικές απαιτήσεις περιορίζουν τη χρήση των πτητικών οργανικών ενώσεων (VOCs) και έχουν αναπτυχθεί εναλλακτικά μέσα σκλήρυνσης, ειδικά για βιομηχανικούς σκοπούς. Σε βαφές που σκληραίνουν με υπεριώδες, ο διαλύτης εξατμίζεται πρώτα και η σκλήρυνση ξεκινά στη συνέχεια με υπεριώδες φως. Σε επιχρίσματα σε σκόνη υπάρχει λίγος ή καθόλου διαλύτης και η ροή και η σκλήρυνση παράγονται με θέρμανση του υποστρώματος μετά από ηλεκτροστατική εφαρμογή της ξηρής σκόνης.

Αραιωτικό ή διαλύτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κύριοι σκοποί του αραιωτικού είναι να διαλύσει το πολυμερές και να ρυθμίσει το ιξώδες της βαφής. Είναι πτητικό και δεν γίνεται μέρος του υμένα του χρώματος. Ελέγχει επίσης τις ιδιότητες ροής και εφαρμογής, και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να επηρεάσει τη σταθερότητα της βαφής ενώ είναι στην υγρή κατάσταση. Η κύρια λειτουργία του είναι ως φορέας των μη πτητικών συστατικών. Για να διασκορπίσει πιο βαριά έλαια (παραδείγματος χάρη, λινέλαιο) όπως σε βαφές εσωτερικού χώρου κατοικιών με βάση το έλαιο, απαιτείται ένα αραιωτικό ελαίου. Αυτές οι πτητικές ουσίες επηρεάζουν τις ιδιότητές τους προσωρινά—μόλις εξατμιστεί ο διαλύτης, η υπολειπόμενη βαφή σταθεροποιείται στην επιφάνεια.

Αυτό το συστατικό είναι προαιρετικό: μερικά χρώματα δεν έχουν αραιωτικό.

Το νερό είναι το κύριο αραιωτικό για τα υδατοδιαλυτά χρώματα, ακόμα και στους τύπους των συνδιαλυτών.

Οι βαφές που διαλύονται σε διαλύτη, μπορούν να έχουν ποικίλους συνδυασμούς οργανικών διαλυτών ως αραιωτικά, συμπεριλαμβανόμενων των αλειφατικών ενώσεων, των αρωματικών ενώσεων, των αλκοολών, των κετονών και ελαφρού πετρελαίου (white spirit). Ειδικά παραδείγματα είναι οργανικοί διαλύτες όπως αποστάγματα πετρελαίου, εστέρες, αιθέρες της 1,2-αιθανοδιόλης και τα παρόμοια. Κάποιες φορές πτητικές συνθετικές ρητίνες με χαμηλή μοριακή μάζα χρησιμεύουν ως αραιωτικά.

Χρωστικές (πιγμέντα-pigments) και πληρωτικά (fillers)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χρωστικές είναι κοκκώδη στερεά ενσωματωμένα στη βαφή για να συνεισφέρουν στο χρώμα. Τα πληρωτικά είναι κοκκώδη ενσωματωμένα στερεά για να επιδράσουν στην σκληρότητα, υφή, να δώσουν στη βαφή ειδικές ιδιότητες, ή να μειώσουν το κόστος της βαφής. Εναλλακτικά, μερικές βαφές περιέχουν διαλυτές χρωστικές αντί για στερεές χρωστικές ή σε συνδυασμό με αυτές.

Οι χρωστικές μπορούν να ταξινομηθούν είτε ως φυσικές είτε ως συνθετικές. Οι φυσικές συνθετικές περιλαμβάνουν ποικίλα υλικά αργίλους, ανθρακικό ασβέστιο, μαρμαρυγίες, διοξείδιο του πυριτίου και τάλκη. Οι συνθετικές περιλαμβάνουν επεξεργασμένα μόρια, πυρωμένους αργίλους, χημικά καταβυθισμένο θειικό βάριο, καταβυθισμένο ανθρακικό ασβέστιο και συνθετικά πυρογενή διοξείδια του πυριτίου.

Η απόκρυψη των χρωστικών, για την παρασκευή αδιαφανών χρωμάτων, προστατεύει επίσης το υπόστρωμα από τις βλαβερές επιδράσεις της υπεριώδους ακτινοβολίας. Η απόκρυψη χρωστικών περιλαμβάνει τα: διοξείδια του τιτανίου, φθαλικό γαλάζιο, τριοξείδιο του σιδήρου και πολλά άλλα.

Τα πληρωτικά είναι ένας ειδικός τύπος χρωστικής που εξυπηρετεί στην πάχυνση του υμένα, υποστηρίζουν τη δομή του και αυξάνουν τον όγκο της βαφής. Τα πληρωτικά είναι συνήθως φτηνά και αδρανή υλικά, όπως γη διατόμων, τάλκης, ασβέστης, βαρύτης, άργιλος, κλπ. Οι βαφές δαπέδου που πρέπει να αντιστέκονται στη διάβρωση μπορούν να περιέχουν λεπτή άμμο χαλαζία ως πληρωτικό. Δεν περιλαμβάνουν όλες οι βαφές πληρωτικά, ενώ υπάρχουν βαφές που περιλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες από χρωστικές/πληρωτικά και συνδετικά μέσα.

Κάποιες χρωστικές είναι τοξικές, όπως οι χρωστικές μολύβδου που χρησιμοποιούνται σε βαφές μολύβδου. Οι κατασκευαστές βαφών άρχισαν την αντικατάσταση των λευκών χρωστικών μολύβδου με λευκό τιτάνιο (διοξείδιο του τιτανίου), πριν απαγορευτεί ο μόλυβδος στις βαφές για την οικιακή χρήση το 1978 στις ΗΠΑ. Το διοξείδιο του τιτανίου που χρησιμοποιείται στις περισσότερες βαφές καλύπτεται συχνά με διοξείδιο του πυριτίου/οξείδιο του αργιλίου/ζιρκόνιο για διάφορους λόγους, όπως καλύτερη εξωτερική διάρκεια, ή καλύτερη κάλυψη (αδιαφάνεια) που προάγεται από περισσότερο βέλτιστη απόσταση μέσα στον υμένα της βαφής.

Πρόσθετα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από τις τρεις κύριες κατηγορίες συστατικών, οι βαφές μπορούν να έχουν μια πλατιά ποικιλία από διάφορα πρόσθετα, που συνήθως προστίθενται σε μικρές ποσότητες, αλλά δίνουν ένα σημαντικό αποτέλεσμα στο προϊόν. Κάποια παραδείγματα περιλαμβάνουν πρόσθετα που τροποποιούν την επιφανειακή τάση, βελτιώνουν τις ιδιότητες ροής, βελτιώνουν την τελική εμφάνιση, αυξάνουν την υγρή άκρη, βελτιώνουν τη σταθερότητά της χρωστικής, επιδρούν στις αντιπηκτικές ιδιότητες, ελέγχουν τον αφρισμό, ελέγχουν το πέτσιασμα, κλπ. Άλλοι τύποι προσθέτων περιλαμβάνουν καταλύτες, παχυντές, σταθεροποιητές, γαλακτωματοποιητές, δημιουργούς υφής, υποκινητές προσκόλλησης, σταθεροποιητές υπεριώδους, ισοπεδωτές, βιοκτόνα για να καταπολεμήσουν την ανάπτυξη βακτηρίων και παρόμοια.

Τα πρόσθετα , κανονικά, δεν μεταβάλλουν σημαντικά τα ποσοστά των μεμονωμένων συστατικών σε έναν τύπο.[6]

Βαφές αλλαγής χρώματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν διάφορες τεχνολογίες για την κατασκευή βαφών που αλλάζουν χρώμα. Θερμοχρωμικές βαφές περιέχουν υλικά που αλλάζουν διαμόρφωση όταν εφαρμόζεται θερμότητα και έτσι αλλάζουν χρώμα. Έχουν χρησιμοποιηθεί υγροί κρύσταλλοι σε τέτοιες βαφές, όπως στις ταινίες θερμομέτρου και στις ταινίες που χρησιμοποιούνται στα ενυδρεία και στα προωθητικά θερμικά κύπελλα και καλαμάκια. Φωτοχρωμικές βαφές και στρώσεις περιέχουν διαλυτές χρωστικές που αλλάζουν διαμόρφωση όταν ο υμένας εκτίθεται σε υπεριώδες φως και έτσι αλλάζουν χρώμα. Αυτά τα υλικά χρησιμοποιούνται για να κάνουν φακούς.

Οι βαφές που αλλάζουν χρώμα μπορούν επίσης να παρασκευαστούν με προσθήκη ενώσεων που αλλάζουν χρώμα με το pH ή άλλων οργανικών χρωστικών. Μια ευρεσιτεχνία[7] αναφέρει χρήση αυτών των δεικτών για εφαρμογές επιχρισμάτων τοίχου με βαφές ανοιχτού χρώματος. Όταν η βαφή είναι υγρή έχει ροζ χρώμα, αλλά κατά τη διάρκεια της ξήρανσης ξαναπαίρνει το αρχικό της λευκό χρώμα. Όπως αναφέρεται στην ευρεσιτεχνία, αυτή η ιδιότητα ενεργοποιείται με κατάλληλη και ομοιόμορφη βαφή δύο ή τριών στρώσεων σε έναν τοίχο. Οι προηγούμενες στρώσεις που έχουν ξηραθεί θα είναι λευκές, ενώ η νέα στρώση θα είναι σαφώς ροζ. Η Ashland Inc. εισήγαγε πυρίμαχες επιχρίσεις χυτηρίων με παρόμοια αρχή το 2005[8][9] για χρήση σε χυτήρια.

Οι ηλεκτροχρωμικές βαφές αλλάζουν χρώμα ως απάντηση σε ένα εφαρμοζόμενο ηλεκτρικό ρεύμα. Ο κατασκευαστής οχημάτων Nissan έχει αναφέρει ότι εργάζεται σε μια ηλεκτροχρωμική βαφή, με βάση σωματίδια του παραμαγνητικού οξειδίου του σιδήρου. Όταν βρεθούν σε ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο τα παραμαγνητικά σωματίδια αλλάζουν την απόσταση, τροποποιώντας το χρώμα τους και τις ανακλαστικές τους ιδιότητες. Το ηλεκτρομαγνητικό πεδίο μπορεί να σχηματιστεί χρησιμοποιώντας το αγώγιμο μέταλλο του σώματος του οχήματος. [10] Οι ηλεκτροχρωμικές βαφές μπορούν να εφαρμοστούν σε πλαστικά υποστρώματα επίσης, χρησιμοποιώντας μια διαφορετική χημεία επικάλυψης. Η τεχνολογία περιλαμβάνει τη χρήση ειδικών διαλυτών χρωστικών που αλλάζουν διαμόρφωση όταν εφαρμόζεται ηλεκτρικό ρεύμα μέσα στον ίδιο τον υμένα. Πρόσφατα, αυτή η νέα τεχνολογία έχει χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη προστασίας από τη λάμψη με το άγγιγμα ενός πλήκτρου στα παράθυρα επιβατικού αεροπλάνου.

Τέχνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υδροχρώματα όπως εφαρμόζονται με πινέλο

Από την εποχή της Αναγέννησης, βαφές από στεγνωτικά ξηραινόμενα έλαια, κυρίως λινέλαιο, είναι το πιο χρησιμοποιούμενο είδος βαφών στις καλές τέχνες· οι ελαιοβαφές είναι ακόμα συνηθισμένες σήμερα. Όμως, τον 20ό αιώνα, υδροχρώματα και ακρυλικές βαφές, έγιναν πολύ δημοφιλείς με την ανάπτυξη των ακρυλικών ομάδων και άλλων βαφών ελαστικού γαλακτώματος (λάτεξ).

Το μύδι του ζωγράφου, ένα ευρωπαϊκό μύδι του γλυκού νερού. Κάποια όστρακα χρησιμοποιήθηκαν στην ζωγραφική.

Οι βαφές από γάλα (που περιέχει καζεΐνη), όπου το μέσο παράγεται από το φυσικό γαλάκτωμα του γάλακτος, ήταν δημοφιλείς τον 19ο αιώνα και είναι ακόμα και σήμερα διαθέσιμες.

Η τέμπερα (όπου το μέσο είναι ένα γαλάκτωμα ακατέργαστου κρόκου αυγού αναμειγμένου με έλαιο) είναι ακόμα σε χρήση, όπως είναι οι εγκαυστικές βαφές με βάση το κερί. Η υδροκομμιογραφία είναι μια παραλλαγή του αδιαφανούς υδροχρώματος που χρησιμοποιήθηκε επίσης στον Μεσαίωνα και στην Αναγέννηση για διακόσμηση χειρογράφων. Η χρωστική κατασκευαζόταν συχνά από ημιπολύτιμους λίθους όπως λάπις λάζουλι και το συνδετικό μέσο κατασκευαζόταν είτε από αραβικό κόμμι ή από ασπράδι αβγού.

Εφαρμογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βαφή μπορεί να εφαρμοστεί ως στερεή, ως αέριο αιώρημα (αερόλυμα) ή ως υγρό. Οι τεχνικές ποικίλλουν ανάλογα με τα επιθυμητά αποτελέσματα πρακτικά ή καλλιτεχνικά.

Ως στερεό (συνήθως χρησιμοποιείται σε εφαρμογές της βιομηχανίας και των οχημάτων), η βαφή εφαρμόζεται ως μια πολύ λεπτή σκόνη, έπειτα ψήνεται σε υψηλή θερμοκρασία. Με αυτόν τον τρόπο λιώνει η σκόνη και προσκολλάται στην επιφάνεια. Τα αίτια δημιουργίας αυτού του αποτελέσματος περιλαμβάνουν τη χημεία των βαφών, την ίδια την επιφάνεια και ίσως την χημεία του υποστρώματος (του αντικειμένου που βάφεται). Αυτό λέγεται "επίχρισμα σκόνης" ενός αντικειμένου.

Ως αέριο ή αεριώδες αιώρημα, η βαφή αιωρείται σε στερεή ή υγρή μορφή σε ένα αέριο που ψεκάζει ένα αντικείμενο. Η βαφή προσκολλάται στο αντικείμενο. Αυτό λέγεται "βάψιμο με ψεκασμό" ενός αντικειμένου. Μεταξύ των λόγων για μια τέτοια διεργασία περιλαμβάνονται και οι ακόλουθοι:

  • Ο μηχανισμός εφαρμογής είναι ο αέρας και συνεπώς κανένα στερεό αντικείμενο δεν ακουμπά το αντικείμενο που πρόκειται να βαφτεί·
  • Η κατανομή της βαφής είναι ομοιόμορφη, έτσι δεν υπάρχουν απότομες γραμμές·
  • Μπορεί να χρησιμοποιηθούν πολύ μικρές ποσότητες βαφής·
  • Μια χημική ουσία (συνήθως ένας διαλύτης) μπορεί να ψεκαστεί μαζί με τη βαφή για να διαλύσει μαζί τη βαφή και τη χημική ουσία στην επιφάνεια του αντικειμένου που βάφεται·
  • Κάποιες χημικές αντιδράσεις στη βαφή περιλαμβάνουν τον προσανατολισμό των μορίων της βαφής.

Στην υγρή εφαρμογή, η βαφή μπορεί να εφαρμοστεί με άμεση εφαρμογή χρησιμοποιώντας πινέλα, κυλίνδρους βαφής, μαχαιροσπάτουλες και άλλα εργαλεία, ή μέρη του σώματος όπως δάκτυλα και αντίχειρες.

Οι κύλινδροι βαφής έχουν γενικά μια λαβή που επιτρέπει την πρόσδεση διαφορετικών μεγεθών κονταριών, επιτρέποντας τη βαφή σε διαφορετικά ύψη. Γενικά, η εφαρμογή με κύλινδρο απαιτεί δύο στρώσεις για ομοιόμορφο χρώμα. Ένας κύλινδρος με παχύτερο πέλος χρησιμοποιείται για εφαρμογή σε ανομοιόμορφες επιφάνειες. Οι γωνίες συνήθως βάφονται με ένα γωνιακό πινέλο.

  • Για την εφαρμογή αστιλβών (ματ) βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 1/2"
  • Για την εφαρμογή ημίθαμπων βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 3/8"
  • Για την εφαρμογή ελαφρά γυαλιστερών βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 3/8"
  • Για την εφαρμογή ημίστιλπνων ή γυαλιστερών βαφών συνήθως χρησιμοποιούνται κύλινδροι με πέλος 3/16"[11]

Μετά την εφαρμογή της υγρής βαφής, υπάρχει ένα μεσοδιάστημα κατά τη διάρκεια του οποίου μπορεί να αναμειχθεί η βαφή με βαμμένες περιοχές που λέγεται "χρόνος εφαρμογής ή ανοικτός χρόνος." Ο χρόνος εφαρμογής μιας βαφής ελαίου ή γαλακτώματος με βάση αλκυδικές ενώσεις μπορεί να επεκταθεί προσθέτοντας ελαφρό πετρέλαιο (white spirit), γλυκόλες όπως Dowanol (αιθέρας της προπυλενογλυκόλης) ή επιμηκυντές χρόνου εφαρμογής. Αυτό μπορεί επίσης να διευκολύνει την ανάμειξη διαφορετικών στρώσεων υγρής βαφής για αισθητικά εφέ. Ελαστικά γαλακτώματα (λάτεξ) και ακρυλικά γαλακτώματα απαιτούν τη χρήση επιβραδυντών ξήρανσης κατάλληλων για επικαλύψεις με βάση το νερό.

Η εφαρμογή της βαφής με ψεκασμό είναι η πιο δημοφιλής μέθοδος στη βιομηχανία. Σε αυτήν, η βαφή νεφελοποιείται με τη δύναμη συμπιεσμένου αέρα ή με την επίδραση υψηλής συμπίεσης της ίδιας της βαφής και η βαφή μετατρέπεται σε μικρά σταγονίδια που πηγαίνουν στο αντικείμενο που βάφεται. Εναλλακτικές μέθοδοι είναι ψεκασμός χωρίς αέρα, θερμός ψεκασμός, θερμός ψεκασμός χωρίς αέρα και οποιαδήποτε από αυτές τις μεθόδους με ηλεκτροστατικό ψεκασμό. Υπάρχουν πολλές διαθέσιμες ηλεκτροστατικές μέθοδοι.

Η εμβάπτιση ήταν η συνηθισμένη μέθοδος για αντικείμενα όπως ερμάρια, αλλά έχει αντικατασταθεί από υψηλής ταχύτητας κινούμενους αεροστρόβιλους με ηλεκτροστατικό ψεκασμό. Τα σώματα (σασί) των οχημάτων ασταρώνονται χρησιμοποιώντας καθοδικό ηλεκτροφόρο αστάρι, που εφαρμόζεται στο σώμα και αποτίθεται μια στρώση ασταριού. Το αμετάβλητο υπόλειμμα ξεπλένεται και το αστάρι ψήνεται.

Πολλές βαφές τείνουν να διαχωρίζονται όταν αποθηκεύονται, καθώς τα βαρύτερα συστατικά καθιζάνουν στον πυθμένα και χρειάζονται ανάμειξη πριν τη χρήση. Κάποια καταστήματα χρωμάτων έχουν μηχανήματα για την ανάμειξη των βαφών αναδεύοντας έντονα το κουτί για μερικά λεπτά.

Η αδιαφάνεια και το πάχος του υμένα της βαφής μπορούν να μετρηθούν χρησιμοποιώντας μια κάρτα μεταβολής.

Οι βαφές με βάση το νερό τείνουν να είναι οι πιο εύκολες στον καθαρισμό μετά τη χρήση· τα πινέλα και οι κύλινδροι μπορούν να καθαριστούν με σαπούνι και νερό.

Η κατάλληλη διάθεση των υπολειμμάτων των βαφών είναι μια πρόκληση. Μερικές φορές, μπορούν να ανακυκλωθούν: Οι παλιές βαφές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για ένα αστάρι ή μια ενδιάμεση βαφή και οι βαφές με παρόμοια χημεία μπορούν να αναμειχθούν για να δημιουργήσουν μα μεγαλύτερη ποσότητα ενός ομοιόμορφου χρώματος.

Για να απορριφθεί μια βαφή μπορεί να ξηραθεί και να απορριφθεί με τα οικιακά απορρίμματα, με την προϋπόθεση δεν περιέχει απαγορευμένες ουσίες (δείτε το δοχείο). Η απόρριψη υγρού χρώματος απαιτεί συνήθως ειδικό χειρισμό και πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επικίνδυνη ουσία, και απορρίπτεται σύμφωνα με τους τοπικούς κανονισμούς.[12][13]

Παραλλαγές βαφών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια συλλογή δοχείων, βαφών και παραλλαγών.
Μια μεγάλη συλλογή διαφορετικών ειδών δοχείων ψεκασμού, σημειωτών, βαφών και μελανιών σε υπόγειο κατάστημα στο Τβερ της Ρωσίας, 2011.

Οι παρακάτω χρησιμοποιούμενοι όροι μπορεί να διαφέρουν μεταξύ των κατασκευαστών, αλλά γενικά έχουν ως εξής:

  • Το αστάρι (Primer) είναι μια προπαρασκευαστική στρώση που εφαρμόζεται στα υλικά πριν να βαφούν. Η ασταρωμένη επιφάνεια εξασφαλίζει καλύτερη συνάφεια με τη βαφή, αυξάνει συνεπώς τη διάρκεια της βαφής και παρέχει βελτιωμένη προστασία για τη βαμμένη επιφάνεια. Κατάλληλα αστάρια μπορούν επίσης να φράξουν και να στεγανοποιήσουν κενά, ή να αποκρύψουν ένα χρώμα που πρόκειται να βαφτεί.
  • Οι βαφές γαλακτώματος (πλαστικά χρώματα-Emulsion paints) είναι βαφές με βάση το νερό στις οποίες το υλικό της βαφής είναι διαλυμένο σε ένα υγρό που αποτελείται κυρίως από νερό. Τα κύρια πλεονεκτήματα του είναι: γρήγορη ξήρανση, χαμηλή τοξικότητα, χαμηλό κόστος, πιο εύκολη εφαρμογή, καθώς και πιο εύκολος καθαρισμός της συσκευής.

Η στιλπνότητα των παρακάτω πέντε κατηγοριών βαίνει αυξανόμενη:

  • Οι αστιλβείς (ματ) βαφές (Flat Finish) χρησιμοποιούνται γενικά για οροφές ή τοίχους που είναι σε άσχημη κατάσταση. Αυτές οι βαφές είναι χρήσιμες για την απόκρυψη ατελειών σε τοίχους και είναι οικονομικές στην αποτελεσματικοί κάλυψη σχετικά μεγάλων επιφανειών. Όμως, αυτές οι βαφές δεν πλένονται εύκολα και υπόκεινται σε κηλίδωση.
  • Οι αστιλβείς (ματ) βαφές (Matte Finish) είναι γενικά παρόμοιες με τις βαφές flat, αλλά αυτές υπερέχουν συνήθως στο πλύσιμο και την κάλυψη.
  • Οι ημίθαμπες βαφές (Eggshell Finish) έχουν κάποια γυαλάδα, υποτίθεται όπως τη γυαλάδα από το τσόφλι ενός αβγού. Αυτές οι βαφές πλένονται θαυμάσια, αλλά δεν είναι πολύ αποτελεσματικές στην απόκρυψη ατελειών σε τοίχους και παρόμοιες επιφάνειες. Οι ημίθαμπες βαφές είναι κατάλληλες για μπάνια επειδή πλένονται και απωθούν το νερό, έτσι ώστε τείνουν να μην ξεφλουδίζουν σε υγρό περιβάλλον.
  • Οι ελαφρά γυαλιστερές (σατινέ) βαφές (Pearl (Satin) Finish) αντέχουν πολύ από πλευράς πλυσίματος και αντίστασης στην υγρασία, ακόμα και συγκρίνοντας τες με τις ημίθαμπες. Προστατεύουν τους τοίχους από βρομιά, υγρασία και κηλίδες. Συνεπώς είναι εξαιρετικά χρήσιμες για μπάνια, έπιπλα και κουζίνες, αλλά είναι πιο γυαλιστερές από τις ημίθαμπες, έτσι είναι πιο επιρρεπής στην εμφάνιση ατελειών.
  • Οι ημίστιλπνες βαφές (Semi-Gloss Finish) χρησιμοποιούνται συνήθως για να τονίσουν λεπτομέρειες και κομψότητα, καθώς και για να τονίσουν ξύλινες κατασκευές, όπως σε θύρες και έπιπλα. Παρέχουν μια λαμπερή επιφάνεια και προσφέρουν καλή προστασία από υγρασία και κηλίδες στους τοίχους. Η στιλπνότητά τους όμως τονίζει τις ατέλειες στους τοίχους και σε παρόμοιες επιφάνειες. Είναι δημοφιλείς σε σχολεία και βιομηχανίες όπου το πλύσιμο και η διάρκεια είναι οι κύριες σκέψεις.[14]
  • Τα βερνίκια και γομολάκες (shellac) είναι στην πραγματικότητα βαφές χωρίς χρωστικές· παρέχουν μια προστατευτική στρώση χωρίς ουσιαστική μεταβολή του χρώματος της επιφάνειας, αν και μπορούν να τονίσουν το χρώμα του υλικού.
  • Οι βαφές ξύλου (Wood stain) είναι ένας τύπος βαφής που έχει τέτοια σύσταση ώστε να είναι πολύ "λεπτές", που σημαίνει να έχουν χαμηλό ιξώδες, έτσι ώστε η χρωστική να διαποτίζει υλικά όπως το ξύλο, παρά να παραμένει σε έναν υμένα στην επιφάνεια. Οι βαφές ξύλου διαλύονται κυρίως σε χρωστικές μαζί με ένα συνδετικό υλικό στον διαλύτη. Είναι σχεδιασμένες να προσθέτουν χρώμα χωρίς να δίνουν μια επιφανειακή επίχριση.
  • Οι λάκες (Lacquer) είναι μια βαφή με βάση διαλύτη ή βερνίκι που παράγει μια ιδιαίτερα σκληρή και με διάρκεια βαφή. Συνήθως στεγνώνει γρήγορα.
  • Οι βαφές σμάλτου (Enamel paint) έχουν τέτοια σύσταση ώστε να δίνουν μια ιδιαίτερα σκληρή, συνήθως γυαλιστερή βαφή. Κάποια βαφές σμάλτου περιέχουν λεπτή γυάλινη σκόνη ή νιφάδες μετάλλου αντί για χρωστικές, σε τυπικές βαφές με βάση το έλαιο. Οι βαφές σμάλτου αναμειγνύονται μερικές φορές με βερνίκια ή ουρεθάνη για να βελτιώσουν την στιλπνότητα και τη σκληρότητά τους.
  • Το εφυάλωμα (glaze) είναι ένα πρόσθετο που χρησιμοποιείται με τη βαφή για να επιβραδύνει τον χρόνο ξήρανσης και να αυξήσει την ημιδιαφάνεια, όπως στις ψευδοβαφές και σε κάποια καλλιτεχνικά εφέ.
  • Το επίχρισμα στεγών (roof coating) είναι ένα υγρό που επικάθεται ως μια ελαστική μεμβράνη που μπορεί να επεκταθεί χωρίς ζημιά. Παρέχει προστασία έναντι του υπεριώδους στον αφρό πολυουρεθάνης και χρησιμοποιείται πλατιά στην αποκατάσταση στεγών.
  • Οι δακτυλοβαφές (Fingerpaints) είναι συνθέσεις κατάλληλες για εφαρμογή με τα δάκτυλα· είναι δημοφιλείς στη χρήση από τα παιδιά σε δραστηριότητες δημοτικών σχολείων.
  • Τα Μελάνια είναι παρόμοια με τις βαφές, εκτός από την κατασκευή τους που συνήθως γίνεται χρησιμοποιώντας λεπτόκοκκες χρωστικές διαλυτές ή αδιάλυτες στον φορέα και δεν σχεδιάζονται να αφήνουν έναν παχύ υμένα του συνδετικού μέσου. Χρησιμοποιούνται συνήθως στη γραφή ή την καλλιγραφία.
  • Τα επιχρίσματα αντιγκράφιτι (Anti-graffiti coatings) χρησιμοποιούνται για να ματαιώσουν την κάλυψη των επιφανειών από γκράφιτι. Υπάρχουν δύο κατηγορίες επιχρισμάτων αντιγκράφιτι: τα προστατευτικά (θυσιαστικά) (Sacrificial coatings) και τα μη δεσμικά (Non-bonding coatings):
    • Τα προστατευτικά (θυσιαστικά) επιχρίσματα (Sacrificial coatings) είναι διαφανή επιχρίσματα που επιτρέπουν την αφαίρεση των γκράφιτι, ξεπλένοντας συνήθως την επιφάνεια με νερό υψηλής πίεσης που αφαιρεί το γκράφιτι μαζί με το επίχρισμα (από όπου και ο όρος "θυσιαστικό"). Μετά την αφαίρεση του γκράφιτι, το θυσιαστικό επίχρισμα πρέπει να ξαναεφαρμοστεί για να συνεχιστεί η προστασία. Τέτοια προστατευτικά επιχρίσματα χρησιμοποιούνται συνήθως σε ξύλινες επιφάνειες που φαίνονται φυσικές, όπως σε αγαλμάτινους και μαρμάρινους τοίχους καθώς και σε πιο τραχείες επιφάνειες που είναι δύσκολες στο καθάρισμα.
    • Τα μη δεσμικά επιχρίσματα (Non-bonding coatings) είναι διαυγή, υψηλής απόδοσης επιχρίσματα, συνήθως είναι καταλυόμενες πολυουρεθάνες, που δεν προσκολλώνται ισχυρά στις βαφές που χρησιμοποιούνται για γκράφιτι. Τα γκράφιτι σε μια τέτοια επιφάνεια μπορεί να αφαιρεθεί με ξέπλυμα με διαλύτη, χωρίς να βλάψει ούτε την υποκείμενη επιφάνεια ή το προστατευτικό μη δεσμικό επίχρισμα. Αυτά τα επιχρίσματα δουλεύουν καλύτερα σε ομαλές επιφάνειες και είναι ιδιαίτερα χρήσιμα σε διακοσμητικές επιφάνειες όπως σε μωσαϊκά ή βαμμένες τοιχογραφίες, που μπορεί να αναμένεται να υποστούν ζημιά από ψεκασμό υψηλής πίεσης.
  • Οι αντιαναρριχητικές βαφές (Anti-climb paint) είναι μια μη ξηραινόμενη βαφή που φαίνεται κανονική, αλλά είναι πολύ ολισθηρή. Είναι χρήσιμη σε σωλήνες αποχέτευσης και περβάζια για να αποθαρρύνουν διαρρήκτες και βάνδαλους από το να αναρριχηθούν και βρίσκονται σε πολλούς δημόσιους χώρους. Όταν ένα άτομο προσπαθεί να αναρριχηθεί σε αντικείμενα επικαλυμμένα με τέτοια βαφή, μεταφέρεται στον αναρριχητή και δυσκολεύει την αναρρίχηση.
  • Το υφαλόχρωμα ή υφαλοβαφή (Anti-fouling paint), αποτρέπει πεταλίδες και άλλους θαλάσσιους οργανισμούς από το να προσκολλώνται στα ύφαλα των πλοίων.
  • Η μονωτική βαφή (Insulative paint ή insulating paint) μειώνει τον ρυθμό θερμικής μεταφοράς μέσα από μια επιφάνεια στην οποία εφαρμόζεται. Ένας τύπος της βασίζεται στην προσθήκη κοίλων μικροσφαιριδίων σε οποιονδήποτε κατάλληλο τύπο βαφής.
  • Η αντιολισθητική βαφή (Anti-slip paint) περιέχει χημικές ενώσεις ή άμμο για να αυξήσει την τριβή μιας επιφάνειας έτσι ώστε να μειώσει τον κίνδυνο γλιστρήματος, ιδιαίτερα σε υγρές συνθήκες.
  • Η Βαφή (χρώμα) διαγράμμισης οδών (Road marking paint)[15] χρησιμοποιείται ιδιαίτερα για επισήμανση και βαφή οδικών σημάτων και γραμμών, για να σχηματίσει έναν υμένα επιχρίσματος με διάρκεια στην επιφάνεια του δρόμου. Πρέπει να είναι ταχυστέγνωτη, να δίνει ένα χοντρό επίχρισμα και να ανθίσταται στη φθορά και την ολισθηρότητα, ειδικά σε υγρές συνθήκες.

Αποτυχία μιας βαφής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κύριες αιτίες αποτυχίας μιας βαφής μετά την εφαρμογή της σε μια επιφάνεια είναι η συσκευή εφαρμογής και η ακατάλληλη επεξεργασία της επιφάνειας.

Τα ελαττώματα της εφαρμογής μπορούν να αποδοθούν στα παρακάτω:

Αραίωση
Αυτό συνήθως συμβαίνει όταν η αραίωση της βαφής δεν γίνεται σύμφωνα με τη σύσταση του κατασκευαστή. Οι περιπτώσεις που εμφανίζονται είναι η μεγαλύτερη ή μικρότερη αραίωση από την προβλεπόμενη, καθώς και ο ακατάλληλος διαλύτης.
Μόλυνση
Ξένοι ρυπαντές που προστέθηκαν χωρίς την συγκατάθεση του κατασκευαστή μπορεί να προκαλέσουν διάφορα ελαττώματα του υμένα.
Ξεφλούδισμα
Κατά κανόνα οφείλεται σε ακατάλληλη επεξεργασία της επιφάνειας πριν την εφαρμογή και εγγενή υγρασία που εμφανίζεται στο υπόστρωμα.
Κιμωλίαση
Η κιμωλίαση είναι η σταδιακή κονιοποίηση του υμένα της βαφής στη βαμμένη επιφάνεια. Η κύρια αιτία για αυτό το πρόβλημα είναι η υποβάθμιση του πολυμερούς της βαφής λόγω της έκθεσης στην υπεριώδη ακτινοβολία, στον ήλιο και στην συμπύκνωση από τη δροσιά. Ο βαθμός της κιμωλίασης εξαρτάται επειδή οι εποξικές ενώσεις αντιδρούν γρήγορα, ενώ οι ακρυλικές και οι πολυουρεθάνες μπορούν να παραμείνουν αμετάβλητες για μεγάλες περιόδους.[16] Ο βαθμός της κιμωλίασης μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο ISO 4628 Μέρος 6 ή 7, ή τη ASTM International μέθοδο (ASTM) D4214.
Ρωγμάτωση
Η ρωγμάτωση του υμένα της βαφής οφείλεται στην άνιση διαστολή ή συστολή των στρώσεων της βαφής. Συνήθως, συμβαίνει όταν οι στρώσεις της βαφής δεν αφήνονται να σκληρύνουν/ξηραθούν πλήρως πριν την εφαρμογή της επόμενης στρώσης. Ο βαθμός της ρωγμάτωσης μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα με το διεθνές πρότυπο ISO 4628 Μέρος 4 ή τη μέθοδο ASTM D661.
Διάβρωση
Η διάβρωση είναι μια πολύ γρήγορη κιμωλίαση. Συμβαίνει λόγω εξωτερικών παραγόντων όπως αέρας, νερό κλπ.. Μπορεί να εκτιμηθεί χρησιμοποιώντας τη μέθοδο ASTM D662.
Φουσκάλιασμα
Το φουσκάλιασμα οφείλεται στην έκθεση της βαμμένης επιφάνειας σε ισχυρό ηλιακό φως. Ο βαθμός φλυκταίνωσης μπορεί να εκτιμηθεί σύμφωνα με το ISO 4628 Μέρος 2 ή τη μέθοδο ASTM D714.

Υποβάθμιση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο μύκητας Aureobasidium pullulans είναι ένα από τα σημαντικά είδη που βλάπτουν τις βαφές των τοίχων.[17]

Κίνδυνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πτητικές οργανικές ενώσεις (VOCs) στις βαφές θεωρούνται επιβλαβείς στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στους ανθρώπους που εργάζονται με τις βαφές σε τακτική βάση. Η έκθεση σε VOCs έχει συσχετιστεί με το σύνδρομο των οργανικών διαλυτών, αν και αυτή η συσχέτιση είναι κάπως αμφιλεγόμενη.[18] Ο αμφιλεγόμενος διαλύτης 2-βουτοξυαιθανόλη χρησιμοποιείται επίσης στην παραγωγή βαφών.[19]

Στις ΗΠΑ, οι περιβαλλοντικοί κανονισμοί, οι απαιτήσεις των καταναλωτών και οι πρόοδοι στην τεχνολογία οδήγησαν στην ανάπτυξη βαφών με χαμηλές (ή μηδενικές) VOC. Αυτές οι νέες βαφές είναι ευρέως διαθέσιμες και καλύπτουν ή υπερκαλύπτουν τα πιο παλιά προϊόντα με υψηλή περιεκτικότητα σε VOC στην απόδοση και στο κόστος, ενώ έχουν σημαντικά πιο χαμηλή επίπτωση στην υγεία του ανθρώπου και του περιβάλλοντος.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Stephanie Pappa (13 Οκτωβρίου 2011). «Oldest Human Paint-Making Studio Discovered in Cave». Live Science. Ανακτήθηκε στις 14 Οκτωβρίου 2011. 
  2. http://www.shearerpainting.com/blog/resources/history-of-paint/
  3. Berendsen, A. M., & Berendsen, A. M. (1989). Marine painting manual. London: Graham & Trotman. ISBN 1-85333-286-0 p. 113.
  4. «Water-based Alchemy». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Αυγούστου 2012. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2012. 
  5. Berendsen, A. M., & Berendsen, A. M. (1989). Marine painting manual. London: Graham & Trotman. ISBN 1-85333-286-0 p. 114.
  6. frpdesigns.com Αρχειοθετήθηκε 2010-02-11 στο Wayback Machine., Formulations, Fundamentals, Manipulation, Calculation and Data Management"] p. 61.
  7. Bramley, Christopher Sinjin. «Colour changing paint» (PDF). European Patent Application EP1400574. European Patent Office. 
  8. «Dramatic color change featured». New Materials International. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-04-25. https://web.archive.org/web/20120425132654/http://www.newmaterials.com/Customisation/News/General/General/Dramatic_color_change_featured_in_Ashlands_VELVAPLAST_ZW_FDI_refractory.asp. Ανακτήθηκε στις 2015-04-26. 
  9. Horvath, Lee. «Coatings Go Beyond Appearance to Provide Quality Control». Foundry Technology. Foundry Management & Technology. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2015. 
  10. «DailyTech - Nissan Develops Color Changing Paint for Vehicles». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2015. 
  11. "Selecting the Right Paint Roller." Selecting the Right Paint Roller. Aubuchan Hardware, 2006. Web. 05 May 2012. <http://paint-and-supplies.hardwarestore.com/learning/selecting-the-right-paint-roller.aspx Αρχειοθετήθηκε 2012-04-20 στο Wayback Machine.>.
  12. «"Safe Use, Storage and Disposal of Paint"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2015. 
  13. «"Storage and Disposal of Paint Facts"». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Νοεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2015. 
  14. "Paint Finish and Sheen Information; Info on Satin, Eggshell, Matte, and Other Paint Finishes." Professional Painting Contractor. Professional Painters, 2011. Web. 07 Apr. 2012. <http://www.painter-pros.com/finishes.php Αρχειοθετήθηκε 2012-09-06 at Archive.is>.
  15. «road marking paint». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Φεβρουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 26 Απριλίου 2015. 
  16. Bayliss, D.A.· Deacon, D.H. (2002). Steelwork corrosion control (2nd έκδοση). London: Spon. σελίδες 13.6.6 Chalking. ISBN 978-0-415-26101-2. 
  17. John W. Taylor· Joey Spatafora· Mary Berbee (1996). «Ascomycota». 
  18. A. Spurgeon, Watching Paint Dry: Organic Solvent Syndrome in late-Twentieth-Century Britain. Med Hist. 2006 April 1; 50(2): 167–188.
  19. «Ethylene Glycol Mono-N-Butyl Ether». National Library of Medicine HSDB. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. 

Παραπέρα μελέτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bently, J. (Author) and Turner, G.P.A. (Author) (1997). Introduction to Paint Chemistry and Principles of Paint Technology. Unk. ISBN 0-412-72320-4. 
  • Talbert, Rodger (2007). Paint Technology Handbook. Grand Rapids, Michigan, USA. ISBN 1-57444-703-3. 
  • Woodbridge, Paul R. (Editor) (1991). Principles of Paint Formulation. Unk. ISBN 0-412-02951-0. CS1 maint: Extra text: authors list (link)