Ενορία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ενορία είναι τοπική εκκλησιαστική περιφέρεια η οποία περιλαμβάνει όσους Χριστιανούς κατοικούν σε αυτήν.[1]

Ο όρος ενορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος ενορία παράγεται από το θηλυκό του επιθέτου ενόριος δηλαδή ο κείμενος εντός ή επί των ορίων. Ο χώρος που βρίσκεται σημαδεμένος με όρια, μια καθορισμένη περιοχή και κατ' επέκταση κάποια τοπική περιφέρεια (ή Territorium).[2]

Απαρχές της ενορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη μαρτυρία για την ενορία είναι όταν ο Ρώμης Μάρκελλος ίδρυσε είκοσι πέντε ενορίες στη Ρώμη το 300 μ.Χ.[3] Οι Αποστολική περίοδος είναι η αρχική φάση διαμόρφωσης της ενορίας. Η πρώτη εκκλησία συνιστούσε μια πρώτη ενορία η οποία υφίστατο στα Ιεροσόλυμα. Με την ευρύτατη εξάπλωση και αύξηση του αριθμού των μελών της Χριστιανικής Εκκλησίας κατέστη αναγκαίο να καταστήσουν κατά τόπους οι Απόστολοι επισκόπους κι αυτοί με τη σειρά τους βοηθούς επισκόπους και χωρεπισκόπους με ανάθεση ορισμένων τομέων της επισκοπής. Έτσι η ενορία δεν ήταν παρά εξέλιξη της αύξησης του εκκλησιαστικού σώματος και της αποκέντρωσης με σκοπό την πιο λειτουργική διαχείρισή του. [4]

Η ενορία από τον 5ο έως το 15ο αι.[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον 5ο αιώνα ο όρος ενορία συναντάται στις πηγές με την έννοια της εδαφικής περιοχής με συνώνυμό του τη λέξη χώρα. Στον 6ο αιώνα απαντάται ως εδαφική περιοχή και ως προς τη γεωφυσικοπολιτική κατάστασή της ως πόλη ή ως περιοχή, ή τμήμα πόλης ή τα περίχωρά της είτε σε σχέση προς την υπάρχουσα εκεί εκκλησιαστική ιεραρχία, ως εκκλησιαστική περιοχή επισκόπου. Συνώνυμες με τον όρο ενορία βρίσκονται η λέξη κλίμα και η λέξη περιοικία.[5] Τον 9ο αιώνα απαντάται με την γενική έννοια της εδαφικής περιοχής, όπου χωρίς καμία διάκριση εκλαμβάνεται πότε μεν ως πολιτική πότε δε ως εκκλησιαστική περιφέρεια αλλά και με την έννοια της πόλεως ή περιοχής ή τμήματός της ή και των περιχώρων της. Συνώνυμες λέξεις με την ενορία έχουμε τις λέξεις γειτονιά ως εδαφική πολιτική περιφέρεια, τόπος ως εδαφική εκκλησιαστική περιφέρεια. Στους 10ο και 11ο αιώνες ως εδαφική περιοχή είτε αναφέρεται σε κάποια εκκλησιαστική περιφέρεια, είτε σε κάποια περιοχή ή τμήμα πόλεως, ή στην εκκλησιαστική περιοχή επισκόπου, αρχιεπισκόπου, μητροπολίτη, πατριάρχη, με συνώνυμες τις λέξεις τόπος, ώρα, επαρχία και εκκλησία[6]. Τον 12ο αιώνα οι όροι ενορία και οι συνώνυμες λέξεις παροικία, τόπος, και εκκλησία αποδίδουν την έννοια του συνόλου των πιστών.[7]

Η ενορία στο ανεξάρτητο Ελληνικό Κράτος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επί Όθωνος τη διοίκηση της κάθε ενορίας είχαν οι δήμοι. Με τον 3596/9-3-1910 Περί ενοριακών ναών και της περιουσίας αυτών, περί προσόντων εφημερίων και μισθοδοσίας αυτών , που οφειλόταν στον Αθανάσιο Ευταξία[8] αποδίδονταν κανονικά δικαιώματα στο λαϊκό στοιχείο προς εκλογή εφημερίων, καθορίζονταν προσόντα για όσους επιθυμούσαν να ενταχθούν στον κλήρο, εξασφαλιζόταν η τακτική μισθοδοσία των εφημερίων από το ταμείο του Ναού. Σχετική επεξεργασία του νόμου έγινε με το από 17/18 Ν.Δ. του 1923 περί ενοριών, ναών και εφημερίων το οποίο με τα άρθρα 3 και 4 του 3615/10-7-1928 επεκτάθηκε και στις νέες χώρες πλην της Κρήτης, η οποία διέπεται από δικό της καταστατικό. Μια από τις πιο βασικές τροποποιήσεις του νόμου ήταν με τον Α.Ν.2200 /1940 Περί ιερών ναών και εφημερίων. Τέλος με βάση το άρθρο 36 παρ.6 του Ν.970/1977 Περί καταστατικού χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος εκδόθηκε ο υπ'αριθμ.9/1979 κανονισμός της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος περί ιερών ναών και ενοριών που καθορίζει τα τρόπου διοικήσεως των ιερών ναών και ενοριών.[9]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιωάννης Τιμαγένης, «Ναός (Κανονικόν δίκαιον-Ποιμαντική) Περί ενοριών και ενοριτών», Θρησκευτικά και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.9 (1966), στ.302
  2. Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ20
  3. Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ.8
  4. Ιωάννης Τιμαγένης, «Ναός (Κανονικόν δίκαιον-Ποιμαντική) Περί ενοριών και ενοριτών», Θρησκευτικά και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.9 (1966), στ.303
  5. Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ21-22
  6. Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ22-23
  7. Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ.23
  8. Ιωάννης Κωνσταντινίδης, «Ευταξίας Αθανάσιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.5(1964), στ.1104
  9. Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ31-32

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιωάννης Τιμαγένης, «Ναός (Κανονικόν δίκαιον-Ποιμαντική) Περί ενοριών και ενοριτών», Θρησκευτικά και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.9 (1966), στ.302-308
  • Δημήτριος Βακάρος, «Η Ενορία», Γρηγόριος ο Παλαμάς, έτος 72, τχ.726 (Ιανουάριος Φεβρουάριος 1989),σελ.7-39
  • Ιωάννης Κωνσταντινίδης, «Ευταξίας Αθανάσιος», Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλόπαίδεια, τομ.5(1964), στ.1103-1104

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Α.N 2200/1940 [1]