Βελούδο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κοντινή άποψη του βελούδου

Το βελούδο είναι τύπος υφάσματος το οποίο έχει από τη μία πλευρά χνουδωτή επιφάνεια (πέλος), στην οποία βρίσκονται μικρές ισοϋψείς όρθιες ίνες, με αποτέλεσμα να έχει απαλή αίσθηση κατά την αφή. Στον παρελθόν το βελούδο φτιαχνόταν από μετάξι αλλά πλέον μπορεί να φτιαχτεί και από λινάρι, βαμβάκι, μαλλί και συνθετικές ίνες.[1]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη βελούδο προέρχεται από την ισπανική λέξη veludo, η οποία προέρχεται από την νεολατινική λέξη velludelum και αυτή με τη σειρά της από την λατινική λέξη villosus, η οποία σημαίνει τριχωτός.[2]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βελούδο υφαίνεται σε ειδικό αργαλειό που πλέκει δύο στρώματα του υλικού ταυτόχρονα. Στη συνέχεια, τα δύο κομμάτια κόβονται μεταξύ τους για να δημιουργήσουν το χνούδι και τα δύο κομμάτια του υφάσματος τυλίγονται σε ξεχωριστά ρολά. Αυτή η περίπλοκη διαδικασία σήμαινε ότι το βελούδο ήταν ακριβό να κατασκευαστεί πριν γίνουν διαθέσιμοι οι βιομηχανικοί αργαλειοί και το καλοφτιαγμένο βελούδο παραμένει ένα αρκετά ακριβό ύφασμα. Το βελούδο είναι δύσκολο να καθαριστεί λόγω του χνουδιού του, αλλά οι σύγχρονες μέθοδοι στεγνού καθαρισμού κάνουν τον καθαρισμό πιο εφικτό. Το πέλος του βελούδου αποτελείται από στημόνια ή κάθετα νήματα και το βελουτέ χνούδι δημιουργείται από νήματα υφαδιού.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βελούδο θεωρείται ότι δημιουργήθηκε στην Κίνα κατά την περίοδο της δυναστείας Χαν, όμως η προέλευση του βελούδου αμφισβητείται, με τη θεωρία πως η ύφανση βελούδου αναπτύχθηκε στην Περσία κατά τον 11ο και 12ο αιώνα. Το βελούδο διαδόθηκε στην Ευρώπη μέσω του εμπορίου από τους Βενετούς. Η ύφανση βελούδου στην Ευρώπη ξεκίνησε τον 14ο αιώνα στην Ιταλία και στην Ισπανία, οπότε και άρχισε η δημιουργία μοτίβων με αυτό. Η Βενετία ήταν τότε το σημαντικότερο κέντρο παραγωγής βελούδου, καθώς προσέθεται και χρυσοκέντητα μοτίβα στα ρούχα. Το βελούδο εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους αριστοκράτες, όπως ο Ριχάρδος Β΄ της Αγγλίας.[3]

Κατά τον 15ο αιώνα εφευρέθηκαν νέοι τρόποι ύφανσης βελούδου στην Ιταλία, όπως το βελούδο σιζελέ. Όμως, ο ανταγωνισμός της Βενετίας με άλλες ιταλικές πόλεις οδήγησε στη συρρίκνωση της βιομηχανίας βελούδου, με αποτέλεσμα να αναδειχθούν νέα υφαντουργικά κέντρα, όπως η Λυών στη Γαλλία.[3] Επίσης, η παραγωγή βελούδου διαδόθηκε στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες. Το 1666 ο υπουργός οικονομικών της Γαλλίας Ζαν Μπατίστ Κολμπέρ αποφάσισε σε μία κίνηση ενίσυχης της εγχώριας παραγωγής να σταματήσει την εισαγωγή βελούδου από το εξωτερικό, με αποτέλεσμα η Λυών και η Τουρ να γίνουν οι μεγαλύτεροι παραγωγοί βελούδου. Παράλληλα αναπτύχθηκαν νέες τεχνικές ύφανσης.[3] Τον 17ο αιώνα άρχισε επίσης η παραγωγή βελούδου στο Μάντσεστερ της Αγγλίας από βαμβάκι.

Με τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής και την ανάπτυξη της τεχνικής ύφανσης του διπλού βελούδου τη δεκαετία του 1830, το βελούδο έγινε διαθέσιμο από οικονομικής άποψης στη μεσαία τάξη, χάνοντας έτσι τη σημασία του ως αντικείμενο πλούτου και επίδειξης πολυτέλειας. Χρησιμοποιήθηκε σε ρούχα και έπιπλα, καθώς και ως κάλυμμα αντικειμένων και σε ταπετσαρίες.[4]

Τύποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Σιφόν, λεπτό και διάφανο είδος βελούδου
  • Ντεβορέ, όπου γίνεται χρήση καυστικής ουσίας για τη δημιουργία μοτίβων
  • Βελουτέ, απομίμηση βελούδου

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «The 7 Things You Need to Know About Velvet». 
  2. «βελούδο». Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια. Στ΄ (Β έκδοση). Αθήνα: Εκδόσεις Φοίνιξ, σσ. 947. 
  3. 3,0 3,1 3,2 Young-Joo, Lee (2005). «The Study of Italian Velvet 14th Century-17th Century». International Journal of Costume and Fashion 5 (2): 55–67. ISSN 2233-9051. https://www.koreascience.or.kr/article/JAKO200534718260215.page. 
  4. Hartzell, Freyja (2009-03). «The Velvet Touch: Fashion, Furniture, and the Fabric of the Interior» (στα αγγλικά). Fashion Theory 13 (1): 51–81. doi:10.2752/175174109X381328. ISSN 1362-704X. https://www.tandfonline.com/doi/full/10.2752/175174109X381328.