Φορεσιά των Χασιών
Η φορεσιά των Χασιών είναι η παραδοσιακή γυναικεία ενδυμασία που φοριόταν κατά τα παλιότερα χρόνια στην περιοχή των Χάσιων Όρεων. Εμφανιζόταν σε χωριά μεταξύ του Αλιάκμονα και του Σαρανταπόρου, από τα Σέρβια έως τη Δεσκάτη.
Τα κύρια μέρη της φορεσιάς είναι το πουκάμισο, η λιμαριά, το γιλέκο, ο σαγιάς, το σιγκούνι, η ποδιά, το ζουνάρι, τα σκούνια και τα γουρουνοτσάρουχα. Το νυφικό κεφαλόδεσμο αποτελούσαν το γκαργκούλι, τον τιπέ, τον κότσο και τη μεσάλα, ενώ συγκρατείται και στολίζεται από τα μαγγούρια, τα τσιγκέλια και τα σκουλαρίκια. Στα κοσμήματα ανήκουν τα θηλύκια, το κόσμημα στο στήθος και τα βραχιόλια. Συνηθιζόταν ακόμη για προστασία να σχηματίζουν στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια ένα σταυρό με καμένες καρφίτσες (στιγματισμός).[1]
Το πουκάμισο, η λιμαριά και το γιλέκο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το πουκάμισο φτιαχνόταν από άσπρο χοντρό βαμβακερό ύφασμα και ήταν κεντημένο με σταυροβελονιά ( μετρητή βελονιά). Η λιμαριά είχε τη χρησιμότητα της τραχηλιάς και κατασκευαζόταν από βαμβακερό ύφασμα, με το ίδιο κέντημα με το πουκάμισο και φοριόταν μέσα από αυτό, κλείνοντας το άνοιγμα στο στήθος. Το γιλέκο ήταν βαμβακερό, αμάνικο και φοριόταν πάνω από το πουκάμισο με σκοπό να συγκρατεί το στήθος, καθώς κούμπωνε κάτω από αυτό με θηλύκια (ασημένιες πόρπες) ή ζάβες.[2]
Ο σαγιάς, το σιγκούνι, η ποδιά, το ζουνάρι, τα σκούνια και τα γουρουνοτσάρουχα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο σαγιάς ήταν το καλοκαιρινό εξωτερικό φόρεμα. Ήταν αμάνικο και φοριόταν πάνω από το πουκάμισο και το γιλέκο. Ήταν φτιαγμένο από χοντρό βαμβακερό λευκό ύφασμα με κεντήματα. Το σιγκούνι, ήταν το εξωτερικό μάλλινο φόρεμα. Ήταν και αυτό αμάνικο και αντικαθιστούσε το σαγιά το χειμώνα. Το σιγκούνι των Χασίων θεωρείται από τα πιο πλούσια. Η ποδιά συνήθως ήταν μακριά και στενή σε γαλάζιο σκούρο χρώμα. Φοριόταν κάτω από το σαγιά ή το σιγκούνι και ήταν ολοκέντητη με κρόσσια στην άκρη. Το ζουνάρι στη μέση, πάνω από την ποδιά και το σαγιά, έσφιγγε με τα θηλύκια. Τα σκούνια ήταν μάλλινες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι, γεμάτες σχέδια. Τα φορούσαν στο σπίτι και στην πατούσα είχαν δέρμα από βόδι, πρόβατο ή γουρούνι. Τα γουρουνοτσάρουχα φοριόνταν αποκλειστικά εκτός σπιτιού.[3]
Κεφαλόδεσμος και κοσμήματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα μαλλιά των γυναικών συνήθως ήταν σε δύο κοτσίδες. Τα βασικά κομμάτια του κεφαλόδεσμου ήταν το γκαργκούλι (ένα κομμάτι από μαλλί ή βαμβάκι που το τύλιγαν σε πανί και το τοποθετούσαν στην κορυφή του κεφαλιού με τουλπάνινο μαντήλι και κορδόνι), ο τιπές (κόκκινο φέσι, με ασημένια νομίσματα ραμμένα τριγύρω και τον φορούσαν στις γιορτές), ο κότσος (χοντρή μάλλινη πλεξίδα από μαλλιά που τοποθετούσαν περίτεχνα στο κεφάλι και οι νέες τον στόλιζαν με πολύχρωμα μαλλιά), τα μαγγούρια (σειρές από τρύπια νομίσματα, περασμένες σε κλωστές που τα στερέωναν στο γκαργκούλι), τα τσιγγέλια (πλεχτό κόσμημα που στερέωναν στον κότσο, από το οποίο κρέμονταν φλουριά), τα σκουλαρίκια , η μεσάλα (κόκκινο μεταξωτό μαντήλι με πολύχρωμα σχέδια, που φορούσαν αρχικά οι ηλικιωμένες ενώ αργότερα φορέθηκε και από τις νεότερες ηλιακιακά γυναίκες, δεμένη στο κεφάλι σαν το φέσι, όταν πλέον πήρε τη θέση του) . Στο στήθος για κόσμημα φορούσαν το γιορντάνι.[4]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Η Ελληνική Λαϊκή Φορεσιά (Τόμοι Πρώτος & Δεύτερος) Αγγελική Χατζημιχάλη, Μουσείο Μπενάκη, Εκδόσεις "Μέλισσα"