Φαλάφελ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φαλάφελ
Ρεβιθοκεφτέδες
Προέλευση
Άλλη ονομασίαΡεβιθοκεφτέδες, Ταμίες
Τόπος προέλευσηςΑίγυπτος και μεσανατολίτικη κουζίνα
ΠεριοχήΠαγκόσμια, κύρια στη μεσανατολίτικη κουζίνα
Πληροφορίες
ΠιάτοΜεζέδες
Θερμοκρασία σερβιρίσματοςΖεστά
Κύρια συστατικάΡεβίθια και κουκιά
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π)

Τα φαλάφελ[1] ή ρεβιθοκεφτέδες είναι τηγανητές μπαλίτσες ή δίσκοι φτιαγμένα από άλευρο ρεβιθιών, από κουκιά, ή συνδυασμό των δύο.[2][3][4] Είναι παραδοσιακό πιάτο της μεσανατολικής κουζίνας, που πιθανότατα προέρχεται από την Αίγυπτο.[5][6][7] Συνήθως σερβίρεται μέσα σε αραβική πίτα, που μοιάζει με φάκελο, ή τυλιγμένα σε ένα είδος αρτοσκευάσματος που ονομάζεται «ταμπούν» κα μοιάζει με τορτίγια. Τα φαλάφελ μπορούν να συνδυαστούν με μία σαλάτα, λαχανικά τουρσιά, καυτερές σάλτσες και σάλτσες από ταχίνι. Είναι κατάλληλα για κατανάλωση μόνα τους ως σνακ ή να σερβιριστούν ως μεζέδες (ποικιλία ορεκτικών).

Τα φαλάφελ είναι τυπικό συστατικό της μεσανατολίτικης κουζίνας. Τα τηγανιτάκια διατίθενται παντού σε όλον τον κόσμο ως υποκατάστατα του κρέατος[8] και «φαγητό στο χέρι» από πλανόδιους.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λέξη φαλάφελ προέρχεται από την αραβική falāfil (فلافل‎) που είναι ο πληθυντικός της filfll (فلفل), που σημαίνει «πιπεριά». Η λέξη είναι διαδεδομένη και συναντάται σε άλλες γλώσσες όπως στην[9] περσική pilpil (پلپل)[10], από τα σανσκριτικά ως pippalī (पिप्पली) που σημαίνει «μακριά πιπεριά»· ή την προγενέστερη *filfal από την αραμαϊκή pilpāl που σημαίνει «μικρό στρογγυλό πράγμα, σαν κόκκος πιπεριού» και παράγεται από την palpēl, «στρογγυλό, ρολό». Επομένως η λέξη φαλάφελ από προέλευσης σημαίνει «ρολάκια, μικρά μπαλάκια».

Ένα λεξικό της Κοπτικής γλώσσας προτείνει μία κοπτική προέλευση μέσω της ανεπίσημης φράσης pha la phel (Φα Λα Φελ), που σημαίνει «έχει πολλά φασόλια»·[11] ωστόσο, στο Κοπτικό Ετυμολογικό Λεξικό δεν υπάρχει καταχώρηση της λέξης.[12]

Η Αιγυπτιακή αραβική λέξη falāfil είναι παγκοσμιοποιημένη και έχει ενσωματωθεί σε πολλές γλώσσες σε όλον τον κόσμο ως ονομασία αυτού του φαγητού. Είναι επισημοποιημένη από το 1941.[13][14]

Τα φαλάφελ ονομάζονται και ταμίες (taʿamiya, طعمية‎) σε πολλές περιοχές της Αιγύπτου· η λέξη είναι παράγωγη μίας υποκοριστικής μορφής της κλασικής Αραβικής λέξης ṭaʿām (طعام) που σημαίνει «φαγητό»· ακριβέστερα σημαίνει «φαγάκι» ή «νοστιμίτσα».[15][16][17] Στην Αλεξάνδρεια προτιμάται η ονομασία φαλάφελ.[18]

Η ονομασία φαλάφελ μπορεί να αναφέρεται στα τηγανιτάκια μόνα τους ή και στα σάντουιτς στα οποία περιέχονται.[19]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση των φαλάφελ είναι αμφιλεγόμενη.[19] Η ευρέως επικρατέστερη θεωρία είναι ότι το πιάτο εφευρέθηκε στην Αίγυπτο πριν από περίπου 1000 χρόνια από Κόπτες, που τα έτρωγαν ως υποκατάστατα κρέατος τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.[5][20][21][22] Από την πόλη-λιμάνι Αλεξάνδρεια έγινε εξαγωγή του πιάτου και της ονομασίας του προς άλλες μεσανατολίτικες περιοχές.[23] Το πιάτο αργότερα μετακινήθηκε βόρεια προς το Λεβάντε, όπου τα ρεβίθια αντικαταστάθηκαν από κουκιά.[24][25] Εικάζεται, χωρίς όμως αδιάσειστα στοιχεία, ότι η ιστορία τους χρονολογείται από τον καιρό της Αρχαίας Αιγύπτου.[26] Σε άλλες θεωρίες που προτάθηκαν τα φαλάφελ προέρχονται από την Ινδική υποήπειρο όπου συνήθιζαν να τηγανίζουν τα φαγητά, και τα έφεραν στη Δύση οι Άραβες ή οι Τούρκοι· και ότι τα φαγητά με ρεβίθια προέρχονται από την Υεμένη[5]

A pita filled with vegetables and fritters on a plate
Σάντουιτς με φαλάφελ

Μέση Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φαλάφελ εξελίχθηκαν σε συνήθη μορφή «φαγητού στο χέρι από πλανόδιους» ή γρήγορο φαγητό (φαστ φουντ) της Μέσης Ανατολής.[27] Οι κροκέτες τρώγονται συχνά ως μεζέδες. Κατά τη διάρκεια του Ραμαντάν, τα φαλάφελ μπαλάκια τρώγονται μερικές φορές στο Ιφτάρ (إفطار), δηλαδή το γεύμα που λήγει την ημερήσια νηστεία μετά τη δύση του ήλιου.[16] Τα φαλάφελ έγιναν τόσο δημοφιλή που τα McDonald's για ένα διάστημα πρόσφεραν «McFalafel» στον πρωινό κατάλογο σε όλη την Αίγυπτο.[28] Τα φαλάφελ παραμένουν δημοφιλή στη λαϊκή κουλτούρα των Αιγύπτιων, που τα προτιμούν καθημερινά μαζί με τα Φουλιά φασόλια και μάλιστα στις θρησκευτικές εορτές βρίσκονται μαγειρεμένα σε μεγάλες ποσότητες.[29] Η προέλευση των φαλάφελ είναι συχνό θέμα συζητήσεων που μετέρχονται και σε πολιτικό επίπεδο και επηρεάζει τη σχέση μεταξύ των Αράβων και των Ισραηλιτών.[24] Στη σύγχρονη εποχή, τα φαλάφελ θεωρούνται εθνικό πιάτο της Αιγύπτου,[30] της Παλαιστίνης[31][32] και του Ισραήλ.[33][34] Πολλοί Παλαιστίνιοι εξέφρασαν δυσαρέσκεια για τον τρόπο με τον οποίο οικειοποιήθηκαν το φαγητό τους οι Ισραηλίτες.[35][36] Επίσης, ο Σύλλογος Λιβανέζων Βιομηχάνων διεκδίκησε Π.Ο.Π. (Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης) εν μέρει για να εμποδίσει τη χρήση της ονομασίας από τους Ισραηλίτες.[24][25][37]

Τα φαλάφελ κατέχουν εμβληματική θέση στην Ισραηλίτικη κουζίνα και για πολλούς αποτελούν το εθνικό πιάτο της χώρας.[35]

Το 2012, σε ένα από τα ξενοδοχεία της πρωτεύουσας της Ιορδανίας, Αμμάν, παρασκευάστηκε ο μεγαλύτερος δίσκος φαλάφελ παγκοσμίως με μάζα περίπου 75 χγρ. — ξεπερνώντας έτσι το προηγούμενο ρεκόρ όπως ορίστηκε σε έναν εορτασμό Εβραίων στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ.[38][39][40]

Βόρεια Αμερική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Βόρεια Αμερική, πριν τη δεκαετία 1970, τα φαλάφελ βρίσκονταν μόνο σε μεσανατολίτικες και εβραϊκές γειτονιές και εστιατόρια.[8][41][42][43] Σήμερα, το πιάτο είναι συνηθισμένο και δημοφιλές γρήγορο φαγητό δρόμου σε πολλές πόλεις σε όλη τη Βόρεια Αμερική.[44][45][46]

Γερμανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Γερμανία παρατηρήθηκε αύξηση στη δημοτικότητα των φαλάφελ από τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα.[47] Στο Βερολίνο, οι περιοχές του παλιού Δυτικού Βερολίνου φιλοξενούν μία μεγάλη κοινότητα Αράβων που τα προτιμούν. Ωστόσο, τα σημεία πώλησης των φαλάφελ βρίσκονται κύρια σε περιοχές που βρίσκονται σε στάδιο πολεοδομικού εξευγενισμού, και δεν αποτελούν πρωτίστως μέρος της Αραβικής υποκουλτούρας. Ενώ οι μάγειροι είναι συνήθως Άραβες, οι πελάτες είναι κύρια μεσοαστοί Γερμανοί.[47][48] Κάποια εστιατόρια που συσχετίζονται με την ευημερούσα κοινότητα Ιουδαίων και Ισραηλιτών του Βερολίνου προσφέρουν και φαλάφελ.[49]

Τα εστιατόρια φαλάφελ μερικές φορές εντυπωσιάζουν με μεσανατολίτικη διακόσμηση και εξωτική αυθεντικότητα. Το φαγητό, ωστόσο, είναι συνήθως εξατομικευμένο για προσαρμογή στην κουζίνα της περιοχής του εστιατορίου. Για παράδειγμα, συνήθως συνδυάζεται με μοναδική γλυκιά σάλτσα από μάνγκο αντί για τη μεσανατολίτικη αλμυρή-ξινή σάλτσα Αμπα (πίκλες μάνγκο), και όταν πρόκειται για «πακέτα στο χέρι» στη βασική απλοϊκή συνταγή που περιλαμβάνει τα φαλάφελ σε αραβική πίτα προστίθενται λαχανικά, πίκλες και σάλτσες.[50]

Χορτοφαγία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φαλάφελ είναι δημοφιλή στους χορτοφάγους και τους αυστηρά χορτοφάγους, ως καλή εναλλακτική στα φαγητά του δρόμου που περιέχουν κρεατικά,[51] και πλέον διατίθενται για πώληση προπαρασκευασμένα μείγματα για φαλάφελ στα καταστήματα υγιεινής διατροφής. Αρχικά προορίζονταν για μπέργκερ χορτοφάγων,[52] αλλά με οποιονδήποτε τρόπο και αν σερβίρονται είναι καλή πηγή πρωτεΐνης.[53] Στις ΗΠΑ, τα πολυδύναμα φαλάφελ είναι κατεξοχήν επιλογή ως συστατικά χορτοφαγικών πιάτων που αντικατέστησαν άλλα δημοφιλή πιάτα όπως ρολό κιμά, χάμπουργκερ και μακαρόνια με κεφτεδάκια.[54][55]

Τρόποι Παρασκευής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A man in a restaurant kitchen making fritters
Ένας Παλαιστίνιος άντρας από τη Ραμάλα χρησιμοποιεί ένα άλεμπ φαλάφελ στο τηγάνισμα

Τα φαλάφελ φτιάχνονται από ρεβίθια ή κουκιά. Στις μεσανατολίτικες χώρες προτιμάται η χρήση ρεβιθιών.[56] Το πιάτο φτιάχνεται με ρεβίθια σε Ισραήλ, Ιορδανία, Λίβανο, Παλαιστίνη και Συρία.[29][57][58] Πρόκειται για τη δημοφιλέστερη συνταγή στη Δύση.[29] Στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνται ρεβίθια ή κουκιά, ή και συνδυασμός των δύο.[56][59]

Η συνταγή με τα ρεβίθια δεν περιλαμβάνει μαγείρεμα αυτών πριν τη χρήση (αν χρησιμοποιηθούν μαγειρεμένα ρεβίθια τα φαλάφελ θα θρυμματίζονται εύκολα, και θα πρέπει να προστεθεί αλεύρι στο μείγμα ως συνδετικό). Περιλαμβάνει ολονύκτιο μούλιασμα των ρεβιθιών (μπορεί να προστεθεί και μαγειρική σόδα στο νερό), μετά άλεσμα μαζί με άλλα συστατικά όπως μαϊντανό, φρέσκα κρεμμυδάκια και σκόρδο.[29] Στο μείγμα προστίθενται μπαχαρικά όπως κύμινο και κολίαντρο για πρόσθετη γεύση. Η συνταγή με τα κουκιά περιλαμβάνει μούλιασμα αυτών σε νερό και άλεσμα με πράσο, μαϊντανό, πράσινο μαϊντανό, κύμινο και ξηρό κολίαντρο.[60][61] Στη συνέχεια το μείγμα διαπλάθεται σε μπαλίτσες ή δίσκους. Είναι δουλειά που γίνεται με το χέρι ή με ένα ειδικό εργαλείο, το άλεμπ φαλάφελ (καλούπι για φαλάφελ).[15][56] Οι μπαλίτσες συνήθως τηγανίζονται, μπορούν όμως και να ψηθούν σε φούρνο.

Όταν δεν σερβίρονται σκέτα, συνδυάζονται με είδη πίτας[62] που μοιάζουν με τορτίγιες ή μέσα σε αραβικές πίτες.[63] Μπορούν να προστεθούν ντομάτες, μαρούλι, αγγούρι ή άλλες γαρνιτούρες.[64] Τα φαλάφελ συνδυάζονται καλά και με ταχίνι.[29]

Τα φαλάφελ είναι συνήθως σφαιρικά και μερικές φορές δίσκοειδή. Το εσωτερικό του φαλάφελ μπορεί να είναι πράσινο (από πράσινα βότανα όπως μαϊντανός και πράσινα κρεμμυδάκια) ή καφετιά.

Διατροφικές πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φαλάφελ
(Διατροφική δήλωση ανά 100 γραμμάρια)
Ενέργεια 333 kcal
Νερό 34,62 g.
Μακροθρεπτικά Συστατικά
Λιπαρά 17,80 g.
Κορεσμένα g
Μονοακόρεστα g
Πολυακόρεστα g
ω-3 g
ω-6 g
Υδατάνθρακες 31,84 g.
Σάκχαρα g
Πρωτεΐνες 13,31 g.
Βιταμίνες
Βιταμίνη Α 13 I.U.
Βιταμίνη D ~ I.U.
Βιταμίνη Ε ~ mg.
Βιταμίνη Κ ~ mg.
Βιταμίνη Β1 0,146 mg.
Βιταμίνη Β2 0,166 mg.
Βιταμίνη Β3 1,044 mg.
Bιταμίνη Β5 (παντοθενικό οξύ) 0,292 mg.
Bιταμίνη Β6 0,125 mg.
Bιταμίνη Β7 (βιοτίνη) ~ mg.
Φυλλικό οξύ 78 mg.
Βιταμίνη Β12 (κυανοκοβαλαμίνη) 0 mg.
Βιταμίνη C ~ mg.
Ιχνοστοιχεία: Μέταλλα
Ασβέστιο 54 mg.
Σίδηρος 3,42 mg.
Μαγνήσιο 82 mg.
Κάλιο 585 mg.
Νάτριο 294 mg.
Ψευδάργυρος 1,50 mg.
Χαλκός ~ mg.
Μαγγάνιο 0,691 mg.
Φώσφορος ~ mg.
Άλλα
Καφεΐνη ~ mg.
Θεοβρωμίνη ~ mg.
Τέφρα ~ g.
*με το σύμβολο ~ δηλώνεται έλλειψη στοιχείων στην εγκυκλοπαίδεια
πηγή άντλησης πληροφοριών: [https://en.wikipedia.org/wiki/USDA_National_Nutrient_Database


Τα φαλάφελ από ρεβίθια έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, σύνθετους υδατάνθρακες και φυτικές ίνες. Στα θρεπτικά συστατικά και ιχνοστοιχεία των περιλαμβάνονται ασβέστιο, σίδηρος, μαγνήσιο, φώσφορος, κάλιο, ψευδάργυρος, χαλκός, μαγγάνιο, Βιταμίνη C, θειαμίνη, παντοθενικό οξύ, βιταμίνες Β και φολικό οξύ. Περιέχουν φυτοχημικά όπως βετα-καροτένιο.[65] Έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες που αποδεδειγμένα βελτιώνουν τα επίπεδα της χοληστερόλης του αίματος.[66][67]

Τα ρεβίθια αμαγείρευτα έχουν ελάχιστα λιπαρά και καθόλου χοληστερόλη, αλλά κατά το τηγάνισμα ενσωματώνονται αρκετά λιπαρά στα συστατικά τους. Τα ψητά φαλάφελ έχουν λιγότερα λιπαρά από τα τηγανισμένα.[8][64]

Παγκόσμια ρεκόρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μεγαλύτερο φαλάφελ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγαλύτερη μπάλα φαλάφελ ζύγιζε 74,75 χγρ., παρασκευάστηκε την 28η Ιουλίου 2012 στο Αμμάν της Ιορδανίας από το ξενοδοχείο Landmark. Φτιάχτηκαν με παραδοσιακή συνταγή, από 10 μάγειρες και η μπάλα είχε διάμετρο 130 εκ.[68]

Το μεγαλύτερο σερβίρισμα από φαλάφελ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν 5.173 χγρ. φαλάφελ που σερβιρίστηκαν από τον μάγειρα Ramzi Choueiri και τους φοιτητές του Πανεπιστημίου Αλ-Καφάατ στη Βηρυτό Λίβανου την 9η Μαΐου 2010.[69]

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Oxford University Press, "Oxford Dictionaries Online: 'falafel' Αρχειοθετήθηκε 2017-09-15 στο Wayback Machine., Oxford Dictionaries Online, Retrieved 2017-06-26.
  2. «Ρεβυθοκεφτέδες στο φούρνο (φαλάφελ) | Dailycious.gr». Dailycious. 2015-03-30. https://www.dailycious.gr/2015/03/%CF%81%CE%B5%CE%B2%CF%85%CE%B8%CE%BF%CE%BA%CE%B5%CF%86%CF%84%CE%AD%CE%B4%CE%B5%CF%82-%CF%83%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CF%86%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%BD%CE%BF. Ανακτήθηκε στις 2018-07-20. 
  3. «Ρεβυθοκεφτέδες | Συνταγή | Argiro.gr - Argiro Barbarigou». Argiro.gr. https://www.argiro.gr/recipe/rebuthokeftedes/. Ανακτήθηκε στις 2018-07-20. 
  4. Μονοχαρη, Ευα (2012-10-05). «Παραδοσιακοί Ρεβυθοκεφτέδες Σίφνου - Funky Cook». Funky Cook. http://www.funkycook.gr/revithokeftedes-sifnou/. Ανακτήθηκε στις 2018-07-20. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Gil., Marks, (2010). Encyclopedia of Jewish food. Hoboken, N.J.: Wiley. ISBN 9780544186316. OCLC 849738985. 
  6. «No Matter Where It Originated, Falafel Is Still Israel's National Food». http://www.haaretz.com/israel-s-national-food-no-matter-where-it-started-1.5216693. Ανακτήθηκε στις 12 July 2018. 
  7. «Ancient Egyptian Food - Taamiya». http://www.innfrad.com/News/41/397862/يحكى-أن-الطعمية-أكلة-مصرية-أصيلة-رغم-المزاعم-الاسرائيلية. Ανακτήθηκε στις 12 July 2018. 
  8. 8,0 8,1 8,2 Grogan, Bryanna Clark (Ιουλίου 2003). «Falafel without fat». Vegetarian Times. σελίδες 20, 22. ISSN 0164-8497. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  9. Heritage Dictionaly, 5th edition (2011), s.v. falafel [1]
  10. "پلپل", Dictionary
  11. Makar, Adeeb B. (2001). The Abbreviated Coptic-English Dictionary. Hayward, Calif.: St. Mina Monastery Press. σελ. 185. OCLC 609610948. Φαλαφελ (fåˈlåfālˈ) m. Falafel. (lit. that which has lots of beans). See Φα, Λα, Φελ. 
  12. Černý, Jaroslav (2010). Coptic Etymological Dictionary. Cambridge University Press. ISBN 978-1108013994. 
  13. Joseph Williams McPherson, The moulids of Egypt, 1941 Google Books
  14. Oxford English Dictionary, 2nd edition s.v. 'felafel' has a 1951 quote
  15. 15,0 15,1 Davidson, Alan· Jaine, Tom (2006). The Oxford companion to food (2 έκδοση). Oxford University Press. σελ. 287. ISBN 978-0-19-280681-9. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2010. 
  16. 16,0 16,1 Habeeb, Salloum (1 Απριλίου 2007). «Falafel: healthy Middle Eastern hamburgers capture the West». Vegetarian Journal. Ανακτήθηκε στις 16 Φεβρουαρίου 2010. 
  17. Ham, Anthony (2010). Africa. Footscray, Victoria: Lonely Planet. σελ. 199. ISBN 978-1-74104-988-6. Ανακτήθηκε στις 19 Ιουλίου 2011. 
  18. "Why do Alexandrians call the Taamiya by Falafel, http://www.masrawy.com/Howa_w_Hya/Cooking-Recipes/details/2017/1/16/1014431/لماذا-يطلق-الإسكندرانية-على-الطعمية-اسم-فلافل-, ανακτήθηκε στις 2022-01-09 
  19. 19,0 19,1 Petrini, Carlo· Watson, Benjamin (2001). Slow food : collected thoughts on taste, tradition, and the honest pleasures of food. Chelsea Green Publishing. σελ. 55. ISBN 978-1-931498-01-2. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2011. 
  20. Raviv, Yael (August 1, 2003). «Falafel: A National Icon». Gastronomica 3 (3): 20–25. doi:10.1525/gfc.2003.3.3.20. 
  21. Denker, Joel (2003). The World on a Plate: A Tour Through the History of America's Ethnic Cuisine. U of Nebraska Press. σελ. 41. ISBN 0-8133-4003-9. 
  22. Galili, Shooky (July 4, 2007). «Falafel fact sheet». Ynet News. http://www.ynetnews.com/articles/0,7340,L-3421119,00.html. Ανακτήθηκε στις February 6, 2011. 
  23. Green, Aliza (2004). BeansΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Running Press. σελ. 76. ISBN 978-0-7624-1931-9. 
  24. 24,0 24,1 24,2 Kantor, Jodi (10 Ιουλίου 2002). «A History of the Mideast in the Humble Chickpea». The New York Times. Ανακτήθηκε στις 23 Μαρτίου 2008. 
  25. 25,0 25,1 MacLeod, Hugh (October 12, 2008). «Lebanon turns up the heat as falafels fly in food fight». The Age. http://www.theage.com.au/world/lebanon-turns-up-the-heat-as-falafels-fly-in-food-fight-20081011-4yqo.html. Ανακτήθηκε στις February 10, 2010. 
  26. Wilson, Hilary (1988). Egyptian food and drink. Shire. σελ. 25. ISBN 978-0-85263-972-6. [νεκρός σύνδεσμος]
  27. Kelley, Leigh (January 28, 2010). «Dining with a Middle Eastern flair». . Αρχειοθετήθηκε από [http://www.blueridgenow.com/article/20100128/NEWS/1281035/1042?Title=Dining-with-a-Middle-Eastern-flair-&tc=ar το πρωτότυπο στις 2016-08-03. https://web.archive.org/web/20160803140825/http://www.blueridgenow.com/article/20100128/NEWS/1281035/1042?Title=Dining-with-a-Middle-Eastern-flair-&tc=ar. Ανακτήθηκε στις February 10, 2010. 
  28. Allison, Jerry (January 6, 2009). «Fast food – Middle Eastern style». The News Journal. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις July 18, 2011. https://web.archive.org/web/20110718075130/http://www.wnewsj.com/main.asp?SectionID=43&SubSectionID=200&ArticleID=172473. Ανακτήθηκε στις February 6, 2011. 
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 Roden, Claudia (2000). The New Book of Middle Eastern FoodΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Random House. σελ. 62. ISBN 978-0-375-40506-8. 
  30. Roden A Book of Middle Eastern Food (Penguin, 1970) pp. 60–61.
  31. Williams, Emma (2006). It's Easier to Reach Heaven than the End of the Street. Great Britain: Bloomsbury Publishing. σελ. 378. ISBN 978-0-7475-8559-6. 
  32. Karmi, Ghada (2002). In Search of Fatima. U.S.A.: Verso New Left Books. σελ. 39. ISBN 1-85984-561-4. 
  33. Nocke, Alexandra (2009). The place of the Mediterranean in modern Israeli identity. Jewish identities in a changing world. 11. Brill. σελ. 125. ISBN 978-90-04-17324-8. 
  34. Davidson, Oxford Companion to Food (Oxford University Press, 1999) p. 287
  35. 35,0 35,1 Pilcher, Jeffrey M. (2006). Food in World History. Routledge. σελ. 115. ISBN 978-0-415-31146-5. 
  36. Liz Steinberg Did Jews invent felafel after all? Haaretz
  37. Nahmias, Roee (June 10, 2008). «Lebanon: Israel stole our falafel». Ynet News. http://www.ynetnews.com/Ext/Comp/ArticleLayout/CdaArticlePrintPreview/1,2506,L-3605773,00.html. Ανακτήθηκε στις February 11, 2010. 
  38. Mark Molloy (30 Ιουλίου 2012). «World's largest falafel smashes record in Jordan». Metro. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2018. 
  39. Abuqudairi, Areej (28 Ιουλίου 2012). «Jordan earns Guinness record for world's largest falafel». The Jordan Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Σεπτεμβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2016. 
  40. «Jordan sets the record for world's largest falafel». Al Arabiya. 30 Ιουλίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 1 Δεκεμβρίου 2016. 
  41. Thorne, Matt· Thorne, John (2007). Mouth Wide Open: A Cook and His Appetite. Macmillan. σελίδες 181–187. ISBN 978-0-86547-628-8. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  42. Charles Perry, "Middle Eastern Influences on American Food" in Andrew F. Smith, ed., The Oxford Companion to American Food and Drink, (ISBN 0-19-530796-8), p. 384
  43. Curtis IV, Edward (2010). Encyclopedia of Muslim-American History, Volume 1. Infobase Publishing. σελ. 207. ISBN 978-0-8160-7575-1. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  44. Lenhard, Elizabeth (January 2006). «Cuisine of the Month». [https://en.wikipedia.org/wiki/Atlanta_(magazine): 194. https://books.google.com/?id=mA8AAAAAMBAJ&pg=PA194&dq=falafel+american#v=onepage&q=falafel%20american&f=false. Ανακτήθηκε στις February 23, 2011. 
  45. Schmidt, Arno· Fieldhouse, Paul (2007). The World Religions Cookbook. Greenwood Publishing. σελ. 178. ISBN 978-0-313-33504-4. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  46. Westmoreland, Susan; Editors of Good Housekeeping (2004). The Good Housekeeping Cookbook. Hearst Books. ISBN 978-1-58816-398-1. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)
  47. 47,0 47,1 Stock, Miriam (2013). Der Geschmack der Gentrifizierung: Arabische Imbisse in Berlin [The taste of gentrification: Arab food stalls in Berlin] (Διδακτορική διατριβή) (στα German). Frankfurt (Oder): Viadrina European University. σελίδες 69–83. ISBN 978-3-8394-2521-3. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  48. Sauermann, Maren (21 Οκτωβρίου 2014). «Rezension zu: M. Stock: Der Geschmack der Gentrifizierung» [Review of M. Stock, Der Geschmack der Gentrifizierung] (στα German). H-Soz-Kult. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2018. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  49. Wulf, Jan-Peter (27 Ιανουαρίου 2016). «Frieden geht durch den Magen: Das israelisch-palästinensische Restaurant Kanaan in Berlin» [Peace Goes Through the Stomach: The Israeli-Palestinian Restaurant Kanaan in Berlin]. Das Filter. Ανακτήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2017. 
  50. Haeming, Anne (19 Ιανουαρίου 2014). «'Falafel ist ein Armeleuteessen'» ['Falafel is a poor people's food']. Die Tageszeitung (Interview with Miriam Stock) (στα German). Ανακτήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2017. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  51. Grogan, Bryanna Clark (Ιουλίου 2003). «Falafel without fat». Vegetarian Times. σελίδες 20, 22. ISSN 0164-8497. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  52. Murphy, Jane (2010). The Great Big Burger Book: 100 New and Classic Recipes for Mouth Watering Burgers Every Day Every Way. ReadHowYouWant.com. σελ. 304. ISBN 978-1-4587-6463-8. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2011. 
  53. Berkoff R.D., Nancy (1999). Vegan in volume: vegan quantity recipes for every occasion. Vegan in volume: Vegan Quantity recipes for every occasion. ISBN 978-0-931411-21-2. Ανακτήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2011. 
  54. Leonard, Joanne (Οκτωβρίου 1996). «New Ways with Falafel: The Middle Eastern favorite has evolved from a high fat sandwich stuffer to a low fat meal magician». Vegetarian Times. σελίδες 36, 38. Ανακτήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 2011. 
  55. Whitney, Winona (Ιουνίου 1991). «Minute Meals». Vegetarian Times. σελ. 30. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  56. 56,0 56,1 56,2 Campion, Charles (May 9, 2002). «Falling for fine falafel». . Αρχειοθετήθηκε από [http://www.thisislondon.co.uk/restaurants/article-1256574-falling-for-fine-falafel.do το πρωτότυπο στις May 5, 2013. https://archive.today/20130505124656/http://www.thisislondon.co.uk/restaurants/article-1256574-falling-for-fine-falafel.do. Ανακτήθηκε στις February 10, 2010. 
  57. Malouf, Greg· Malouf, Lucy (2008). Artichoke to Za'atar: Modern Middle Eastern Food. University of California Press. σελ. 90. ISBN 978-0-520-25413-8. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2011. 
  58. Ayto, John (1990). The glutton's glossary: a dictionary of food and drink terms. Routledge. ISBN 0-415-02647-4. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2011. 
  59. Dimbleby, Henry; Baxter, Jane (20 March 2015). «The world’s best falafel recipe comes from Egypt». The Guardian. https://www.theguardian.com/lifeandstyle/2015/mar/20/worlds-best-falafel-recipe-henry-dimbleby-back-to-basics. Ανακτήθηκε στις 23 March 2015. 
  60. Kathrynne Holden. «Fava Beans, Levodopa, and Parkinson's Disease». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2018. 
  61. Russ Parsons. «The Long History of the Mysterious Fava Bean». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Οκτωβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Ιουλίου 2018. 
  62. Basan, Ghillie (2007). Middle Eastern Kitchen. Hippocrene Books. σελ. 33. ISBN 978-0-7818-1190-3. 
  63. Marks, Gil (2010). Encyclopedia of Jewish food. John Wiley & Sons. σελ. 183. ISBN 978-0-470-39130-3. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2011. 
  64. 64,0 64,1 Winget, Mary· Chalbi, Habib (2003). Cooking the North African Way (2 έκδοση). Twenty-First Century Books. σελ. 33. ISBN 978-0-8225-4169-1. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2010. 
  65. Balch, Phyllis A. (2003). Prescription for Dietary Wellness (2 έκδοση). Avery. σελ. 119. ISBN 978-1-58333-147-7. Ανακτήθηκε στις 6 Φεβρουαρίου 2011. 
  66. Katz, David· Gonzalez, Maura (2004). Way to Eat: A Six-Step Path to Lifelong Weight Control. Sourcebooks, Inc. σελ. 217. ISBN 978-1-4022-0264-3. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  67. Piscatella, Joseph· Franklin, Barry (2003). Take a load off your heart: 109 things you can actually do to prevent, halt, or reverse heart disease. Workman Publishing. σελ. 296. ISBN 978-0-7611-2676-8. Ανακτήθηκε στις 23 Φεβρουαρίου 2011. 
  68. «Largest falafel». Guinness World Records. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2018. 
  69. «Largest serving of falafel». Guinness World Records. Ανακτήθηκε στις 18 Μαρτίου 2012.