Τζοβάνι ντ’ Ατανάση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζιοβάνι ντ’ Ατανάση
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Γιάννης Αθανασίου (Ελληνικά)
ΓέννησηΔημήτριος Παπανδριόπουλος
1798[1]
Μύρινα Λήμνου
Θάνατος19 Δεκεμβρίου 1854 (56 ετών)
Λονδίνο
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΕλληνικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααρχαιολόγος
αιγυπτιολόγος
έμπορος έργων τέχνης

Ο Γιάννης Αθανασίου (Μύρινα, Λήμνος, 1798 - 19 Δεκεμβρίου 1854, Λονδίνο) ή Yanni ή Giovanni d’Athanasi, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός στην εποχή του, ήταν Λήμνιος και υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ανασκαφέας της Αιγύπτου. Ο ρόλος του στις ανακαλύψεις αρχαιοτήτων της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα υπήρξε ιδιαίτερα σημαντικός. Όπως γράφει ο ίδιος στο μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε:

"Εάν όλα τα σπάνια αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία ανακαλύπταμε καθημερινά κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στις Θήβες της Αιγύπτου υπήρχαν συγκεντρωμένα σε κάποιο Μουσείο, ο θεατής θα αποκτούσε πλήρη εικόνα της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια των αιώνων."

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιάννης γεννήθηκε το 1798 στη Λήμνο. Ο πατέρας του ήταν έμπορος και είχε εγκατασταθεί στο Κάιρο της Αιγύπτου, όπως πολλοί συμπατριώτες του Λήμνιοι εκείνα τα χρόνια. Το 1809, σε ηλικία 11 ετών, ο μικρός Γιάννης πήγε κι αυτός στο Κάιρο για να τον συναντήσει και να μυηθεί στα μυστικά του εμπορίου. Από το όνομα του πατέρα του, που λεγόταν Θανάσης, τον μικρό αποκαλούσαν Γιάννη του Θανάση και οι διάφοροι Ευρωπαίοι για τους οποίους εργάστηκε αργότερα τον φώναζαν: Yanni ή Giovanni d’Athanasi. Αυτό ήταν το όνομα με το οποίο έμεινε τελικά γνωστός.

Η προσαρμογή του μικρού αγοριού στην ξένη χώρα αποδείχθηκε δύσκολη, λόγω κυρίως της έλλειψης της μητέρας του. Για ένα περίπου χρόνο έμεινε μαζί με τον πατέρα του ως βοηθός και μαθητευόμενος στο εμπορικό επάγγελμα. Αλλά τα επόμενα δύο χρόνια γράφεται σε σχολείο της Αιγύπτου και παρακολουθεί μαθήματα. Στη συνέχεια πηγαίνει σε άλλο σχολείο, στην Αλεξάνδρεια, και μετά επιστρέφει στο Κάιρο, όπου είχαν στο μεταξύ εγκατασταθεί η μητέρα του και τα αδέλφια του, που είχαν έρθει από τη Λήμνο.

Στην υπηρεσία της Βρετανίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μάρτιο του 1813, σε ηλικία 15 ετών, εισέρχεται στην υπηρεσία του συνταγματάρχη Ε. Missett, ο οποίος ήταν ο γενικός πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας που μαζί με τη Γαλλία κυριαρχούσαν στην ευρύτερη περιοχή της Αιγύπτου.

Είναι η εποχή που ισχυρός άνδρας της χώρας είναι ο Μοχάμετ Άλι, αντιβασιλέας της Αιγύπτου, υπό την οθωμανική κηδεμονία της Υψηλής Πύλης. Παράλληλα η Γαλλία και η Βρετανία ανταγωνίζονται σκληρά ποια από τις δύο θα ελέγχει και θα επηρεάζει την Αίγυπτο, που αποτελούσε ενδιάμεσο σταθμό για τη διείσδυση προς την Ασία.

Ο Αθανασίου εκ των πραγμάτων συνδέει τα συμφέροντά του με τα βρετανικά αλλά δεν επιθυμεί να εγκαταλείψει την Αίγυπτο, όπου έχει εγκατασταθεί η οικογένειά του. Έτσι όταν ο Missett μετατίθεται από την Αίγυπτο στην Ιταλία, δεν τον ακολουθεί και ο Βρετανός αξιωματικός τον συστήνει στο διάδοχό του Henry Salt, ο οποίος τον προσλαμβάνει ως διερμηνέα τουρκικών και αραβικών, γνώσεις που είχε αποκτήσει προφανώς στα σχολεία που φοίτησε, όπου ίσως είχε διδαχθεί και την αγγλική γλώσσα.

Ο Salt και ο Drovetti, που ήταν ο πρόξενος της Γαλλίας, επιδίδονται σε μια προσπάθεια αναζήτησης αρχαίων ευρημάτων, τα οποία προωθούσαν στα Μουσεία των χωρών τους. Ζητούν να έχουν την αποκλειστικότητα στις ανασκαφές και συχνά έρχονται σε σύγκρουση. Τελικά το 1822 αποφασίζουν να μοιράσουν τις περιοχές ερευνών με σύνορο τον ποταμό Νείλο.

Ανασκαφέας αρχαιοτήτων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αθανασίου όντας στην υπηρεσία του Salt εξοικειώνεται με τις ανασκαφές κι εκτός από εκείνες που διενεργεί για λογαριασμό του αφεντικού του, κάνει και δικές του εμπορευόμενος τις αρχαιότητες που ανακαλύπτει. Χαρακτηριστικό της μανίας για αιγυπτιακές αρχαιότητες, που πουλιόντουσαν πανάκριβα στους Ευρωπαίους ή Αμερικανούς συλλέκτες είναι κάποια περιστατικά που περιγράφει ο Αθανασίου σε βιβλίο που εξέδωσε αργότερα.

Ο διάσημος Γάλλος περιηγητής F. Caillaud ζήτησε και πήρε από τον Αθανασίου την άδεια να ζωγραφίσει κάποιες παραστάσεις μιας τοιχογραφίας τάφου που μόλις είχε ανακαλύψει ο Αθανασίου. Όμως, αφού την σχεδίασε στη συνέχεια αφαίρεσε κομμάτια της τοιχογραφίας με σφυρί και άλλα μεταλλευτικά εργαλεία και τα φυγάδευσε στο σπίτι του! Σε μια άλλη περίπτωση ζήτησε από έναν περιηγητή, ονόματι J. Bonomi να σχεδιάσει για λογαριασμό του Salt έναν τάφο που ο Αθανασίου μόλις είχε ανακαλύψει. Αλλά ουδέποτε παρέλαβε αντίγραφο των σχεδίων, τα οποία ο Bonomi έδωσε σε κάποιο φίλο του για να τα εμπορευτεί.

Έτσι από την ηλικία των 19 ετών περίπου ο Γιάννης Αθανασίου ή Τζοβάνι ντ’Ατανάση, όπως τον αποκαλούν, ξεκινά την ανασκαφική του δράση και σταδιακά εξελίσσεται σε έμπορο και συλλέκτη αρχαιοτήτων.

Η πρώτη αρχαιολογική του αποστολή είναι στο Καρνάκ και η δεύτερη στο Αμπού Σιμπέλ, το 1817 και οι δύο. Συμμετέχει ως διερμηνέας του Beechy, που ήταν γραμματέας του Salt. Τις ανασκαφές αυτές ο Salt τις είχε αναθέσει στον Ιταλό μηχανικό Μπελτσόνι, ο οποίος τελικά απολύθηκε από τον Άγγλο έπειτα από κάποια παρεξήγηση. Η συνέπεια αυτής της απόλυσης είναι ευνοϊκή για τον Αθανασίου, ο οποίος από το επόμενο έτος, 1818, παίρνει τη θέση του Belzoni ως επικεφαλής των ανασκαφών που διενεργεί ο Salt, θέση που κατέχει ως το 1827 που πέθανε το αφεντικό του. Επί εννέα χρόνια διεξάγει ανασκαφές σε πολλά σημεία, συλλέγει και εμπορεύεται αρχαιότητες και αποκτά φήμη μεταξύ των συλλεκτών.

Στην Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1827, με το θάνατο του Salt, φεύγει από την Αίγυπτο έπειτα από 18 χρόνια. Στο εξής ο Αθανασίου θα ασχοληθεί με τη συγκρότηση προσωπικής αρχαιολογικής συλλογής αλλά και της συλλογής του νέου Άγγλου προξένου του J. Βarker, που υπηρέτησε στην Αίγυπτο τα έτη 1829-1833. Τα αντικείμενα της συλλογής τα προωθούν κυρίως στο Βρετανικό Μουσείο.

Παράλληλα, συνεργάζεται με το έμπορο δημοπρασιών Leigh Sotheby, ιδρυτή του γνωστού οίκου Σόθμπις κι επανέρχεται κατά διαστήματα στην Αίγυπτο, προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για αντικείμενα που πρόκειται να πωληθούν σε πλειστηριασμούς του οίκου.

Την περίοδο αυτή ο Αθανασίου συγγράφει το μοναδικό βιβλίο που εξέδωσε, το οποίο ουσιαστικά αποτελεί την αυτοβιογραφία του για το διάστημα που έζησε στην Αίγυπτο. Το εκδίδει στο Λονδίνο το Μάρτιο του 1836, έπειτα από πίεση Άγγλων φίλων του, αφού ο ίδιος δεν είχε καμία διάθεση για κάτι τέτοιο. Το πρώτο μέρος είναι καθαρά αυτοβιογραφικό, ενώ το δεύτερο μέρος είναι ουσιαστικά ένας κατάλογος με τα αρχαιολογικά ευρήματα που θα παρουσιάζονταν σε επικείμενη δημοπρασία του οίκου L. Sotheby & Son στο Λονδίνο.

Τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του τα έζησε ως αναγνωρισμένο μέλος της αιγυπτιολογικής κοινότητας. Χάρη στον μειλίχιο χαρακτήρα και το πνεύμα συνεργασίας που τον διέκρινε, ο Αθανασίου έφερε με ιδεώδη τρόπο εις πέρας τις αποστολές που ανέλαβε κι απέκτησε πολλούς φίλους. Χαρακτηριστικό στοιχείο της προσωπικότητάς του ήταν επίσης η συνεχής αναζήτηση καινούριων δραστηριοτήτων.

Αυτή ακριβώς η πλευρά του χαρακτήρα του τον ωθεί το χειμώνα του 1849-1850 να εγκατασταθεί στο Λονδίνο, ως έμπορος πινάκων ζωγραφικής. Όμως, αυτή η επαγγελματική προσπάθειά του αποτυγχάνει και τον φέρνει σε πολύ άσχημη οικονομική θέση. Απευθύνεται για βοήθεια σε παλιούς φίλους και συνεργάτες, από τους οποίους ανταποκρίνονται θερμά στην έκκλησή του μόνο δύο, ο Wilkinson και ειδικότερα ο Hay.

Στις 19 Δεκεμβρίου 1854 ο Τζοβάνι ντ’ Ατανάση πεθαίνει σε μια πανσιόν του Λονδίνου χωρίς να αφήσει απογόνους.

Το συγγραφικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πληροφορίες που δίνει στην αυτοβιογραφία του είναι αποσπασματικές αλλά αποδεικνύουν ότι η δραστηριότητά του ως ανασκαφέα, υπήρξε ιδιαίτερα πλούσια. Γενικά, είναι επιφυλακτικός. Δεν αναφέρει λεπτομέρειες για τις τοποθεσίες των ανακαλύψεων ούτε τις ακριβείς χρονολογίες, διότι έχει να αντιμετωπίσει και τον ανταγωνισμό των συναδέλφων του. Εξάλλου τα περισσότερα από όσα περιγράφει τα θυμάται από μνήμης, αφού δεν φαίνεται πως κρατούσε κάποιου είδους ημερολόγιο ή αρχείο.

Στο δεύτερο μέρος της συγγραφής παραθέτει μια σειρά αφηγήσεων υπό μορφή συμβουλών για τους τουρίστες και το τι θα πρέπει να προσέχουν στην Αίγυπτο. Επίσης, έχει περιγραφές των συνηθειών των Αράβων, τους οποίους, λόγω της μακροχρόνιας παραμονής του στη χώρα, είχε γνωρίσει καλά. Από το βιβλίο μαθαίνουμε πως το σπίτι του βρισκόταν μέσα στο χωριό Κούρνα (Qurna) και ήταν κτισμένο πάνω από έναν τάφο, κοντά στην Κοιλάδα των Βασιλέων.

Σε πολλά σημεία εκφράζει τα συναισθήματά του έναντι του εργοδότη του και των συνεργατών του. Παραμένει ευγνώμων και προστατευτικός απέναντι στον Salt, τον άνθρωπο που του έδειξε εμπιστοσύνη στην ανάληψη της ευθύνης των ανασκαφών. Από την αφήγηση αποκαλύπτεται ότι ο Salt στηριζόταν στον πιστό του Γιάννη Αθανασίου για τη διεκπεραίωση όποιων ζητημάτων δημιουργούνταν, δεδομένου ότι ως εκπρόσωπος του γενικού προξένου της Αγγλίας στην ευρύτερη περιοχή των Θηβών είχε να αντιμετωπίσει τόσο τον ανταγωνισμό των Ευρωπαίων, όσο και τις τοπικές αντιλήψεις των Αράβων, που οι Ευρωπαίοι δεν κατανοούσαν πάντα.

Επίσης, συχνά είχε να αντιμετωπίσει και τα εσωτερικά προβλήματα μεταξύ των διαφόρων φυλών καθώς και τη διένεξη των Μαμελούκων με την κεντρική εξουσία του Μοχάμετ Άλι. Γενικά, στο βιβλίο του διαφαίνεται μια συμπάθεια προς τους Άραβες, τους οποίους υπερασπίζεται όταν κάποτε ο τοπικός διοικητής τους απαγόρεψε να συμμετέχουν στις ανασκαφές των ξένων αποστολών, γράφοντας ότι ήταν κρίμα που τους στέρησε την ευκαιρία να αυξήσουν τα λιγοστά τους εισοδήματα.

Το ανασκαφικό έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αθανασίου υπήρξε εκτός από ευφυής άνθρωπος και ιδιαίτερα αποτελεσματικός ανασκαφέας. Η συμμετοχή του στο άνοιγμα τάφων ή στην ανακάλυψη μνημείων του αιγυπτιακού πολιτισμού είναι αδιαμφισβήτητη. Είναι γνωστός σε όλους τους ταξιδιώτες της εποχής, που τον αναφέρουν ως «Yanni» ή «Iani».

Ο διάσημος Γάλλος Σαμπολιόν (Champollion), που αποκρυπτογράφησε την ιερογλυφική γραφή, σε επιστολή του προς τον αδελφό του, αναφέρει πως ο «Iani» είχε κάνει σημαντικές ανακαλύψεις, μεταξύ των οποίων δύο γιγαντιαίες σφίγγες, τις οποίες κατόρθωσε να μεταφέρει σώες στην Αλεξάνδρεια παρά το μεγάλο βάρος τους. Με τον Champollion είχε κι άλλη επαφή στην Ισπανία, όταν ο Αθανασίου τον πληροφόρησε για το περιεχόμενο κάποιων παπύρων που είχε ανακαλύψει.

Μεταξύ άλλων αντικειμένων το 1829 ο Champollion αγόρασε από τον «Iani», όπως τον αποκαλεί, «το πιο όμορφο ορειχάλκινο (άγαλμα) που ανακαλύφθηκε ποτέ στην Αίγυπτο», όπως γράφει σε επιστολή του. Πρόκειται για ένα μοναδικό χάλκινο άγαλμα με ένθετο χρυσό, το οποίο αποτελεί σήμερα το κόσμημα του Μουσείου του Λούβρου.

Ο Champollion εκθειάζει τη συλλεκτική δεινότητα του Αθανασίου και σε άλλη μια περίπτωση, με αφορμή το περίφημο ορειχάλκινο άγαλμα της βασίλισσας Καρόμαμα, της 22ης Δυναστείας, που ο Έλληνας είχε στη συλλογή του στην Αλεξάνδρεια. Γράφει ότι το 1830 στην Αλεξάνδρεια είχε την ευκαιρία να αγοράσει «τα καλύτερα αντικείμενα από τη συλλογή του «χότζα» Iani, ο οποίος φάνηκε ευγενής, εξυπηρετικός και πράος σαν μικρό πρόβατο». Εκτός από το άγαλμα της Καρόμαμα πήρε καμιά εκατοστή ακόμα εξαιρετικά αντικείμενα για 1000 τάλιρα.

Στην πρώτη αποστολή του στην Άνω Αίγυπτο ως διερμηνέας του Beechy, ο Αθανασίου βρίσκεται στην καρδιά του αιγυπτιακού πολιτισμού, στο ναό του Άμμωνα στο Καρνάκ, όπου κάνει ανασκαφές για 40 ημέρες χωρίς κάποια μεγάλη επιτυχία

Στη συνέχεια, γεύεται την εμπειρία της ανακάλυψης της εισόδου στο ναό του Ραμσή Β΄ στο Αμπού Σιμπέλ, ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα μνημεία της αιγυπτιακής θρησκευτικής λατρείας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι έπρεπε να ανασκάψουν μόνοι τους και να μεταφέρουν την άμμο από το σημείο της ανασκαφής προς τις όχθες του Νείλου. Από την πληροφορία αυτή μαθαίνουμε ότι η στάθμη της άμμου στις αρχές του 19ου αιώνα έκρυβε το λαμπρό αυτό μνημείο σε τέτοιο βαθμό που να μην επιτρέπει την αναγνώριση και αξιολόγηση του ακριβούς ρόλου του. Χάρη στα σχέδια διαφόρων ως επί το πλείστον Ευρωπαίων και Αμερικανών ταξιδιωτών έχει διασωθεί η εικόνα της περιοχής εκείνη την εποχή.

Ακολούθως, ο Αθανασίου επισκέπτεται με την ομάδα του το νησί του ναού της Ίσιδας, όπου συνάντησαν τη S. Belzoni, τη σύζυγο του Ιταλού μηχανικού και υπεύθυνου για τις ανασκαφές. Ένα άλλο πολύ σημαντικό ταξίδι του είναι στις Πυραμίδες. Εκεί ανακάλυψε την είσοδο της μιας από τις δύο Πυραμίδες, των οποίων η είσοδος δεν είχε ανακαλυφθεί, δηλαδή είτε του Μυκερίνου είτε του Χεφρήνου. (Ο Belzoni είχε ήδη ανακαλύψει την είσοδο της μεγάλης Πυραμίδας του Χέοπα).

Με την απομάκρυνση του Belzoni, ο Αθανασίου αναλαμβάνει την αποκλειστική ευθύνη των ανασκαφών για λογαριασμό του Salt. Αποδεικνύεται πολύ αποτελεσματικός. Οι ανασκαφές στέφονται από επιτυχία και η προσωπική συλλογή του Salt εμπλουτίζεται με διάφορες αρχαιότητες, ειδικά παπύρους. Φροντίζει ώστε όλες οι, κολοσσιαίων διαστάσεων, αρχαιότητες, τις οποίες ο Belzoni είχε αφήσει επιτόπου, να μεταφερθούν στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί μεταφέρονται στα δύο μεγάλα ευρωπαϊκά μουσεία, το Μουσείο του Λούβρου και το Βρετανικό Μουσείο.

Οι ανασκαφές μερικών σπουδαίων τάφων αποδίδονται στον Αθανασίου. Αυτός μάλλον έκανε την πρώτη ανασκαφή του τάφου του Ραμσή Θ΄ στην Κοιλάδα των Βασιλέων, αφού αντικείμενα της συλλογής Salt που δωρίστηκαν στο Βρετανικό Μουσείο προέρχονται από αυτό τον τάφο, του Ραμσή Θ΄. Επίσης, η πρώτη διάνοιξη ενός άλλου πασίγνωστου τάφου αποδίδεται πάλι στο Salt: πρόκειται για τον τάφο του περίφημου Φαραώ, Ραμσή Β΄. Οι εργασίες καθαρισμού των πρώτων 55 μέτρων του εν λόγω τάφου χρονολογούνται μετά το 1818, όταν ο Αθανασίου έχει μείνει μόνος υπεύθυνος για τις ανασκαφές του Salt στις Θήβες. Τα αποτελέσματα αυτής της ανασκαφής δεν είναι γνωστά. Μάλλον οι ανασκαφείς αποθαρρύνθηκαν από την κακή κατάσταση του τάφου κι εγκατέλειψαν την προσπάθεια είτε δεν αντιλήφθηκαν ότι επρόκειτο για κάτι σημαντικό, εφόσον δεν τους απέδωσε κάποια εμπορεύσιμα αρχαία αντικείμενα.

Η συμμετοχή του Αθανασίου θεωρείται πιθανή και σε άλλες έξι ανασκαφικές προσπάθειες υπό τον Belzoni:

  • στον τάφο 21 της Κοιλάδας των Βασιλέων στις 9 Οκτωβρίου 1817,
  • στον τάφο 25 της Δυτικής Κοιλάδας το 1817,
  • στον τάφο 23 της Δυτικής Κοιλάδας, του Άνι, το χειμώνα του 1816
  • στον τάφο 19 της Κοιλάδας των Βασιλέων, του πρίγκιπα Μοντουχερκεπσέφ,
  • στον τάφο του Ραμσή Α΄ στις 10/11 Οκτωβρίου 1817 και
  • στον σημαντικότατο τάφο 17 της Κοιλάδας των Βασιλέων, του Σέθου Α΄, στις 16 Οκτωβρίου 1817.

Λιγότερο πιθανή θεωρείται η παρουσία του ως ανασκαφέα στον τάφο του Αμένοφι του Γ΄.

Ο συλλέκτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συλλογές του Salt, στη δημιουργία των οποίων ο Αθανασίου συνέβαλε αποφασιστικά, αγοράστηκαν η πρώτη από το Βρετανικό Μουσείο το 1821 και η δεύτερη από το Λούβρο πέντε χρόνια αργότερα, το 1826. Είναι η περίοδος που δημιουργούνται οι μεγάλες ευρωπαϊκές συλλογές που θαυμάζουμε σήμερα στο Παρίσι και το Λονδίνο. Ταυτόχρονα η Αίγυπτος φτωχαίνει από αρχαιότητες σε μια εποχή που δεν ισχύουν ακόμα οι αυστηροί νόμοι περί ανασκαφών και εμπορίας αρχαιοτήτων.

Μετά το θάνατο του Άγγλου διπλωμάτη, το 1827, ο Αθανασίου θα συνεχίσει την τακτική πώλησης των αρχαιοτήτων του Salt. Το 1836 θα δημοπρατηθούν αντικείμενα από τη συλλογή Salt, ενώ το 1837 θα δημοπρατηθούν για λογαριασμό του ίδιου του Αθανασίου σε μια επταήμερη δημοπρασία του οίκου Sotheby’s πολλές εκατοντάδες αντικειμένων. Είναι τα αντικείμενα που αναφέρει στο βιβλίο του. Ό,τι απόμεινε από τη συλλογή του πουλήθηκε στις 17 Ιουλίου 1845 πάλι μέσω του Sotheby’s.

Παρά την συχνή απουσία του από την Αίγυπτο, η φήμη του Αθανασίου έμεινε ζωντανή. Αναφέρεται ένας βοηθός του, ο Γιωργής Τριαντάφυλλος (;-1852), επίσης Λήμνιος, ο οποίος επέβλεπε τις έρευνες κατά τη διάρκεια της απουσίας του. Τα χρόνια που ακολούθησαν και μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, δύο ακόμα σημαντικοί Έλληνες συλλέκτες έδρασαν στην Αίγυπτο, ο ένας μάλιστα ήταν πατριώτης του Αθανασίου από τη Λήμνο, ο Ιωάννης Δημητρίου, στην Αλεξάνδρεια. Ο άλλος ήταν ο Αλέξανδρος Ρόστοβιτς στο Κάιρο. Και οι δύο συγκρότησαν πολύ μεγάλες συλλογές τις οποίες στη συνέχεια δώρισαν στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας καθώς και στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.

Αναγνώριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι βιβλιογραφικές αναφορές στον σημαίνοντα ρόλο που διαδραμάτισε ο Αθανασίου στην ανασκαφική έρευνα και συγχρόνως στην συγκρότηση και αποστολή μεγάλων τμημάτων αρχαιολογικών συλλογών, διαρκώς αυξάνουν. Ο συγχρωτισμός του με προσωπικότητες της Αιγυπτιολογίας του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, τον κατέστησε αναπόσπαστο μέλος της.

Ο Αθανασίου διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της Αιγυπτιολογίας, γι’ αυτό το όνομά του αναφέρεται στο παγκόσμιο ευρετήριο προσωπικοτήτων του κλάδου της αιγυπτιολογίας, στο γνωστό “Who was who in Egyptology”. Εκεί υπάρχει σύντομη προσωπογραφία του.

Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοναδικό βιβλίο του Ιωάννη Αθανάσιου εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1836 και φέρει τον τίτλο:

Giovanni D’Athanasi (Yanni), A Brief Account of the Researches and Discoveries in Upper Egypt, made under the direction of Henry Salt Esq., to which is added a detailed Catalogue of Mr. Salt’s collection of Egyptian Antiquities illustrated with twelve Engravings of some of the most interesting objects, and an Enumeration of those Articles purchased for the British Museum, John Hearne, London, 1836.

Δηλαδή:

Τζοβάνι ντ’Αθανάση (Γιάννη), Σύντομη περιγραφή των ερευνών και ανακαλύψεων στην Άνω Αίγυπτο, υπό την διεύθυνση του Χένρι Σαλτ, με την προσθήκη αναλυτικού καταλόγου της συλλογής αιγυπτιακών αρχαιοτήτων του κυρίου Σαλτ, συνοδευόμενου από 12 γκραβούρες με τα πιο ενδιαφέροντα αντικείμενα καθώς και απαρίθμηση εκείνων των αντικειμένων που αγοράστηκαν από το Βρετανικό Μουσείο, εκδ. Τζον Χερν, Λονδίνο 1836.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bierbrier M., «ATHANASI, Giovanni d’ (1798-1854)», στο «Who was who in Egyptology», London, 1995 [3rd ed.], σελ. 21.
  • John Taylor, Department of Egyptology, British Museum, «Giovanni d'Athanasi (1798-1854): an outline biography», 1999
  • Andrew Brown, «Giovanni D' Athanasi (1798-1854)», 2003.
  • Βασίλης Ι. Χρυσικόπουλος, «Giovanni d’Athanasi, ο Λήμνιος (1798-1854). Ο ρόλος του στις ανακαλύψεις αρχαιοτήτων της Αιγύπτου κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα», Αρχαιολογία και Τέχνες, τ. 87 (Ιούνιος 2003), σελ. 76-83.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]