Τζοβάνι Γκαστόλντι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζοβάνι Γκαστόλντι
Ο Γκαστόλντι σε πίνακα του 1630, αγνώστου ζωγράφου της Βόρειας Ιταλικής Σχολής
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Giovanni Giacomo Gastoldi (Ιταλικά)
Γέννηση1555 ή 1554[1]
Καραβάτζο
Θάνατος4  Ιανουαρίου 1609[2][3]
Μάντοβα[4]
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΙταλικά[5][6]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητασυνθέτης
τραγουδιστής
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Τζοβάνι Τζάκομο Γκαστόλντι (Giovanni Giacomo Gastoldi, Καραβάτζο 1554; – Μάντοβα 4 Ιανουαρίου 1609) ήταν Ιταλός συνθέτης και τραγουδιστής των περιόδων ύστερης Αναγέννησης και Μπαρόκ. Δραστηριοποιήθηκε κυρίως στην περιοχή της Β. Ιταλίας και είναι γνωστός ως συνθέτης ενορχηστρωμένων τραγουδιών για 5 και 3 φωνές, ξεκάθαρης ρυθμικής φόρμας, προορισμένων για χορό. [7]

Βιογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαστόλντι γεννήθηκε στο Καραβάτζο της Λομβαρδίας, αλλά δεν είναι γνωστό το έτος γέννησής του. Πηγές αναφέρουν το 1550, [8] αλλά και όλα τα έτη μεταξύ 1550 και 1554, χωρίς τίποτα να είναι βέβαιο. Από τον Σεπτέμβριο του 1579 έως τον Αύγουστο του 1587, σπούδασε με τον Τ. Γκουαρνέρο, δάσκαλο τραγουδιού και αντίστιξης για τους κληρικούς της εκκλησίας του δούκα. Το 1581 έγινε τραγουδιστής στην Αυλή της Μάντοβα, όπου ο πατέρας του εργαζόταν ως υπάλληλος και, το ίδιο έτος, δημοσίευσε στη Βενετία το πρώτο του βιβλίο με τραγούδια. [9]

Τον Ιούλιο του 1582 ο Γκαστόλντι αντικατέστησε τον Γ. Βερτ (J. Wert), [10] διευθυντή παρεκκλησίου στη Σάντα Μπάρμπαρα της Μάντοβα, [11] του οποίου ήταν πιθανότατα μαθητής. Στις 3 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, ο καρδινάλιος Κάρλο Μπορομέο (Carlo Borromeo), Αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, ο οποίος ήθελε τον Γκαστόλντι στην υπηρεσία του, ζήτησε πληροφορίες σχετικά με τη διαθεσιμότητα του μουσικού από τον ηγούμενο αββά της εκκλησίας αλλά, ο ίδιος ο δούκας αρνήθηκε την μετάθεση του Γκαστόλντι. Το 1594, ο Γκαστόλντι εξέδωσε το γνωστότερο έργο του, Μπαλέτα, για 3 φωνές που, μαζί με τα 5φωνα Μπαλέτα αντιπροσωπεύουν τα έργα χάρη στα οποία ο Γκαστόλντι οφείλει μεγάλο μέρος της φήμης του. Οι συνθέσεις αυτές επανεκδόθηκαν δεκάδες φορές στην Ιταλία και στο εξωτερικό, ακόμη και μετά τον θάνατό του. Το 1598, ο Γκαστόλντι δημοσίευσε στο Μιλάνο Το Πρώτο Βιβλίο Μουσικής για Δύο Φωνές, μια ανθολογία που αποτελείται από συνθέσεις «των αρίστων μουσικών στο Μιλάνο». Στη συνέχεια εξέδωσε το Τέταρτο Βιβλίο Μαριγαλίων, το 1602. Περίπου το 1604, ο Γκαστόλντι έπαιζε ως μουσικός στις αίθουσες του παλατιού της Μάντοβα, όπως αποδεικνύεται από τις αφιερώσεις στις «Μουσικές Συναυλίες» (Concenti Musicali) εκείνης της χρονιάς. Αργότερα, συνέθεσε το δεύτερο ιντερμέτζο για την κωμωδία Η Υδρωπικιά του ποιητή Τζοβάνι Μπαττίστα Γκουαρίνι (Giovanni Battista Guarini), που ανέβηκε στη Μάντοβα, στις 2 Ιουνίου 1608, για τον γάμο του Φραντσέσκο Γκοντζάγκα (Francesco Gonzaga) και της Μαργαρίτας της Σαβοΐας (Μargherita di Savoia). Την ίδια χρονιά, σύμφωνα με ορισμένους βιογράφους, ο Γκαστόλντι πήγε στο Μιλάνο ως διευθυντής παρεκκλησίου στο Ντουόμο. Πάντως, για την μετάβασή του στο Μιλάνο υπάρχει διχογνωμία ανάμεσα στις πηγές. [ii])

Μουσική και μουσικολογικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκαστόλντι συνέθεσε αρκετά μαδριγάλια, καντσονέτες για 3 φωνές, ποικίλη θρησκευτική φωνητική μουσική (λειτουργίες, μοτέτα, εσπερινούς, ένα μεγαλυνάριο) και μερικά ενόργανα έργα. [12][13]

Μπαλέτα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ωστόσο, τα δύο Μπαλέτα του (για 5 και 3 φωνές), στροφικοί φωνητικοί χοροί, είναι τα σημαντικότερα και με τη μεγαλύτερη επιρροή έργα του. Γράφηκαν για πέντε φωνές και περιείχαν περάσματα από συλλαβές οι οποίες -με την πρώτη ματιά- δεν βγάζουν νόημα [14] (π.χ. φα-λα-λα) αλλά, πιθανόν, «κρυπτογραφούν» κάποιον εραστή και τις ερωτικές του πράξεις. Στο σύνολό τους, τα μπαλέτα του Γκαστόλντι αποτελούν μουσική κομέντια ντελ άρτε με χαρακτηριστικούς τίτλους, όπως: Ο Νικητής, Ο Ερωτευμένος, Έπαινος της Αγάπης, Η Ομορφιά, Κυνήγι της Αγάπης, κ.ο.κ. Έχουν απλή συγχορδιακή δομή, γρήγορη έκφραση και ρυθμικό τονισμό, εις βάρος της αντίστιξης, κάτι που αναμένεται από τη στενή σχέση τους με τη χορευτική μουσική. Το πρώτο έργο, Μπαλέτο για Πέντε Φωνές, δημοσιεύθηκε στη Βενετία το 1591 και, αμέσως, έγινε «ευπώλητο» (best-seller). Σε σύντομο χρονικό διάστημα, η συλλογή ανατυπώθηκε δέκα φορές, όχι μόνον από τον αρχικό τους εκδότη αλλά και από εκδότες σε άλλες χώρες. Διάφοροι συνθέτες, όπως οι Βέκι, Μπανκιέρι, Χάσλερ (Hans Leo Hassler) και Μόρλεϊ, είχαν σαγηνευτεί από αυτή τη μουσική δημιουργία. [15]

Είναι βέβαιο ότι, πολλά βιλάνθικος, φρότολες και γαλλικά τραγούδια ήσαν στενά συνδεδεμένα με τον χορό, αλλά φαίνεται πως, πράγματι, ο Γκαστόλντι ήταν ο πρώτος συνθέτης - πιθανώς από τον 13ο αιώνα - που έγραψε χορευτικά τραγούδια πάνω σε οργανικά πρότυπα και που ήταν ιδανικά σχεδιασμένα μόνο για ενόργανες εκτελέσεις. Η σελίδα τίτλου των Μπαλέτων αναφέρεται ως, «Maestro di Cappella del Serenissimo Signor Duca di Mantova» «Διευθυντής Παρεκκλησίου του Γαληνοτάτου Κυρίου Δούκα της Μάντοβα», στον Γκαστόλντι. Ωστόσο, αυτό δεν έχει την παραμικρή πρόθεση να καλύψει με επιτηδευμένο τρόπο την αυθόρμητη «αφέλεια» των έργων του Γκαστόλντι, διότι το συνολικό περιεχόμενό τους είναι γεμάτο από απλότητα, υγιή ευθυμία, επικοινωνιακή ξεγνοιασιά και ζωηράδα. Τα Μπαλέτα ήταν εξαιρετικά δημοφιλή στις Κάτω Χώρες. [16]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Διάφορες πηγές αναφέρουν ότι είχε εγκατασταθεί στο Μιλάνο [17] αλλά, πρόσφατες και εμπεριστατωμένες μελέτες (Κρατικά Αρχεία της Μάντοβα και Αρχεία του Fabbrica del Duomo στο Μιλάνο) μαρτυρούν ότι, ουδέποτε εργάστηκε στο Μιλάνο, ούτε ως τραγουδιστής ούτε ως διευθυντής παρεκκλησίου στο Ντουόμο. Πράγματι, την εποχή εκείνη, ο Τ. Γκαμπούσι (Giulio Cesare Gabussi) ήταν διευθυντής παρεκκλησίου στο Ντουόμο (από το 1583 έως το 1611), διορισμένος από τον καρδινάλιο Κ. Μπορομέο. Οι μοναδικές συνδέσεις του Γκαστόλντι με το Μιλάνο οφείλονται, πιθανότατα, σε ορισμένες συντακτικές αναφορές των έργων του. [18]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 LIBRIS. 4  Ιουλίου 2002. libris.kb.se/katalogisering/42gjj08n0nsvfgj. Ανακτήθηκε στις 24  Αυγούστου 2018.
  2. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13894331w. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. (Αγγλικά) Discogs. 1025294. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 1  Ιανουαρίου 2015.
  5. plus.si.cobiss.net/opac7/conor/91729507.
  6. CONOR.SI. 91729507.
  7. ΠΛΜ
  8. ΠΛΜ
  9. Treccani
  10. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2017. 
  11. Blom, 262
  12. ΠΛΜ
  13. Blom, 262
  14. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2017. 
  15. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Νοεμβρίου 2017. 
  16. The" Balletti" of Giovanni Giacomo Gastoldi and the Musical History of the Netherlands R Rasch - Tijdschrift van de Vereniging voor Nederlandse …, 1974 "... The Italiaense Balletten: Textual adaptations In the 1657 edition of the Italiaense Balletten the Italian texts of the Gastoldi and Vecchi pieces are accompanied by (anonymous) Dutch translations. Only the first stanzas of the texts of all pieces are provided. ..."
  17. ΠΛΜ
  18. Treccani

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • «Λεξικό Μουσικής και Μουσικών» (Dictionary of Music and Musicians) του George Grove, D. C. L (Oxford, 1880)
  • Baker’s biographical dictionary of musicians, on line
  • Rob. Eitner, Biographisch-bibliographisches Quellen-LexiKon, on line
  • Kennedy, Michael Λεξικό Μουσικής της Οξφόρδης (Oxford University Press Αθήνα: Γιαλλέλης, 1989) ISBN 960-85226-1-7
  • Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα (ΠΛΜ), έκδοση 1996, τόμος 17, σ. 448
  • Enciclopedia Bompiani-Musica, Milano (εκδ. ΑΛΚΥΩΝ, 1985)
  • Enciclopedia Treccani, on line
  • Eric Blom The New Everyman Dictionary of Music (Grove Weidenfeld, N. York, 1988)