Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ συνομολογήθηκε στις 3 Μαρτίου του 1918 στην ομώνυμη πόλη της Λευκορωσίας μεταξύ της Μπολσεβικικής Ρωσίας (Ρωσική Σοβιετική Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και των Κεντρικών δυνάμεων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίστηκε επίσης και ως «συνθήκη άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Της υπογραφής της συνθήκης αυτής είχε προηγηθεί, ένα μήνα πριν, ομώνυμη συνθήκη με την Ουκρανία (Συνθήκη του Μπρεστ - Λιτόφσκ (Φεβρουαρίου 1918)).

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 και συνεχιζόμενου του μεγάλου πολέμου η Ρωσία ουσιαστικά εξήλθε από τη συμμαχία της Αντάντ. Μετά την ανατροπή υπό των Μπολσεβίκων της κυβέρνησης Α. Κερένσκυ (7 Νοεμβρίου 1917), οι ίδιοι προ της μεγάλης πίεσης των γερμανικών στρατευμάτων έριξαν το σύνθημα για σύναψη ειρήνης «άνευ προσαρτήσεων – άνευ αποζημιώσεων». Έτσι, στις 28 Νοεμβρίου του 1917, πρότειναν στους Γερμανούς ανακωχή η οποία και συνάφθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

Υπογραφή της ανακωχής 15 Δεκεμβρίου 1917

Οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη ειρήνης σχεδόν «άνευ όρων» εκ μέρους των Ρώσων άρχισαν στην πόλη Μπρεστ – Λιτόφσκ πλην όμως, ενώ αρχικά τους όρους αυτούς αποδέχθηκαν οι Κεντρικές Δυνάμεις ετέθη όρος της συνομολόγησης εντός 10 ημερών. Στις εκκλήσεις δε του Ρώσου επιτρόπου επί των εξωτερικών, Λέοντος Τρότσκι, για συντόμευση, λόγω των εσωτερικών προβλημάτων, δε δόθηκε απάντηση. Οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν. Αυτό υπήρξε επ' ωφελεία των Κεντρικών Δυνάμεων (διότι διέβλεπαν πλέον την πλήρη αδυναμία της ρωσικής άμυνας), προκειμένου έτσι να θέσουν περισσότερους όρους. Οι διαπραγματεύσεις ξανάρχισαν πολύ χαλαρά στις 4 Ιανουαρίου του 1918, πλην όμως είχε αρχίσει μια γενικευμένη προέλαση των γερμανικών δυνάμεων σε όλο το μήκος του μετώπου. Ο Τρότσκι τότε αρνήθηκε ν΄ αναγνωρίσει τα νέα κράτη της Βαλτικής που καταλάμβαναν οι Γερμανοί απωθώντας συνέχεια του Ρώσους μέχρι που ο ίδιος δήλωσε μονομερώς, στις 10 Φεβρουαρίου του 1918, ότι ο πόλεμος τελείωσε, χωρίς να έχει συνομολογηθεί κάποια συνθήκη ή άλλη διαβούλευση. Παρά ταύτα, στις 18 Φεβρουαρίου, οι Γερμανοί αρχίζουν νέες εχθροπραξίες με γενικές εφόδους σ΄ όλο το μέτωπο, όπου κάτω πλέον από την επιμονή και του Λένιν οι διαπραγματεύσεις επαναλήφθηκαν σοβαρότερα. Έτσι τελικά συνομολογήθηκε η σχετική συνθήκη ειρήνης στις 3 Μαρτίου του 1918.

Eννιά μήνες μετά, ύστερα από τη νίκη των δυνάμεων της Αντάντ, υπογράφηκε η Συνθήκη των Βερσαλλιών, με την οποία ακυρώθηκε η Συνθήκη Μπρέστ- Λιτόφσκ ως επαχθής για τους λαούς.

Όροι συνθήκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ρωσικά εδάφη που πέρασαν στις Κεντρικές Δυνάμεις μετά την υπογραφή της συνθήκης

Με τη Συνθήκη Μπρεστ - Λιτόφσκ καθορίστηκαν αρχικά τα ακόλουθα:

  1. Παράδοση στις Κεντρικές Δυνάμεις της Καρελίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας.
  2. Εκκένωση υπό των ρωσικών στρατευμάτων της Λετονίας, της Εσθονίας, της Φινλανδίας και των νήσων Ώλαντ.
  3. Εκκένωση της Ουκρανίας και αναγνώριση υπό των Ρώσων της πρότερης συνθήκης Κεντρικών Δυνάμεων και Ουκρανίας που είχε συνομολογηθεί, πριν ένα μήνα (από 9 Φεβρουαρίου του 1918).
  4. Παράδοση της Υπερκαυκασίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
  5. Κατάπαυση κάθε μπολσεβικικής προπαγάνδας εντός των παραπάνω εδαφών των Κεντρικών Δυνάμεων.

Παρατηρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η συνθήκη Μπρεστ - Λιτόφσκ υπήρξε ιδιαίτερα επώδυνη για τη Ρωσία, την άλλοτε τσαρική αυτοκρατορία, από την οποία αφαίρεσε περίπου το ένα τέταρτο των εδαφών, μετά του πληθυσμού των και το ίδιο ποσοστό του συνόλου της βιομηχανίας της, καθώς και το ένα δέκατο του συνόλου των πλουτοπαραγωγικών πηγών, ανθρακωρυχείων κ.λπ. Λόγω δε των εσωτερικών γεγονότων και της ασκούμενης προπαγάνδας ελάχιστη εντύπωση έκανε αυτή στους Ρώσους.
  • Συνέχεια αυτής της συνθήκης, συνομολογήθηκε, τον Αύγουστο του 1918, άλλη δια της οποίας υποχρεώθηκε η Ρωσία να καταβάλει στη Γερμανία έξι δισεκατομμύρια χρυσά μάρκα.
  • Στη συνομολόγηση της συνθήκης που συντάχθηκε σε πέντε γλώσσες (κατά σειρά: γερμανικά, ουγγρικά, βουλγαρικά, τουρκικά και ρωσικά), έλαβαν μέρος, εκ μέρους των Κεντρικών Δυνάμεων, εκπρόσωποι της Γερμανικής, της Αυστροουγγρικής, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Βουλγαρίας, μεταξύ των οποίων ο Γερμανός στρατηγός Μαξ Χόφμαν, ο Ταλαάτ πασάς, ο Πρίγκιπας Λεοπόλδος της Βαυαρίας κ.ά. και εκ μέρους της Ρωσίας μια ολιγομελής ομάδα Μπολσεβίκων.
  • Η Συνθήκη αυτή δημιούργησε μεγάλο πρόβλημα στις Δυνάμεις της Αντάντ, δεδομένου ότι μετά τη συνομολόγηση αυτή οι Γερμανοί έστρεψαν τις δυνάμεις τους στο δυτικό μέτωπο εκμηδενίζοντας ακόμα και τις συμμαχικές δυνάμεις που έμεναν στη Βαλκανική σχεδόν απομονωμένες.
  • Μετά την ήττα τους στον Πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, κατά τη διαπραγμάτευση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι Γερμανοί προσπάθησαν να διαμαρτυρηθούν ότι οι όροι που τους επέβαλαν ήταν υπερβολικά σκληροί, αλλά οι Γάλλοι διπλωμάτες τους θύμισαν ότι ήταν πολύ πιο γενναιόδωροι από τους ιδιαίτερα απεχθείς όρους που είχαν επιβάλει στους Ρώσους με τη Συνθήκη Μπρεστ - Λιτόφσκ.
  • Με την πολιτική του Λένιν στο ζήτημα της χωριστής ειρήνης Ρώσων-Γερμανών, εν μέσω του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, διαφώνησε η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Η Λούξεμπουργκ θεωρούσε ότι το ζήτημα της ειρήνης είχε μπει σωστά από τους μπολσεβίκους ως σύνθημα κατά της κυβέρνησης του Κερένσκι. Όμως το σύνθημα είχε ως στόχο την πλήρη και ολοκληρωτική ειρήνευση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο και όχι τη μερική, χωριστή ειρήνη που ενίσχυε το γερμανικό ιμπεριαλισμό και οδηγούσε στην παράταση του πολέμου. Θεωρούσε ότι η πρακτική της ξεχωριστής ειρήνης βασιζόταν στην αντίληψη που διακατείχε το Λένιν ότι θα μπορούσε να χτιστεί «σοσιαλισμός σε μία χώρα»[1] ,

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]