Συναισθηματική νοημοσύνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Συναισθηματική Νοημοσύνη (EI) η αλλιώς Συναισθηματικό Πηλίκο είναι η ικανότητα των ατόμων να αναγνωρίζουν τα δικά τους, καθώς και τα συναισθήματα των άλλων, να κάνουν διάκριση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων και να τα ονομάσουν κατάλληλα, καθώς και να χρησιμοποιούν τη συναισθηματική πληροφορία ως οδηγό σκέψης και συμπεριφοράς.[1] Μολονότι ο όρος πρωτοεμφανίστηκε το 1964 σε ένα έγγραφο του Μάικλ Μπέλντοχ, απέκτησε δημοφιλία το 1995 με το βιβλίο Συναισθηματική Νοημοσύνη[2] του συγγραφέα, ψυχολόγου και επιστημονικού δημοσιογράφου Ντάνιελ Γκόουλμαν. Από τότε στη θεωρία του Γκόουλμαν έχει ασκηθεί κριτική μέσα στην επιστημονική κοινότητα.

Υπάρχουν αρκετά μοντέλα συναισθηματικής νοημοσύνης. Το αυθεντικό μοντέλο του Γκόουλμαν μπορεί πλέον να θεωρείται ένα μικτό μοντέλο που συνδυάζει ό,τι μεταγενέστερα έχει ονομαστεί ξεχωριστά συναισθηματική ικανότητα και τα συναισθηματικά χαρακτηριστικά. Ο ορισμός του Γκόουλμαν για τη συναισθηματική νοημοσύνη είναι η παράταξη των ικανοτήτων και των χαρακτηριστικών που οδηγούν την αρχηγική εμφάνιση.[3] Το μοντέλο των συναισθηματικών χαρακτηριστικών αναπτύχθηκε από τον Κονσταντίν Βασίλι Πετρίδης το 2001. Αυτό το μοντέλο "περικλείει τις διαθέσεις της συμπεριφοράς και των αυτό-αντιληπτών ικανοτήτων και μετριέται μέσω του αυτο-απολογισμού".[4] Το μοντέλο της συναισθηματικής ικανότητας, που αναπτύχθηκε από τους Πήτερ Σαλόβει και Τζον Μάγιερ το 2004, εστιάζει στην ικανότητα του ατόμου να κατεργαστεί τη συναισθηματική πληροφορία και να τη χρησιμοποιήσει για να ζήσει στο κοινωνικό περιβάλλον.[5]

Μελέτες έχουν δείξει ότι άνθρωποι με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη έχουν καλύτερη ψυχική υγεία, καλύτερη απόδοση στην εργασία τους και αρχηγικές ικανότητες, ωστόσο δεν υπάρχουν αιτιολογικές σχέσεις που να το αποδεικνύουν και τέτοιου τύπου ευρήματα είναι περισσότερο πιθανό να αποδίδονται στη γενική νοημοσύνη και σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά προσωπικότητας παρά στη συναισθηματική νοημοσύνη ως κατασκευή. Για παράδειγμα, ο Γκόουλμαν υπέδειξε ότι οι ικανότητες που σχετίζονται με τη συναισθηματική νοημοσύνη αποτελούσαν το 67% των ικανοτήτων που κρίνονται αναγκαίες για ανώτερη απόδοση στους ηγέτες, και είχε διπλάσια σημασία από ότι η τεχνική ειδίκευση ή το IQ.[6] Άλλες έρευνες δείχνουν ότι η επίδραση της συναισθηματικής νοημοσύνης στην ηγετική και στη διαχειριστική ικανότητα είναι μη σημαντική όταν η ικανότητα και η προσωπικότητα ελέγχονται[7], και ότι η γενική νοημοσύνη συμπίπτει πολύ με την ηγετική ικανότητα.[8] Οι δείκτες της συναισθηματικής νοημοσύνης και οι μέθοδοι ανάπτυξης της έγιναν ευρέως επιθυμητοί την προηγούμενη δεκαετία. Επιπρόσθετα, έρευνες ξεκίνησαν να παρέχουν στοιχεία για τη βοήθεια χαρακτηρισμού των ουδέτερων μηχανισμών της συναισθηματικής νοημοσύνης.[9][10][11]

Οι κριτικές έχουν εστιάσει στο εάν η συναισθηματική νοημοσύνη είναι μια αληθινή ευφυία και εάν έχει σταδιακή εγκυρότητα πάνω στο IQ και στα Πέντε Μεγάλα Χαρακτηριστικά Προσωπικότητας..[12] Μία κριτική δείχνει ότι, στις περισσότερες μελέτες, φτωχή ερευνητική μεθοδολογία έχει εξογκώσει τη σημασία της συναισθηματικής νοημοσύνης.[13]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος "συναισθηματική νοημοσύνη" φαίνεται να πρωτοεμφανίζεται σε ένα έγγραφο του 1964 από τον Μάικλ Μπέλντοχ,,[14][15] και σε ένα έγγραφο του Β. Λόινερ το 1966 με τίτλο Συναισθηματική νοημοσύνη και χειραφέτηση που εμφανίστηκε στην ψυχοθεραπευτική εφημερίδα Πρακτική παιδικής ψυχολογίας και παιδική ψυχιατρική.[16]

Η πρώτη χρήση του όρου "συναισθηματική νοημοσύνη" εχει αποδοθεί στην ιατρική διατριβή του Γουέιν Πέιν Μια μελέτη της εξέλιξης:Αναπτύσσοντας τη συναισθηματική νοημοσύνη το 1985.[17]

Το 1983, το έργο του Χάουαρντ Γκάρτνερ Πλαίσια μυαλού:Η θεωρία των πολλαπλών ευφυιών[18] εισήγαγε την ιδεά ότι παραδοσιακοί τύποι νοημοσύνης, όπως το IQ, αποτυγχάνουν να εξηγήσουν πλήρως τη γνωστική ικανότητα. Εισήγαγε την ιδέα των Πολλαπλών Νοημοσυνών. Στις "Πολλαπλές Νοημοσύνες" συμπεριλαμβάνονταν και η διαπροσωπική νοημοσύνη (η ικανότητα να κατανοείς τις προθέσεις, τα κίνητρα και τις επιθυμίες άλλων ανθρώπων) αλλά και η Ενδοπροσωπική νοημοσύνη (η ικανότητα να καταλαβαίνει κάποιος τον ίδιο του τον εαυτό, και να εκτιμά τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων, τους φόβους και τα κίνητρα τους).[19] Η πρώτη δημοσιευμένη χρήση του όρου "Συναισθηματικό Πηλίκο" (Emotional Quotient η EQ) εμφανίζεται το 1987 σε ένα άρθρο του Κίθ Μπισλέι.

Το 1989 ο Στάνλεϊ Γκρίνσπαν διατύπωσε ένα μοντέλο περιγραφής της συναισθηματικής νοημοσύνης, και ακολούθησαν τα μοντέλα των Πίτερ Σαλόβεϊ και Τζον Μάγιερ που δημοσιεύτηκαν την ίδια χρονιά.[20]

Ωστόσο, ο όρος έγινε ευρέως γνωστός από την έκδοση του βιβλίου του Γκόουλμαν: Συναισθηματική νοημοσύνη-Γιατί μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία από το IQ το 1995.[21] Εξαιτίας της κατάστασης του βιβλίου ως "best seller" μπορεί να αποδωθεί η δημοτικότητα του όρου στον Γκόουλμαν.[22][23] Ο Γκόουλμαν έδωσε συνέχεια δημοσιεύοντας αρκετά ακόμα έγγραφα με το ίδιο σχήμα που ενισχύουν τη χρήση του όρου.[24][25][26][27][28] Μέχρι σήμερα, τα τεστ μέτρησης της συναισθηματικής νοημοσύνης δεν έχουν αντικαταστήσει τα τεστ μέτρησης του IQ ως πρότυπο μέτρησης της ευφυίας. Η συναισθηματική νοημοσύνη έχει λάβει κριτική στο ρόλο της στην αρχηγία και στην επιχειρηματική επιτυχία.[29]

Η διάκριση μεταξύ των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης και της ικανότητας της συναισθηματικής νοημοσύνης εισήχθηκε το 2000.[30]

Ορισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συναισθηματική νοημοσύνη μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα να χαρακτηρίσει κάποιος τα δικά του καθώς και των άλλων ατόμων τα συναισθήματα, να κάνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών συναισθημάτων, να τα ονομάσει κατάλληλα και χρησιμοποιήσει τη συναισθηματική πληροφορία ως οδηγό σκέψης και συμπεριφοράς.[1] Η συναισθηματική νοημοσύνη επίσης αντικατοπτρίζει ικανότητες που μπορούν να συμπεριληφθούν στη γενική νοημοσύνη, αφορά επίσης και την ενσυναίσθηση (empathy) καθώς και συναισθήματα που ενισχύουν τη σκέψη και την αντίληψη των διαπροσωπικών δυναμικών.[31] Παρ'όλα αυτά, υπάρχει ουσιώδης διαφωνία πάνω στον ορισμό της συναισθηματικής νοημοσύνης, και όσον αφορά την ορολογία και όσον αφορά τη λειτουργικότητα της. Για την ώρα, υπάρχουν τρία κύρια μοντέλα συναισθηματικής νοημοσύνης:

  1. Το μοντέλο των ικανοτήτων της συναισθηματικής νοημοσύνης
  2. Το μικτό μοντέλο [32][33]
  3. Το μοντέλο των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης

Άλλα μοντέλα της συναισθηματικής νοημοσύνης έχουν οδηγήσει στην ανάπτυξη ποικίλλων οργάνων για την εκτίμηση της κατασκευής. Ενώ μερικά από αυτά τα μέτρα μπορεί να εξέχουν, οι περισσότεροι ερευνητές συμφωνούν ότι συνδέουν διαφορετικές κατασκευές.

Ειδικά μοντέλα ικανοτήτων της συναισθηματικής νοημοσύνης διευθύνουν τους δρόμους στους οποίους τα συναισθήματα διευκολύνουν τη σκέψη και την αντίληψη. Για παράδειγμα, τα συναισθήματα μπορούν να αλληλεπιδρούν με τη σκέψη και να επιτρέπουν στους ανθρώπους να είναι καλύτεροι λήπτες αποφάσεων.[31] Ένας άνθρωπος που είναι πιο υπεύθυνος συναισθηματικά απέναντι σε σημαντικά ζητήματα τείνει να είναι έτσι και σε ακόμη πιο σημαντικές πτυχές της ζωής του.[31] Πτυχές του παράγοντα της συναισθηματικής διευκόλυνσης είναι επίσης να ξέρει κανείς πως να συμπεριλαμβάνει ή να αποβάλλει συναισθήματα από τη σκέψη του βασισμένος στο γενικό πλαίσιο και την υπάρχουσα κατάσταση.[31] Αυτό επίσης σχετίζεται και με το συναισθηματικό συλλογισμό και τη συναισθηματική αντίληψη προς απάντηση σε ανθρώπους, στο περιβάλλον και σε συνθήκες που καθένας/καθεμιά συναντά στην καθημερινή του ζωή.[31]

Το μοντέλο των ικανοτήτων της Συναισθηματικής Νοημοσύνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αντίληψη των Σαλόβεϊ και Μάγιερ για τη συναισθηματική νοημοσύνη προσπαθεί να την ορίσει μέσα στα όρια των πρότυπων κριτηρίων για μια νέα νοημοσύνη.[34][35] Ακολουθώντας την έρευνα τους, ο αρχικός ορισμός τους για τη συναισθηματική νοημοσύνη ήταν "Η ικανότητα αντίληψης του συναισθήματος, η ενοποίηση του για την διευκόλυνση της σκέψης, η κατανόηση των συναισθημάτων και η ρύθμιση τους για την προσωπική ανάπτυξη". Ωστόσο, κάνοντας ακόμη περισσότερη έρευνα ο ορισμός τους αναδιατυπώθηκε έτσι: "Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα εκλογικοποίησης των συναισθημάτων, και μέσω της σκέψης, η ενίσχυση της σκέψης. Συμπεριλαμβάνει τις ικανότητες της πλήρους αντίληψης των συναισθημάτων, της προσέγγισης και της παραγωγής συναισθημάτων για τη βοήθεια της σκέψης, της κατανόησης τους και της συναισθηματικής γνώσης, και η στοχαστική ρύθμιση τους για την παραγωγή συναισθηματικού και διανοητικού πλούτου."

To μοντέλο που βασίζεται στην ικανότητα της συναισθηματικής νοημοσύνης βλέπει τα συναισθήματα ως χρήσιμες πηγές πληροφορίας που βοηθούν κάποιον να καταλάβει και να οδηγηθεί μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον.[36][37] To μοντέλο προτείνει ότι τα άτομα ποικίλουν στην ικανότητα τους να προσεγγίσουν μια πληροφορία συναισθηματικής φύσεως και στην ικανότητα τους να σχετίσουν την συναισθηματική προσέγγιση με μια ευρύτερη γνώση: Αυτή η ικανότητα φαίνεται να εκδηλώνεται σε συγκεκριμένες προσαρμοστικές συμπεριφορές. Το μοντέλο ισχυρίζεται ότι η συναισθηματική νοημοσύνη περιλαμβάνει τέσσερις τύπους ικανοτήτων:

  1. Αντίληψη συναισθημάτων-η ικανότητα της εντόπισης και της αποκρυπτογράφησης συναισθημάτων σε πρόσωπα, εικόνες, φωνές, και πολιτισμικά μνημεία-συμπεριλαμβανομένης της ικανότητας της αναγνώρισης των συναισθημάτων ενός άλλου. Η αντίληψη των συναισθημάτων αντιπροσωπεύει μια βασική πτυχή της συναισθηματικής νοημοσύνης, καθώς καθιστά κάθε άλλη προσέγγιση της συναισθηματικής πληροφορίας πιθανή.
  1. Χρήση συναισθημάτων-η ικανότητα της χρήσης των συναισθημάτων για τη διευκόλυνση ποικίλων γνωστικών δραστηριοτήτων, όπως η σκέψη και η λύση προβλημάτων. Ο συναισθηματικά ευφυής άνθρωπος μπορεί να επιβληθεί πλήρως πάνω στην εναλλασσόμενη του διάθεση με σκοπό να πετύχει το σκοπό του.
  1. Κατανόηση συναισθημάτων-η ικανότητα της κατανόησης της συναισθηματικής γλώσσας και της εκτίμησης των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στα συναισθήματα. Για παράδειγμα, η κατανόηση των συναισθημάτων ενισχύει την ικανότητα του να είναι ευαίσθητος κανείς απέναντι σε λεπτές παραλλαγές μεταξύ των συναισθημάτων, και την ικανότητα της αναγνώρισης και της περιγραφής της εξέλιξης των συναισθημάτων πάνω στο χρόνο.
  1. Διαχείριση συναισθημάτων-Η ικανότητα της ρύθμισης των συναισθημάτων και στον εαυτό μας και σε άλλους. Επομένως, ο συναισθηματικά ευφυής άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει τα συναισθήματα του, ακόμη και τα αρνητικά, και να τα διαχειριστεί με τρόπο που θα πετυχαίνει τους σκοπούς του.

Το μοντέλο της ικανότητας της συναισθηματικής νοημοσύνης έχει κριθεί στην έρευνα για την έλλειψη όψης και κύρους στην εφαρμογή του.[38] Ωστόσο, με όρους δομικής εγκυρότητας, τα τεστ μέτρησης της ικανότητας της συναισθηματικής νοημοσύνης έχουν μεγάλο πλεονέκτημα εναντίων των κλιμάκων αυτοαναφοράς επειδή συγκρίνουν τη μέγιστη ατομική απόδοση με τη μέση απόδοση και δεν βασίζονται σε οπισθογραφήσεις των ατόμων πάνω σε περιγραφικές δηλώσεις για τους εαυτούς τους.[39]

Μέτρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τωρινό μέτρο των Σαλόβει και Μάγιερ για το δικό τους μοντέλο συναισθηματικής νοημοσύνης, το Μάγιερ-Σαλόβεϊ-Καρούζο Τεστ Συναισθηματικής Νοημοσύνης βασίζεται σε μια σειρά λύσης προβλημάτων βασισμένων συναισθηματικά.[37][40] Συνεπές με το μοντέλο που θεωρεί τη συναισθηματική νοημοσύνη ως ένα τύπο ευφυίας, το τεστ βασίζεται στα τεστ μέτρησης ικανότητας, τα τεστ IQ. Δοκιμάζοντας τις ικανότητες των ανθρώπων σε κάθε μια από τις τέσσερις ικανότητες της συναισθηματικής νοημοσύνης, παράγει σκορ για κάθε μία από τις ικανότητες όπως επίσης παράγει και γενικό σκορ.

Εναρμονισμένη με τα τέσσερα αυτά τεστ είναι η ιδέα ότι η συναισθηματική νοημοσύνη απαιτεί συγχρονισμό με τις κοινωνικές νόρμες. Επομένως, το σκορ του τεστ παράγεται με ομόφωνο συρμό. Δηλαδή, τα υψηλότερα σκορ δείχνουν μεγαλύτερη επικάλυψη μεταξύ των απαντήσεων ενός ατόμου και των απάντησεων από ένα παγκόσμιο δείγμα ερωτηθέντων. Το τεστ μπορεί επίσης να φτάσει σε απόλυτο σκορ, έτσι το μέγεθος της επικάλυψης υπολογίζεται μεταξύ των απαντήσεων ενός ατόμου και των απαντήσεων που παρέχουν 21 ερευνητές συναισθημάτων.[37]

Παρ'ότι προωθείται ως τεστ ικανοτήτων, το συγκεκριμένο τεστ δεν είναι όπως τα συνηθισμένα τεστ IQ και αυτό γιατί τα αντικείμενα του δεν έχουν αντικειμενικά σωστές απαντήσεις. Μεταξύ άλλων προκλήσεων, το κριτήριο του "ομόφωνου σκορ" σημαίνει ότι είναι αδύνατο να δημιουργήσει κανείς ερωτήσεις που μόνο μια μειονότητα ερωτηθέντων θα μπορούσε να απαντήσει, επειδή, εξ ορισμού, οι απαντήσεις χαρακτηρίζονται συναισθηματικά "ευφυείς" μόνο όταν η πλειονότητα των δειγμάτων τις έχει επιδοκιμάσει. Αυτό και άλλα παρόμοια προβλήματα έχουν οδηγήσει κάποιους ειδικούς πάνω στη γνωστική ικανότητα να αμφισβητήσουν τον ορισμό της συναισθηματικής νοημοσύνης ως "γνήσια" ευφυία.

Σε μια μελέτη του Φέλεσνταλ,[41] τα αποτελέσματα 111 επικεφαλής εταιριών του τεστ συγκρίνονταν με το πως οι εργαζόμενοι έβλεπαν τον εργοδότη τους. Βρέθηκε ότι δεν υπήρχε κανένας συσχετισμός μεταξύ των αποτελεσμάτων του τεστ στους ηγέτες των εταιριών με το πως κρινόταν από τους εργαζομένους του, όσον αφορά την εμπάθεια, την ικανότητα να δίνεις κίνητρο, και την ηγετική αποτελεσματικότητα. Ο Φέλεσνταλ επίσης άσκησε κριτική στην εταιρία στην Καναδική εταιρία Multi-Health Systems, η οποία διευθύνει το τεστ. Το τεστ περιέχει 141 ερωτήσεις αλλά βρέθηκε μετά τη δημοσίευση του ότι 19 εξ αυτών δεν έδιναν τις αναμενόμενες απαντήσεις. Αυτό οδήγησε την Multi-Health Systems να αποσύρει τις 19 αυτές ερωτήσεις χωρίς να το ανακοινώσει όμως επίσημα.

Άλλες μετρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την εκτίμηση της ικανότητας στη συναισθηματική νοημοσύνη έχουν εφαρμοστεί και κάποια άλλα μέτρα. Αυτά τα μέτρα περιλαμβάνουν:

  1. Διαγνωστική ανάλυση της μη-προφορικής ακρίβειας[31]- Η ενήλικη έκδοση περιλαμβάνει 24 φωτογραφίες με ίση ποσότητα χαρούμενων, λυπημένων, οργισμένων και φοβισμένων εκφράσεων προσώπου με υψηλές και χαμηλές εντάσεις οι οποίες εξισορροπούνται από το γένος. Ο σκοπός των συμμετεχόντων είναι να απαντήσουν ποιο από τα τέσσερα συναισθήματα υπάρχει στο παρόν ερέθισμα.[31]
  1. Ιαπωνικό και Καυκάσιο τεστ αναγνώρισης σύντομης επίδρασης[31]- Οι συμμετέχοντες προσπαθούν να αναγνωρίσουν 56 πρόσωπα Καυκάσιων και Ιαπώνων ανθρώπων που εκφράζουν εφτά συναισθήματα όπως χαρά, περιφρόνηση, αποστροφή, λύπη, θυμό, έκπληξη, και φόβο, τα οποία μπορεί να αλλάζουν συναίσθημα για 0,2 δευτερόλεπτα.[31]
  1. Κλίμακα επιπέδων συναισθηματικής επίγνωσης[31]- Οι συμμετέχοντες ερμηνεύουν 26 κοινωνικές σκηνές και απαντούν ποια είναι τα προσδοκώμενα συναισθήματα τους και ανάλογα από τις απαντήσεις τους ερμηνεύεται αν έχουν χαμηλή ή υψηλή συναισθηματική επίγνωση.[31]
  2. Μέτρηση δεξιοτήτων στη συναισθηματική αγωγή. Οι συμμετέχοντες ερμηνεύουν έναν αριθμό κοινωνικών σκηνών που διαδραματίζονται στο χώρο της οικογένειας και με τον τρόπο αυτόν αξιολογούνται οι δεξιότητες τους στην συναισθηματική αγωγή των παιδιών σε συνάρτηση με τις "γονεϊκές προτεραιότητες"[42].

Το Μεικτό μοντέλο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μοντέλο που εισήχθηκε από τον Ντάνιελ Γκόουλμαν[43] εστιάζει στη συναισθηματική νοημοσύνη ως μια ευρεία παράταξη ικανοτήτων και δεξιοτήτων που οδηγούν την ηγετική απόδοση. Το μοντέλο του Γκόουλμαν ξεχωρίζει πέντε κύριες δομές της συναισθηματικής νοημοσύνης:

  1. Αυτογνωσία-Η ικανότητα να γνωρίζεις τα συναισθήματα κάποιου, τις δυνάμεις του, τις αδυναμίες του, τις κινήσεις του, τις αξίες του και τους στόχους του καθώς και η ικανότητα να αναγνωρίζεις τον αντίκτυπο τους σε άλλους ενώ χρησιμοποιείς Συναισθήματα θάρρους για να κατευθύνεις τις αποφάσεις τους.
  1. Αυτορύθμιση- Η ικανότητα ελέγχου ή ανακατεύθυνσης τα αποδιοργανωτικά συναισθήματα κάποιου και η πίεση για την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις.
  1. Κοινωνική δεξιότητα- Η ικανότητα διαχείρισης των διαπροσωπικών σχέσεων για την ώθηση ανθρώπων στην επιθυμητή απόφαση.
  1. Ενσυναίσθηση- Η ικανότητα του να συλλογίζεται κανείς τα συναισθήματα άλλων ανθρώπων ειδικά όταν λαμβάνουν αποφάσεις.
  1. Κίνητρο- Οι κινήσεις που γίνονται για την επίτευξη ενός σκοπού.

Ο Γκόουλμαν συμπεριλαμβάνει ένα σετ συναισθηματικών ικανοτήτων μέσα σε κάθε μία από τις δομές της συναισθηματικής νοημοσύνης. Οι συναισθηματικές ικανότητες δεν είναι έμφυτα ταλέντα, αλλά περισσότερο επίκτητες ικανότητες που απαιτούν άσκηση και μπορούν να αναπτυχθούν για την επίτευξη εκπληκτικής απόδοσης. Ο Γκόουλμαν υποθέτει ότι τα άτομα γεννιούνται με μια γενική συναισθηματική νοημοσύνη που καθορίζει την δυναμική τους για την εκμάθηση συναισθηματικών ικανοτήτων.[44] Το μοντέλο αυτό έχει λάβει κριτική στην ερευνητική βιβλιογραφία και έχει χαρακτηριστεί μόνο ως "Λαϊκή Ψυχολογία".

Μέτρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δύο εργαλεία μέτρησης βασίζονται πάνω στο μοντέλο του Γκόουλμαν:

  1. Η "Καταγραφή Συναισθηματικής Ικανότητας", η οποία δημιουργήθηκε το 1999, και η "Καταγραφή Κοιωνικής και Συναισθηματικής Ικανότητας", μια νεώτερη έκδοση της παλιάς που αναπτύχθηκε το 2007. Αυτά τα εργαλεία που αναπτύχθηκαν από τον Γκόουλμαν και τον Μπογιατζή παρέχουν συμπεριφορική μέτρηση των συναισθηματικών και των κοινωνικών ικανοτήτων.
  1. Η "Αξιολόγηση Συναισθηματικής Νοημοσύνης, η οποία εφευρέθηκε το 2001 και μπορεί να εκληφθεί ως αυτο-αναφορά ή ως προσέγγιση 360 μοιρών.[45]

Το μοντέλο των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κωνσταντίνος Βασίλης Πετρίδης πρότεινε μια σχετική με την αντίληψη διάκριση μεταξύ του μοντέλου που βασίζεται στην ικανότητα και του μοντέλου που βασίζεται στα χαρακτηριστικά της συναισθηματικής νοημοσύνης και ανέπτυσσε το τελευταίο για πολλά χρόνια σε πολυάριθμες εκδόσεις.[30][46] Το μοντέλο των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι "ένας σχηματισμός συναισθηματικών αυτο-αντιλήψεων και βρίσκεται στα κατώτερα επίπεδα της προσωπικότητας".[46] Με λαϊκούς όρους, αυτό το μοντέλο αναφέρεται στις αντιλήψεις των ατόμων για τις συναισθηματικές τους ικανότητες. Αυτός ο ορισμός της συναισθηματικής νοημοσύνης ενισχύει τις συμπεριφορικές διαθέσεις και τις αυτό-αντιλαμβανόμενες ικανότητες και μετριέται μέσω της αυτο-αναφοράς, σε αντίθεση με το μοντέλο των συναισθηματικών ικανοτήτων το οποίο αναφέρεται σε πραγματικές ικανότητες και έχει αποδειχθεί αρκετά ανθεκτικό απέναντι στην επιστημονική μέτρηση. Το μοντέλο του Πετρίδη πρέπει να ερευνηθεί μέσα σε ένα πλαίσιο προσωπικότητας.[47] Μια εναλλακτική ονομασία για την ίδια δομή είναι "συναισθηματικά χαρακτηριστική Αυτό-αποτελεσματικότητα.

Το μοντέλο των χαρακτηριστικών είναι γενικό και υπάγεται στο μοντέλο του Γκόουλμαν. Η σύλληψη της συναισθηματικής νοημοσύνης ως ένα χαρακτηριστικό προσωπικότητας οδηγεί σε μια δομή που βρίσκεται έξω από την ταξινόμηση της ανθρώπινης γνωστικής ικανότητας. Αυτή είναι μια σημαντική διάκριση όσο πιέζει απευθείας στη λειτουργικότητα της δομής και στις θεωρίες και στις υποθέσεις που έχουν σχηματιστεί γι αυτό.[30]

Μέτρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν πολλά αυτοαναφορικά μέτρα της συναισθηματικής νοημοσύνης,[48] συμπεριλαμβανομένων των "EQ-i", του "Τεστ συναισθηματικής νοημοσύνης του Πανεπιστημίου Σουίνμπερν", και του μοντέλου συναισθηματικής νοημοσύνης "Σούτε". Κανένα από αυτά δεν προσεγγίζει την ευφυία, την ικανότητα ή τις δεξιότητες αλλά αντίθετα, είναι περιορισμένα εργαλεία μέτρησης των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης.[46] Ένα από τα πιο περιεκτικά και ευρέως μελετημένα μέτρα είναι το "Ερωτηματολόγιο Χαρακτηριστικών Συναισθηματικής Νοημοσύνης", το οποίο έχει σχεδιαστεί ειδικά για να μετρήσει τη δομή περιεκτικά και είναι διαθέσιμο σε πολλές γλώσσες.

Το ερωτηματολόγιο προσφέρει μια λειτουργικότητα για το μοντέλο του Πετρίδη και των συναδέλφων του, επειδή συλλαμβάνει τη συναισθηματική νοημοσύνη με όρους προσωπικότητας.[49] Το τεστ περικλείει 15 υποκλίμακες οργανωμένες κάτω από 4 παράγοντες: Ευημερία, Αυτοέλεγχος, Συναισθηματικότητα, και Κοινωνικότητα. Οι ψυχομετρικές ιδιότητες του τεστ ερευνήθηκαν σε μια μελέτη πάνω σε γαλλόφωνο πληθυσμό, όπου καταγράφηκε ότι τα σκορ του τεστ ήταν παγκοσμίως κανονικά μοιρασμένα και αξιόπιστα.[50]

Οι ερευνητές επίσης ανακάλυψαν ότι τα σκορ του τεστ ήταν άσχετα με τη λεκτική αιτιολόγηση, κάτι το οποίο ερμήνευσαν ως υποστήριξη για την όψη της συναισθηματικής νοημοσύνης ως σύνολο χαρακτηριστικών προσωπικότητας. Όπως ήταν αναμενόμενο, τα σκορ του τεστ σχετίστηκαν θετικά με κάποια από τα Πέντε Μεγάλα Χαρακτηριστικά Προσωπικότητας (εξωστρέφεια), (τερπνότητα), (ειλικρίνεια), (ευσυνειδησία) όπως αντιθέτως σχετίστηκαν αρνητικά με άλλα (αλεξιθυμία), (νευρωτισμός). Ένας αριθμός ποσοτικών γενετικών μελετών έχει διεξαχθεί μέσα στο μοντέλο των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης, οι οποίες αποκάλυψαν σημαντικές γενετικές επιδράσεις και κληρονομικότητες για όλα τα σκορ του τεστ.[51] Δύο πρόσφατες μελέτες που είχαν να κάνουν με απευθείας συγκρίσεις πολλών σκορ του τεστ παρείχαν πολύ θετικά αποτελέσματα υπέρ του τεστ.[33][52]

Γενικές επιδράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό της Ετήσιας ψυχολογίας έδειξε ότι η υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη συχνά συμπίπτει με:[31]

  1. Καλύτερες κοινωνικές σχέσεις για τα παιδιά- Μεταξύ παιδιών και εφήβων, η συναισθηματική ευφυία συμπίπτει με καλές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και σχέσεις και συμπίπτει αρνητικά με αποκλίνουσα συμπεριφορά από τις κοινωνικές νόρμες, αντί-κοινωνική συμπεριφορά που μετριέται μέσα και έξω από το σχολείο όπως αναφέρεται από τα ίδια τα παιδιά, τα μέλη της οικογενείας τους καθώς και τους δασκάλους τους.[31]
  1. Καλύτερες κοινωνικές σχέσεις για τους ενήλικες- Η υψηλή συναισθηματική ευφυία μεταξύ ενηλίκων συνδέεται με την καλύτερη αυτο-αντίληψη της κοινωνικής ικανότητας και με περισσότερες επιτυχημένες διαπροσωπικές σχέσεις ενώ εμφανίζεται λιγότερος θυμός και λιγότερα προβλήματα.[31]
  1. Άτομα με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη έχουν σχηματίσει καλύτερη εικόνα για τον εαυτό τους στους άλλους- Άλλα άτομα αντιλαμβάνονται αυτούς που έχουν υψηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη ως πιο ευχάριστα άτομα, με κοινωνικές δεξιότητες και ενσυναισθηματικά.[31]
  1. Καλύτερες οικογενειακές και έμπιστες σχέσεις- Η υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζεται με καλύτερες σχέσεις με την οικογένεια και με τους οικείους συντρόφους σε πολλές πτυχές.
  1. Σπουδαιότερα ακαδημαϊκά κατορθώματα- Η συναισθηματική ευφυία σχετίζεται με καλύτερη ακαδημαϊκή επίδοση όπως αναφέρεται από καθηγητές αλλά γενικότερα δεν σχετίζεται απαραίτητα με καλύτερους βαθμούς καθώς λαμβάνεται υπ'όψη ο παράγοντας IQ.[31]
  1. Καλύτερες κοινωνικές σχέσεις κατά τη διάρκεια της δουλειάς και των διαπραγματεύσεων- Η υψηλότερη συναισθηματική ευφυϊα έχει να κάνει και με καλύτερες κοινωνικές δυναμικές στη δουλειά καθώς και με καλύτερη ικανότητα διαπραγμάτευσης.[31]
  1. Καλύτερη ψυχολογική ευεξία- Η συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζεται με μεγαλύτερη απόλαυση στη ζωή, αυτοσεβασμό και ελάχιστη ανασφάλεια ή κατάθλιψη. Σχετίζεται επίσης αρνητικά με τις κακές επιλογές υγιεινής και την κακή συμπεριφορά.[31]

Κριτικές της θεωρητικής θεμελίωσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως μορφή ευφυϊας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα έργα του Γκόουλμαν έχουν κριθεί λόγω του γεγονότος ότι θεωρούν τη συναισθηματική νοημοσύνη ως τύπο ευφυίας ή ως γνωστική ικανότητα. Ο Άισνεκ (2000)[53] γράφει ότι η περιγραφή του Γκόουλμαν για τη συναισθηματική νοημοσύνη περιέχει αναπόδεικτες θεωρήσεις σχετικά με τη νοημοσύνη γενικά, και ότι ακόμη ρέει αντίθετα απέναντι σε ότι οι ερευνητές προσδοκούν όταν μελετούν τύπους ευφυίας:

"Ο Γκόουλμαν διευκρινίζει περισσότερο καθαρά από τους περισσότερους το θεμελιώδη παραλογισμό της τάσης να κατατάσσουν σχεδόν κάθε τύπο συμπεριφοράς ως "ευφυία". Εάν αυτές οι 5 ικανότητες ορίζουν την συναισθηματική νοημοσύνη, θα προσδοκούσαμε κάποια στοιχεία που θα αποδείκνυαν ότι αυτά συμπίπτουν. Ο Γκόουλμαν παραδέχεται ότι είναι αρκετά άσχετα μεταξύ τους, και σε πάσα περίπτωση εάν δεν μπορούμε να τα μετρήσουμε, πως γνωρίζουμε ότι σχετίζονται? Επομένως ολόκληρη η θεωρία είναι χτισμένη πάνω σε κινούμενη άμμο:Δεν υπάρχει ίχνος επιστημονικής βάσης."

Με παρόμοιο τρόπο ο Λόκε (2005)[54] ισχυρίζεται ότι η γενική ιδέα της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι από μόνη της μια παρερμήνευση της δομής της ευφυίας, και προτείνει μια εναλλακτική ερμήνευση: Δεν είναι μια άλλη μορφή ή τύπος ευφυίας, αλλά ευφυία-η ικανότητα να πιάνεις τις αφαιρέσεις- εφαρμοσμένη σε ένα συγκεκριμένο τομέα της ζωής: τα συναισθήματα. Προτείνει να ονομαστεί ξανά η γενική ιδέα και να αναφέρεται ως δεξιότητα.

Η ουσία αυτής της κριτικής είναι ότι η επιστημονική έρευνα βασίζεται σε έγκυρη και σταθερή χρησιμοποίηση δομής, και ότι πριν την εισαγωγή του όρου "συναισθηματική νοημοσύνη", οι ψυχολόγοι είχαν καθιερώσει θεωρητικές διαφορές ανάμεσα σε παράγοντες όπως ικανότητες και συναισθήματα, δεξιότητες και συνήθειες, συμπεριφορές και αξίες, και χαρακτηριστικά προσωπικότητας και συναισθηματικές καταστάσεις.[55] Έτσι, κάποιοι μελετητές πιστεύουν ότι ο όρος συναισθηματική νοημοσύνη συγχωνεύει και συγχέει τέτοιες αποδεκτές αντιλήψεις και ορισμούς.

Η σύγχυση των δεξιοτήτων με τα ηθικά προσόντα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Άνταμ Γκραντ είχε προειδοποιήσει σχετικά με την κοινή αλλά λανθασμένη αντίληψη της συναισθηματικής νοημοσύνης ως ένα επιθυμητό ηθικό προσόν παρά ως δεξιότητα. Υποστήριξε ότι μια καλά αναπτυγμένη συναισθηματική νοημοσύνη δεν είναι μόνο ένα εργαλείο για την επίτευξη στόχων, αλλά έχει μια σκοτεινή πλευρά ως όπλο για τη χειραγώγηση άλλων κλέβοντας τους την ικανότητα να σκεφτούν λογικά.[56]

Έχει μικρή προβλεπτική αξία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λάντυ (2005)[57] ισχυρίστηκε ότι η ελάχιστη σταδιακή εγκυρότητα των μελετών που έχουν διεξαχθεί πάνω στη συναισθηματική νοημοσύνη έχει αποδείξει ότι προσθέτει λίγα πράγματα ή και καθόλου στην εξήγηση ή την πρόβλεψη κάποιων κοινών αποτελεσμάτων (κυρίως στην ακαδημαϊκή και την εργασιακή επιτυχία). Ο Λάντυ ισχυρίστηκε ότι ο λόγος που κάποιες μελέτες έχουν εντοπίσει μια μικρή αύξηση στην προβλεπτική εγκυρότητα είναι μια μεθοδολογική πλάνη, κυρίως, επειδή οι εναλλακτικές εξηγήσεις δεν έχουν πλήρως τεθεί υπό σκέψη:

"Η συναισθηματική νοημοσύνη συγκρίνεται και αντιτίθεται με ένα μέτρο αφαιρετικής ευφυίας αλλά όχι με ένα μέτρο προσωπικότητας, ή με ένα μέτρο προσωπικότητας αλλά όχι με ένα μέτρο ακαδημαϊκής ευφυίας". Λάντυ (2005)

Παρομοίως, άλλοι ερευνητές έχουν εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την έκταση των μέτρων αυτοαναφοράς που συμπίπτουν με τις καθορισμένες διαστάσεις συμπεριφοράς. Γενικά, τα μέτρα της συναισθηματικής νοημοσύνης που έχουν να κάνουν με την αυτοαναφορά και τα μέτρα προσωπικότητας λέγεται ότι συγκλίνουν μεταξύ τους επειδή και τα δύο έχουν σκοπό να μετρήσουν τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.[46] Ειδικότερα, εμφανίζεται να υπάρχουν δύο διαστάσεις από τα Πέντε Μεγάλα Χαρακτηριστικά Προσωπικότητας που ξεχωρίζουν ως τα πιο σχετικά με τα μέτρα της αυτοαναφοράς- ο νευρωτισμός και η εξωστρέφεια. Πιο συγκεκριμένα, ο νευρωτισμός λέγεται ότι σχετίζεται με τα αρνητικά συναισθήματα και το άγχος. Διαισθητικά, τα άτομα που έχουν υψηλά σκορ στον νευρωτισμό είναι πιθανό να έχουν χαμηλά σκορ στα μέτρα αυτοαναφοράς.

Οι ερμηνείες των συμπτώσεων μεταξύ των ερωτηματολογίων της συναισθηματικής νοημοσύνης και της προσωπικότητας ποικίλουν. Η προεξέχουσα άποψη στην επιστημονική βιβλιογραφία είναι η θεώρηση για τα χαρακτηριστικά της συναισθηματικής νοημοσύνης, η οποία επανερμηνεύει τη συναισθηματική νοημοσύνη ως συλλογή χαρακτηριστικών προσωπικότητας.[58][59][60]

Κριτικές στη μέτρηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μοντέλο των ικανοτήτων της συναισθηματικής νοημοσύνης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετράει τη συμφωνία, όχι την ικανότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια κριτική πάνω στα έργα του Μάγιερ και του Σαλόβεϊ έρχεται από μια μελέτη του Ρομπέρτς (2001)[61] η οποία ισχυρίζεται ότι η συναισθηματική νοημοσύνη, όπως μετριέται από το τεστ, μπορεί να μετράει μόνο τη συμφωνία. Το επιχείρημα έχει ως βάση την προσέγγιση του τεστ στην ομοφωνία, και το γεγονός ότι τα σκορ του τεστ είναι αρνητικά διανεμημένα (εννοεί ότι τα σκορ διαφοροποιούνται περισσότερο ανάμεσα στους ανθρώπους με χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη παρά σε ανθρώπους με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη).

Μετρά την γνώση, όχι την ικανότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περισσότερη κριτική έχει ασκηθεί από τον Μπρόντι (2004)[62], ο οποίος ισχυρίστηκε ότι σε αντίθεση με τα τεστ που μετρούν τη γνωστική ικανότητα, το τεστ τών Μάγιερ-Σαλόβεϊ-Καρούζο "δοκιμάζει την γνώση των συναισθημάτων αλλά όχι την ικανότητα να εκτελείς εργασίες που είναι σχετικές με την γνώση που προσεγγίστηκε". Το κύριο επιχείρημα είναι ότι ακόμα και αν κάποιος γνωρίζει πως πρέπει να συμπεριφερθεί σε μια συναισθηματικά φορτισμένη κατάσταση, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μπορεί πραγματικά να συμπεριφερθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο.

Μετρά την προσωπικότητα και την γενική ευφυία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια νέα έρευνα που έρχεται στην επιφάνεια ισχυρίζεται ότι η ικανότητα που μετράει η συναισθηματική νοημοσύνη στην ουσία είναι η μέτρηση της προσωπικότητας επιπρόσθετα με την γενική ευφυία. Αυτές οι μελέτες εξέτασαν τις πολυποίκιλες επιδράσεις της προσωπικότητας και της ευφυίας στη συναισθηματική νοημοσύνη και επίσης διόρθωσαν τις εκτιμήσεις για τα λάθη της μέτρησης. Για παράδειγμα, μια μελέτη που έγινε από τους Σούλτε, Ρι, Καρρέτα (2004)[63] έδειξε ότι η γενική νοημοσύνη (η οποία μετρήθηκε με το "Wonderlic Personnel Test), η τερπνότητα καθώς και το γένος μπορούν αξιόπιστα να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν τη μέτρηση της ικανότητας της συναισθηματικής νοημοσύνης. Έδωσαν μια πολλαπλή συσχέτιση με το "Μάγιερ-Σαλόβεϊ-Καρούσο Τεστ". Το αποτέλεσμα έχει αναπαραχθεί από τους Φιόρι και Αντονάκης (2011).[64] Βρήκαν μια πολλαπλή μεταβλητή "R"= 76 χρησιμοποιώντας το τεστ ευφυίας του Κατέλ και την Καταγραφή των Μεγάλων Πεντε Χαρακτηριστικών. Σημαντικές άλλες μεταβλητές ήταν η νοημοσύνη (σταθερά Β=39), η τερπνότητα (σταθερά Β=54) και η ειλικρίνεια (σταθερά Β=46). Ο Αντονάκης και ο Ντιτζ (2011) [65] που έκαναν έρευνα πάνω στο τεστ μέτρησης της συναισθηματικής ικανότητας βρήκαν παρόμοια αποτελέσματα (πολλαπλή μεταβλητή R=69) με σημαντικές άλλες μεταβλητές να είναι η ευφυία (σταθερά Β=69) και η ενσυναίσθηση (σταθερά Β=26) και έδειξαν πως να περιλαμβάνεις ή το να αποκλείεις σημαντικές ρυθμιστικές μεταβλητές μπορεί να αλλάξει στοιχειωδώς τα αποτελέσματα. Έτσι, καθίσταται σημαντική σημαντική η περίληψη σημαντικών ρυθμιστικών μεταβλητών όπως η προσωπικότητα και η ευφυία όταν εξετάζεται η προβλεπόμενη εγκυρότητα της ικανότητας και των μοντέλων των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης.

Τα μέτρα αυτοαναφοράς είναι επιδεκτικά στην παραποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιο επίσημα ονομασμένη "Κοινωνική επιθυμητή απάντηση", η προσποίηση ορίζεται ως ένα μοτίβο απαντήσεων στο οποίο οι συμμετέχοντες στα τεστ συστηματικά παρουσιάζουν τους εαυτούς τους με μια υπερβολικά θετική προδιάθεση (Πολχους, 2002). Αυτή η προδιάθεση είναι εδώ και καιρό γνωστό ότι αναμειγνύει τις απαντήσεις μέσα στα προσωπικά αποθέματα (Χολτγκρεϊβς 2004, ΜακΦάρλαντ & Ράιαν 2000, Πίμπλς & Μουρ 1998, Νικολς & Γκριν 1997, Ζέρμπε & Πόλχους 1987) και λειτουργεί ως μεσολαβητής των σχέσεων μεταξύ των μέτρων αυτοαναφοράς.

Έχει θεωρηθεί ότι απαντώντας με έναν επιθυμητό τρόπο είναι ένα σετ απαντήσεων, το οποίο είναι ένα καταστασιακό και προσωρινό μοτίβο απαντήσεων. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με ένα στυλ απαντήσεων, το οποίο είναι ένα περισσότερο μακροπρόθεσμο χαρακτηριστικό-όπως η ποιότητα. Λαμβάνοντας υπ'όψιν τα πλαίσια μέσα στα οποία χρησιμοποιούνται κάποια μέτρα αυτοαναφοράς της συναισθηματικής νοημοσύνης, το πρόβλημα των σετ απαντήσεων σε υψηλά διακυβευόμενα σενάρια γίνεται καθαρό (Πόλχους και Ριντ, 2001).

Υπάρχουν μερικές μέθοδοι για την αποτροπή των κοινωνικά επιθυμητών απαντήσεων σε μέτρα συμπεριφοράς. Κάποιοι ερευνητές πιστεύουν ότι είναι απαραίτητο να προειδοποιούνται οι συμμετέχοντες να μην προσποιούνται όταν κάνουν ένα τεστ προσωπικότητας. Κάποια μέτρα χρησιμοποιούν κλίμακες εγκυρότητας με σκοπό να καθορίσουν την πιθανότητα ή την συνοχή ανάμεσα σε όλα τα αντικείμενα.

Η προβλεπτική δύναμη είναι αναπόδεικτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λαντυ[57] κάνει διάκριση ανάμεσα στην "εμπορική πτέρυγα" και την "ακαδημαϊκή πτέρυγα" κίνησης της συναισθηματικής νοημοσύνης, βασίζοντας αυτή τη διάκριση για την υποτιθέμενη προβλεπτική δύναμη της συναισθηματικής νοημοσύνης όπως θεωρείται από τα δύο ρεύματα. Σύμφωνα με τον Λάντυ, το πρώτο κάνει εκτεταμένους ισχυρισμούς για την εφαρμοσμένη αξία της συναισθηματικής νοημοσύνης, ενώ το επόμενο προσπαθεί να προειδοποιήσει τους χρήστες για αυτούς τους ισχυρισμούς. Για παράδειγμα, ο Γκόουλμαν (1998) θεωρεί ότι "οι πιο αποτελεσματικοί ηγέτες είναι όμοιοι σε ένα καίριο τρόπο: Έχουν όλοι υψηλό βαθμό σε αυτό που είναι γνωστό ως συναισθηματική νοημοσύνη. Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι η προϋπόθεση της αρχηγίας". Στο άλλο ρεύμα, ο Μάγιερ (1999) προειδοποιεί για την "εμπλοκή της λαϊκής βιβλιογραφίας- που πολύ έξυπνοι συναισθηματικά άνθρωποι κατέχουν ένα τεράστιο πλεονέκτημα στη ζωή- υπάρχει πολύ ενθουσιώδες το στοιχείο αυτό στο παρόν και αναπόδεικτο από τα λογικά επιστημονικά δεδομένα". Ο Λάντυ δίνει ακόμη περισσότερη ισχύ στο επιχείρημα του λέγοντας ότι τα δεδομένα πάνω στα οποία βασίζονται αυτοί οι ισχυρισμοί κρατούνται σε "ιδιόκτητες" βάσεις δεδομένων, κάτι που σημαίνει ότι δεν είναι διαθέσιμες σε ανεξάρτητους ερευνητές για να αναλυθούν ξανά, να αναπαραχθούν, ή να επιβεβαιωθούν.[57] Έτσι, η αξιοπιστία των ευρημάτων δεν μπορεί να τεκμηριωθεί με επιστημονικό τρόπο, εκτός και αν αυτές οι βάσεις δεδομένων γίνουν δημόσιες και διαθέσιμες για ανεξάρτητη ανάλυση.

Σε μια ακαδημαϊκή συζήτηση, ο Αντονάκης και ο Ντάσμπορο συμφώνησαν ότι οι ερευνητές που δοκιμάζουν εάν η συναισθηματική νοημοσύνη έχει σημασία για την αρχηγία, δεν το έκαναν χρησιμοποιώντας εύρωστους ερευνητικούς σχεδιασμούς. Επομένως, δεν υπάρχουν ισχυρές αποδείξεις που να αποδεικνύουν ότι η συναισθηματική νοημοσύνη προβλέπει τα αποτελέσματα για την αρχηγία όταν μέσα στα δεδομένα υπολογισμού πρέπει να υπάρχουν η προσωπικότητα και το IQ.[66] Ο Αντονάκης συμφώνησε ότι η συναισθηματική νοημοσύνη μπορεί να μην είναι απαραίτητη για την ηγετική αποτελεσματικότητα (αναφέρθηκε σε αυτό ως το φαινόμενο της "κατάρας του συναισθήματος", επειδή οι ηγέτες που είναι υπερβολικά ευαίσθητοι απέναντι στις δικές τους καθώς και των άλλων τις συναισθηματικές καταστάσεις, μπορεί να έχουν δυσκολία στο να παίρνουν αποφάσεις, κάτι που θα οδηγούσε σε συναισθηματικό κόπο για τον ηγέτη ή τους ακόλουθούς του). Μια πρόσφατα δημοσιευμένη μετά-ανάλυση δείχνει να υποστηρίζει τη θέση του Αντονάκη: Για την ακρίβεια, ο Χαρμς και ο Κρεντέ βρήκαν ότι γενικά, (και χρησιμοποιώντας δεδομένα απελευθερωμένα από κοινά προβλήματα και κοινές πηγές) τα μέτρα της συναισθηματικής νοημοσύνης σχετίζονταν μόνο ρ=0,11 με τα μέτρα για τη Μετασχηματιστική ηγετικότητα.[67] Τα μέτρα της συναισθηματικής ικανότητας σχετίζονταν ακόμη χειρότερα (ρ= 0,04), το "WLEIS" σχετίζονταν λίγο καλύτερα (ρ=0,08) ενώ το μέτρο "bar-on"[68] ακόμη καλύτερα με συσχετισμό ρ=0,18. Ωστόσο, η εγκυρότητα αυτών των εκτιμήσεων δεν συμπεριλαμβάνει τις επιδράσεις του IQ η των πέντε μεγάλων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, τα οποία συμπίπτουν και με τα μέτρα για τη συναισθηματική νοημοσύνη και για την ηγετικότητα.[69] Σε μια επακόλουθη έγγραφη ανάλυση του αντίκτυπου της συναισθηματικής νοημοσύνης στην επαγγελματική απόδοση και στην ηγετικότητα, ο Χαρμς και ο Κρεντέ[70] βρήκαν ότι η μετα-αναλυτική εγκυρότητα των εκτιμήσεων για τη συναισθηματική νοημοσύνη έπεφτε στο μηδέν όταν τα πέντε μεγάλα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και το ΙQ ρυθμίζονταν. Ο Τζόζεφ και ο Νιούμαν[71] μετα-αναλυτικά βρήκαν το ίδιο αποτέλεσμα για την ικανότητα της συναισθηματικής νοημοσύνης.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα μέτρα της αναφοράς και των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης διατηρούν ένα καλό ποσοστό προβλεπτικής εγκυρότητας για την επαγγελματική απόδοση μετά τη ρύθμιση των πέντε μεγάλων χαρακτηριστικών της προσωπικότητας και του IQ.[71] Ο Νιούμαν, ο Τζόζεφ και ο ΜακΚαν[72] υποστηρίζουν ότι η καλή προβλεπτική εγκυρότητα που έχουν τα μέτρα των χαρακτηριστικών της συναισθηματικής νοημοσύνης οφείλεται στο γεγονός ότι περιλαμβάνουν περιεχόμενο σχετικό με τα κίνητρα για κατορθώματα, την αυτό-αποτελεσματικότητα, και την αυτό-εκτιμημένη απόδοση. Μετά-αναλυτικές αποδείξεις επιβεβαιώνουν ότι τα μέτρα της αυτο-αναφοράς για τη συναισθηματική νοημοσύνη προβλέπουν καλά την επαγγελματική απόδοση (καθώς και όλα τα άλλα μέτρα της προσωπικότητας), και αυτό επειδή τα μικτά μέτρα μέτρησης καθώς και αυτά των προσωπικών χαρακτηριστικών συνδέονται με την αυτο-αποτελεσματικότητα και την αυτοεκτίμηση, επιπρόσθετα με τους τομείς του νευρωτισμού, της εξωστρέφειας, της ευσυνειδησίας, και του IQ.[73]

Το Εθνικό Ινστιτούτο Παιδικής Υγείας πιέζει για ομοφωνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Εθνικό Ινστιτούτο Παιδικής Υγείας και Ανθρώπινης Ανάπτυξης έχει αναγνωρίσει ότι επειδή υπάρχει διάσταση απόψεων σχετικά με το θέμα της συναισθηματικής νοημοσύνης, η κοινότητα ψυχικής υγείας χρειάζεται να συμφωνήσει πάνω σε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές για την περιγραφή της καλής ψυχικής υγείας και την περιγραφή των θετικών ψυχικών καταστάσεων διαβίωσης. Στο τμήμα τους, "Θετική ψυχολογία και η Αντίληψη της υγείας", εξηγούν: "Προς το παρόν, υπάρχουν έξι μοντέλα θετικής υγείας, τα οποία βασίζονται σε αντιλήψεις όπως η ευεξία, οι δυνάμεις του χαρακτήρα, βασικές αξίες, η ανάπτυξη της ωριμότητας, η κοινωνικό-συναισθηματική ευφυία, υποκειμενική ευημερία, και η ευθυμία. Αλλά αυτές οι αντιλήψεις ορίζουν την υγεία περισσότερο με φιλοσοφικούς παρά με εμπειρικούς όρους. Ο δόκτωρ Λόρενς Μπέκερ πρότεινε την ανάγκη για ομοφωνία στην αντίληψη της καλής ψυχολογικής υγείας..."[74]

Αλληλεπιδράσεις με άλλα φαινόμενα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκφοβισμός (bullying)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκφοβισμός είναι μια υβριστική κοινωνική αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων ο οποίος μπορεί να περιλαμβάνει επιθετικότητα, παρενόχληση και βία. Ο εκφοβισμός είναι τυπικά επαναλαμβανόμενος και ενεργείται από αυτούς που έχουν θέση δύναμης πάνω στο θύμα. Ένα αναπτυσσόμενο ερευνητικό σώμα επεξηγεί μια σημαντική σχέση ανάμεσα στον εκφοβισμό και την συναισθηματική νοημοσύνη.[75][76][77] Η συναισθηματική νοημοσύνη είναι μια σειρά ικανοτήτων σχετική με την κατανόηση, χρήση και διαχείριση του συναισθήματος αφού σχετίζεται με τον εαυτό κάποιου και τους άλλους. Ο Μάγιερ (2008) ορίζει τις διαστάσεις της γενικής συναισθηματικής νοημοσύνης ως "ακριβής αντίληψης του συναισθήματος, χρήση των συναισθημάτων για την διευκόλυνση της σκέψης, και διαχείριση του συναισθήματος".[78] Η αντίληψη συνδυάζει συναισθηματικές και διανοητικές διαδικασίες.[79] Η χαμηλότερη συναισθηματική νοημοσύνη εμφανίζεται να σχετίζεται με τον εκφοβισμό, είτε με τον εκφοβιστή είτε με το θύμα του. Η συναισθηματική νοημοσύνη δείχνει να έχει σημαντικό ρόλο και στην εκφοβιστική συμπεριφορά και στην εξαπάτηση στον εκφοβισμό. Λόγω του γεγονότος ότι η συναισθηματική νοημοσύνη εμφανίζεται να είναι εύπλαστη, η εκπαίδευση της συναισθηματικής νοημοσύνης μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την πρόληψη κατά του εκφοβισμού και να ωθήσει στη λήψη διαμεσολαβητικών πρωτοβουλιών.[80]

Επαγγελματική απόδοση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έρευνα για τη συναισθηματική νοημοσύνη και την επαγγελματική απόδοση δείχνει μικτά αποτελέσματα: Μια θετική σχέση έχει βρεθεί σε κάποιες από τις μελέτες, σε κάποιες άλλες δεν έχει βρεθεί και σε κάποιες άλλες έχει βρεθεί σχέση αλλά δεν είναι σταθερή.[73] Αυτό οδήγησε τους ερευνητές Κόουτ και Μάινερς (2006)[81] να προτείνουν ένα ικανοποιητικό μοντέλο ανάμεσα στη συναισθηματική νοημοσύνη και το IQ, που υποθέτει ότι η σύνδεση μεταξύ της συναισθηματικής νοημοσύνης και της επαγγελματικής απόδοσης γίνεται πιο θετική όταν μειώνεται η γνωστική ευφυία, μια ιδέα που εκφράστηκε αρχικά στο πλαίσιο ακαδημαϊκής απόδοσης (Πετρίδης, Φρεντέρικσον και Φέρνχαμ 2004). Τα αποτελέσματα της προηγούμενης μελέτης υποστήριξαν το ικανοποιητικό μοντέλο: Εργαζόμενοι με χαμηλό IQ έχουν καλύτερη εργασιακή απόδοση και οργανωτική υπακοή απέναντι στον οργανισμό, παρά την υψηλή τους συναισθηματική νοημοσύνη. Έχει παρατηρηθεί επίσης ότι δεν υπάρχει σημαντική σύνδεση ανάμεσα στη συναισθηματική νοημοσύνη και την εργασιακή συμπεριφορά.[82]

Μια πιο πρόσφατη μελέτη ισχυρίζεται πως η συναισθηματική νοημοσύνη δεν είναι ένα καθολικά θετικό χαρακτηριστικό.[83] Βρήκαν μια αρνητική σύμπτωση ανάμεσα στη συναισθηματική νοημοσύνη και στη διαχείριση που απαιτεί η εργασία: Καθώς βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα διαχειριστικών απαιτήσεων στη δουλειά, βρήκαν μια αρνητική σχέση μεταξύ της συναισθηματικής νοημοσύνης και της ομαδικής αποτελεσματικότητας. Μια εξήγηση σε αυτό το φαινόμενο λέει πως υπάρχουν φυλετικές διαφορές στη συναισθηματική νοημοσύνη, καθώς οι γυναίκες τείνουν να έχουν υψηλότερα σκορ από τους άνδρες.[71] Αυτό προάγει την ιδέα ότι το εργασιακό πλαίσιο παίζει ένα ρόλο στις σχέσεις μεταξύ συναισθηματικής νοημοσύνης, ομαδικής αποτελεσματικότητας και εργασιακής απόδοσης. Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα που αναλύονταν σε μια μελέτη ήταν η πιθανή ανακάλυψη μιας σύνδεσης μεταξύ της συναισθηματικής νοημοσύνης και της επιχειρηματικής συμπεριφοράς και επιτυχίας.[84]

Παρόλο που οι μελέτες για την συσχέτιση της συναισθηματικής νοημοσύνης με την εργασιακή απόδοση έχουν δείξει μικτά αποτελέσματα, δηλαδή υψηλό και χαμηλό συσχετισμό, η συναισθηματική νοημοσύνη είναι αναντίρρητα καλύτερη προβλεπτική μέθοδος από τις περισσότερες μεθόδους πρόσληψης που συνήθως χρησιμοποιούν οι εταιρίες, όπως συστατικές επιστολές και συνοδευτικές επιστολές μεταξύ άλλων. Ευτυχώς, οι περισσότερες εταιρίες στρέφονται όλο και περισσότερο στη συναισθηματική νοημοσύνη για την πρόσληψη και για την πρακτική άσκηση. Από το 2008, 147 εταιρίες και συμβουλευτικές υπηρεσίες στις ΗΠΑ έχουν αναπτύξει προγράμματα που ενέπλεκαν τη συναισθηματική νοημοσύνη για την πρακτική και για την πρόσληψη εργαζομένων.[85] Ο Βαν Ρόι και ο Βισβεβαράν (2004)[86] έδειξαν ότι η συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζονταν σημαντικά με διάφορους τομείς στην απόδοση. Αυτά τα ευρήματα μπορούν να βοηθήσουν τους οργανισμούς με διάφορους τρόπους. Για παράδειγμα, εργαζόμενοι με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη θα ήταν πιο ενήμεροι για τα συναισθήματά τους σε σύγκριση με άλλους, κάτι που θα βοηθούσε τις εταιρίες να βγάζουν περισσότερα κέρδη και να κάνουν λιγότερες άσκοπες επενδύσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για διευθυντές που εργάζονται έξω από την πατρίδα τους, που έχουν να αντιμετωπίσουν μικτά συναισθήματα και αισθήσεις ενώ προσαρμόζονται σε μια νέα εργασιακή κουλτούρα.[86] Επιπλέον, εργαζόμενοι με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη δείχνουν περισσότερη εμπιστοσύνη για τους ρόλους τους, κάτι που τους επιτρέπει να διαχειρίζονται θετικά απαιτητικά ζητήματα.[87]

Παρομοίως, άλλες μελέτες απέδειξαν ότι εργαζόμενοι με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη αποδίδουν ουσιωδώς καλύτερα από εκείνους που έχουν χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη. Αυτό μετρήθηκε μέσω αυτό-αναφορών και διάφορες ενδείξεις εργασιακής απόδοσης, όπως ημερομίσθια, προαγωγές και αυξήσεις μισθών.[88] Σύμφωνα με τον Λόπεζ και τους συναδέλφους του (2006),[89] η συναισθηματική νοημοσύνη συνεισφέρει στην ανάπτυξη ισχυρών και θετικών σχέσεων με συναδέλφους και στην αποτελεσματική εργασιακή συνεργασία. Αυτό ενισχύει την απόδοση των εργαζομένων με την παροχή συναισθηματικής στήριξης και συντελεστικών πόρων που απαιτούνται για να πετύχουν στους ρόλους τους.[90] Να σημειωθεί επίσης ότι οι συναισθηματικά ευφυείς εργαζόμενοι έχουν καλύτερους πόρους για να αντεπεξέλθουν απέναντι σε αγχωτικές καταστάσεις και απαιτητικά ζητήματα, οι οποίοι τους επιτρέπουν να αποδίδουν εκπληκτικά.[89] Ο Λο (2004)[88] βρήκε ότι η συναισθηματική νοημοσύνη ήταν η καλύτερη προβλεπτική μέθοδος της εργασιακής απόδοσης εκτός από την γενική γνωστική ικανότητα. Μια άλλη μελέτη έγινε με συμμετέχοντες εργαζόμενους μιας τηλεπικοινωνιακής εταιρίας από το Πακιστάν. Ερεύνησαν τη σχέση της εργασιακής απόδοσης και των τεσσάρων συστατικών της συναισθηματικής νοημοσύνης: Της αυτογνωσίας, της αυτοδιαχείρισης, της κοινωνικής επίγνωσης και της διαχείρισης των σχέσεων. Βρήκαν ότι η εργασιακή απόδοση σχετίζονταν θετικά με τη διαχείριση των σχέσεων και την κοινωνική επίγνωση, ενώ δεν υπήρχε σημαντική σχέση με την αυτογνωσία και την αυτοδιαχείριση.[91] Με πανομοιότυπο τρόπο, ο Σάι, ο Τραμ και ο Ο'Χάρα (2006)[87] βρήκαν ότι η συναισθηματική νοημοσύνη συνδέονταν θετικά με την εργασιακή απόδοση σε μια έρευνα με συμμετέχοντες εργαζόμενους από μια εταιρεία φαγητού..[92]

Στην εργασιακή απόδοση, η συσχέτιση της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι σημαντική αν αναλογιστεί κανείς τις επιδράσεις της Ορθής διαχείρισης, η οποία αναφέρεται στην καλή και θετική σχέση ανάμεσα στον εργαζόμενο και τον επιτηρητή του.[93] Παλαιότερη έρευνα έδειξε ότι η ποιότητα αυτής της σχέσης μπορεί να παρέμβει στα αποτελέσματα της υποκειμενικής εκτίμησης των βαθμολογιών της εργασιακής απόδοσης.[94] Οι συναισθηματικά ευφυείς εργαζόμενοι αφιερώνουν τον περισσότερο από τον εργασιακό χρόνο που διαθέτουν στη διαχείριση της σχέσης τους με τους επιτηρητές τους. Έντευθεν, η πιθανότητα απόκτησης καλύτερων αποτελεσμάτων στην βαθμολογία απόδοσης είναι μεγαλύτερη για εργαζόμενους που είναι αρκετά συναισθηματικά ευφυείς παρά για αυτούς που δεν είναι.[87] Βασισμένα σε θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις, τα μέτρα της συναισθηματικής νοημοσύνης κατηγοριοποιούνται σε τρία κύρια ρεύματα: Ρεύμα 1: Μέτρα βασισμένα στην ικανότητα. Ρεύμα 2: Μέτρα αυτοαναφοράς. Ρεύμα 3: Μικτά μοντέλα που περιλαμβάνουν μέτρα της συναισθηματικής νοημοσύνης και παραδοσιακές κοινωνικές δεξιότητες.[95] Ο Ο'Μπόιλ και οι συνάδελφοι του (2011)[96] βρήκαν ότι και τα τρία ρεύματα μαζί είχαν θετική συσχέτιση 0,28 με την εργασιακή απόδοση. Παρομοίως, το καθένα από τα τρία ρεύματα ξεχωριστά απέκτησε μια θετική συσχέτιση 0,24, 0,30, και 0,28, αντίστοιχα. Τα ρεύματα 2 και 3 έδειξαν μια σταδιακή εγκυρότητα για την πρόβλεψη της εργασιακής απόδοσης πολύ πάνω από την προσωπικότητα (τα πέντε χαρακτηριστικά) και τη γενική γνωστική ικανότητα. Τα ρεύματα 2 και 3 ήταν οι δεύτεροι πιο σημαντικοί προβλεπτική παράγοντες κάτω από τη γενική γνωστική ικανότητα. Το ρεύμα 2 εξηγούσε το 13,6% της γενικής διαφοράς ενώ το ρεύμα 3 το 13,2%. Με σκοπό να εξεταστεί η αξιοπιστία αυτών των ευρημάτων, αναπτύχθηκε μια ανάλυση δημόσιων κλίσεων. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μελέτες πάνω στη συσχέτιση συναισθηματικής νοημοσύνης και εργασιακής απόδοσης πριν το 2010 δεν παρουσιάζουν ουσιώδεις αποδείξεις για να προτείνουν την παρουσία των δημόσιων κλίσεων.

Παρά την εγκυρότητα των προηγούμενων ευρημάτων, κάποιοι ερευνητές ακόμα αμφισβητούν αν η συσχέτιση της συναισθηματικής νοημοσύνης με την εργασιακή απόδοση έχει αληθινό αντίκτυπο στις στρατηγικές των εταιριών. Συμφωνούν ότι η δημοτικότητα των μελετών για τη συναισθηματική νοημοσύνη έχει αυξηθεί λόγω της διαφήμισης από τα ΜΜΕ, παρά από τα αντικειμενικά επιστημονικά ευρήματα.[97] Επίσης, αναφέρεται ότι η σχέση ανάμεσα στην εργασιακή απόδοση και τη συναισθηματική νοημοσύνη δεν είναι τόσο δυνατή όσο λέγεται. Αυτή η σχέση απαιτεί την παρουσία άλλων δομών για να παρουσιάσει σημαντικά αποτελέσματα. Για παράδειγμα, προηγούμενες μελέτες βρήκαν ότι η συναισθηματική νοημοσύνη είναι συνδεδεμένη με την ομαδική αποτελεσματικότητα κάτω από εργασιακά πλαίσια υψηλών διαχειριστικών εργασιακών απαιτήσεων, κάτι που βελτιώνει την εργασιακή απόδοση. Αυτό οφείλεται στην ενεργοποίηση δυνατών συναισθημάτων κατά τη διάρκεια της απόδοσης κάτω από το συγκεκριμένο εργασιακό πλαίσιο. Σε αυτό το σενάριο, τα συναισθηματικά ευφυή άτομα δείχνουν να έχουν ένα καλύτερο σετ πόρων για να επιτύχουν στους ρόλους τους. Ωστόσο, άτομα με υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη δείχνουν να παρουσιάζουν ένα παρόμοιο επίπεδο απόδοσης με άτομα με χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη κάτω από διαφορετικά εργασιακά πλαίσια.[98] Επιπλέον, ο Τζόζεφ και ο Νιούμαν (2010)[99] ισχυρίστηκαν ότι η συναισθηματική αντίληψη και η ρύθμιση των συναισθηματικών συστατικών της συναισθηματικής νοημοσύνης συνεισφέρουν πολύ στην εργασιακή απόδοση κάτω από εργασιακά πλαίσια που έχουν υψηλές συναισθηματικές απαιτήσεις. Ο Μουν και ο Χουρ (2011)[100] βρήκαν ότι η συναισθηματική εξάντληση επηρεάζει σημαντικά τη σχέση συναισθηματικής νοημοσύνης-εργασιακής απόδοσης. Η συναισθηματική εξάντληση έχει αρνητική σχέση με δύο συστατικά της συναισθηματικής νοημοσύνης (αισιοδοξία και κοινωνικές δεξιότητες). Αυτή η σύνδεση είχε αρνητικό αντίκτυπο στην εργασιακή απόδοση. Έντευθεν, η σχέση συναισθηματικής νοημοσύνης-εργασιακής απόδοσης είναι δυνατότερη κάτω από πλαίσια υψηλής συναισθηματικής εξάντλησης. Με άλλα λόγια, εργαζόμενοι με υψηλή αισιοδοξία και κοινωνικές δεξιότητες κατέχουν καλύτερους πόρους για να αποδώσουν εκπληκτικά όταν αντιμετωπίζουν καταστάσεις υψηλής συναισθηματικής εξάντλησης.

Υγεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μετά-ανάλυση του 2007 που έγινε από τον Σούτε και περιέχει 44 επιδράσεις μεγεθών βρήκε ότι η συναισθηματική νοημοσύνη σχετίζονταν με την καλύτερη ψυχική και σωματική υγεία. Συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά της συναισθηματικής νοημοσύνης είχαν την ισχυρότερη σύνδεση με την ψυχική και με την σωματική υγεία.[101] Αυτό αναπαράχθηκε ξανά το 2010 από την ερευνήτρια Αλεξάντρα Μάρτιν η οποία βρήκε πως τα χαρακτηριστικά της συναισθηματικής νοημοσύνης είναι ισχυρός προβλεπτικός παράγοντας για την υγεία μετά την διεξαγωγή μιας μετά-ανάλυσης βασισμένης σε 105 επιδράσεις μεγεθών και 19.815 συμμετέχοντες. Αυτή η μετά-ανάλυση έδειξε επίσης ότι αυτή η σειρά έρευνας είχε αρκετή επάρκεια και σταθερότητα για να συμπεριλάβει τη συναισθηματική νοημοσύνη ως θετικό παράγοντα για την υγεία.[102]

Θρησκοληψία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μικρή μελέτη που έγινε από την Έλλεν Πεκ το 2004 εξέτασε εμπειρικά την έκταση στην οποία η θρησκοληψία, με την πραγματοποίηση της ως θρησκευτικός προσανατολισμός και ως θρησκευτική συμπεριφορά, σχετίζεται με την αντιφατική ιδέα της συναισθηματικής νοημοσύνης.[53][54][55] Η μελέτη εξέτασε μέχρι ποιο όριο ο θρησκευτικός προσανατολισμός και συμπεριφορά σχετίζονταν με τα μέτρα αυτό-αναφοράς της συναισθηματικής νοημοσύνης σε 148 εκκλησίες και συμμετέχοντες ήταν ενήλικοι χριστιανοί.[103] Άτομα που ήταν άθρησκοι δεν πήραν μέρος στην μελέτη. Η μελέτη έδειξε ότι τα θρησκευόμενα άτομα σχετίζονταν θετικά με την υψηλή συναισθηματική νοημοσύνη όταν πίστευαν και οι ίδιοι ότι την κατέχουν. Ενώ ο αριθμός των ομαδικών θρησκευτικών δραστηριοτήτων σχετίζονταν θετικά με την αντιλαμβανόμενη συναισθηματική νοημοσύνη, η χρόνια παρακολούθηση εκκλησιαστικών λειτουργιών ήταν άσχετη. Σημαντικές θετικές συσχετίσεις βρέθηκαν επίσης ανάμεσα στη θρησκευτική δέσμευση και την αντιλαμβανόμενη συναισθηματική νοημοσύνη. Έτσι, οι Χριστιανοί εθελοντές ήταν πιο πιθανό να θεωρούν τους εαυτούς τους συναισθηματικά ευφυείς με την προϋπόθεση ότι λάμβαναν μέρος σε ομαδικές δραστηριότητες και είχαν περισσότερη δέσμευση στα πιστεύω τους.

Ο Τίσλερ, Ο Μπίμπερμαν και ο ΜακΚέιτζ προειδοποιούν ότι υπάρχει ακόμη ασάφεια για τις άνωθεν αντιλήψεις. Σε ένα άρθρο τους το 2002, με τον τίτλο "Συνδέοντας τη συναισθηματική νοημοσύνη, την πνευματικότητα και την εργασιακή απόδοση: Ορισμοί, μοντέλα και ιδέες για έρευνα", επανεξέτασαν τη βιβλιογραφία και της συναισθηματικής νοημοσύνης και τη βιβλιογραφία ποικίλων θεμάτων της πνευματικότητας. Βρήκαν ότι και η συναισθηματική νοημοσύνη και η πνευματικότητα εμφανίζονται να οδηγούν σε παρόμοιες συμπεριφορές, στάσεις και δεξιότητες, και ότι συχνά φαίνεται να υπάρχει σύγχυση, διασταύρωση και σύνδεση μεταξύ των δύο δομών.[104]

Αυτοσεβασμός και χρήση ναρκωτικών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια μελέτη του 2012 εξέτασε σταυρωτά τη συναισθηματική νοημοσύνη, τον αυτοσεβασμό και τη εξάρτηση από τη μαριχουάνα.[105] Από ένα δείγμα 200, εκ των οποίων 100 ήταν εξαρτημένοι από την κάνναβη και 100 συναισθηματικά υγιείς, το γκρουπ των εξαρτημένων σκόραρε πολύ χαμηλά στη συναισθηματική νοημοσύνη σε σύγκριση με τους άλλους. Επίσης, βρήκαν ότι το γκρουπ των εξαρτημένων είχε χαμηλό σκορ στον αυτοσεβασμό σε σύγκριση με τους άλλους.

Μια άλλη μελέτη το 2010 εξέτασε αν τα χαμηλά επίπεδα συναισθηματικής νοημοσύνης είχαν κάποια σχέση με το μέγεθος του εθισμού στο αλκοόλ ή στα ναρκωτικά.[106] Προσεγγίζοντας 103 κάτοικους κέντρου αποτοξίνωσης ναρκωτικών, εξέτασαν τη συναισθηματική τους νοημοσύνη μαζί με άλλους ψυχολογικούς παράγοντες στο διάστημα ενός μήνα θεραπείας. Βρήκαν ότι τα σκορ των συμμετεχόντων βελτιώνονταν όσο τα επίπεδα εθισμού τους μειώνονταν λόγω της θεραπείας.

Αξιοποίηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει παρατηρηθεί ότι η κατοχή της ΣΝ ως ικανότητας μπορεί να αυξήσει την ευημερία του ατόμου. Με άλλα λόγια, τα άτομα που συνειδητοποιούν τα συναισθήματα του εαυτού τους και των άλλων έχουν το προνόμιο της ενίσχυσης των σχέσεων. Επιτρέπει επίσης στους ανθρώπους να βλέπουν τις πολλαπλές προοπτικές μιας δεδομένης κατάστασης και να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα των άλλων σε ένα γεγονός.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Coleman, Andrew (2008). A Dictionary of Psychology (3 έκδοση). Oxford University Press. ISBN 9780199534067. 
  2. Goleman, Daniel (2011). Συναισθηματική Νοημοσύνη. Αθήνα: Πεδίο. 
  3. Goleman, Daniel (1998), What Makes a Leader?, Harvard Business Review 
  4. Petrides, Konstantin; Furnham, Adrian (2001), «Trait Emotional Intelligence: Psychometric Investigation with Reference to Established Trait Taxonomies», European Journal of Personality: 425–448 
  5. Salovey, Peter; Mayer, John; Caruso, David (2004), «Emotional Intelligence: Theory, Findings, and Implications», Psychological Inquiry: 197–215 
  6. Goleman, D. (1998). Working With Emotional Intelligence. New York, NY. Bantum Books.
  7. Cavazotte, Flavia; Moreno, Valter; Hickmann, Mateus (2012). «Effects of leader intelligence, personality and emotional intelligence on transformational leadership and managerial performance». The Leadership Quarterly 23 (3): 443–455. doi:10.1016/j.leaqua.2011.10.003. 
  8. Atwater, Leanne; Yammarinol, Francis (1993). «Personal attributes as predictors of superiors' and subordinates' perceptions of military academy leadership». Human Relations 46 (5): 645–668. doi:10.1177/001872679304600504. https://archive.org/details/sim_human-relations_1993-05_46_5/page/645. 
  9. Barbey, Aron K.; Colom, Roberto; Grafman, Jordan (2012). «Distributed neural system for emotional intelligence revealed by lesion mapping». Social Cognitive and Affective Neuroscience 9 (3): 265–272. doi:10.1093/scan/nss124. PMID 23171618. 
  10. Yates, Diana. «Researchers Map Emotional Intelligence in the Brain». University of Illinois News Bureau. University of Illinois. 
  11. «Scientists Complete 1st Map of 'Emotional Intelligence' in the Brain». US News and World Report. 2013-01-28. http://health.usnews.com/health-news/news/articles/2013/01/28/scientists-complete-1st-map-of-emotional-intelligence-in-the-brain. 
  12. Harms, P. D.; Credé, M. (2010). «Remaining Issues in Emotional Intelligence Research: Construct Overlap, Method Artifacts, and Lack of Incremental Validity». Industrial and Organizational Psychology: Perspectives on Science and Practice 3 (2): 154–158. doi:10.1111/j.1754-9434.2010.01217.x. 
  13. Hunt, James; Fitzgerald, Martin (2013). «The relationship between emotional intelligence and transformational leadership: An investigation and review of competing claims in the literature». American International Journal of Social Science 2 (8): 30–38. 
  14. Beldoch, M. (1964), Sensitivity to expression of emotional meaning in three modes of communication, in J. R. Davitz et al., The Communication of Emotional Meaning, McGraw-Hill, pp. 31–42
  15. "Contributions to social interactions: Social Encounters" Editor: Michael Argyle, reprint online on Google Books
  16. Leuner, B (1966). «Emotional intelligence and emancipation». Praxis der Kinderpsychologie und Kinderpsychiatrie 15: 193–203. 
  17. Payne, W.L. (1983/1986). A study of emotion: developing emotional intelligence; self integration; relating to fear, pain and desire" Dissertation Abstracts International 47, p. 203A (University microfilms No. AAC 8605928)
  18. Gardner, H. (1983). Frames of mind. New York: Basic Books.
  19. Smith, M.K. (2002) "Howard Gardner and multiple intelligences", The Encyclopedia of Informal Education, downloaded from http://www.infed.org/thinkers/gardner.htm on October 31, 2005.
  20. Salovey, P.; Mayer, J.D. (1989). «Emotional intelligence». Imagination, Cognition, and Personality 9 (3): 185–211. doi:10.2190/dugg-p24e-52wk-6cdg. 
  21. Goleman, D., (1995) Emotional Intelligence, New York, NY, England: Bantam Books, Inc.
  22. «Dan Goleman». Huffingtonpost.com. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2014. 
  23. Dan Schawbel. «Daniel Goleman on Leadership and The Power of Emotional Intelligence – Forbes». Web.archive.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2014. 
  24. Goleman, D. (1998), Working with Emotional Intelligence
  25. Goleman, D. (2006), Social Intelligence: The New Science of Human Relationships
  26. Lantieri, L. and Goleman, D. (2008), Building Emotional Intelligence: Techniques to Cultivate Inner Strength in Children
  27. Goleman, D. (2011), The Brain and Emotional Intelligence: New Insights
  28. Goleman, D. (2011), Leadership: The Power of Emotional Intelligence
  29. «Why emotional intelligence is just a fad – CBS News». Web.archive.org. 13 Φεβρουαρίου 2012. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2014. 
  30. 30,0 30,1 30,2 Petrides, K.V.; Furnham, A. (2000a). «On the dimensional structure of emotional intelligence». Personality and Individual Differences 29: 313–320. doi:10.1016/s0191-8869(99)00195-6. 
  31. 31,00 31,01 31,02 31,03 31,04 31,05 31,06 31,07 31,08 31,09 31,10 31,11 31,12 31,13 31,14 31,15 31,16 31,17 Mayer, John D (2008). «Human Abilities: Emotional Intelligence». Annual Review of Psychology 59: 507–536. doi:10.1146/annurev.psych.59.103006.093646. https://www.researchgate.net/publication/5907081_Human_Abilities_Emotional_Intelligence. 
  32. Kluemper, D.H. (2008). «Trait emotional intelligence: The impact of core-self evaluations and social desirability». Personality and Individual Differences 44 (6): 1402–1412. doi:10.1016/j.paid.2007.12.008. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_2008-04_44_6/page/1402. 
  33. 33,0 33,1 Martins, A.; Ramalho, N.; Morin, E. (2010). «A comprehensive meta-analysis of the relationship between emotional intelligence and health». Journal of Personality and Individual Differences 49 (6): 554–564. doi:10.1016/j.paid.2010.05.029. 
  34. Mayer, J.D.; Salovey, P.; Caruso, D.L.; Sitarenios, G. (2001). «Emotional intelligence as a standard intelligence». Emotion 1: 232–242. doi:10.1037/1528-3542.1.3.232. 
  35. MacCann, C.; Joseph, D.L.; Newman, D.A.; Roberts, R.D. (2014). «Emotional intelligence is a second-stratum factor of intelligence: Evidence from hierarchical and bifactor models». Emotion 14: 358–374. doi:10.1037/a0034755. 
  36. Mayer, J.D., & Salovey, P. (1997). What is emotional intelligence? In P. Salovey & D. Sluyter (Eds.), Emotional development and emotional intelligence: Implications for educators (pp. 3–31). New York: Basic Books.
  37. 37,0 37,1 37,2 Salovey, P; Grewal, D (2005). «The Science of Emotional Intelligence». Current Directions in Psychological Science 14: 6. doi:10.1111/j.0963-7214.2005.00381.x. 
  38. Bradberry, T.· Su, L. (2003). «Ability-versus skill-based assessment of emotional intelligence» (PDF). Psicothema. σελίδες 59–66. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2014. 
  39. Brackett M.A. & J.D. Mayer, M.A. & J.D. (2003). «Convergent, discriminant, and incremental validity of competing measures of emotional intelligence». Personality and social psychology bulletin 29 (9): 1147–1158. doi:10.1177/0146167203254596. https://archive.org/details/sim_personality-and-social-psychology-bulletin_2003-09_29_9/page/1147. 
  40. Mayer, J.D.; Salovey, P.; Caruso, D.R.; Sitarenios, G. (2003). «Measuring emotional intelligence with the MSCEIT V2.0». Emotion 3: 97–105. doi:10.1037/1528-3542.3.1.97. 
  41. «Hallvard Føllesdal – 'Emotional Intelligence as Ability: Assessing the Construct Validity of Scores from the Mayer-Salovey-Caruso Emotional Intelligence Test (MSCEIT)' PhD Thesis and accompanying papers – University of Oslo 2008». 
  42. Gottman, John (2011). Η συναισθηματική νοημοσύνη των παιδιών. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο. σελ. 164-167. ISBN 978-960-585-022-7. 
  43. Goleman, D. (1998). Working with emotional intelligence. New York: Bantam Books
  44. Boyatzis, R., Goleman, D., & Rhee, K. (2000). Clustering competence in emotional intelligence: insights from the emotional competence inventory (ECI). In R. Bar-On & J.D.A. Parker (eds.): Handbook of emotional intelligence (pp. 343–362). San Francisco: Jossey-Bass.
  45. Bradberry, Travis and Greaves, Jean. (2009). Emotional Intelligence 2.0. San Francisco: Publishers Group West. ISBN 978-0-9743206-2-5
  46. 46,0 46,1 46,2 46,3 Petrides, K.V.; Pita, R.; Kokkinaki, F. (2007). «The location of trait emotional intelligence in personality factor space». British Journal of Psychology 98: 273–289. doi:10.1348/000712606x120618. https://archive.org/details/sim_british-journal-of-psychology_2007-05_98/page/273. 
  47. Petrides, K.V.; Furnham, A. (2001). «Trait emotional intelligence: Psychometric investigation with reference to established trait taxonomies». European Journal of Personality 15: 425–448. doi:10.1002/per.416. 
  48. Pérez, J.C., Petrides, K.V., & Furnham, A. (2005). Measuring trait emotional intelligence. In R. Schulze and R.D. Roberts (Eds.), International Handbook of Emotional Intelligence (pp.181–201). Cambridge, MA: Hogrefe & Huber.
  49. Petrides, K.V.; Furnham, A. (2003). «Trait emotional intelligence: behavioral validation in two studies of emotion recognition and reactivity to mood induction». European Journal of Personality 17: 39–75. doi:10.1002/per.466. 
  50. Mikolajczak, Luminet; Leroy; Roy (2007). «Psychometric Properties of the Trait Emotional Intelligence Questionnaire: Factor Structure, Reliability, Construct, and Incremental Validity in a French-Speaking Population». Journal of Personality Assessment 88 (3): 338–353. doi:10.1080/00223890701333431. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-assessment_2007-06_88_3/page/338. 
  51. Vernon, P.A.; Petrides, K.V.; Bratko, D.; Schermer, J.A. (2008). «A behavioral genetic study of trait emotional intelligence». Emotion 8 (5): 635–642. doi:10.1037/a0013439. PMID 18837613. 
  52. Gardner, J. K.; Qualter, P. (2010). «Concurrent and incremental validity of three trait emotional intelligence measures». Australian Journal of Psychology 62: 5–12. doi:10.1080/00049530903312857. 
  53. 53,0 53,1 Eysenck, H.J. (2000). Intelligence: A New Look. ISBN 0-7658-0707-6 
  54. 54,0 54,1 Locke, E.A. (2005). «Why emotional intelligence is an invalid concept». Journal of Organizational Behavior 26 (4): 425–431. doi:10.1002/job.318. 
  55. 55,0 55,1 Mattiuzzi, P.G. (2008) Emotional Intelligence? I'm not feeling it. Αρχειοθετήθηκε 2009-07-20 στο Wayback Machine. everydaypsychology.com
  56. Grant, Adam (2 Ιανουαρίου 2014). «The Dark Side of Emotional Intelligence». The Atlantic. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 18 Ιουλίου 2016. 
  57. 57,0 57,1 57,2 Landy, F.J. (2005). «Some historical and scientific issues related to research on emotional intelligence». Journal of Organizational Behavior 26: 411–424. doi:10.1002/job.317. 
  58. Mikolajczak, M.; Luminet, O.; Leroy, C.; Roy, E. (2007). «Psychometric properties of the Trait Emotional Intelligence Questionnaire». Journal of Personality Assessment 88: 338–353. doi:10.1080/00223890701333431. https://archive.org/details/sim_journal-of-personality-assessment_2007-06_88_3/page/338. 
  59. Smith, L.; Ciarrochi, J.; Heaven, P. C. L. (2008). «The stability and change of trait emotional intelligence, conflict communication patterns, and relationship satisfaction: A one-year longitudinal study». Personality and Individual Differences 45: 738–743. doi:10.1016/j.paid.2008.07.023. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_2008-12_45_8/page/738. 
  60. Austin, E.J. (2008). «A reaction time study of responses to trait and ability emotional intelligence test items». Personality and Individual Differences 46: 381–383. doi:10.1016/j.paid.2008.10.025. 
  61. Roberts, R.D.; Zeidner, M.; Matthews, G. (2001). «Does emotional intelligence meet traditional standards for an intelligence? Some new data and conclusions». Emotion 1: 196–231. doi:10.1037/1528-3542.1.3.196. 
  62. Brody, N (2004). «What cognitive intelligence is and what emotional intelligence is not». Psychological Inquiry 15 (3): 234–238. doi:10.1207/s15327965pli1503_03. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2016-02-07. https://web.archive.org/web/20160207093225/http://psychometriclab.com/Brody.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-07-19. 
  63. Schulte, M. J.; Ree, M. J.; Carretta, T. R. (2004). «Emotional intelligence: Not much more than g and personality». Personality and Individual Differences 37: 1059–1068. doi:10.1016/j.paid.2003.11.014. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_2004-10_37_5/page/1059. 
  64. Fiori, M.; Antonakis, J. (2011). «The ability model of emotional intelligence: Searching for valid measures». Personality and Individual Differences 50 (3): 329–334. doi:10.1016/j.paid.2010.10.010. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_2011-02_50_3/page/329. 
  65. Antonakis, J.; Dietz, J. (2011a). «Looking for Validity or Testing It? The Perils of Stepwise Regression, Extreme-Scores Analysis, Heteroscedasticity, and Measurement Error». Personality and Individual Differences 50 (3): 409–415. doi:10.1016/j.paid.2010.09.014. 
  66. Antonakis, J.; Ashkanasy, N. M.; Dasborough, M. (2009). «Does leadership need emotional intelligence?». The Leadership Quarterly 20 (2): 247–261. doi:10.1016/j.leaqua.2009.01.006. https://archive.org/details/sim_leadership-quarterly_2009-04_20_2/page/247. 
  67. Harms, P. D.; Credé, M. (2010). «Emotional Intelligence and Transformational and Transactional Leadership: A Meta-Analysis». Journal of Leadership & Organizational Studies 17 (1): 5–17. doi:10.1177/1548051809350894. http://digitalcommons.unl.edu/cgi/viewcontent.cgi?article=1013&context=leadershipfacpub. 
  68. Bar-On, R (2006). «The Bar-On model of emotional-social intelligence (ESI)». Psicothema 18: 13–25. 
  69. Antonakis, J. (2009). "Emotional intelligence": What does it measure and does it matter for leadership?. In G. B. Graen (Ed). LMX leadership—Game-Changing Designs: Research-Based Tools (Vol. VII) (pp. 163–192). Greenwich, CT: Information Age Publishing. Download article: [1] Αρχειοθετήθηκε 2011-07-16 στο Wayback Machine., link to book: http://www.infoagepub.com/products/Predators-Game-Changing-Designs
  70. Harms, P. D.; Credé, M. (2010). «Remaining Issues in Emotional Intelligence Research: Construct Overlap, Method Artifacts, and Lack of Incremental Validity». Industrial and Organizational Psychology: Perspectives on Science and Practice 3 (2): 154–158. doi:10.1111/j.1754-9434.2010.01217.x. 
  71. 71,0 71,1 71,2 Joseph, D. L.; Newman, D. A. (2010). «Emotional Intelligence: An Integrative Meta-Analysis and Cascading Model». Journal of Applied Psychology 95 (1): 54–78. doi:10.1037/a0017286. https://archive.org/details/sim_journal-of-applied-psychology_2010-01_95_1/page/54. 
  72. Newman, D. A.; Joseph, D. L.; MacCann, C. (2010). «Emotional Intelligence and Job Performance: The Importance of Emotion Regulation and Emotional Labor Context». Industrial and Organizational Psychology: Perspectives on Science and Practice 3 (2): 159–164. doi:10.1111/j.1754-9434.2010.01218.x. 
  73. 73,0 73,1 Joseph, D.L.; Jin, J.; Newman, D.A.; O'Boyle, E.H. (2015). «Why Does Self-Reported Emotional Intelligence Predict Job Performance? A Meta-Analytic Investigation of Mixed EI». Journal of Applied Psychology 100: 298–342. doi:10.1037/a0037681. https://archive.org/details/sim_journal-of-applied-psychology_2015-03_100_2/page/298. 
  74. Nitkin, Ralph. «National Advisory Board on Medical Rehabilitation Research: Meeting for Minutes for December 2–3, 2004». usa.gov. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2009. Ανακτήθηκε στις 29 Αυγούστου 2006. 
  75. Lamb, Jennifer; Pepler, Debra J.; Craig, Wendy (2009-04-01). «Approach to bullying and victimization». Canadian Family Physician 55 (4): 356–360. ISSN 0008-350X. PMID 19366941. 
  76. Kokkinos, Constantinos M.; Kipritsi, Eirini (2011-07-26). «The relationship between bullying, victimization, trait emotional intelligence, self-efficacy and empathy among preadolescents». Social Psychology of Education 15 (1): 41–58. doi:10.1007/s11218-011-9168-9. ISSN 1381-2890. http://link.springer.com/article/10.1007/s11218-011-9168-9. 
  77. Lomas, Justine; Stough, Con; Hansen, Karen; Downey, Luke A. (2012-02-01). «Brief report: Emotional intelligence, victimisation and bullying in adolescents». Journal of Adolescence 35 (1): 207–211. doi:10.1016/j.adolescence.2011.03.002. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S014019711100025X. 
  78. Mayer, J.D.; Roberts, R.D; Barasade, S.G. (2008). «Human abilities: Emotional intelligence». Annual Review of Psychology 59: 507–536. doi:10.1146/annurev.psych.59.103006.093646. https://archive.org/details/sim_annual-review-of-psychology_2008_59/page/507. 
  79. Tolegenova, A.A.; Jakupov, S.M.; Cheung Chung, Man; Saduova, S.; Jakupov, M.S (2012). «A theoretical formation of emotional intelligence and childhood trauma among adolescents». Procedia – Social and Behavioral Sciences 69: 1891–1894. doi:10.1016/j.sbspro.2012.12.142. 
  80. Mckenna, J.; Webb, J. (2013). «Emotional intelligence». British Journal of Occupational Therapy 76 (12): 560. 
  81. Cote, S.; Miners, C.T.H. (2006). «Emotional intelligence, cognitive intelligence and job performance». Administrative Science Quarterly 51 (1): 1–28. https://archive.org/details/sim_administrative-science-quarterly_2006-03_51_1/page/1. 
  82. Relojo, D.; Pilao, S.J.; Dela Rosa, R. (2015). «From passion to emotion: Emotional quotient as predictor of work attitude behavior among faculty member». Journal on Educational Psychology 8 (4): 1–10. http://web.a.ebscohost.com/abstract?direct=true&profile=ehost&scope=site&authtype=crawler&jrnl=09738827&AN=103437062&h=oZ4hDg9zlNKeojJEfBd6sGlKgX%2bjarphp6Mtp%2bg8wASgpl32NbYqqpsJBUZjwKt8J8C2FBrakOInwKtMrqF%2bDA%3d%3d&crl=c&resultNs=AdminWebAuth&resultLocal=ErrCrlNotAuth&crlhashurl=login.aspx%3fdirect%3dtrue%26profile%3dehost%26scope%3dsite%26authtype%3dcrawler%26jrnl%3d09738827%26AN%3d103437062. Ανακτήθηκε στις 27 July 2015. 
  83. Farh, C. C.; Seo, Tesluk (March 5, 2012). «Emotional Intelligence, Teamwork Effectiveness, and Job Performance: The Moderating Role of Job Context». Journal of Applied Psychology Advance online publication: 890–900. doi:10.1037/a0027377. 
  84. Ahmetoglu, Gorkan; Leutner, Franziska; Chamorro-Premuzic, Tomas (December 2011). «EQ-nomics: Understanding the relationship between individual differences in trait emotional intelligence and entrepreneurship.». Personality and Individual Differences 51 (8): 1028–1033. doi:10.1016/j.paid.2011.08.016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2013-11-01. https://web.archive.org/web/20131101125012/http://www.drtomascp.com/uploads/EQNomics_PAID_2011.pdf. Ανακτήθηκε στις 2016-07-21. 
  85. Joseph, Dana L.; Jin, Jing; Newman, Daniel A.; O’Boyle, Ernest H.. «Why does self-reported emotional intelligence predict job performance? A meta-analytic investigation of mixed EI.». Journal of Applied Psychology 100 (2): 298–342. doi:10.1037/a0037681. http://doi.apa.org/getdoi.cfm?doi=10.1037/a0037681. 
  86. 86,0 86,1 Van Rooy, David L; Viswesvaran, Chockalingam (2004-08-01). «Emotional intelligence: A meta-analytic investigation of predictive validity and nomological net». Journal of Vocational Behavior 65 (1): 71–95. doi:10.1016/S0001-8791(03)00076-9. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0001879103000769. 
  87. 87,0 87,1 87,2 Sy, Thomas; Tram, Susanna; O’Hara, Linda A. (2006-06-01). «Relation of employee and manager emotional intelligence to job satisfaction and performance». Journal of Vocational Behavior 68 (3): 461–473. doi:10.1016/j.jvb.2005.10.003. http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0001879105001260. 
  88. 88,0 88,1 Law, Kenneth S.; Wong, Chi-Sum; Song, Lynda J.. «The Construct and Criterion Validity of Emotional Intelligence and Its Potential Utility for Management Studies.». Journal of Applied Psychology 89 (3): 483–496. doi:10.1037/0021-9010.89.3.483. http://doi.apa.org/getdoi.cfm?doi=10.1037/0021-9010.89.3.483. 
  89. 89,0 89,1 Lopes, Paulo N.; Grewal, Daisy; Kadis, Jessica; Gall, Michelle; Salovey, Peter (2006-01-01). «Evidence that emotional intelligence is related to job performance and affect and attitudes at work». Psicothema 18 Suppl: 132–138. ISSN 0214-9915. PMID 17295970. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pubmed/17295970. 
  90. Seibert, Scott E.; Kraimer, Maria L.; Liden, Robert C. (2001-01-01). «A Social Capital Theory of Career Success». The Academy of Management Journal 44 (2): 219–237. doi:10.2307/3069452. http://www.jstor.org/stable/3069452. 
  91. «African Journal of Business Management». www.academicjournals.org. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2016. 
  92. Vratskikh, Ivan; Masa'deh, Ra'ed (Moh’dTaisir); Al-Lozi, Musa; Maqableh, Mahmoud (2016-01-25). «The Impact of Emotional Intelligence on Job Performance via the Mediating Role of Job Satisfaction». International Journal of Business and Management 11 (2): 69. doi:10.5539/ijbm.v11n2p69. ISSN 1833-8119. http://www.ccsenet.org/journal/index.php/ijbm/article/view/55548. 
  93. «What Everyone Should Know About Managing Up». Harvard Business Review. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2016. 
  94. Janssen, Onne; Yperen, Nico W. Van (2004-06-01). «Employees' Goal Orientations, the Quality of Leader-Member Exchange, and the Outcomes of Job Performance and Job Satisfaction». Academy of Management Journal 47 (3): 368–384. doi:10.2307/20159587. ISSN 0001-4273. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2015-03-21. https://web.archive.org/web/20150321034021/http://amj.aom.org/content/47/3/368. Ανακτήθηκε στις 2016-07-22. 
  95. Ashkanasy, Neal M.; Daus, Catherine S. (2005-06-01). «Rumors of the death of emotional intelligence in organizational behavior are vastly exaggerated». Journal of Organizational Behavior 26 (4): 441–452. doi:10.1002/job.320. ISSN 1099-1379. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/job.320/abstract. 
  96. O'Boyle, Ernest H.; Humphrey, Ronald H.; Pollack, Jeffrey M.; Hawver, Thomas H.; Story, Paul A. (2011-07-01). «The relation between emotional intelligence and job performance: A meta-analysis». Journal of Organizational Behavior 32 (5): 788–818. doi:10.1002/job.714. ISSN 1099-1379. http://onlinelibrary.wiley.com/doi/10.1002/job.714/abstract. 
  97. Côté, Stéphane; Miners, Christopher T. H. (2006-01-01). «Emotional Intelligence, Cognitive Intelligence, and Job Performance». Administrative Science Quarterly 51 (1): 1–28. http://www.jstor.org/stable/20109857. 
  98. Farh, Crystal I. C. Chien; Seo, Myeong-Gu; Tesluk, Paul E.. «Emotional intelligence, teamwork effectiveness, and job performance: The moderating role of job context.». Journal of Applied Psychology 97 (4): 890–900. doi:10.1037/a0027377. http://doi.apa.org/getdoi.cfm?doi=10.1037/a0027377. 
  99. Joseph, Dana L.; Newman, Daniel A.. «Emotional intelligence: An integrative meta-analysis and cascading model.». Journal of Applied Psychology 95 (1): 54–78. doi:10.1037/a0017286. http://doi.apa.org/getdoi.cfm?doi=10.1037/a0017286. 
  100. Moon, Tae Won; Hur, Won-Moo (2011-09-01). «Emotional Intelligence, Emotional Exhaustion, And Job Performance». Social Behavior and Personality: an international journal 39 (8): 1087–1096. doi:10.2224/sbp.2011.39.8.1087. http://www.ingentaconnect.com/content/sbp/sbp/2011/00000039/00000008/art00008?token=004e15b5ca926383a4b3b2570507b457a2438383b40664c2a726e2d58464340592f3f3b575b18b. 
  101. Schutte (1 Απριλίου 2007). «A meta-analytic investigation of the relationship between emotional intelligence and health». ResearchGate. 
  102. Alexandra Martins (1 Οκτωβρίου 2010). «A comprehensive meta-analysis of the relationship between Emotional Intelligence and health». ResearchGate. 
  103. Paek, Ellen (2006). «Religiosity and perceived emotional intelligence among Christians». Personality and Individual Differences (International Society for the Study of Individual Differences) 41 (3): 479–490. doi:10.1016/j.paid.2006.01.016. ISSN 0191-8869. https://archive.org/details/sim_personality-and-individual-differences_2006-08_41_3/page/479. 
  104. Tischler, L; Biberman, J.; McKeage, R. (2002). «Linking emotional intelligence, spirituality and workplace performance: Definitions, models and ideas for research». Journal of Managerial Psychology (Emerald Group Publishing Limited) 17 (3): 203–218. doi:10.1108/02683940210423114. ISSN 0268-3946. http://www.emeraldinsight.com/10.1108/02683940210423114. Ανακτήθηκε στις 2008-10-18. 
  105. Nehra, D. K.; Sharma, Mushtaq, Sharma, Sharma, Nehra (July 2012). «Emotional intelligence and self esteem in cannabis abusers». Journal of the Indian Academy of Applied Psychology 38 (2): 385–393. 
  106. Brown, Chiu; Chiu, Edmond; Neill, Lloyd; Tobin, Juliet; Reid, John (16 Jan 2012). «Is low emotional intelligence a primary causal factor in drug and alcohol addiction?». Australian Academic Press (Bowen Hills, QLD, Australia): 91–101. http://0-search.proquest.com.helin.uri.edu/docview/916528622?accountid=28991. [νεκρός σύνδεσμος]