Στέφανος Δουσάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στέφαν Ούρος Ντούσαν
Αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ελλήνων
Τοιχογραφία που απεικονίζει τον Ντούσαν στο μοναστήρι του Λέσνοβο, π. 1350
Βασιλιάς των Σέρβων
Περίοδος8 Σεπτεμβρίου 1331 – 16 Απριλίου 1346
ΠροκάτοχοςΣτέφανος Ούρος Γ΄
Αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ελλήνων
Περίοδος16 Απριλίου 1346 - 20 Δεκεμβρίου 1355
ΔιάδοχοςΣτέφανος Ούρος Ε΄
Γέννησηπ. 1308
Θάνατος20 Δεκεμβρίου 1355
Ντεβόλ
Τόπος ταφήςΜοναστήρι των Αρχαγγέλων, Πρίζρεν
Μετά το 1927, ναός του Αγίου Μάρκου, Βελιγράδι
ΣύζυγοςΕλένα της Βουλγαρίας, αυτοκράτειρα της Σερβίας
ΕπίγονοιΣτέφανος Ούρος Ε΄ Νεγιάκι
Θεοδώρα
Ειρήνη
Πλήρες όνομα
   Στέφανος Ούρος Δ΄ Ντούσαν
ΟίκοςΝεμάνια
ΠατέραςΣτέφανος Ούρος Γ΄
ΜητέραΤεοντόρα Σμίλετς
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Στέφαν Ούρος (ή Ουρέσης) Δ΄ Ντούσαν (Стефан Урош IV Душан Немањић, 1308 - 20 Δεκεμβρίου 1355), γνωστός ως Ντούσαν ο Ισχυρός (Душан Силни) και στα ελληνικά ως Στέφανος Δουσάν, ήταν βασιλιάς της Σερβίας από τις 8 Σεπτεμβρίου 1331 και Αυτοκράτορας Σέρβων, Ελλήνων, Βουλγάρων, Βλάχων και Αλβανών από τις 16 Απριλίου 1346 μέχρι τον θάνατό του. Ο Δουσάν κατέκτησε μεγάλο τμήμα της νοτιοανατολικής Ευρώπης και ήταν ένας από τους ισχυρότερους μονάρχες της εποχής του. Επί των ημερών του η Σερβία απέκτησε τη μέγιστη έκτασή της. Θέσπισε το σύνταγμα της Σερβικής Αυτοκρατορίας, γνωστό ως Κώδικας του Δουσάν, το σημαντικότερο ίσως γραπτό έργο της μεσαιωνικής Σερβίας.

Ο Δουσάν αναβάθμισε τη Σερβική Εκκλησία από αρχιεπισκοπή σε Πατριαρχείο, ολοκλήρωσε την κατασκευή της Μονής Βισόκι Ντέτσανι (μνημείο της UNESCO) και ίδρυσε τη Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων, μεταξύ άλλων. Επί της βασιλείας του η Σερβία έφτασε στην εδαφική, πολιτική, οικονομική και πολιτιστική κορύφωσή της.

Ο Δουσάν πέθανε το 1355, και η αυτοκρατορια του διεσπάσθη, ανοίγοντας τον δρόμο στους Τούρκους για την κατάκτηση της Σερβίας και των υπόλοιπων Βαλκανίων.[1]

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοιχογραφία του Στέφανου Ούρου Γ' Ντέτσανι και του Στέφανου Ούρου Δ' Δουσάν, Μονή Βισόκι Ντέτσανι, 14ος αιώνας (UNESCO)

Το 1314 ο Σέρβος Βασιλιάς Στέφανος Ούρος Β΄ Μιλούτιν διαφώνησε με τον γιο του Στέφανο Ούρο Γ' Ντέτσανι. Ο Μιλούτιν έστειλε τον Ντέτσανι στην Κωνσταντινούπολη για να τον τυφλώσουν, αν και πότε δεν τυφλώθηκε ολικά. Ο Ντέτσανι έγραψε στον Ντανίλο, Επίσκοπο του Χουμ, ζητώντας του να μεσολαβήσει στον πατέρα του. Ο Ντανίλο έγραψε στον αρχιεπίσκοπο Νικόδημο της Σερβίας, που μίλησε με τον Μιλούτιν και τον έπεισε να καλέσει πίσω τον γιο του. Το 1320 επετράπη στον Ντέτσανι να επιστρέψει στη Σερβία και του δόθηκε η κτήση της 'Μπούντιμλιε' (σημερινό Μπέρανε), ενώ ο ετεροθαλής αδελφός του Στέφανος Κωνσταντίνος κράτησε την επαρχία της Ζέτα.

Ο Μιλούτιν αρρώστησε και πέθανε στις 29 Οκτωβρίου 1321 και ο Κωνσταντίνος στέφθηκε βασιλιάς. Αμέσως ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος, καθώς τον θρόνο διεκδίκησαν ο Ντέτσανι και ο εξάδελφός του Στέφανος Βλάντισλαβ Β΄. Ο Κωνσταντίνος αρνήθηκε να υποταχθεί στον Ντέτσανι, που στη συνέχεια εισέβαλε στη Ζέτα, νικώντας και σκοτώνοντας τον Κωνσταντίνο. Ο Ντέτσανι στέφθηκε βασιλιάς στις 6 Ιανουαρίου 1322 από τον Νικόδημο και ο γιος του, Στέφανος Δουσάν, στέφθηκε «νεαρός βασιλιάς». Ο Ντέτσανι αργότερα παραχώρησε τη Ζέτα στον Δουσάν, υποδεικνύοντάς τον ως τον μέλλοντα διάδοχό του. Εν τω μεταξύ ο Βλάντισλαβ Β΄ συγκέντρωσε τοπική υποστήριξη από τον Ρούντνικ, πρώην υποτελή του πατέρα του, Στέφανου Ντραγκούτιν. Ο Βλάντισλαβ ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά και υποστηρίχθηκε από τους Ούγγρους, εδραιώνοντας τον έλεγχο των εδαφών του και προετοιμαζόμενος για σύγκρουση με τον Ντέτσανι. Όπως συνέβη και με τους πατέρες τους, η Σερβία διαιρέθηκε από τους δύο ανεξάρτητους ηγεμόνες και το 1322 και το 1323 οι έμποροι της Ραγούσας επισκέπτονταν ελεύθερα και τις δύο χώρες.

Το 1323 ξεκίνησε ο πόλεμος μεταξύ Ντέτσανι και Βλάντισλαβ. Ο Ρούντνικ είχε υποταγεί στον Ντέτσανι στα τέλη του 1323 και ο Βλάντισλαβ φαίνεται πως είχε καταφύγει στα βόρεια. Ο Βλάντισλαβ νικήθηκε σε μάχη στα τέλη του 1324 και κατέφυγε στην Ουγγαρία, αφήνοντας τον σερβικό θρόνο στον Ντέτσανι ως τον αδιαμφισβήτητο "βασιλιά όλων των Σερβικών και Παράκτιων περιοχών".

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βλάντισλαβ ανακήρυξε τον εαυτό του βασιλιά και υποστηρίχθηκε από τους Ούγγρους, εδραιώνοντας τον έλεγχο των εδαφών του και προετοιμαζόμενος για σύγκρουση με τον Ντέτσανι. Όπως συνέβη και με τους πατέρες τους, η Σερβία διαιρέθηκε από τους δύο ανεξάρτητους ηγεμόνες και το 1322 και το 1323 οι έμποροι της Ραγούσας επισκέπτονταν ελεύθερα και τις δύο χώρες.

Το 1323 ξέσπασε ο πόλεμος μεταξύ Ντέτσανι και Βλάντισλαβ. Ο Ρούντνικ είχε υποταγεί στον Ντέτσανι στα τέλη του 1323 και ο Βλάντισλαβ φαίνεται πως είχε καταφύγει στη βόρεια. Ο Βλάντισλάβ νικήθηκε στη μάχη στα τέλη του 1324 και κατέφυγε στην Ουγγαρία, αφήνοντας τον σερβικό θρόνο στον Ντέτσανι ως αδιαμφισβήτητο "βασιλιά Όλων των Σερβικών και Παράκτιων περιοχών".

Νεότητα και σφετερισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δουσάν ήταν ο μεγαλύτερος γιος του βασιλιά Στέφαν Ντετσάνσκι και της Τεοντόρα Σμίλετς, κόρης του αυτοκράτορα Σμίλετς της Βουλγαρίας. Γεννήθηκε περί το 1308 στη Σερβία, όμως με την εξορία του πατέρα του 1314, έζησαν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι το 1320, όταν επετράπη στον πατέρα του να επιστρέψει. Στην Κωνσταντινούπολη έμαθε ελληνικά και κατανόησε τον βυζαντινό πολιτισμό και τρόπο ζωής και γνώρισε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήταν περισσότερο στρατιώτης παρά διπλωμάτης και το 1329 νίκησε τον Βόσνιο μπάνο Στέφανο Β΄ Κοτρόμανιτς και το 1330 τον Βούλγαρο αυτοκράτορα Μιχαήλ Ασέν Γ΄. Ο Ντετσάνσκι τοποθέτησε τον ανιψιό του Ίβαν Στέφαν (από την Άννα Νέδα της Σερβίας) στον θρόνο της Σερβίας τον Αύγουστο του 1330.

Η απόφαση του Ντέτσανι να μην επιτεθεί στους Βυζαντινούς μετά τη νίκη στο Βελμπάζντ, όταν είχε την ευκαιρία, οδήγησε στην απομάκρυνση πολλών ευγενών,[2] που επεδίωκαν να επεκταθούν προς τα νότια.[3] Τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 1331 ο Δουσάν διαφώνησε με τον πατέρα του, ίσως πιεσμένος από την αριστοκρατία.[3] Σύμφωνα με πηγές της εποχής, φιλικές προς τον Δουσάν, κακοί σύμβουλοι έστρεψαν τον Ντέτσανι εναντίον του γιου του και αποφάσισε να συλλάβει και να αποκλείσει τον Δουσάν από την κληρονομιά του. Ο Ντέτσανι έστειλε στρατό στη Zέτα ενάντια στον γιο του και ο στρατός κατέστρεψε το Σκούταρι (σημερινή Σκόδρα), αλλά ο Δουσάν διέσχισε τον ποταμό Μπογιάνα. Ακολούθησε σύντομη περίοδος αναρχίας σε περιοχές της Σερβίας, πριν πατέρας και γιος συμφωνήσουν ειρήνη τον Απρίλιο του 1331. Τρεις μήνες αργότερα ο Ντέτσανι διέταξε τον Δουσάν να τον συναντήσει. Αυτός φοβήθηκε για τη ζωή του και οι σύμβουλοί του τον έπεισαν να συνεχίσει να αντιστέκεται, έτσι βάδισε από το Σκούταρι στο Νερόντιμλιε, όπου πολιόρκησε τον πατέρα του.[2] Ο Ντέτσανι διέφυγε και ο Δουσάν έγινε κύριος του θησαυροφυλακίου του και της οικογένειάς του. Στη συνέχεια κυνήγησε τον πατέρα του, φτάνοντάς τον στο Πέτριτς. Στις 21 Αυγούστου 1331 ο Ντέτσανι παραδόθηκε και φυλακίστηκε. Ο Δουσάν στέφθηκε Βασιλιάς Όλων των Σερβικών και Παράκτιων Εδαφών την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου.[3]

Ο εμφύλιος πόλεμος είχε εμποδίσει τη Σερβία δεν βοήθησε τον Ιβάν Στέφαν και την Άννα Νέδα[2] που επεδίωκαν να επεκταθούν προς τα νότια.[3] Τον Ιανουάριο ή τον Φεβρουάριο του 1331 ο Δουσάν διαφώνησε με τον πατέρα του, ίσως πιεσμένος από την αριστοκρατία.[3] Σύμφωνα με πηγές της εποχής, φιλικές προς τον Δουσάν, κακοί σύμβουλοι έστρεψαν τον Ντέτσανι εναντίον του γιου του και αποφάσισε να συλλάβει και να αποκλείσει τον Δουσάν από την κληρονομιά του. Ο Ντέτσανι έστειλε στρατό στη Zέτα ενάντια στον γιο του και ο στρατός κατέστρεψε το Σκούταρι (σημερινή Σκόδρα), αλλά ο Δουσάν διέσχισε τον ποταμό Μπογιάνα. Ακολούθησε σύντομη περίοδος αναρχίας σε περιοχές της Σερβίας, πριν πατέρας και γιος συμφωνήσουν ειρήνη τον Απρίλιο του 1331. Τρεις μήνες αργότερα ο Ντέτσανι διέταξε τον Δουσάν να τον συναντήσει. Αυτός φοβήθηκε για τη ζωή του και οι σύμβουλοί του τον έπεισαν να συνεχίσει να αντιστέκεται, έτσι βάδισε από το Σκούταρι στο Νερόντιμλιε, όπου πολιόρκησε τον πατέρα του.[2] Ο Ντέτσανι διέφυγε και ο Δουσάν έγινε κύριος του θησαυροφυλακίου του και της οικογένειάς του. Στη συνέχεια κυνήγησε τον πατέρα του, φτάνοντάς τον στο Πέτριτς. Στις 21 Αυγούστου 1331 ο Ντέτσανι παραδόθηκε και φυλακίστηκε. Ο Δουσάν στέφθηκε Βασιλιάς Όλων των Σερβικών και Παράκτιων Εδαφών την πρώτη εβδομάδα του Σεπτεμβρίου.[3]

Ο εμφύλιος πόλεμος είχε εμποδίσει τη Σερβία δεν βοήθησε τον Ιβάν Στέφαν και την [Άννα Νέδα της Σερβίας|[Άννα Νέδα στη Βουλγαρία, που είχαν εκθρονιστεί τον Μάρτιο του 1331. Ο Ιβάν Αλεξάνταρ της Βουλγαρίας, φοβήθηκε τη Σερβία, καθώς η κατάσταση εκεί είχε εξομαλυνθεί και αμέσως επεδίωξε ειρήνη με τον Δουσάν. Καθώς ο Δουσάν ήθελε να κινηθεί ενάντια στο πλουσιότερο Βυζάντιο, έκανε ειρήνη και συμμαχία, αποδεχόμενος τον Ιβάν Αλεξάνταρ ως ηγεμόνα. Η ειρήνη επισφραγίστηκε με τον γάμο του Δουσάν με την Ελένα, αδελφή του Ιβάν Αλεξάνταρ.[3]

Προσωπικά χαρακτηριστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σύγχρονοι συγγραφείς περιέγραψαν τον Δουσάν ως ασυνήθιστα ψηλό και δυνατό, "τον ψηλότερο άνθρωπο της εποχής του", πολύ όμορφο και σπάνιο ηγέτη γεμάτο δυναμισμό, γρήγορη αντίληψη και σθένος, που διέθετε «βασιλικό παρουσιαστικό». Σύμφωνα με τις σύγχρονες απεικονίσεις είχε σκούρα μαλλιά και καστανά μάτια. Ως ενήλικας είχε γενειάδα και μακρύτερα μαλλιά.

Πρώτα χρόνια της βασιλείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεντρική Πύλη του Κάστρου του Πρίζρεν, πρωτεύουσας της Σερβικής Αυτοκρατορίας του Δουσάν

Η Σερβία πραγματοποίησε επιδρομές στη Μακεδονία στα τέλη του 1331, άλλα μια σχεδιαζόμενη μεγάλη επίθεση ενάντια στο Βυζάντιο καθυστέρησε, καθώς ο Δουσάν υποχρεώθηκε να καταστείλει εξέγερση στη Ζέτα το 1332. Η αγνωμοσύνη του Δουσάν προς αυτούς που τον είχαν βοήθησαν στην άνοδό του - ίσως δεν είχε εκπληρώσει τις υποσχέσεις του προς τους ευγενείς της Ζέτα για ανταμοιβή και μεγαλύτερη επιρροή - ίσως ήταν η αιτία της εξέγερσης, που κατεστάλη το 1332.[4]

Ο Δουσάν άρχισε να πολεμάει ενάντια στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία το 1334 και ο πόλεμος συνεχίστηκε με διακοπές διάφορης διάρκειας μέχρι τον θάνατό του το 1355. Δύο φορές ενεπλάκη σε μεγαλύτερες συγκρούσεις με τους Ούγγρους, αλλά αυτές ήταν κυρίως αμυντικές. Ο στρατός του Δουσάν αρχικά ηττήθηκε από τον ισχυρό βασιλικό στρατό 80.000 ανδρών του Κάρολου Α΄ της Ουγγαρίας στη Σουμάντιγια το 1336. Τότε, καθώς οι ουγγρικές δυνάμεις προωθούνταν βαθύτερα στις λοφώδεις περιοχές, το ιππικό του Δουσάν εξαπέλυσε επίθεση με αποτέλεσμα νίκη των Σέρβων και οι Ούγγροι εκδιώχθηκε. Ο Κάρολος Α΄ πληγώθηκε από βέλος, αλλά επέζησε. Το αποτέλεσμα ήταν οι Ούγγροι να χάσουν τη Μάτσβα και το Βελιγράδι. Στη συνέχεια ο Δουσάν επικεντρώθηκε στις εσωτερικές υποθέσεις της χώρας του, γράφοντας το 1349 τον πρώτο κώδικα νόμων των Σέρβων.[5]

Στα δυτικά ο Δουσάν πέτυχε νίκες επί του Ούγγρου βασιλιά Λουδοβίκου του Μεγάλου, κερδίζοντας το Βελιγράδι, τη Βοσνία και τη Ερζεγοβίνη και έκοβε νομίσματα στο Κότορ. Ο Δουσάν σημείωσε επίσης επιτυχίες και εναντίον των υποτελών του Λουδοβίκου, νικώντας τον στρατό του Κροάτη μπαν και τις δυνάμεις των Ούγγρων βοεβόδων. Είχε ειρήνη με τη Βουλγαρία, που ακόμη και τον βοήθησε σε αρκετές περιπτώσεις, και λέγεται ότι επισκέφτηκε τον Ιβάν Αλέξανταρ στην πρωτεύουσά του. Η Βουλγαρία έγινε υποτελής της Σερβίας το 1331, κατάσταση που διήρκεσε μέχρι το 1365.[6]

Ο Δουσάν εκμεταλλεύτηκε τον εμφύλιο πόλεμο στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μεταξύ της Άννας της Σαβοΐας, αντιβασίλισσας του ανήλικου αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου, και του στρατηγού του πατέρα του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ο Δουσάν και ο Ιβάν επέλεξαν αντίθετες πλευρές στη σύγκρουση αλλά παρέμειναν σε ειρήνη μεταξύ τους, εκμεταλλευόμενοι τον εμφύλιο πόλεμο για να εξασφαλίσουν οφέλη.

Η συστηματική επίθεση του Δουσάν άρχισε το 1342 και όταν τελείωσε είχε κατακτήσει όλα τα βυζαντινά εδάφη στα δυτικά Βαλκάνια μέχρι την Καβάλα, εκτός από την Πελοπόννησο και τη Θεσσαλονίκη, που δεν κατάφερε να καταλάβει επειδή ο στόλος του ήταν πολύ μικρός. Πιθανολογείται ότι τελικός στόχος του Δουσάν ήταν να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να αντικαταστήσει την παρακμάζουσα Βυζαντινή Αυτοκρατορία με ενωμένη Ορθόδοξη Ελληνοσερβική Αυτοκρατορία υπό τον έλεγχό του.[7][8] Τον Μάιο του 1344 ο διοικητής του Πρέλιουμπ αναχαιτίστηκε στα Στεφανιανά (στις ακτές της ανατολικής Μακεδονίας) από τουρκική δύναμη 3.000 ανδρών.[9] Οι Τούρκοι νίκησαν αλλά αυτή η ήττα δεν ήταν ικανή να εμποδίσει την κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Σέρβους.[10][11]

Το 1343, ο Δουσάν πρόσθεσε "των Ρωμαίων (Ελλήνων)" στον αυτοαποκληθέντα τίτλο του Βασιλιάς Σερβίας, Αλβανίας και των ακτών. Το 1345 άρχισε να αυτοαποκαλείται τσάρος, ισοδύναμο του αυτοκράτορα, όπως μαρτυρείται σε δύο καταστατικούς χάρτες μοναστηριών του Αγίου Όρους, του Νοεμβρίου του 1345 και του Ιανουαρίου του 1346, και περί τα Χριστούγεννα του 1345 σε συμβούλιο στις Σέρρες, που τις είχε καταλάβει στις 25 Σεπτεμβρίου 1345, αυτοανακηρύχθηκε "Τσάρος των Σέρβων και των Ρωμαίων" (Ρωμαίοι είναι ισοδύναμο με Έλληνες στις Σερβικές πηγές).[12]

Αυτοκρατορική στέψη και αυτοκέφαλo της Σερβικής εκκλησίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η στέψη του Τσάρου Στέφανου Δουσάν στα Σκόπια, από τη σειρά Σλαβικά Επη του Άλφονς Μούχα, 1926
Το Φρούριο των Σκοπίων, όπου ο Δουσάν υιοθέτησε τον τίτλο του Αυτοκράτορα κατά τη στέψη του

Στις 16 Απριλίου 1346 (Πάσχα) ο Δουσάν συγκάλεσε μια μεγάλη σύνοδο στα Σκόπια, στην οποία παραβρέθηκαν ο αρχιεπίσκοπος Σερβίας Ιωαννίκιος Β΄, ο αρχιεπίσκοπος Αχρίδας Νικόλαος Α΄, ο πατριάρχης Βουλγαρίας Συμεών και διάφοροι θρησκευτικές ηγέτες από το Άγιο Όρος. Η σύνοδος και οι κληρικοί συμφώνησαν η αυτοκέφαλη Σερβική Αρχιεπισκοπή να ανακηρυχθεί Πατριαρχείο.[12] Ο Αρχιεπίσκοπος από τότε είχε τον τίτλο Πατριάρχης Σερβίας, αν και ορισμένα έγγραφα τον αποκαλούσαν Πατριάρχη Σέρβων και Ελλήνων, με έδρα το μοναστήρι του Πετς. Ο πρώτος Πατριάρχης Σερβίας έστεψε τον Δουσάν Βασιλέα και αυτοκράτορα Σερβίας και Ρωμανίας.[12] Ο Δουσάν έστεψε τον γιο του Ούρος Βασιλιά Σέρβων και Ελλήνων, δίνοντάς του ονομαστική κυριαρχία επί των Σερβικών εδαφών, και, παρόλο που ο Δουσάν κυβερνούσε ολόκληρο το κράτος, είχε ειδική ευθύνη για τα "Ρωμαϊκά", δηλαδή "Βυζαντινά", εδάφη.

Ακολούθησε επιπλέον εκβυζαντινισμός της σερβικής αυλής, ιδιαίτερα στις τελετές και τους τίτλους.

Το Σερβικό Πατριαρχείο ανέλαβε την κυριαρχία επί του Αγίου Όρους και των ελληνικών επαρχιών (επισκοπών)της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ενώ η Αρχιεπισκοπή Αχρίδας παρέμεινε αυτοκέφαλη. Για αυτές τις πράξεις του αφορίστηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως το 1350.[13]

Ήπειρος και Θεσσαλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σερβική Αυτοκρατορία περί το 1350.

Αντιμετωπίζοντας την επιθετικότητα του Δουσάν, οι Βυζαντινοί αναζήτησαν συμμάχους στους Οθωμανούς Τούρκους, που τους έφεραν για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Η πρώτη μάχη ανάμεσα σε Σέρβους και Τούρκους σε βαλκανικό έδαφος, στα Στεφανιανά το 1344, έληξε με ήττα των Σέρβων.[14] Το 1348 ο Δουσάν κατέλαβε την Ήπειρο, την Ακαρνανία και τη Θεσσαλία. Διόρισε τον Συμεών Ούρος δεσπότη Ηπείρου και Θεσσαλίας και το Βόιχνα καίσαρα της Δράμας.

Από τη στιγμή που ο Δουσάν κατέλαβε την Ήπειρο και τη Θεσσαλία έβαλε στόχο να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη. Για να πάρει την πόλη χρειαζόταν στόλο. Γνωρίζοντας ότι ο στόλος των Σερβικών πόλεων στη νότια Δαλματία δεν ήταν αρκετά ισχυρός, άρχισε διαπραγματεύσεις με τη Βενετία, με την οποία διατηρούσε αρκετά καλές σχέσεις. Οι Ενετοί φοβόντουσαν ότι θα μειώνονταν τα προνόμια τους στην Αυτοκρατορία αν οι Σέρβοι γίνονταν κύριοι της Κωνσταντινούπολης επί των αποδυναμωμένων Βυζαντινών. Αλλά αν είχαν συμμαχήσει με τη Σερβία ο Δουσάν θα εξέταζε τα υπάρχοντα προνόμια. Από τη στιγμή που θα γινόταν κύριος όλων των Βυζαντινών εδαφών οι Ενετοί θα κέρδιζαν προνόμια. Όμως η Βενετία επέλεξε να αποφύγει στρατιωτική συμμαχία. Ενώ ο Δουσάν έψαχνε βοήθεια ενάντια στο Βυζάντιο οι Ενετοί χρειάζονταν τη βοήθεια των Σέρβων στον αγώνα τους κατά των Ούγγρων για τη Δαλματία. Όταν διαισθάνθηκαν ότι η σερβική βοήθεια θα οδηγούσε σε υποχρέωση των Ενετών προς τη Σερβία, αρνήθηκαν ευγενικά την προσφορά του Δουσάν να τους βοηθήσει.[15]

Καθώς ο Δουσάν ξεκίνησε την εκστρατεία του στη Βοσνία (αποσύροντας τα Σερβικά στρατεύματα από τη Μακεδονία και τη Θράκη), ο Καντακουζηνός προσπάθησε να ανακτήσει τα εδάφη που είχαν χάσει οι Βυζαντινοί. Με την υποστήριξή του ο Πατριάρχης Κάλλιστος της Κωνσταντινούπολης αφόρισε τον Δουσάν ώστε να αποθαρρύνει τον Ελληνικό πληθυσμό στις Ελληνικές επαρχίες του Δουσάν από το να υποστηρίξει τους Σέρβους και έτσι να βοηθήσει τον Καντακουζηνό.[16] Όμως ο αφορισμός δεν διέκοψε τις σχέσεις του Δουσάν με το Άγιο Όρος, που συνέχισε να τον αποκαλεί αυτοκράτορα, αλλά περισσότερο ως Αυτοκράτορα των Σέρβων παρά ως Αυτοκράτορα Σέρβων και Ελλήνων.[17]

Ο Καντακουζηνός συγκέντρωσε ένα μικρό στρατό και κατέλαβε τη Χαλκιδική, τη Βέροια και ύστερα την Έδεσσα. Η Βέροια ήταν η πλουσιότερη πόλη στην περιοχή της Βοττιαίας, ο Δουσάν είχε ήδη αντικαταστήσει πολλούς Έλληνες με με Σέρβους, περιλαμβανομένης μιας Σερβικής φρουράς.[17] Όμως οι εναπομείναντες Έλληνες κατάφεραν να ανοίξουν τις πύλες της πόλης στον Καντακουζηνό το 1350.[17] Η Έδεσσα αντιστάθηκε, αλλά τελικά καταλήφθηκαν εξ εφόδου. Στη συνέχεια ο Καντακουζηνός βάδισε κατά της Θεσσαλίας, αλλά αναχαιτίστηκε στα Σέρβια από τον Καίσαρα Πρέλιουμπ και τον στρατό του 500 ανδρών. Οι βυζαντινές δυνάμεις αποσύρθηκαν στη Βέροια και το βοηθητικό τουρκικό σώμα έφτασε λεηλατώντας μέχρι τα Σκόπια. Όταν έμαθε τα νέα ο Δουσάν ανασύνταξε τις δυνάμεις του και προέλασε προς τη Θεσσαλία.[17]

Πόλεμος με το πριγκιπάτο της Βοσνίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δουσάν ήθελε να επεκτείνει την κυριαρχία του σε εδάφη που ήταν υπό την κατοχή των Σέρβων, όπως η Ζαχλουμία, που την είχε καταλάβει ο προστατευόμενος των Ούγγρων και Μπαν της Βοσνίας Στέφανος Β΄ Κοτρόμανιτς το 1326,[15]. Το 1329 ο Μπαν Στέφανος Β΄ ξεκίνησε μια επίθεση εναντίον του άρχοντα Βίτομιρ, που κατείχε την Tραβούνια και το Κόναβλε. Ο βοσνιακός στρατός ηττήθηκε στην Πρίμποσκα Μπάνια από τον Δουσάν, όταν ήταν ακόμα Νεαρός Βασιλιάς. Ο Μπαν σύντομα κατέλαβε το Νεβέσινιε και την υπόλοιπη Βοσνία. Ο Πέταρ Τολιένοβιτς, Άρχοντας του "παράκτιου Χουμ" και μακρινός συγγενής του Δουσάν, πυροδότησε μια εξέγερση εναντίον του νέου ηγεμόνα, αλλά γρήγορα συνελήφθη και πέθανε στη φυλακή.

Το 1350 ο Δουσάν επιτέθηκε στη Βοσνία, επιδιώκοντας να επανακτήσει την προηγουμένως απωλεσθείσα περιοχή του Χουμ και να σταματήσει τις επιδρομές στους υποτελείς του στο Κόναβλε. Η Βενετία προσπάθησε να μεσολαβήσει, αλλά απέτυχε.[15] Τον Οκτώβριο ο Δουσάν εισέβαλε στη Ζαχλουμία (Χουμ) με ένα στρατό, όπως λέγεται, 80.000 ανδρών και κατέλαβε τμήμα των αμφισβητούμενων εδαφών. Σύμφωνα με τον Ορμπίνι ο Δουσάν βρισκόταν μυστικά σε επαφές με πολλούς Βόσνιους ευγενείς, προσφέροντάς τους ανταλλάγματα για να τον υποστηρίξουν.[16] Πολλοί ευγενείς, κυρίως από το Χουμ, ήταν έτοιμοι να προδώσουν τον Μπαν, όπως η οικογένεια Nίκολιτς, που ήταν συγγενής της δυναστείας των Νεμάνιτς. Ο Μπαν της Βοσνίας απέφυγε κάθε μεγάλη αναμέτρηση και δεν αντιμετώπισε τον Δουσάν σε μάχη. Αντ' αυτού αποχώρησε στα βουνά και έκανε μικρές αιφνιδιαστικές επιθέσεις. Τα περισσότερα φρούρια της Βοσνίας άντεξαν, αλλά ορισμένοι ευγενείς υποτάχθηκαν στον Δουσάν. Οι Σέρβοι ερήμωσαν μεγάλο μέρος της υπαίθρου. Με ένα στρατό έφτασαν στο Ντούβνο και στην Τσέτινα, άλλος έφτασε στο Κρκα, όπου βρίσκεται το Κνιν (σημερινή Κροατία) και άλλος κατέλαβε το Ιμότσκι και το Νόβι, όπου άφησε φρουρές και μπήκαν στο Χουμ. Από αυτή τη θέση ισχύος ο Δουσάν προσπάθησε να διαπραγματευτεί ειρήνη με τον Μπαν, επισφραγίζοντάς την με τον γάμο του γιου του Ούρος με την κόρη του Στέφανου Eλισάβετ, που θα έπαιρνε το Χουμ ως προίκα της - επιστρέφοντάς το στη Σερβία. Ο Μπαν δεν δέχτηκε να εξετάσει την πρόταση αυτή.[16]

Ο Δουσάν μπορεί επίσης να ξεκίνησε την εκστρατεία για να βοηθήσει την αδερφή του Έλενα, που είχε παντρευτεί τον Mλάντεν Γ΄ Σούμπιτς του Ομις, Kλις και Σκράντιν το 1347. Ο Μλάντεν πέθανε από τη Μαύρη πανώλη (1348) και η Έλενα προσπάθησε να διατηρήσει την κυριαρχία των πόλεων για τον εαυτό της και τον γιο της. Την αμφισβήτησαν η Ουγγαρία και η Βενετία, οπότε η αποστολή σερβικών στρατευμάτων στο δυτικό Χουμ και την Κροατία μπορεί να έγινε προς βοήθειά της, καθώς οι επιχειρήσεις στην περιοχή ήταν απίθανο να βοηθήσουν τον Δουσάν να καταλάβει το Χουμ. Αν ο Δουσάν είχε την πρόθεση να βοηθήσει την Έλενα, η δημιουργία προβλημάτων στην Ανατολή το απέκλειε.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σαρκοφάγος του Στέφανου Δουσάν, που φυλάσσεται στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Βελιγράδι

Ο Δουσάν είχε μεγάλα σχέδια να καταλάβει και να διατηρήσει το Χουμ, το Βελιγράδι, τη Μάτσβα, το Δυρράχιο, τη Φιλιππούπολη, την Αδριανούπολη, τη Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη και να τεθεί επικεφαλής ενός μεγάλου στρατού σταυροφόρων που θα εξεδίωκε τους Τούρκους από την Ευρώπη. Ο πρόωρος θάνατός του άνοιξε τη Σερβία και τα υπόλοιπα Βαλκάνια στην τουρκική εισβολή και κυριαρχία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Ενώ βρισκόταν σε σταυροφορία ενάντια στους Τούρκους, αρρώστησε (πιθανόν δηλητηριάστηκε) και πέθανε από πυρετό στο Ντεβόλ, κοντά στην Κορυτσά τις 20 Δεκεμβρίου 1355. Ετάφη στο καθίδρυμά του, τη Μονή των Αρχαγγέλων κοντά στο Πρίζρεν.

Η αυτοκρατορία του σταδιακά κατέρρευσε. Ο γιος του και διάδοχός του Στέφανος Ούρος Ε΄ δεν κατάφερε να διατηρήσει την Αυτοκρατορία και πολλές τοπικές φεουδαρχικές οικογένειες ισχυροποίησαν την εξουσία τους, αν και τυπικά αναγνώριζαν τον Ούρος Ε΄ ως Αυτοκράτορα. Ο Σιμεόν Ούρος, ετεροθαλής αδελφός του Δουσάν, αυτοανακηρύχθηκε αυτοκράτορας μετά τον θάνατο του Δουσάν, διοικώντας μεγάλο μέρος της Ηπείρου και της Θεσσαλίας, που του είχε προγενέστερα παραχωρήσει ο Δουσάν.

Τα λείψανα του Δουσάν σήμερα βρίσκονται στην Εκκλησία του Αγίου Μάρκου στο Βελιγράδι.[18] Ο Δουσάν είναι ο μόνος μονάρχης της δυναστείας των Νεμάνιτς, που δεν έχει αγιοποιηθεί.

Θρησκευτική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και οι πρόγονοί του, ο Αυτοκράτορας Δουσάν ασχολήθηκε έντονα με την ανακαίνιση εκκλησιών και μοναστηριών, αλλά και την ίδρυση νέων. Αρχικά ενδιαφέρθηκε για τα μοναστήρια στα οποία είχαν ταφεί οι γονείς του. Τόσο το μοναστήρι Μπάνισκα, που είχε χτίσει ο Βασιλιάς Μιλούτιν, όπου θάφτηκε η μητέρα του, όσο και το μοναστήρι Βισόκι Ντέτσανι, που ήταν κληροδότημα του πατέρα του, τα φρόντισε γενναιόδωρα. Η κατασκευή του δεύτερου μοναστηριού κράτησε οκτώ χρόνια και είναι βέβαιο ότι ο ρόλος του αυτοκράτορα στην οικοδόμησή του ήταν καταλυτικός. Μεταξύ 1337 και 1339 ο αυτοκράτορας αρρώστησε και έδωσε τον λόγο του ότι εάν επιβίωνε, θα οικοδομούσε μια εκκλησία και μοναστήρι στην Ιερουσαλήμ. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένα σερβικό μοναστήρι στην Ιερουσαλήμ, αφιερωμένο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ (που πιστεύεται ότι ιδρύθηκε από τον βασιλιά Μιλούτιν) και αρκετοί Σέρβοι μοναχοί στη Χερσόνησο του Σινά.

Η μεγαλύτερη δωρεά του ήταν η Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων, που βρίσκεται κοντά στην πόλη του Πρίζρεν, στην οποία αρχικά ετάφη. Ο Δουσάν έδωσε πολλά κτήματα σε αυτό το μοναστήρι, συμπεριλαμβανομένου του δάσους του Πρίζρεν, που θα αποτελούσε ιδιαίτερη ιδιοκτησία της μονής, όπου θα φυλάσσονταν όλα τα πολύτιμα αγαθά και τα λείψανα.

Ο γιος του, Στέφανος Ουρός Ε΄, δεν έκανε ειρήνη με τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Η πρώτη πρωτοβουλία έγινε από τον δεσπότη Ούγκλιεσα το 1368, με αποτέλεσμα οι περιοχές υπό την κυριαρχία του να επανενταχθούν στην Κωνσταντινούπολη. Η τελική πρωτοβουλία για συμφιλίωση των εκκλησιών ήρθε από τον πρίγκιπα Λαζάρο το 1375. Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι υπήρξε λατρεία του Αυτοκράτορα Δουσάν τις δεκαετίες μετά τον θάνατό του. Ο καταστατικός χάρτης του Δουσάν με τη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) χρησίμευσε ως νόμος στο μελλοντικό εμπόριο μεταξύ Σερβίας και Ραγούσας και οι κανονισμοί του θεωρήθηκαν απαραβίαστοι. Η κληρονομιά του Αυτοκράτορα Δουσάν ήταν σεβαστή στη Ραγούσα. Η μεταγενέστερη λαϊκή παράδοση στη Σερβία περιελάμβανε διάφορες θεωρήσεις του Δουσάν, ως επί το πλείστον αρνητικές, που έγιναν υπό την επιρροή της εκκλησίας.

Εκκλησιαστική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων στο Πρίζρεν
Μονή Τρέσκαβετς κοντά στο Πρίλεπ

Με την αναβάθμιση της Σερβικής Αρχιεπισκοπής σε Πατριαρχείο ακολούθησαν σοβαρές αλλαγές στην οργάνωση της εκκλησίας. Ο Ιωαννίκιος Β΄ έγινε Πατριάρχης. Οι Επισκοπές (Επαρχίες) αναβαθμίστηκαν σε Μητροπόλεις και νέες περιοχές της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου προστέθηκαν στη δικαιοδοσία της Σερβικής εκκλησίας νέα εδάφη και της Οικουμενικής Κωνσταντινούπολης. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αφόρισε τον Δουσάν το 1350, αν και αυτό δεν επηρέασε τη θρησκευτική οργάνωση.

Υπό τη Σερβική δικαιοδοσία περιήλθε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα πνευματικότητας - το Άγιο Όρος. Από τον Νοέμβριο του 1345 οι Αγιορείτες μοναχοί αποδέχθηκαν την υπέρτατο κυριαρχία του και ο Δουσάν εγγυάται την αυτονομία τους, δίνοντας επίσης μια σειρά από οικονομικά προνόμια, με πλούσια δώρα και επιχορηγήσεις. Οι μοναχοί της Μονής Χιλανδαρίου (λίκνου της Σερβικής εκκλησίας, που ιδρύθηκε από τον Αγιο Σάββα, πρόγονο του) ήταν στην εμπροσθοφυλακή της εκκλησιαστικής κοινότητας.

Στον κώδικα του ο Δουσάν τονίζει τον ρόλο του ως προστάτη του Χριστιανισμού και επισημαίνει την ανεξαρτησία της εκκλησίας. Από τον κώδικα μπορούμε επίσης να δούμε τη φροντίδα οι ενορίες να είναι εξίσου διευθετημένες τόσο στις πόλεις όσο και στα χωριά. Φρόντισε επίσης για εκκλησίες και μοναστήρια από το Μπάρι στα δυτικά μέχρι την Ιερουσαλήμ στα ανατολικά.

Εκτός από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, υπήρχαν πολλοί Καθολικοί στην Αυτοκρατορία, κυρίως στις παράκτιες πόλεις Κάταρο, Aλέσιο (σημερινό Λέζε) κ.λπ. Στην αυλή του Δουσάν υπήρχαν επίσης Καθολικοί (υπηρέτες από το Κάταρο και τη Ραγούσα, μισθοφόροι, επισκέπτες κ.λπ.). Στις κεντρικές περιοχές Σάξονες ησχολούντο με την εξόρυξη και το εμπόριο. Οι Καθολικοί είχαν πλήρη θρησκευτικά δικαιώματα, εκτός από τον προσηλυτισμό των μη Καθολικών. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία ότι οι Καθολικοί έμποροι παραπονέθηκαν για διακρίσεις λόγω θρησκείας. Ο Δουσάν ήταν επίσης σε επαφή με τον Πάπα και διαπραγματεύτηκε για την επίσημη αποδοχή των παπικών πρωτείων, με στόχο την αναχαίτιση των ουγγρικών επιθέσεων στον βορρά και, με τη βοήθεια του Πάπα, την οργάνωση μιας σταυροφορίας εναντίον των Τούρκων (Μουσουλμάνων). Ο Πάπας απέστειλε μια αντιπροσωπεία υπό τον Πέτρο Τόμο στη Σερβική αυλή, ωστόσο, σύμφωνα με τον Φιλίπ ντε Μεζιέρ, τις διαπραγματεύσεις τους ακολούθησε μεγάλη δυσαρέσκεια και η αποστολή δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βασιλική ιδεολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικοί ιστορικοί θεωρούν ότι στόχος του Αυτοκράτορα Δουσάν ήταν να δημιουργήσει μια νέα, Σερβολληνική Αυτοκρατορία, αντικαθιστώντας τη Βυζαντινή. Ο Τσίρκοβιτς θεώρησε την αρχική του ιδεολογία ως εκείνη των προηγηθέντων Βουλγάρων Αυτοκρατόρων, που είχαν οραματιστεί μια συμβασιλεία. Ωστόσο, ξεκινώντας από το 1347, οι σχέσεις του με τον Ιωάννης ΣΤ΄ Καντακουζηνό επιδεινώθηκαν και ο Δουσάν συμμάχησε με τον αντίπαλό του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγο.

Ο Δουσάν ήταν ο πρώτος Σέρβος μονάρχης που έγραφε τις περισσότερες επιστολές του στα ελληνικά, υπογράφοντας επίσης με το κόκκινο αυτοκρατορικό μελάνι. Ήταν ο πρώτος που εξέδωσε πρόσταγμα, ένα είδος βυζαντινού εγγράφου, χαρακτηριστικό των βυζαντινών ηγεμόνων. Στον βασιλικό του τίτλο, Αυτοκράτορας των Σέρβων και των Ελλήνων, είναι σαφής ο ισχυρισμός του ως διαδόχου της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Έδωσε επίσης βυζαντινούς αυλικούς τίτλους στους ευγενείς του, κάτι που θα συνεχιστεί μέχρι τον 16ο αιώνα.

Νομοθέτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Κώδικας του Δουσάν, το δεύτερο παλαιότερο σωζόμενο σύνταγμα της Σερβίας

Το διαρκέστερο μνημείο της βασιλείας του Δουσάν ήταν ένας νομικός κώδικας. Για τη δημιουργία του Κώδικα του Δουσάν δημοσιεύτηκαν πολλά διατάγματα και μεταφράστηκαν στα Σερβικά μερικά μεγάλα ξένα νομικά έργα. Ωστόσο το τρίτο τμήμα του Κώδικα ήταν νέο και ξεκάθαρα Σερβικό, αν και με βυζαντινή επιρροή και έμφαση σε μια μακρά νομική παράδοση στη Σερβία. Ο Δουσάν εξήγησε τον σκοπό του Κώδικά του σε ένα από τα διατάγματά του. Υπογράμμισε ότι οι στόχοι του ήταν πνευματικοί και ότι ο κώδικας θα βοηθούσε τον λαό του να σωθεί για τη μετά θάνατον ζωή. Ο Κώδικας παρουσιάστηκε στις 21 Μαΐου 1349 στα Σκόπια και περιείχε 155 άρθρα, ενώ 66 ακόμη άρθρα προστέθηκαν στις Σέρρες το 1353 ή το 1354. Οι συγγραφείς του κώδικα δεν είναι γνωστοί, αλλά ήταν πιθανώς μέλη της αυλής εξειδικευμένοι στα νομικά.

Ο Κώδικας του Δουσάν αναφέρεται σε θέματα τόσο κοσμικά όσο και εκκλησιαστικά, πολλώ μάλλον επειδή η Σερβία είχε πρόσφατα αποκτήσει πλήρη εκκλησιαστική αυτονομία ως ανεξάρτητη Ορθόδοξη Εκκλησία υπό το Πατριαρχείο. Τα πρώτα 38 άρθρα αφορούν την εκκλησία και ασχολούνται με προβλήματα που αντιμετώπιζε η Μεσαιωνική Σερβική Εκκλησία, ενώ τα επόμενα 25 άρθρα αφορούν τους ευγενείς. Το αστικό δίκαιο απουσιάζει σε μεγάλο βαθμό, δεδομένου ότι είχε καλυφθεί σε προγενέστερα έργα, συγκεκριμένα στον Νομοκανόνα του Αγίου Σάββα και στον Ιουστινιάνειο Κώδικα. Ο Κώδικας του Δουσάν αφορούσε αρχικά το ποινικό δίκαιο, με ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια της νομιμότητας, που προερχόταν κυρίως άμεσα από το βυζαντινό δίκαιο.

Το αρχικό χειρόγραφο του Κώδικα του Δουσάν δεν διασώθηκε. Ο Κώδικας συνέχισε ως de facto σύνταγμα υπό την κυριαρχία του γιου του Δουσάν, Στέφανου Ούρος Ε΄, και μετά τη διάλυση της Σερβικής Αυτοκρατορίας το 1371, χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις επαρχίες που τη διαδέχτηκαν. Χρησιμοποιήθηκε επισήμως στο διάδοχο κράτος, το Δεσποτάτο της Σερβίας, μέχρι την προσάρτησή του από την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1459. Ο Κώδικας χρησιμοποιήθηκε κατά την Τουρκοκρατία από τις σερβικές κοινότητες, που διέθεταν σημαντική νομική αυτονομία σε αστικές υποθέσεις. Χρησιμοποιήθηκε επίσης στις Σερβικές αυτόνομες περιοχές υπό τη Δημοκρατία της Βενετίας, όπως το Γκρμπάλι και το Παστρόβιτσι. Χρησίμευσε επίσης ως βάση του Κανούν του Αλβανού πρίγκιπα Λεκ Ντουκαγκίνι (1410-1481), ενός συνόλου εθιμικών νόμων στη βόρεια Αλβανία, που διατηρήθηκε μέχρι τον 20ό αιώνα.

Στρατιωτική τακτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σερβική στρατιωτική τακτική συνίστατο σε επιθέσεις βαρέος ιππικού σχήματος σφηνοειδούς με έφιππους τοξότες στις πλευρές. Πολλοί ξένοι μισθοφόροι βρίσκονταν στον Σερβικό στρατό, κυρίως Γερμανοί ως ιππικό και Ισπανοί ως πεζικό. Είχε επίσης προσωπικούς μισθοφόρους, κυρίως Γερμανούς ιππότες. Ένας Γερμανός ιππότης, ονόματι Πάλμαν, έγινε διοικητής της Σερβικής "Αλαμανικής Φρουράς" το 1331 κατά τη μετάβαση τη Σερβία στην Ιερουσαλήμ. Έγινε αρχηγός όλων των μισθοφόρων του Σερβικού Στρατού. Η κύρια ισχύς του σερβικού στρατού ήταν οι θωρακισμένοι ιππότες, φοβερός για τις άγριες επιθέσεις και τη μαχητική τους επιδεξιότητα. Η επέκταση της Σερβίας στην πρώην επικράτεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δεν έγινε με κάποια μεγάλη μοναδική μάχη, αλλά βασίστηκε στον αποκλεισμό των ελληνικών φρουρίων.

Ονομα, επίθετα και τίτλοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανδριάντας του Αυτοκράτορα Δουσάν στο Βελιγράδι

Ονομάστηκε Νεαρός Βασιλιάς ως διάδοχος στις 6 Ιανουαρίου 1322 και του παραχωρήθηκε η διοίκηση της Ζέτα. Επομένως κυβερνούσε ως «Βασιλιάς της Ζέτα». Το 1331 διαδέχθηκε τον πατέρα του ως «Βασιλιάς όλων των Σερβικών και Παράκτιων Χωρών». Το 1343 ο τίτλος του ήταν "Βασιλιάς της Σερβίας, των Ελλήνων, της Αλβανία και των ακτών". Το 1345 άρχισε να αυτοαποκαλείται τσάρος, Αυτοκράτορας, και το 1345 αυτοανακηρύχθηκε 'Αυτοκράτορας Σέρβων και Ρωμαίων (Ελλήνων)». Στις 16 Απριλίου 1346 στέφθηκε Αυτοκράτορας Σέρβων και Ελλήνων. Ο τίτλος αυτός σύντομα διευρύνθηκε σε 'Βασιλιάς και Αυτοκράτορας Σέρβων και Ελλήνων, Βουλγάρων και Αλβανών.

Το επίθετό του Σίλνι (Силни) μεταφράζεται σε Ισχυρός αλλά επίσης Μέγας και Δυνατός.

Υστεροφημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δουσάν ήταν ο ισχυρότερος Σέρβος ηγεμόνας τον Μεσαίωνα και παραμένει λαϊκός ήρωας για τους Σέρβους. Σύμφωνα με τον [Στήβεν Ράνσιμαν]][ ήταν "ίσως ο ισχυρότερος ηγεμόνας στην Ευρώπη" κατά τον 14ο αιώνα. Το κράτος του ήταν αντίπαλος των περιφερειακών δυνάμεων του Βυζαντίου και της Ουγγαρίας και περιλάμβανε μεγάλη έκταση, που θα απέβαινε επίσης και η μεγαλύτερη αδυναμία της αυτοκρατορίας του. Από τη φύση του στρατιώτης και κατακτητής, ο Δουσάν αποδείχθηκε επίσης πολύ ικανός, αλλά και φοβερός ηγεμόνας. Ωστόσο η αυτοκρατορία του κατέρρευσε σταδιακά στα χέρια του γιου του, καθώς οι ευγενείς των περιφερειών απομακρύνονταν από την κεντρική εξουσία.

Ο στόχος της παλινόρθωσης της Σερβίας ως αυτοκρατορίας, όπως ήταν κάποτε, ήταν μια από τις μεγαλύτερες ιδέες των Σέρβων, που ζούσαν τόσο στις Οθωμανικές όσο και στις Αυστροουγγρικές χώρες. Το 1526 ο Γιόβαν Νέναντ, μιμούμενος τον Δουσάν, αυτοανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας, όταν κυβερνούσε ένα βραχύβιο κράτος σερβικών επαρχιών υπό το στέμμα της Ουγγαρίας.

Το Βασίλειο των Σλάβων, που έγραψε ο ιστορικός από τη Ραγούσα (Ντουμπρόβνικ) Μάβαρ Ορμπιν (περίπου 1550-1614), είδε θετικά τις ενέργειες και τα έργα του Αυτοκράτορα Δουσάν. Το βιβλίο αποτέλεσε την πρωταρχική πηγή για την πρώιμη ιστορία των Νότιων Σλάβων την εποχή εκείνη και οι περισσότεροι από τους δυτικούς ιστορικούς απέκτησαν τις πληροφορίες τους για τους Σλάβους από αυτό. Οι πρώτοι Σέρβοι ιστορικοί, παρόλο που έγραψαν σύμφωνα με τις πηγές, επηρεάστηκαν από τις ιδέες της εποχής που ζούσαν. Προσπάθησαν να εναρμονιστούν με δύο διαφορετικές παραδόσεις: μία από τα δημόσια έγγραφα και μια άλλη από τις γενεαλογίες και τα αφηγηματικά γραπτά. Από τους πρώτους ιστορικούς οι περισσότερες πληροφορίες προήλθαν από τον Γιόβαν Ράγιτς (1726-1801), που έγραψε πενήντα σελίδες για τη ζωή του Δουσάν. Το έργο του Ράγιτς είχε μεγάλη επιρροή στον Σερβικό πολιτισμό εκείνης της εποχής και για δεκαετίες ήταν η κύρια πηγή πληροφοριών για τη Σερβική ιστορία.

Μετά την επανίδρυση της Σερβίας τον 19ο αιώνα τονίστηκε η συνέχεια με τον Σερβικό Μεσαίωνα, ιδιαίτερα τη μεγαλύτερης στιγμή της - του Αυτοκράτορα Δουσάν. Μια πολιτική ατζέντα, όπως με μια παλινόρθωση της αυτοκρατορίας του, θα έβρισκε τη θέση της στα πολιτικά προγράμματα του Πριγκιπάτου της Σερβίας, κυρίως τη Μεγάλη Σερβία του Ίλιγια Γκαρασάνιν.

Τοιχογραφία του Στέφανου Δουσάν, της συζύγου του Έλενας της Βουλγαρίας και του γιου τους Στέφανου

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την πρώτη του σύζυγο, Ελένα της Βουλγαρίας, κόρης του Σρατσιμίρ δεσπότη του Κραν, ο Δουσάν απέκτησε τουλάχιστον ένα παιδί:

  • Στέφανος Ούρος Ε΄, που διαδέχτηκε τον πατέρα του ως αυτοκράτορας και βασίλευσε το διάστημα 1355-1371.

Σύμφωνα με τον Βυζαντινό ιστορικό της εποχής Νικηφόρο Γρηγορά, ο Δουσάν είχε επίσης μία κόρη, τη:

  • Θεοδώρα. Σύμφωνα με τον Γρηγορά, ο Δουσάν διαπραγματευόταν μια πιθανή συμμαχία με τον Ορχάν, που θα περιλάμβανε τον γάμο της κόρης του με τον ίδιο τον Ορχάν ή με έναν από τους γιους του το 1351. Ωστόσο αυτές οι διαπραγματεύσεις σταμάτησαν, όταν οι Σέρβοι απεσταλμένοι δέχθηκαν επίθεση από τον Νικηφόρο Β΄ Ορσίνι· η πρόταση αποσύρθηκε και η Σερβία και οι Οθωμανοί επανέλαβαν τις εχθροπραξίες. Η Θεοδώρα πιθανότατα πέθανε μεταξύ 1352-54.

Μερικοί ιστορικοί υποστηρίζουν, ότι το ζευγάρι είχε άλλο ένα παιδί, μια κόρη. Ο Τ. Φάιν υποστήριξε, ότι μπορεί να ήταν η:

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Eπικό λαϊκό τραγούδι "Ο Γάμος του Τσάρου Δουσάν"
  • Ιστορικό τρίτομο μυθιστόρημα του 1875 "Τσάρος Δουσάν" του Δρ. Βλάνταν Τζόρτζεβιτς
  • Ιστορικό μυθιστόρημα του 1987 Στέφανος Δουσάν"" του σλάβομιρ Ναστασίγεβιτς
  • Ιστορικό μυθιστόρημα του 2002 "Δουσάν ο Μέγας" του Μίλε Κόρντιτς

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Hupchick 1995, σελ. 141
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Fine 1994, σελ. 273.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 3,6 Fine 1994, σελ. 274.
  4. Fine 1994, σελ. 275
  5. Károly Szilágyi. «Hungarians and Serbs during the centuries». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Οκτωβρίου 2010. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2010. 
  6. Churches of Eastern Cheristendom
  7. Nicol (1993), p. 121: "The resulting assimilation of Byzantine culture by the Serbians helped to fortify the ideal of a Slavo-Byzantine Empire, which came to dominate the mind of Milutin's grandson, Stephen Dusan, later in the fourteenth century".
  8. Radoman Stankovic, The Code of Serbian Emperor Stephan Dushan, Serbian Culture of the 14th Century. Volume I: "Powerful Byzantium started to decline, and young Serbian King Stephan Dushan, Stephan of Dechani's son, wanted, by getting crowned in 1331, to replace weakened Byzantium with the powerful Serbian-Greek Empire. [...] By proclaiming himself emperor of the Serbs and Greeks, Dushan showed that he aspired to a legitimate rule over the subjects of the Byzantine Empire".
  9. Fine 1994, σελ. 303
  10. Fine 1994, σελ. 304
  11. Soulis 1984, σελ. 25
  12. 12,0 12,1 12,2 Fine 1994, σελ. 309
  13. Fine 1994, σελ. 310
  14. Vizantološki institut, Zbornik radova Vizantološkog instituta, (Naučno delo, 1996), 194.
  15. 15,0 15,1 15,2 Fine 1994, σελ. 322
  16. 16,0 16,1 16,2 Fine 1994, σελ. 323
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 Fine 1994, σελ. 324
  18. Mitchell, Laurence (2010), Serbia, Bradt Travel Guides ed. 3. p. 149. ISBN 1-84162-326-1

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]