Σμεντέρεβο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 44°39′48″N 20°55′44″E / 44.66333°N 20.92889°E / 44.66333; 20.92889

Σμέντερεβο
Смедерево
Το Σμέντερεβο.

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σμεντέρεβο
44°39′48″N 20°55′44″E
Χώρα Σερβία
Διοικητική υπαγωγήSmederevo
Ίδρυση1430
 • ΔήμαρχοςJasna Avramović
Έκταση484
Υψόμετρο70
Πληθυσμός64.175
Ταχ. κωδ.11300
Τηλ. κωδ.026
Ζώνη ώραςUTC+01:00
Ιστότοποςhttp://www.smederevo.org.rs/
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Σμέντερεβο (σερβικά: Смедерево/Smederevo), η βυζαντινή Σεμενδρία, είναι πόλη στη Σερβία, που βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Δούναβη, περίπου 45 χιλιόμετρα κατάντη της πρωτεύουσας Βελιγράδι. Είναι πρωτεύουσα της επαρχίας Ποντουνάβλιε, στην ανατολική Σερβία. Σήμερα έχει πληθυσμό 64.175 κατοίκων (2011) ενώ το σύνολο των κατοίκων της μείζονος διοικητικής του περιοχής ανέρχεται σε 108.209 (2011).

Η ιστορία του ξεκινάει τον 1ο αιώνα π.Χ., με τις κατακτήσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν υπήρχε εκεί μια πόλη ονόματι Vinceia. Η σύγχρονη πόλη έχει τις ρίζες της στο τέλος του Μεσαίωνα όταν ήταν πρωτεύουσα (1430-39 και 1444-59) του τελευταίου ανεξάρτητου Σερβικού κράτους πριν από την Οθωμανική κατάκτηση.

Το Σμέντερεβο είναι σημαντικό βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο μεταλλουργικό εργοστάσιο SARTID, καθώς και μεγάλο βιομηχανικό λιμάνι του Δούναβη.

Ονόματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα Σερβικά η πόλη είναι γνωστή ως Смедерево, στα Λατινικά, Ιταλικά, Ρουμανικά και Ελληνικά ως Σεμενδρία, στα Ουγγρικά ως Szendrő ή Vég-Szendrő και στα Τούρκικα ως Σεμέντιρε..

Το όνομα του Σμεντέρεβο καταγράφηκε για πρώτη φορά σε Καταστατικό Χάρτη του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Βασιλείου Β΄ του 1019, στο τμήμα που σχετίζεται με την Επαρχία του Μπρανίτσεβο (επισκοπή της Αρχιεπισκοπής της Αχρίδας). Αλλη έγγραφη αναφορά βρίσκεται στο Χάρτη του Δούκα Λάζαρου της Σερβίας από το 1381, με την οποία έδωσε το Μοναστήρι της Ραβάνιτσακαι χωριά και περιουσίες «στο Μεγάλο Μπόγκοσαβ με την κοινότητα και την κληρονομιά».

Η λατινικοϊταλική ονομασία εμφανίζεται επίσης στα Belogradum et Semendria και Belgrado e Semendria, δύο από τα βραχύβια συνώνυμα του 20ου αιώνα της Λατινικής τιτουλάριας επισκοπής του Βελιγραδίου, που καταργήθηκε το 1948 υπέρ της κατοικημένης Λατινικής Αρχιεπισκοπής του Βελιγραδίου και της νεοϊδρυθείσας τιτουλάριας επισκοπής Alba marittima.

Θυρεός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θυρεός του Σμεντέρεβο χρησιμοποιεί δύο αποχρώσεις του μπλε, που αποκλίνουν από τις εραλδικές αρχές (μόνο μία απόχρωση κάθε χρώματος, σε αντίθεση με αυτές). Επίσης η λωρίδα με το έτος 1430 τοποθετείται πάνω από την ασπίδα. Τα στοιχεία του έμβληματος είναι έξι λευκοί δίσκοι διατεταγμένοι 3 + 2 + 1, που αντιπροσωπεύουν τα σταφύλια, το φρούριο του Σμεντέρεβο και οι σκούρες μπλε και λευκές οριζόντιες γραμμές (που αντιπροσωπεύουν το Δούναβη).

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Την 7η χιλιετία π.Χ. ο πολιτισμός Στάρτσεβο υπήρχε για μια χιλιετία και τον διαδέχτηκε ο πολιτισμός Βίντσα της 6ης χιλιετίας π.Χ. που άκμασε στην περιοχή. Οι Παλαιοβαλκανικές φυλές των Δακών και των Θρακών εμφανίστηκαν στην περιοχή τη 2η χιλιετία π.Χ., ενώ οι Κέλτες Σκορδίσκοι επέδραμαν στα Βαλκάνια τον 3ο αιώνα π.Χ.

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κατέλαβε τη Βιντσέια τον 1ο αιώνα π.Χ. Εντάχθηκε στη Μοισία, αργότερα στην Ανω Μοισία[1] και με τις διοικητικές μεταρρυθμίσεις του Διοκλητιανού (244-311) ανήκε στη Διοίκηση των Μοισιών και στη συνέχεια στη Διοίκηση της Δακίας. Ήταν από τις σημαντικότερες πόλεις της Ανω Μοισίας, κοντά στη συμβολή των ποταμών Μάργου και Βρόγγου.

Ιδρυτής της σημερινής πόλης ήταν ο Σέρβος πρίγκιπας Γεώργιος Μπράνκοβιτς το 15ο αιώνα, που έχτισε το Φρούριο του Σμεντέρεβο το 1430 ως νέα σερβική πρωτεύουσα. Το Σμεντέρεβο ήταν η κατοικία του Μπράνκοβιτς και πρωτεύουσα της Σερβίας από το 1430 έως το 1439, όταν καταλήφθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μετά από δίμηνη πολιορκία.

Το 1444, σύμφωνα με τους όρους της Ειρήνης του Σέγκεντ μεταξύ του Βασιλείου της Ουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο σουλτάνος ​​επέστρεψε το Σμεντέρεβο στο Γεώργιο Μπράνκοβιτς, που ήταν σύμμαχος του Ιωάννη Ουνυάδη. Στις 22 Αυγούστου 1444 ο Σέρβος πρίγκιπας κατέλαβε ειρηνικά την εκκενωμένη πόλη. Όταν ο Ουνυάδης παραβίασε τη συνθήκη ειρήνης ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς παρέμεινε ουδέτερος. Η Σερβία έγινε πεδίο μάχης μεταξύ του Βασιλείου της Ουγγαρίας και των Οθωμανών και ο οργισμένος Μπράνκοβιτς συνέλαβε τον Ουνυάδη μετά την ήττα του στη Δεύτερη Μάχη του Κοσσυφοπεδίου το 1448. Ο Ουνυάδης φυλακίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα στο Φρούριο του Σμεντέρεβο.

Εσωτερικό του Φρούριου του Σμεντέρεβο
Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου

Το 1454 ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ πολιόρκησε το Σμεντέρεβο και ερήμωσε τη Σερβία. Η πόλη απελευθερώθηκε από τον Ουνυάδη, αλλά το 1459 καταλήφθηκε πάλι από τους Οθωμανούς μετά το θάνατο του Μπράνκοβιτς. Η πόλη έγινε τουρκικό συνοριακόφρούριο και έπαιξε σημαντικό ρόλο στους Οθωμανοουγγρικούς πολέμους μέχρι το 1526. Λόγω της στρατηγικής του θέσης το Σμεντέρεβο σταδιακά ανακαινίστηκε και διευρύνθηκε. Για μεγάλο χρονικό διάστημα η πόλη ήταν η πρωτεύουσα του ομώνυμου σαντζακίου.

Το φθινόπωρο του 1476 ένας ενωμένος στρατός Ούγγρων και Σέρβων προσπάθησε να ανακαταλάβει το φρούριο από τους Οθωμανούς. Κατασκεύασαν τρία ξύλινα αντιφρούρια, αλλά μετά από πολλούς μήνες πολιορκίας ήρθε ο ίδιος ο Σουλτάνος ​​​​Μωάμεθ Β΄ για να τους εκδιώξει. Μετά από σκληρή μάχη οι Ούγγροι συμφώνησαν να αποσυρθούν. Το 1494 ο Παλ Κίνισι προσπάθησε να ανακαταλάβει το Σμεντέρεβο από τους Οθωμανούς, αλλά έπαθε παράλυση και πέθανε. Το 1512 ο Ιωάννης Ζαπόλια πολιόρκησε την πόλη ανεπιτυχώς.

Κατά την Πρώτη Σερβική Εξέγερση το 1806 η πόλη έγινε προσωρινή πρωτεύουσα της Σερβίας, καθώς και έδρα του Πραβιτελστβούγιουσι σοβιέτ, μιας κυβέρνησης με επικεφαλής τον Ντοσιτέι Ομπράντοβιτς. Το πρώτο βασικό σχολείο ιδρύθηκε το 1806. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη καταλήφθηκε από Γερμανικές δυνάμεις, που αποθήκευσαν στο φρούριο πυρομαχικά. Στις 5 Ιουνίου 1941 μια καταστρεπτική έκρηξη προξένησε σοβαρές ζημιές το φρούριο και σκότωσε περίπου 2.000 κατοίκους.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Σμεντέρεβο έγινε βιομηχανικό και πολιτιστικό κέντρο της επαρχίας Ποντούναβλιε. Στο πλαίσιο της συνολικής βιομηχανικής ανάπτυξης της Σοσιαλιστικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας οι υποδομές της πόλης ενισχύθηκα. Λόγω της ιδανικής γεωγραφικής θέσης της, η σοσιαλιστική κυβέρνηση υποστήριξε την κατασκευή δρόμων, πολυκατοικιών και δεκάδων εργοστασίων.

Μερικά από τα πιο σημαντικότερα εργοστάσια που κατασκευάσθηκαν και ανακαινίσθηκαν την περίοδο μεταξύ της δεκαετίας του 1950 και του τέλους της δεκαετίας του 1980 ήταν το Zέλβοζ (Χέροι Σρμπα την περίοδο της ΣΟΔΓ), που ανακαινίσθηκε το 1966, και ένα νέο χαλυβουργείο που κατασκευάστηκε στα περίχωρα του Σμεντέρεβο εκείνη την εποχή, το Σάρτιντ (MKS κατά την περίοδο της ΣΟΔΓ), που ήταν πλήρως λειτουργικό το 1971.

Πανόραμα της πόλης κατά μήκος της όχθης του Δούναβη

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Σμεντέρεβο έχει πρόσφατη ιστορία βαριάς βιομηχανίας και μεταποίησης, αποτέλεσμα της ενεργού και εκτεταμένης εκβιομηχάνισης της περιοχής που υλοποίησε το καθεστώς του Τίτο τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Προηγουμένως όλη αυτή η γεωγραφική περιοχή είχε επικεντρωθεί σε μεγάλο βαθμό στη γεωργική παραγωγή. Η πόλη διαθέτει τη μοναδική σε λειτουργία χαλυβουργία της χώρας - τη Ζελέζαρα Σμεντέρεβο, παλαιότερα γνωστή ως Σάριντ, που βρίσκεται στο προάστιο Ράντινατς. Ιδιωτικοποιήθηκε και πωλήθηκε στη U.S. Steel το 2003 33 εκατομμύρια δολάρια.

Μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση η U.S. Steel πώλησε το εργοστάσιο στην κυβέρνηση της Σερβίας για συμβολικό 1 $ για να αποφύγει το κλείσιμό του. Το εργοστάσιο μετονομάστηκε σε Ζελέζαρα Σμεντέρεβο και απασχολεί περίπου 5.400 εργαζόμενους. Τέλος, το έτος 2016, η σερβική κυβέρνηση κατόρθωσε να συνάψει μια συμφωνία με τον κινεζικό όμιλο HeSteel, που αγόρασε τα πραγματικά περιουσιακά στοιχεία με 46 εκατομμύρια δολάρια, που πολλοί θεωρούν λιγότερο από την τρέχουσα αξία του.

Το εργοστάσιο οικιακών συσκευών «Mίλαν Μπλαγκόγεβιτς» είναι το δεύτερο σημαντικότερο εργοστάσιο της πόλης. Το Σμεντέρεβο είναι επίσης μια γεωργική περιοχή, με σημαντική παραγωγή φρούτων και αμπελιών. Ωστόσο ο μεγάλος γεωργικός συνεταιρισμός «Γκόντομιν» βρίσκεται σε οικονομική δυσχέρεια από τη δεκαετία του 1990 και είναι σχεδόν ανενεργός από το 2005. Η ποικιλία σταφυλιών γνωστή ως Σμενέρβκα έχει πάρει το όνομά της από την πόλη. Το εργοστάσιο «Ισχρανα» αποτελεί σημαντικό προμηθευτή προϊόντων αρτοποιίας στη βόρεια και ανατολική Σερβία.

Ποτάμια κυκλοφορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υποδομή της ποτάμιας κυκλοφορίας της πόλης αποτελείται από την πλωτή οδό του Δούναβη, το παλιό λιμάνι, τη μαρίνα, το νέο λιμάνι, τον τερματικό σταθμό υγρού φορτίου της Γιούγκπετρολ, καθώς και τις μικρότερες αποβάθρες, που βρίσκονται κατά μήκος της όχθης στη βιομηχανική ζώνη. Το λιμάνι είναι εγκεκριμένο για διεθνή κυκλοφορία και βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Εχει τη δυνατότητα μεταφόρτωσης 1,5 εκατομμυρίων τόνων ετησίως. Η πόλη έχει σημαντικές αναπτυξιακές προοπτικές στον τομέα της ποτάμιας κυκλοφορίας, τόσο εμπορευματικής όσο και επιβατικής.

Δημογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η «Μουριά του Καραγιώργη», κάτω από την οποία ο Καραγιώργης πήρε τα κλειδιά της πόλης κατά την εξέγερση του 1805.
Ξενοδοχείο Grand – Regija

Κατά την απογραφή του 2011 υπήρχαν 108.209 κάτοικοι στη διοικητική περιοχή της πόλης, από τους οποίους 101.908 ήταν Σέρβοι και 2.369 Ρομά.

Μεταβολή πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικά ο πληθυσμός της σημερινής περιοχής του Σμεντέρεβο, αστικός και μη, έχει ως εξήςT:

1805-1941 (εκτίμηση)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ετος 1805 1834 1874 1884 1900 1905 1910 1921 1931 1941
Αστικός 4,000 3,907 8,343 6,600 7,141 7,097 7,411 8,500 10,500 11,500
Μη αστικός n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a
Σύνολο n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a n/a

1948-σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ετος 1948 1953 1961 1971 1981 1991 2002 2011
Αστικός 14,206 18,328 27,182 40,192 55,369 63,884 62,805 64,175
Μη αστικός 45,339 47,804 50,500 50,458 51,997 51,733 47,004 44,034
Σύνολο 59,545 66,132 77,682 90,650 107,366 115,617 109,809 108,209

Εθνότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εθνοτική σύνθεση σύμφωνα με την απογραφή του 2011 φαίνεται παρακάτω:

Ετος Αστικός Μη αστικός Σύνολο
Αριθμός % Αριθμός % Αριθμός %
Σέρβοι 59,798 93.18% 42,110 95.63% 101,908 94.18%
Αλβανοί 45 0.07% 6 0.01% 51 0.05%
Bόσνιοι 6 0.01% 1 0.002% 7 0.006%
Βούλγαροι 18 0.03% 9 0.02% 27 0.02%
Μπούνιεβτσι 2 0.003% 0 0% 2 0.002%
Βλάχοι 6 0.01% 0 0% 6 0.006%
Γκόραντσι 11 0.02% 0 0% 11 0.01%
Γιουγκοσλάβοι 87 0.14% 23 0.06% 110 0.1%
Ούγγροι 99 0.15% 21 0.05% 120 0.11%
Σλαβομακεδόνες 224 0.35% 167 0.38% 291 0.27%
Μουσουλμάνοι 44 0.07% 17 0.04% 61 0.06%
Γερμανοί 12 0.02% 3 0.007% 15 0.01%
Ρομά 1,921 2.99% 448 1.02% 2,369 2.19%
Ρουμάνοι 23 0.04% 44 0.1% 67 0.06%
Ρώσοι 27 0.04% 10 0.02% 37 0.03%
Σλοβάκοι 8 0.01% 5 0.01% 13 0.01%
Σλοβένοι 17 0.03% 3 0.007% 20 0.02%
Ουκρανοί 8 0.01% 5 0.01% 13 0.01%
Κροάτες 131 0.2% 30 0.07% 161 0.15%
Μαυροβούνιοι 235 0.37% 36 0.08% 271 0.25%
Αλλοι 101 0.16% 38 0.09% 139 0.13%
Δε δήλωσαν 729 1.14% 351 0.8% 1,080 1%
Τοπικά αυτοπροσδιοριζόμενοι 29 0.05% 6 0.01% 35 0.03%
Αγνωστης 591 0.92% 801 1.82% 1,392 1.29%
Σύνολο 64,175 100.00% 44,034 100.00% 108,209 100.00%


Αδελφοποίηση με πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φρούριο του Σμεντέρεβο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Φρούριο του Σμεντέρεβο κατασκευάστηκε μεταξύ 1427 και 1430 με εντολή του Δεσπότη Γεώργιου Μπράνκοβιτς, ηγεμόνα του Δεσποτάτου της Σερβίας. Ενισχύθηκε περαιτέρω από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που είχε καταλάβει την πόλη, στα τέλη του αιώνα.

Το φρούριο άντεξε αρκετές πολιορκίες από τους Οθωμανούς και τους Σέρβους, επιβιώνοντας σχετικά αβλαβές. Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπέστη σοβαρές ζημιές, από εκρήξεις και βομβαρδισμούς. Το 2009 τελούσε υπό εκτεταμένες εργασίες αποκατάστασης και συντήρησης και παρ' όλα αυτά παραμένει «μια από τα σπάνιες διατηρημένες αυλές των μεσαιωνικών Σέρβων ηγεμόνων».

Το Φρούριο του Σμεντέρεβο ανακηρύχθηκε εθνικό Πολιτιστικό Μνημείο Εξαιρετικής Σημασίας το 1979. Το 2010, το φρούριο τοποθετήθηκε στον προσωρινό κατάλογο για πιθανή ανακήρυξή του ως Μνημείου Παγκόσμιας Κληρονομιάς (UNESCO)

Θέση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Φρούριο του Σμεντέρεβο, 45 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Βελιγραδίου, καλύπτει 113 στρέμματα στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Βρίσκεται σε στρατηγική τοποθεσία στη δεξιά όχθη του ποταμού Δούναβη στην τριγωνική πεδιάδα που σχηματίζεται στη συμβολή των ποταμών Δούναβη και Γέζαβα, μόλις 72 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η θέση του αυτή επέτρεψε στη Σερβική πρωτεύουσα να παραμείνει κοντά στο Χριστιανικό Βασίλειο της Ουγγαρίας, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούσε το Σουλτάνο Μουράτ Β΄ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτρέποντας την ανεξέλεγκτη εισβολή των Ούγγρων στην κοιλάδα του Μοράβα.

Η θέση του φρουρίου, που συνδέει τα Βαλκάνια με την Κεντρική Ευρώπη, το έχει καταστήσει σημαντικό θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο επί αιώνες, βοηθούμενο σήμερα από την ένταξή του στον Πανευρωπαϊκό διάδρομο Χ. Ο Δούναβης το συνδέει επίσης με πολλές άλλες ιστορικές τοποθεσίες, κυρίως με το Βελιγράδι και το προάστιό του Βίντσα, το Νόβι Σαντ, το φρούριο Γκόλουμπατς, το Λέπενσκι Βιρ και το Βιμινάκιο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νότια τείχη και τάφρος της εσωτερικής πόληςI
Υπολείμματα του Δεσποτικού Ανακτόρου

Εν μέσω της αναταραχής της οθωμανικής κατάκτησης των Βαλκανίων στις αρχές του 15ου αιώνα, οι Χριστιανοί ηγεμόνες της περιοχής έχασαν αρκετές μάχες, όπως εκείνη του Κοσσυφοπεδίου και η πολιορκία του Βελίκο Τίρνοβο. Ο Δεσπότης Στέφανος Λαζάρεβιτς έπρεπε να διατηρήσει το Δεσποτάτο της Σερβίας σε μια ευαίσθητη ισορροπία μεταξύ των Οθωμανών και των Ούγγρων. Περί το 1403 δέχτηκε να γίνει υποτελής στο Βασιλιά της Ουγγαρίας Σιγισμούνδο και ίδρυσε τη νέα πρωτεύουσα στο Βελιγράδι, του του παραχωρήθηκε ως ανταμοιβή. Μετά το θάνατο του Στεφάνου το 1426 ο Γεώργιος Μπράνκοβιτς, ανιψιός και διάδοχος του Στέφανου, όφειλε να επιστρέψει το Βελιγράδι στους Ούγγρους. Για να αντισταθμίσει αυτή την απώλεια ο Γεώργιος αποφάσισε να χτίσει μια νέα πρωτεύουσα και η επιλογή του ήταν το Σμεντέρεβο.

Το Σμεντέρεβο, που δεν είχε προγενέστερο οικισμό, επιλέχθηκε για διάφορους λόγους. Το 1428, κατά τη διάρκεια του πολέμου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Βενετία, οι Ούγγροι και οι Οθωμανοί συμφώνησαν να αναγνωρίσουν το Μπράνκοβιτς ως ανεξάρτητο ηγεμόνα της Σερβίας, μετατρέποντάς τον έτσι σε κράτος-ουδέτερη ζώνη. Μια σύμβαση καθιέρωσε επίσης την Οθωμανική επικυριαρχία επί της Σερβίας, σε συνδυασμό με την παραμονή της ως υποτελούς της Ουγγαρίας. Λόγω της μακροβιότερης σχέσης με την Ουγγαρία και των θρησκευτικών διαφορών με τους Οθωμανούς (η Ουγγαρία και η Σερβία ήταν χριστιανικές, σε σύγκριση με τους Μουσουλμάνους Τούρκους), προτιμήθηκε η πρωτεύουσα να είναι πιο κοντά στην Ουγγαρία από ότι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η θέση του Σμεντέρεβο στο Δούναβη, μεταξύ Βελιγραδίου και Γκόλουμπατς, παρείχε εύκολη πρόσβαση σε άλλα σημεία κατά μήκος του ποταμού. Επίσης επέτρεπε τον έλεγχο της κυκλοφορίας στο Δούναβη, συμπεριλαμβανομένης της παρεμπόδισης της εισόδου της Ουγγαρίας στην κοιλάδα του Μοράβα, που ικανοποίησε τους Τούρκους.

Το φθινόπωρο του 1428 ξεκίνησε η οικοδόμηση της πρωτεύουσας. Το 1430 ολοκληρώθηκε το πρώτο μέρος του φρουρίου, συμπεριλαμβανομένου ενός ανακτόρου και αρκετών άλλων κτιρίων για να σχηματιστεί μια εσωτερική πόλη. Οι εργασίες σε ένα οχυρωμένο προάστιο και πρόσθετες οχυρώσεις συνεχίστηκαν μέχρι το 1439.

Στις 20 Απριλίου 1434 παντρεύτηκαν στο νέο φρούριο η νεώτερη κόρη του Γεώργιος Μπράνκοβιτς Αικατερίνη και ο Ούλριχ Β΄ του Τσέλιε. Αυτός ο γάμος προκάλεσε ένταση στις φιλικές σχέσεις που είχε ο Δεσπότης με την Υψηλή Πύλη, γιατί η συγγένεια του Ούλριχ με τη Βασίλισσα της Ουγγαρίας υποδήλωνε μια αυξημένη Σερβοουγγρική συμμαχία. Ετσι ο Βεζίρης Μεχμέτ Σαριτζέ πασάς έφτασε στο Σμεντέρεβο στα μέσα του 1434 με ένα μήνυμα από την Αδριανούπολη. Αυτό ανέφερε ότι η ασφάλεια της Σερβίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσω του γάμου της μεγαλύτερης κόρης του Μπράνκοβιτς με το Σουλτάνο Μουράτ Β΄. Μετά από πολλή διαβούλευση, το συμβούλιο που συγκλήθηκε στο παλάτι συναίνεσε και κανονίστηκε η Μάρα να αρραβωνιαστεί το Σουλτάνο. Το φθινόπωρο ο έστειλε μερικούς από τους «επιφανέστερους βεζίρηδές» του για να παραλάβουν την αρραβωνιαστικιά του.

Στις 14 Αυγούστου 1435 υπογράφηκε επίσημη σύμβαση «αδελφοσύνης και φιλίας» μεταξύ της Σερβίας και της Δημοκρατίας της Βενετίας στην αίθουσα του θρόνου του Σμεντέρεβο. Η σύμβαση αυτή επέφερε την αναγνώριση του Γεώργιου και των γιών του ως Βενετών πολιτών. Στις αρχές Ιουνίου του 1439 η ειρήνη με τους Οθωμανούς, που είχε επιτευχθεί μέσω του γάμου της Μάρα με το Σουλτάνο, έπαψε να ισχύει. Με επικεφαλής το Μουράτ Β΄ 130.000 Τούρκοι στρατιώτες κατέλαβαν τους λόφους γύρω από το Σμεντέρεβο. Ο Μπράνκοβιτς έσπευσε στην Ουγγαρία για βοήθεια, αφήνοντας στη θέση του το γιο του Γκργκούρ. Η βοήθεια δεν ήρθε, αλλά το Σμεντέρεβο αντιστάθηκε στην επίθεση, ακόμα και όταν ο Μουράτ έφερε κανόνια.

Θέα προς το βόρειο τείχος και το Δούναβη.

Σχεδόν τρεις μήνες αργότερα, στις 18 Αυγούστου 1439, η πείνα ανάγκασε τους Σέρβους να παραδοθούν. Οι πρίγκιπες Γκρίγκορ και Στέφαν εστάλησαν στη Μικρά Ασία και τυφλώθηκαν, παρά τις πρακκλήσεις της αδελφής τους, τώρα Σουλτάνας, Μάρα. Πέντε χρόνια αργότερα όμως το Σμεντέρεβο, ο Γκρίγκορ και ο Στέφαν επιστράφηκαν στο Μπράνκοβιτς μέ την Ειρήνη του Σέγκεντ.

Γύρω στις αρχές του 1449 ο Μπράνκοβιτς φυλάκισε τον Ούγγρο αντιβασιλέα Ιωάννη Ουνυάδη στα κάτεργα του φρουρίου μέχρι να πληρώσουν λύτρα οι συμπατριώτες του. Το 1453 ο Σουλτάνος ​​Μωάμεθ Β΄ και ο Ισάκ-μπεη Αρμπανάζοβιτς ηγήθηκαν νέας επίθεσης στο Σμεντέρεβο, στο πλαίσιο μιας καταστροφικής επιδρομής στη Σερβία. Οι Τούρκοι απήγαγαν 50.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά κατά τη διάρκεια της επιδρομής, αλλά το Σμεντέρεβο βρισκόταν υπό την ικανή ηγεσία του Θωμά Καντακουζηνού. Παρά το γεγονός ότι είχε μόνο 6.000 άνδρες, σε σύγκριση με τις 20.000 των Οθωμανών, η ​​πόλη άντεξε. Ο ​​Μωάμεθ ο Πορθητής πολιόρκησε Σμεντέρεβο για δεύτερη φορά και το φρούριο πολιορκήθηκε από τους Οθωμανούς και για τρίτη φορά το 1456. Το 1459 Σμεντέρεβο καταλήφθηκε από τους Οθωμανούς, οδηγώντας στην κατάλύση του μεσαιωνικού Σερβικού κράτους.

Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν το φρούριο για αποθήκευση πυρομαχικών Στις 5 Ιουνίου 1941 τα πυρομαχικά εξερράγησαν, προκαλώντας καταστροφές σε ολόκληρο το Σμεντέρεβο και σε οικισμούς σε απόσταση 10 χιλιομέτρων. Μεγάλο μέρος του νότιου τοίχου του φρουρίου καταστράφηκε, ο κοντινός σιδηροδρομικός σταθμός, γεμάτος με ανθρώπους, ισοπεδώθηκε και τα περισσότερα κτίρια της πόλης μετατράπηκαν σε συντρίμμια. Περίπου 2.500 άνθρωποι πέθαναν στην έκρηξη και όλοι οι άλλοι κάτοικοι τραυματίστηκαν (περίπου 5.500). Περαιτέρω ζημιές προκάλεσε βομβιστική επίθεση από τους Συμμάχους το 1944.

Σημερινή και μελλοντική χρήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φρούριο χρησιμοποιείται σήμερα ως πάρκο της πόλης και περιστασιακά φιλοξενεί φεστιβάλ, συναυλίες, εκθέσεις και άλλες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Στην εσωτερική πόλη έχει χτιστεί μια σκηνή. Στα νοτιοανατολικά ο πρώην ελεύθερος χώρος κατά μήκος του (ποταμού) Γέζαβα έχει τώρα ένα λιμάνι και μια μαρίνα. Επίσης γίνονται συζητήσεις για τον προσδιορισμό συμβατών μελλοντικών, σύγχρονων χρήσεων και για την υλοποίηση σχεδίων αναστήλωσης και ανακαίνισης του φρουρίου.

Πανοραμική άποψη της Μικρής Πόλης (εσωτερική πόλη)
Πανοραμική άποψη της Μεγάλης Πόλης

Πολιτιστική και ιστορική σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φρούριο του Σμεντέρεβο - δεκαετία του 1920

Το Φρούριο του Σμεντέρεβο έχει χαρακτηριστεί ως «ένα από τα πιο εντυπωσιακά και μνημειώδη αρχιτεκτονικά έργα που επιβίωσαν από τη μεσαιωνική Σερβία» και «ο μάρτυρας της Σερβικής δημιουργικής δύναμης». Πρόκειται για μια ακριβή απεικόνιση της παραδοσιακής μεσαιωνικής αμυντικής αρχιτεκτονικής έχει παραμείνει καλά διατηρημένο, χωρίς να υποστεί σημαντική φθορά μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το φρούριο και η γύρω περιοχή έχουν συσσωρευμένες μαρτυρίες για τους πολιτισμούς που αναπτύχθηκαν ανά τους αιώνες, κυρίως μεταξύ του 15ου και του 20ού, παρέχοντας άμεσα τεκμήρια της προόδου του μεσαιωνικού Σερβικού κράτους και της αντίστοιχής του Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Ενα από τα δίτοξα παράθυρα του φρουρίου.

Το φρούριο χτίστηκε από το Γεώργιο Μπράνκοβιτς ως η νέα πρωτεύουσα της Σερβίας. Κατά τη διάρκεια της κατασκευής του η σύζυγος του Μπράνκοβιτς Ειρήνη μιλούσε με τους ξένους επιβλέποντες - τον αδελφό της Γεώργιο Παλαιολόγο Καντακουζηνό και τους άνδρες του - με αποτέλεσμα να συνδέεται στην κοινή αντίληψη με το έργο. Μεταξύ των εργαζομένων, αυτή η σύνδεση, σε συνδυασμό με την απαιτούμενη μακροχρόνια εργασία και τους υψηλούς φόρους, της χάρισε το ψευδώνυμο «Προκλέτα Γερίνα» (Καταραμένη Ειρήνη).

Το μέγεθος της προσπάθειας που απαιτήθηκε προκάλεσε επίσης ποικίλες υπερβολές και ιστορίες, όπως το επικό ποίημα «Στάρινα Νόβακ ι Κνιεζ Μπόγκοσαβ» («ο γέροντας Νόβακ και ο Αρχοντας Μπόγκοσαβ»), που ανέφερε ότι πολλοί άνθρωποι κατέφυγαν στα δάση και έγιναν «χαϊντούκοι» {αντάρτες) για να γλυτώσουν από τους φόρους και τη σκληρή εργασία. Ενώ υπήρχαν στην πραγματικότητα χαϊντούκοι στην περιοχή, δεν είναι σαφές αν στην πραγματικότητα είχαν σχέση με την κατασκευή του φρουρίου.

Από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε το πρώτο του τμήμα, το Φρούριο του Σμεντέρεβο έγινε γρήγορα σημαντικός κόμβος μεταξύ των Βαλκανίων και της Κεντρικής Ευρώπης. Λίγο μετά την ίδρυσή της η πόλη έφθασε στην κορύφωση της σημασίας της ως θρησκευτικό, οικονομικό και εμπορικό κέντρο, κατοικούμενο κυρίως από Σέρβους και παροικίες εμπόρων, κυρίως από το Ντουμπρόβνικ. Περίπου την ίδια εποχή μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στην εκκλησία του φρουρίου τα λείψανα του Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστή, που έγινε ο προστάτης άγιος του Σμεντέρεβο.

Σε σχέση με την ίδια την κατασκευή, στην εσωτερική πόλη αξιόλογη είναι η αίθουσα του θρόνου, που αποτελεί σημαντικό δείγμα της σερβικής μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής. Ψηλά στο πέτρινο τείχος στην πλευρά του Δούναβη, τέσσερις ομάδες δίτοξων παραθύρων είναι ανοιγμένα σε συνδυασμό γοτθικού και ρομανικού ρυθμού. Εδώ υπογράφηκε μια εμπορική συμφωνία μεταξύ της Δημοκρατίας της Βενετίας και του Δεσποτάτου της Σερβίας.

Ο πύργος με την επιγραφή του Δεσπότη.

Υπάρχει επίσης ένας πύργος στην εσωτερική πόλη με μεγάλη επιγραφή από τούβλα που αναφέρει το Γεώργιο Μπράνκοβιτς και τη χρονολογία κατασκευής. Αναφέρει: «Προς το Χριστό τον Κύριο ο πιστός δεσπότης Γκουργκ, ο Άρχων των Σέρβων και των Παραλίων της Ζέτα. Με τη εντολή Του αυτή η πόλη χτίστηκε το έτος 6938 [1430]».) Πάνω από αυτή είναι ένας εντοιχισμένος σταυρός, από τον οποίο ο πύργος πήρε τα ονόματά του «Κρστάτα κούλα» (πύργος Κρστάτα) και πύργος «Κστάτσα». Αυτός ο τύπος επιγραφής είναι σπάνιος και βρίσκεται μόνο σε πρώην Βυζαντινά εδάφη. Είναι η μοναδική του είδους της στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Στο τοιχισμένο προάστιο βρίσκονται τα ελάχιστα πλέον υπολείμματα των δύο σημαντικότερων κατασκευών. Το ένα ήταν ένα ιερό συγκρότημα, το Μπλαγκοβέστενσκα κρα (Εκκλησία του Ευαγγελισμού), όπου φυλάσσονταν τα λείψανα του Αγίου. Αν και η κατασκευή του άρχισε το 15ο αιώνα, ολοκληρώθηκε σε διάφορες ιστορικές φάσεις. Η δεύτερη κατασκευή ήταν ένα τουρκικό λουτρό του τ 17ου αιώνα.

Επί χρόνια το Φρούριο του Σμεντέρεβο αντιστάθηκε ως η τελευταία άμυνα κατά των Οθωμανικών επιθέσεων. Κατά την επίθεση τους το 1439 έγινε επίσης η πρώτη περιοχή στη Σερβία που αντιμετώπισε πυροβόλο κανόνι. Όταν καταλήφθηκε το 1459 έγινε κέντρο τουρκικού σαντζακίου. Αργότερα το Σμεντέρεβο ήταν επαρχία της Μοναρχίας των Αψβούργων και μεταξύ 1805 και 1807 ήταν και πάλι το κέντρο του αναβιώσαντος Σερβικού κράτους.

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σχέδιο του Φρούριου του Σμεντέρεβο


Το Φρούριο του Σμεντέρεβο είναι ένα μνημειώδες συγκρότημα, χτισμένο σύμφωνα με τη Βυζαντινή παράδοση και σχεδιάστηκε με πρότυπο τα Τείχη της Κωνσταντινούπολης. Αν και τα θεμέλιά του δεν σχεδιάστηκαν να είναι κάτω από το νερό, ταξινομείται ως υδατοφρούριο επειδή είναι εντελώς περιβαλλόμενο από νερό. Μετά την ολοκλήρωση του φρουρίου η στρατιωτική του σημασία μειώθηκε και έγιναν λίγες αλλαγές στην κατασκευή του, με αποτέλεσμα ο αρχικός αρχιτεκτονικός του ρυθμός να διατηρείται μέχρι σήμερα.

Το φρούριο περιβάλλεται από 1,5 χιλιόμετρα τείχη με πάχος 2 μέτρων και 25 πύργους ύψους περίπου 25 μέτρων. Οι δύο πλευρές του συνορεύουν με τους ποταμούς Δούναβη και Γέζαβα, αν και ο δεύτερος έχει πλέον διευθετηθεί μακριά από τα τείχη. Η τρίτη πλευρά είχε δύο τάφρους που προστέθηκαν στο αμυντικό σύστημα, μία για την εσωτερική πόλη και μία για το προάστιο. Η περιοχή νότια των εξωτερικών τειχών ήταν ανοικτή.

Κατασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπήρχαν τέσσερις κύριες φάσεις στην κατασκευή του φρουρίου. Οι εργασίες για το πρώτο τμήμα, ένα οχυρωμένο αρχοντικό για το Δεσπότη Γεώργιο Μπράνκοβιτς στη συμβολή των ποταμών, ξεκίνησε το φθινόπωρο του 1428.

Υπό την επίβλεψη του Γεώργιου Παλαιολόγου Καντακουζηνού, του μεγαλύτερου αδελφού της συζύγου του Δεσπότη Ειρήνης Μπράνκοβιτς, συγκεντρώθηκαν ξυλεία, ασβέστης και τεράστιες πέτρες από τις πρώην Ρωμαϊκές πόλεις Mόνς Αουρέους (το σημερινό χωριό Σεόνε, δυτικά του Σμεντέρεβο), Mάργκουμ (στις εκβολές του Μεγάλου Μοράβα), και το Βιμινάκιο. Την άνοιξη του 1429 εργάτες Ελληνες και από τη Ραγούσα ξεκίνησαν την κατασκευή της τοιχοποιίας. Το 1430 ολοκληρώθηκε το κομψό αρχοντικό. Περιλάμβανε ένα ανάκτορο εκτεινόμενο κατά μήκος του τείχους της τάφρου, την αίθουσα του θρόνου στο τείχος του Δούναβη, ένα πύργο το Ντόνζον κούλα, στη γωνία που σχηματίζεται από τα τείχη. ένα θησαυροφυλάκιο σε ένα υψηλό θάλαμο και άλλα βοηθητικά κτίρια, δημιουργώντας μια εσωτερική πόλη.

Θέα του Δούναβη από πύργο της εσωτερικής πόλης

Η αίθουσα του θρόνου, όπου ο Μπράνκοβιτς δεχόταν τους επισκέπτες του, ήταν χτισμένη με τέσσερα δίτοξα παράθυρα, διαμορφωμένα σε μικτό γοτθικό / ρομανικό ρυθμό. Το Ντόνζον κούλα προοριζόταν για τελευταία γραμμή άμυνας. Κατασκευάστηκε με τοίχους πάχους άνω των 4 μέτρων και εκεί κατέφευγαν οι ευγενείς κατά τις Τουρκικές επιθέσεις. Στο τείχος του Γέζαβα ανοίχθηκαν μυστικά περάσματα, που επέτρεπαν τη διαφυγή προς την Ουγγαρία.

Τα επόμενα εννέα χρόνια πέρασαν με την επέκταση των οχυρώσεων ώστε να συμπεριλάβουν ένα μεγαλύτερο τειχισμένο προάστιο, ολοκληρώνοντας έτσι το κύριο φρούριο. Στο προάστιο χτίστηκε σταδιακά από το 15ο αιώνα ένα εκκλησιαστικό συγκρότημα και προστέθηκε ένα τουρκικό λουτρό από τους Οθωμανούς το 17ο αιώνα. Υπήρχε μια πύλη για τα πλοία στο τείχος του Δούναβη του προαστίου, από όπου οι ναύτες μπορούσαν να μπουν στο φρούριο. Δεν είναι σαφές εάν χτίστηκαν μόνιμα κτίρια κατοικιών.

Μεταξύ 1460 και 1480, ενώ κατεχόταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κατασκευάστηκε ένα μεγαλύτερο αμυντικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων τοίχων αντιστήριξης, χαμηλών τειχών και περισσότερων πύργων. Κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα προστέθηκαν οχυρωμένες τάφροι.

Σημερινή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βαθμός φθοράς του φρουρίου κυμαίνεται ευρέως, από τον κρστάτα κουλά, που είναι ακόμη σε καλή κατάσταση μέχρι τμήματα των τειχών που δεν έχουν επισκευαστεί και έχουν καταρρεύσει σε κάποιες θέσεις.

Το νοτιοδυτικό τείχος του οχυρωμένου προαστίου
Το νοτιοανατολικό τείχος του οχυρωμένου προαστίου

Η πρώτη και σοβαρότερη ζημιά συνέβη κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις 5 Ιουνίου 1941 τα πυρομαχικά που φυλάσσονταν στο φρούριο εξερράγησαν, καταστρέφοντας όχι μόνο ένα μεγάλο μέρος του νότιου τείχους, αλλά και αποδεκατίζοντας το μεγαλύτερο μέρος του Σμεντέρεβο. Περαιτέρω ζημιές προκλήθηκαν από το βομβαρδισμό των συμμάχων το 1944.

Ένα φράγμα στις Σιδηρές Πύλες, που ολοκληρώθηκε το 1972, ανύψωσε τη στάθμη του νερού της λεκάνης του κάτω Δούναβη και προκάλεσε σημαντικές πλημμύρες. Από το 1970 έως το 1980 δημιουργήθηκε ένα σύστημα για την προστασία του φρουρίου και της γύρω πόλης από μελλοντική ανύψωση των υδάτων, ωστόσο υπήρξαν και πάλι μεγάλες πλημμύρες το 2006, αποτέλεσμα της έντονης βροχόπτωσης και του λιωσίματος του χιονιού.

Το φρούριο αποτέλεσε το επίκεντρο των προσπαθειών αποκατάστασης και συντήρησης, ακολουθούμενης από αρχαιολογική και αρχιτεκτονική έρευνα, τουλάχιστον από το 1970. Το μεγαλύτερο μέρος των μέχρι σήμερα εργασιών πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1970 και 1995. Ενώ ορισμένα τμήματα επισκευάστηκαν τουλάχιστον μερικώς, σε άλλα έγιναν μόνο εργασίες συντήρησης και βρίσκονται ακόμη σε κακή κατάσταση.

Στην εσωτερική πόλη η θεμελίωση είναι το μόνο μέρος του παλατιού που διατηρείται και η αίθουσα του θρόνου έχει μόνο ένα περίγραμμα όπου ήταν η βάση του. Οτι διατηρείται έχει αποκατασταθεί μερικώς και είναι πλέον σταθερό, αν και παραμένουν ζητήματα ανάπτυξης της βλάστησης και μόνιμης συντήρησης. Οι περιμετρικοί πύργοι εξακολουθούν να απαιτούν εργασίες, καθώς πολλοί έχουν καταρρεύσει. Την αποκατάσταση της πόλης ακολούθησε το 1994-1995 αρχαιολογική έρευνα.

Το οχυρωμένο προάστιο είναι ακόμα σε πολύ κακή κατάσταση. Τμήματα του τείχους δεν υπάρχουν και αρκετοί πύργοι έχουν πάρει κλίσει ή μερικώς καταρρεύσει. Στο γωνιακό πύργο πίσω από τον τουρκικό πύργο επιγραφής και στο τείχος κατά μήκος του Δούναβη έχουν γίνει εργασίες συντήρησης και ο νότιος τοίχος, που έχει επανειλημμένα επισκευασθεί ως μέρος ενός αναχώματος, είναι σταθερός, αλλά τα έργα συντήρησης είναι κακής ποιότητας. Αντίθετα περισσότερος χρόνος έχει διατεθεί για αρχαιολογικές ανασκαφές και έρευνες, ειδικά για τα ερείπια του εκκλησιαστικού συγκροτήματος και του τουρκικού λουτρού.

Στον τοίχο αντιστήριξης κατά μήκος του Δούναβη, που είχε μερικώς καταρρεύσει αρκετές φορές, έχουν γίνει εργασίες αποκατάστασης και είναι πλέον σε καλή κατάσταση. Στις άλλες πλευρές, μεγάλο μέρος του τοίχου έχει εξαφανιστεί ή είναι υπόγεια και η συνολική του κατάσταση είναι άγνωστη.

Ο περιβάλλων χώρος απειλείται επίσης, αν και παραμένει σε καλύτερη κατάσταση κατά μήκος του Δούναβη. Οι άλλες δύο πλευρές περιβάλλονται από σύγχρονες υποδομές, όπως μια μαρίνα στην ανατολική πλευρά, ένα σιδηρόδρομο προς τα νότια και ποικιλία άλλων αστικών υποδομών.

Το προγραμματισμένο τελικό αποτέλεσμα των εργασιών είναι η πλήρης αποκατάσταση τόσο του Φρουρίου του Σμεντέρεβο όσο και του άμεσου περιβάλλοντός του, συμπεριλαμβανομένης της μετεγκατάστασης του σιδηροδρόμου, αν και οι εκτιμήσεις του κόστους ποικίλλουν πολύ. Από το 2003 έως το 2004 το κόστος μόνο για τις εργασίες συντήρησης εκτιμήθηκε σε € 10.600.000, ενώ το συνολικό κόστος αποκατάστασης, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης, των επισκευών και της έρευνας, έφτασε τα € 22.000.000. Το 2005 το συνολικό κόστος για τη βασική συντήρηση και την έρευνα μειώθηκε στα 4.000.000 ευρώ.

Τρέχοντες παράγοντες κινδύνου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά τις προσπάθειες δσυντήρησης το φρούριο εξακολουθεί να κινδυνεύει, για φυσικούς και ανθρωπογενείς λόγους. Το υψηλότερο επίπεδο των υπογείων υδάτων που προέκυψε από το φράγμα στις Σιδηρές Πύλες απειλεί τη σταθερότητά του και έχει αυξήσει τον αριθμό των πλημμυρών, ιδιαίτερα πριν τη σταθεροποίηση της ακτής. Η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ανάπτυξη της βλάστησης αυξάνουν το ρυθμό της φθοράς. Οι αστικές παρεμβάσεις, ειδικά από το σιδηρόδρομο, εξακολουθούν να απειλούν το χαρακτήρα της περιοχής που περιβάλλει το φρούριο. Οι απεριόριστες επισκέψεις των τουριστών, σε συνδυασμό με ανεπαρκή προστασία, συντήρηση και υποστήριξη, τόσο διοικητική όσο και οικονομική, συμβάλλουν επίσης στη σταδιακή υποβάθμιση του φρουρίου.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. σελ. 317. Books.google.com. Ανακτήθηκε στις 31 Αυγούστου 2012. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Smederevo στο Wikimedia Commons