Ράιχσβερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Reichswehr
Πολεμική Σημαία της Ράιχσβερ
Ενεργό1935–1945
ΧώραΔημοκρατία της Βαϊμάρης (1919–1933)
Ναζιστική Γερμανία (1933–1935)
ΠίστηΔημοκρατία της Βαϊμάρης
ΡόλοςΈνοπλες Δυνάμεις
Δύναμη115.000 (1921)
ΑρχηγείοΤσόσσεν
Συμπλοκές
Διοίκηση
Συνταγματικά επικεφαλήςΠάουλ φον Χίντενμπουργκ
ΑρχηγόςΧανς φον Ζέεκτ

Η Ράιχσβερ (γερμανικά: Reichswehr‎‎, σε ελεύθερη απόδοση «Αμυντική Δύναμη του Ράιχ», ήταν η ονομασία υπό την οποία λειτούργησε ο γερμανικός στρατός κατά την περίοδο 1919 - 1935 (Δημοκρατία της Βαϊμάρης), μέχρι να συγχωνευτεί με τη νεοδημιουργημένη από το χιτλερικό καθεστώς Βέρμαχτ το 1935.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορική περίοδος μεταξύ του τέλους του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1918 και την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, με συνακόλουθη δημιουργία του Τρίτου Ράιχ ήταν περίοδος μεγάλων εξελίξεων στις γερμανικές στρατιωτικές τάξεις. Ουσιαστικά, η γερμανική στρατιωτική δύναμη οφειλόταν στη δομή και την εκπαίδευση ενός ισχυρού πυρήνα Πρώσων αξιωματικών, καθώς η παράδοση στο Βασίλειο της Πρωσίας ήθελε τους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών να υπηρετούν ως αξιωματικοί του Στρατού, δηλαδή να υπηρετούν τη χώρα και τον βασιλέα τους. Η παράδοση αυτή, που ξεκίνησε από τα τέλη του 18ου αιώνα, "έσπασε" κατά την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων, όταν στις σχολές εκπαίδευσης αξιωματικών επιτράπηκε και η είσοδος και σε μη ευγενείς. Όταν η Πρωσία πέρασε στη βιομηχανική εποχή, τον 19ο αιώνα, η στρατιωτική της τάξη παρέμεινε στην προβιομηχανική εποχή.[1] Τα χαρακτηριστικά αυτά παρέμειναν όχι μόνο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά σε γενικές γραμμές κυριάρχησαν στο σώμα των αξιωματικών και κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: Οι πρωσικές στρατιωτικές παραδόσεις εξόργιζαν τον Χίτλερ, ο οποίος τις λοιδορούσε και τις κατακεραύνωνε σε κάθε ευκαιρία[2]

Δημιουργία και λειτουργία της Ράιχσβερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπογραφή ανακωχής μεταξύ Συμμάχων και Γερμανίας του Κάιζερ υπογράφηκε το 1918. Οι γερμανικές μονάδες επέστρεψαν στη χώρα τους και, όπως προβλεπόταν, διαλύθηκαν. Στη θέση τους, ωστόσο, άρχισαν να εμφανίζονται παραστρατιωτικές οργανώσεις, υπό τη γενική επωνυμία "Φράικορπς" (Freikorps), αποτελούμενες από εθελοντές ενάντιους στο καθεστώς της Βαϊμάρης.[3]

Το 1919 έγινε αποδεκτό από τους Συμμάχους ότι η το καθεστώς της Βαϊμάρης χρειαζόταν ένα μικρό στράτευμα (και όχι παραστρατιωτικές οργανώσεις, οι οποίες άρχισαν να δραστηριοποιούνται αντιμετωπίζοντας "την κομμουνιστική επανάσταση" στο εσωτερικό της χώρας, συμμετέχοντας σε αψιμαχίες με τους Πολωνούς στα ανατολικά σύνορα και αναπτύσσοντας δραστηριότητες στον χώρο γύρω από τη Βαλτική).[3] Στις 6 Μαρτίου 1919 σχηματίστηκε, με διάταγμα, η Vorläufige Reichswehr (= Προσωρινή Εθνική Άμυνα), από τα "υπολείμματα" των πρώην αυτοκρατορικών γερμανικών στρατευμάτων. Αρχικά αποτελέστηκε από 43 ταξιαρχίες, οι οποίες μειώθηκαν σε 20 όταν αναδιοργανώθηκε, την 1η Οκτωβρίου 1919, σχηματίζοντας τον "μεταβατικό στρατό" (Übergangsheer)[4] Η κατάσταση αυτή διήρκεσε μέχρι την 1η Ιανουαρίου 1921, οπότε έλαβε χώρα νέα αναδιοργάνωση του στρατεύματος, σύμφωνα με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Οι ως τότε υπηρετούντες 400.000 άνδρες μειώθηκαν αρχικά σε 200.000. Σύμφωνα με τα άρθρα 159 ως 213 της Συνθήκης, απαγορευόταν ολοσχερώς η χρήση κάθε τύπου αεροσκάφους για πολεμικούς σκοπούς (συνεπώς ο νέος στρατιωτικός σχηματισμός δεν διέθετε καθόλου αεροπορία), το Ναυτικό μπορούσε να χρησιμοποιεί πολεμικά σκάφη με ολική χωρητικότητα κάτω των 10.000 τόνων και διαμέτρημα κανονιών ως 205 mm, ενώ απαγορεύονταν ολοσχερώς τα υποβρύχια, ο στρατός ξηράς δεν μπορούσε να χρησιμοποιεί άρματα μάχης κάθε τύπου (απαγορεύονταν ολοσχερώς), κανόνια διαμετρήματος μεγαλύτερου των 105 mm, η κατασκευή και χρήση χημικών όπλων και απαγορευόταν η συγκρότηση κάθε μορφής Γενικού Επιτελείου.[5]

Με την εφαρμογή της Συνθήκης οι άνδρες της Ράιχσβερ μειώθηκαν σε 100.000, οι οποίοι κατανεμήθηκαν σε δύο κλάδους, τον στρατό ξηράς (Reichsheer, Ράιχσχεερ) και το ναυτικό (Reichsmarine, Ράιχσμαρίνε), το οποίο αριθμούσε μόλις 15.000 άνδρες. Ο στρατός ξηράς αποτελούνταν από δύο ομάδες διοίκησης, επτά μεραρχίες πεζικού και τρεις μεραρχίες ιππικού (τα θωρακισμένα απαγορεύονταν ρητά από τη Συνθήκη).

Προκειμένου να στελεχώσουν με το επιθυμητό δυναμικό τον νέο στρατιωτικό σχηματισμό, οι εκάστοτε κυβερνώντες αποφάσισα η Ράιχσβερ να μπορεί να στρατολογεί στελέχη από τα Φράικορπς. Οι προσπάθειες αυτές γίνονταν σε πολλές περιοχές της Γερμανίας. Αναφέρεται σχετικά ότι στη Σαξωνία παρόμοια προσπάθεια συνάντησε αντιδράσεις ήδη από το 1922 από την τοπική κυβέρνηση, αλλά παρά ταύτα η κεντρική κυβέρνηση ενθάρρυνε τις πρωσικές αρχές να προχωρούν σε παρόμοιες στρατολογήσεις στη Σαξωνία. Οι σε πολιτικό επίπεδο συγκρούσεις στο κρατίδιο είχαν ως συνέπεια σοβαρές πολιτικές εξελίξεις, οδηγώντας μέχρι την απειλή παραίτησης της τοπικής κυβέρνησης αλλά και την εκδήλωση μικρού πραξικοπήματος από πλευράς κομμουνιστών, το οποίο κατεστάλη μεν, αλλά οδήγησε στην αποπομπή του Έριχ Τσάιγκνερ (Erich Zeigner), του σφοδρότερου πολέμιου της στρατολόγησης αυτής.[6]

Σχετικά με την εξέλιξη της Ράιχσβερ, ο τότε ταγματάρχης Κουρτ φον Σλάιχερ έγραφε στον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Φρίντριχ Έμπερτ (Friedrich Ebert) ήδη από τον Ιούνιο του 1919: "Η Πρωσία πρέπει να γίνει Γερμανία και αυτή η Γερμανία πρέπει πρωτίστως να αναπτύξει εσωτερική πολιτική, αυτήν ενός σύγχρονου Φρίντριχ Βίλχελμ Ι... Με τις τεράστιες προσπάθειες και χάρη στην ανιδιοτελή και αφοσιωμένη συνεργασία του σώματος των αξιωματικών έγινε δυνατή η δημιουργία, στο εσωτερικό της Ράιχσβερ, ενός οργάνου, το οποίο η κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει μέχρις ενός σημείου. Το όργανο αυτό πρέπει τώρα να χρησιμοποιηθεί με τη μέγιστη δυνατή ενεργητικότητα για την εξασφάλιση της κρατικής εξουσίας σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και να καταστήσει τους νόμους σεβαστούς...".[1]

Η γενική αρχηγία της Ράιχσβερ ανατέθηκε, στις 11 Οκτωβρίου 1919, στον Χανς φον Ζέεκτ (Hans von Seeckt)[7]. Ο Ζέεκτ σε υπόμνημά του ανέφερε "τον μεγάλο θυμό που νιώθουν οι Γερμανοί αξιωματικοί για τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών". Ανέφερε, επίσης, ότι ήταν αντίθετος με τη συμμετοχή της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών, γιατί "η περί διατήρησης της ειρήνης αντίληψη που έφερε ο οργανισμός αυτός ήταν μη πραγματοποιήσιμη". Εξέφραζε επίσης την άποψη ότι ο πόλεμος είναι επαναλαμβανόμενη ιστορική κατάσταση και ότι το καθήκον του Γερμανού αξιωματικού ήταν να προετοιμάζεται για τον επόμενο πόλεμο, αν και όταν αυτός θα πραγματοποιούνταν.[8]

Σε αντίθεση με άλλους αξιωματικούς, ο Ζέεκτ ήταν ρεαλιστής: Προέβλεψε, και ορθά, ότι το παρελθόν δεν ήταν δυνατό να αναβιώσει και ότι με διατάγματα και ομιλίες δεν ήταν δυνατό να γίνουν αλλαγές στα γεγονότα. Γι' αυτό και στην οργάνωση της Ράιχσβερ καθ' όλη την περίοδο της θητείας του ενήργησε με βάση το απόφθεγμα "Η πολιτική είναι η τέχνη του τι είναι δυνατόν". Στον ιδρυτικό της Ράιχσβερ νόμο της 6ης Μαρτίου 1919 αναγραφόταν: "... Η Ράιχσβερ θα δημιουργηθεί σε δημοκρατική βάση μέσω του συντονισμού των ήδη υφισταμένων μονάδων εθελοντών και με στρατολόγηση νέων εθελοντών...", μόνο που στον νόμο δεν αναγραφόταν ποια ακριβώς ήταν αυτή η "δημοκρατική βάση", παρά μόνον ότι θα ήταν σκόπιμο να ενταχθούν και οι μη εντεταλμένοι αξιωματικοί. Σημαντικότερο, όμως, σημείο ήταν το θέμα ενσωμάτωσης "των ήδη υφισταμένων οργανώσεων εθελοντών και παρομοίων οργανώσεων": Τα Φράικορπς, με τη μονόπλευρη πολιτική τοποθέτηση των μελών τους, επρόκειτο να αποτελέσουν τη βάση του νέου σχηματισμού.[1] Με τον ίδιο νόμο ο ανώτατος αρχηγός της Ράιχσβερ ήταν, κατά προνόμιο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας (τότε ήταν ο Φρίντριχ Έμπερτ), ο οποίος εμπιστευόταν την άσκηση αυτής της αρχηγίας στον Υπουργό Άμυνας (τότε ήταν ο Γκούσταβ Νόσκε (Gustav Noske)), δηλαδή, πρακτικά, στον Πρώσο υπουργό πολέμου.[1]

Με τη διαδικασία αυτή, που συνδύαζε το στρατιωτικό ήθος του (προπολεμικού) πρωσικού γενικού επιτελείου, το οποίο είχε επανέλθει και επιμελώς αποκρυβεί και, για μια ακόμη φορά, φορείς του ήταν αξιωματικοί από την τάξη των ευγενών και την (μορφωμένη) ανώτερη μεσαία τάξη, και νέες ιδέες σχετικά με την τακτική του πολέμου στην ξηρά και στον αέρα. Έτσι ο πυρήνας του στρατού που συγκρότησε ο Ζέεκτ θα αποτελούσε τη βάση για την επέκταση, σε περίπτωση πολέμου, του στρατιωτικού σχηματισμού, στηριζόμενη σε διάφορες παραστρατιωτικές οργανώσεις. Η σε υπουργικό επίπεδο διοίκηση της Ράιχσβερ διατηρούσε τη στρατηγική σχεδίαση και διεύθυνση καλά προστατευμένη στο ίδιο της το εσωτερικό, ενώ ελλείψει γενικού επιτελείου, ορισμένοι τομείς εντοπίζονταν και σε άλλα υπουργεία, όπως αυτό των μεταφορών. Οι αξιωματικοί της Ράιχσβερ πληρούσαν υψηλές προδιαγραφές, τόσο σε νοητικό/μορφωτικό όσο και σε σωματικό επίπεδο, ενώ πολύ υψηλά παρέμεναν τα στάνταρ της εκπαίδευσης, της τακτικής και των επιχειρησιακών τομέων, ώστε να αφομοιώνονται όλες οι σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις. Η στρατηγική και επιχειρησιακή άποψη προέβλεπε ως πιθανούς αντιπάλους της Γερμανίας, σε επικείμενο πόλεμο, τη Γαλλία και την Πολωνία.[9]

Η σχέση μεταξύ Ράιχσβερ και καθεστώτος ποτέ δεν μπόρεσε να διαφύγει από τη σκιά της ήττας. Ο Ζέεκτ αναζητούσε τρόπους να αποκλείσει την "αντάρτικη" πολιτική από τις στρατιωτικές τάξεις, ενώ, απαλλασσόμενος από το "δημοκρατικό ήθος" ο στρατός όφειλε να υπηρετεί πρωτίστως το κράτος και δευτερευόντως τη δημοκρατία. Οι κοινοβουλευτικές δυνάμεις της δεκαετίας του 1920 απέτυχαν να ενσωματώσουν πλήρως τη Ράιχσβερ στον νομοτελεστικό κλάδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, παρά τις αρχικές προς αυτήν συμπάθειες των δεξιών - κεντροδεξιών κομμάτων.[9] Ουσιαστικά, οι στρατιωτικοί αρνήθηκαν να αποδεχθούν ως νόμιμο το δημοκρατικό καθεστώς της Βαϊμάρης και, υπό την ηγεσία του Ζέεκτ, η Ράιχσβερ έγινε ένα είδος "κράτους εν κράτει", καθώς λειτουργούσε, κατά μέγα μέρος, εκτός του ελέγχου των πολιτικών.[10] Υπ' αυτό το ιδιότυπο καθεστώς η Ράιχσβερ δημιούργησε, το 1928, το Ministeramt, δηλαδή το "γραφείο υπουργικών υποθέσεων", υπό την ηγεσία του Κουρτ φον Σλάιχερ, με στόχο την παρασκηνιακή δράση απέναντι στους πολιτικούς.[11]

Η «μαύρη» Ράιχσβερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1921[12] (άλλες πηγές αναφέρουν το 1923[13]) ο Ζέεκτ δημιούργησε την αποκαλούμενη "Arbeits-Kommandos" (Κομμάντος εργασίας), : Αποτελούνταν κυρίως από μέλη παραστρατιωτικών ακροδεξιών οργανώσεων (Φράικορπς), οι οποίοι δρούσαν και ως μεταμφιεσμένοι σε εργάτες και είχαν ως στόχο να βοηθήσουν σε υποθέσεις όπου ο στρατός δεν μπορούσε να εμπλακεί άμεσα. Η Ράιχσβερ, ύστερα από συνεννόηση του Ζέεκτ με τον Φρίντριχ Έμπερτ, ο οποίος εξουσιοδότησε σχετικά τον Ζέεκτ, και ύστερα από μυστική συμφωνία του Ζέεκτ με τον Καρλ Ζέβερινγκ (Carl Severing) στις 7 Φεβρουαρίου 1923, υπουργό εσωτερικών της Πρωσίας, ανέλαβε τη χρηματοδότηση και την εκπαίδευση των ανδρών που θα απάρτιζαν την αποκληθείσα "μαύρη Ράιχσβερ", η οποία τον Σεπτέμβριο του 1923 αριθμούσε 50.000 ως 80.000 άνδρες (ο Ουίλιαμ Σίρερ αναφέρει 20.000 άνδρες[14], με επικεφαλής τον ταγματάρχη Ερνστ φον Μπουχρούκερ (Ernst von Buchrucker) (σε άλλες πηγές αναφέρεται ως Μπρούνο φον Μπρουχρούκερ)[13][15]. Ο έλεγχος αυτής της ομάδας ασκείτο από μια μικρή μυστική ηγετική ομάδα, την "Sondergruppe R", στην οποία περιλαμβάνονταν οι Κουρτ φον Σλάιχερ, Όιγκεν Οττ, Φέντορ φον Μποκ και Κουρτ φον Χάμμερστάιν-Έκβορντ (Kurt von Hammerstein-Equord).[12] Η ομάδα του Μπουχρούκερ σύντομα έγινε γνωστή ως «μαύρη Ράιχσβερ», και απέκτησε πολύ κακή φήμη, καθώς η κύρια πρακτική της ήταν η δολοφονία όσων Γερμανών είχαν επισύρει υποψίες ότι πιθανόν να ήταν πληροφοριοδότες της Συμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου, Επιτροπής δηλαδή που είχε την ευθύνη επίβλεψης του αν η Γερμανία συμμορφωνόταν με τις επιταγές του τμήματος V της Συνθήκης των Βερσαλλιών για τις στρατιωτικές δυνάμεις στη χώρα. Οι δολοφονίες αυτές "δικαιολογούνταν" από το αναβιώσαν σύστημα "Femegerichte" ( = μυστικών δικαστηρίων)[12]. Τις δολοφονίες αυτές διέτασσε η "Sondergruppe R".

Ο Μπρουχρούκερ ενεργώντας μάλλον αυτόβουλα, προσπάθησε αρχικά, αλλά χωρίς επιτυχία, να καταλάβει κυβερνητικά κτίρια στο Βερολίνο.Όταν η απόπειρά του αυτή απέτυχε, κατέλαβε με τους άνδρες του ορισμένα οχυρά γύρω από το Βερολίνο, όπως αυτό του Σπάνταου και του Κυστρίν. Αυτό έγινε την νύκτα της 29ης Σεπτεμβρίου 1923. Αντίθετα από άλλες φορές, ο Ζέεκτ αποφάσισε να δράσει αποφασιστικά κατά του Μπουχρούκερ και της ομάδας του και διέταξε τις δυνάμεις της Ράιχσβερ να ανακαταλάβουν τα οχυρά. Ο επικεφαλής της φρουράς του Κυστρίν συνταγματάρχης Γκουντόβιους (Gudowius) διατηρώντας την ψυχραιμία του, κατάφερε να απωθήσει τους εισβολείς, αλλά στο Σπάνταου η απόπειρα ήταν περισσότερο επιτυχής. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι πραξικοπηματίες των Φράικορπς δεν δέχτηκαν τον λόγο του φον Μποκ ως στελέχους της Ράιχσβερ για τη χορήγηση αμνηστίας, αν παραδίδονταν, αλλά απαίτησαν τον λόγο της τιμής του ως Πρώσου αξιωματικού.[1] Η επιχείρηση είχε λήξει την 1η Οκτωβρίου 1923 με τον Μπουχρούκερ να συλλαμβάνεται. Στη συνέχεια δικάστηκε από δικαστήριο στο Κότμπους και του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης. Ο Ζέεκτ είδε αυτή την απόπειρα πραξικοπήματος ως ευκαιρία για να διαλύσει τη "μαύρη" Ράιχσβερ, πράγμα που προτιμούσε από το να χάσει τον ολοκληρωτικό έλεγχό της.[15]

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως προαναφέρθηκε, η εκπαίδευση των στελεχών ήταν ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου. Ο Ζέεκτ είχε δημιουργήσει 59 διαφορετικές επιτροπές μελέτης των τακτικών του Πρώτου Πολέμου για να αποκομίσουν διδάγματα που θα χρησιμοποιούνταν στην επόμενη σύγκρουση.[16]

Ωστόσο, λόγω των απαγορεύσεων, οι αξιωματικοί δεν ήταν δυνατό να εκπαιδευτούν στα νέα όπλα, των οποίων η ύπαρξη απαγορευόταν από τη Συνθήκη (π.χ. θωρακισμένα). Η Ράιχσβερ αντεπεξήλθε στις απαγορεύσεις αυτές με ποικίλους ευρηματικούς τρόπους, π.χ. πραγματοποιώντας ασκήσεις με θωρακισμένα από χαρτόνι, στηριγμένο επάνω σε ποδήλατα[2] είτε αποστέλλοντας στελέχη της στις Σοβιετικές Ένοπλες Δυνάμεις, προκειμένου να εκπαιδευτούν στα νέα όπλα, ιδιαίτερα στα θωρακισμένα και στην Αεροπορία.[9] Ειδικά για την Αεροπορία το πρώτο βήμα για τη δημιουργία μιας μυστικής γερμανικής "σχολής" αεροπορίας έγινε ήδη από την εποχή του Λένιν το 1920: Οι Γερμανοί ηγέτες απευθύνθηκαν στη Σοβιετική κυβέρνηση, προτείνοντας την δημιουργία εκπαιδευτικών εγκαταστάσεων στο σοβιετικό έδαφος. Το Πολίτμπιρο εξέτασε την πρόταση και την ενέκρινε στο σύνολό της αλλά, προκειμένου να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα, αποφάσισε να οργανώσει τις εκπαιδευτικές εγκαταστάσεις σε μικρές επαρχιακές πόλεις και όχι κοντά στη Μόσχα. Οι Σοβιετικοί επιθυμούσαν να επωφεληθούν από την εμπειρία που οι Γερμανοί είχαν αποκτήσει στον Μεγάλο Πόλεμο. Επιπλέον, η σοβιετική ηγεσία υπολόγιζε στη βοήθεια της Ράιχσβερ για να προσελκύσει τους Γερμανούς βιομηχάνους, ώστε να γίνει δυνατή η ανασύσταση του Σοβιετικού πολεμικού δυναμικού και στα πλαίσια αυτά προσπάθησε να διατηρήσει άριστες σχέσεις με την Ράιχσβερ. Μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Ραπάλλο το 1922 η Ράιχσβερ συνήψε μυστική συμφωνία συνεργασίας με την ΕΣΣΔ: Σύμφωνα με αυτήν επιτρεπόταν στη Γερμανία να δημιουργήσει εγκαταστάσεις στο σοβιετικό έδαφος για να δοκιμάζει εξοπλισμούς που απαγορεύονταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών και να εκπαιδεύει εκεί το προσωπικό της. Με τη σειρά της η γερμανική ηγεσία υποσχέθηκε να συμβάλει στην εξαγωγή τεχνογνωσίας, ώστε η ΕΣΣΔ να αναπτύξει τη δική της αμυντική βιομηχανία, ενώ η σοβιετική πλευρά εξασφάλισε τη συμμετοχή της στις γερμανικές δοκιμές πολεμικού εξοπλισμού, όπως αεροσκάφη, άρματα μάχης και χημικά όπλα.[17]

Η Ράιχσβερ εκπαίδευε πιλότους στο εσωτερικό της Γερμανίας, στο ειδικό κέντρο εκπαίδευσης (Deutsche Verkehrsflieger-Schule), όπου όμως οι εκπαιδευόμενοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνον ελαφρά εκπαιδευτικά αεροσκάφη και επιβατικά Γιούνκερς. Η εκπαίδευση πιλότων με πραγματικά μαχητικά αεροσκάφη ήταν δυνατή μόνον στο εξωτερικό.[17]

Εν τω μεταξύ η καταστρατήγηση της Συνθήκης από πλευράς Ράιχσβερ είχε ήδη αρχίσει: Η Γερμανία διέθετε καμουφλαρισμένες επιχειρήσεις σχεδιασμού και δοκιμών όπλων τόσο στην Ολλανδία όσο και στην Ισπανία.[9] Παράλληλα άρχισε ο σχεδιασμός πολεμικών σκαφών, ο οποίος υλοποιήθηκε αρκετά αργότερα (Οκτώβριος 1932), όταν τα γερμανικά ναυπηγεία κατόρθωσαν να κατασκευάσουν το πρώτο "θωρηκτό τσέπης", το Γκραφ Σπέε, με εκτόπισμα που εμφανίστηκε κάτω από τους 10.000 τόνους (αν και στην πραγματικότητα τους υπερέβαινε, καθώς το πραγματικό του εκτόπισμα ήταν 14.890 τόνοι).[2] Το 1933 ο Χίτλερ αύξησε την δύναμη του στρατού από 8 μεραρχίες σε 24, ενώ το 1935 αριθμός των μεραρχιών είχε φτάσει τις 36, επαναφέροντας μάλιστα την στρατιωτική θητεία. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους ανακοίνωσε την άρση της Συνθήκης των Βερσαλλιών από την πλευρά της Γερμανίας.[18]

Αλλαγή ηγεσίας και άνοδος των Ναζί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ζέεκτ παραιτήθηκε το 1926, καθώς η ηγεσία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης είχε διαπιστώσει τόσο τα φιλομοναρχικά του αισθήματα όσο και τις δικές του πολιτικές φιλοδοξίες. Αντικαταστάθηκε από τον Στρατηγό Βίλχελμ Χέγιε (Wilhelm Heye), ο οποίος παρέμεινε επικεφαλής της Ράιχσβερ ως το 1930.[15] Ο υπουργός άμυνας Βίλχελμ Γκρένερ (Wilhelm Groener) θέλησε να πραγματοποιήσει προσέγγιση της Ράιχσβερ με το υφιστάμενο καθεστώς, το οποίο, όμως, σύντομα άρχισε να αντιμετωπίζει βαθιά πολιτική, κοινωνική και οικονομική κρίση. Για μια ακόμη φορά, λόγω των συνθηκών που διαμορφώθηκαν, η Ράιχσβερ ενεπλάκη στην εσωτερική πολιτική. Οι προσπάθειες τόσο του Γκρένερ όσο και του Χάμμερστάιν-Έκβορντ για τη διατήρηση των δημοκρατικών θεσμών υπονομεύτηκαν από τον Κουρτ φον Σλάιχερ, του οποίου η αποτυχημένη πολιτική της περιόδου 1932-33 κατέληξε να φέρει τον Χίτλερ και το κόμμα του στην εξουσία. Όπως κάποιος παρατήρησε "Ο στρατός ηγήθηκε στη γένεση της Δημοκρατίας αλλά έβαλε το χέρι του και στην ταφή της".[9]

Οι σχέσεις Χίτλερ - Ράιχσβερ ήταν αποφασιστικής σημασίας τόσο για την επικράτηση όσο και για την επιβίωση του Ναζιστικού καθεστώτος. Όπως είναι εμφανές, η Ράιχσβερ έπαιζε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην εσωτερική πολιτική της Γερμανίας του μεσοπολέμου, ενώ οι ηγέτες της, προερχόμενοι από την πρωσική αριστοκρατία στην πλειονότητά τους, είχαν βαθιά ριζωμένες τις παραδόσεις τους αλλά, παράλληλα, ήταν αμετακίνητα συντηρητικοί: Υποστήριζαν (όπως ο Ζέεκτ) την απολυταρχία και επιθυμούσαν ζωηρά τη στρατιωτική ανάμιξη τόσο στη διακυβέρνηση όσο και στη διαμόρφωση πολιτικής, ειδικά σε ένα ασταθές και αδύναμο καθεστώς, όπως αυτό της Βαϊμάρης. Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε, η Ράιχσβερ διατηρούσε ισχυρούς δεσμούς με τις παραστρατιωτικές οργανώσεις των Φράικορπς. Κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1920 επικρατούσε η αντίληψη ότι η Ράιχσβερ θα υποστήριζε, ή ακόμη θα ηγείτο η ίδια, σε αντεπανάσταση - πραξικόπημα για την πτώση του δημοκρατικού καθεστώτος. Οι αντιλήψεις αυτές κατέπαυσαν το 1925, όταν Πρόεδρος της Γερμανίας εξελέγη ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ κι αυτό επειδή οι συντηρητικοί ηγέτες εμπιστεύονταν και συμπαθούσαν ιδιαίτερα τον πρώην στρατιωτικό Χίντενμπουργκ.[19]

Η επικρατούσα ανάμεσα στα στελέχη της Ράιχσβερ ιδεολογία καθώς και οι αντικειμενικοί της στόχοι είχαν πολλά κοινά με το - ανερχόμενο, εκείνη την εποχή - Εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα: Και οι δύο οραματίζονταν την αποκατάσταση της στρατιωτικής ισχύος της Αυτοκρατορικής Γερμανίας, έτρεφαν μίσος για τη συνθήκη των Βερσαλλιών, που εμπόδιζε την αποκατάσταση αυτή, ενώ παράλληλα υποχρέωνε τη χώρα σε δυσβάστακτες πολεμικές αποζημιώσεις και επέφερε την κατοχή της κοιλάδας του Ρουρ από τη Γαλλία. Κοι οι δύο επιθυμούσαν απολυταρχικό διακυβέρνηση, αρκετά ισχυρή για να προστατεύσει τη γερμανική κυριαρχία. Οι κοινοί αυτοί στόχοι θα αρκούσαν για να επιφέρουν πολιτική συμμαχία μεταξύ των Ναζί και της Ράιχσβερ, ωστόσο τα γεγονότα έδειξαν ότι η σχέση μεταξύ αυτών των φορέων υπήρξε περισσότερο προβληματική παρά αρμονική. Ο Χίτλερ είχε μερικούς υποστηρικτές ανάμεσα στους ανώτατους αξιωματικούς της Ράιχσβερ, αλλά οι υπόλοιποι μάλλον τον αντιπαθούσαν και δεν μπορούσαν να τον δουν ούτε ως εθνικό ηγέτη ούτε σαν επικεφαλής στρατιωτικής δύναμης: Περισσότερο τον θεωρούσαν ως οργανωτή διαμαχών στους δρόμους για αψιμαχίες με συμμετοχή μπράβων και τραμπούκων. Συνεπώς, αποτελούσε μια απλή αναλαμπή, που θα εκφυλιζόταν τόσο σύντομα, όσο γρήγορα είχε ανέλθει. Ο ισχυρότερος επικριτής του ήταν ο αρχιστράτηγος της Ράιχσβερ Κουρτ φον Χαμμερστάιν - Έκβορτ (Kurt von Hammerstein-Equord), ο οποίος περιέγραφε τους Ναζί ως "εγκληματική συμμορία" και "διεστραμμένους"[19].

Ράιχσβερ και SA[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερνστ Ρεμ, ο οποίος αποτελούσε τον κινητήριο μοχλό της παραστρατιωτικής οργάνωσης SA διατηρούσε πάντα πολύ καλές σχέσεις με αρκετούς αξιωματικούς της Ράιχσβερ. Ήδη από το 1921, λίγο μετά την ίδρυσή της, η SA άρχισε να παρέχει στα στελέχη της εκπαίδευση στρατιωτικού τύπου, κάτι που ο Χίτλερ σταμάτησε μόλις το αντιλήφθηκε.[20] Το σημείο αυτό επέφερε τριβές μεταξύ Χίτλερ και Ρεμ, με συνέπεια ο Ρεμ να αναχωρήσει για τη Βολιβία το 1925. Το 1930 την αρχηγία της SA ανέλαβε ο ίδιος ο Χίτλερ, διαπιστώνοντας ότι η SA αριθμούσε περισσότερους άνδρες απ' όσους διέθετε η Ράιχσβερ (150.000 έναντι 100.000)[19]. Ο Ρεμ επανήλθε το 1931, ύστερα από νέα πρόσκληση του Χίτλερ και ανέλαβε ηγετικό ρόλο στην SA. Η επάνοδος του Ρεμ, όμως, σηματοδοτεί και την επάνοδο του αρχικού του σκοπού, να δημιουργήσει τον "αντικαταστάτη" της Ράιχσβερ με την SA. Ο τότε Καγκελάριος Χάινριχ Μπρύνινγκ έχει αντιληφθεί τις προθέσεις και την πρακτική του Ρεμ και διατάσσει τη διάλυση τόσο της SA όσο και της SS, στέλνοντας αστυνομία στα γραφεία τους. Ο Μπρύνινγκ, όμως, απομακρύνεται από τα καθήκοντά του το 1932 και ο Χίτλερ καταφέρνει να μεταπείσει τον νέο Καγκελάριο Φραντς φον Πάπεν ώστε να ακυρώσει την απόφαση του προκατόχου του (Ιούνιος 1932). Ήδη όμως, το 1932, χάρη στη δραστηριότητα του Ρεμ, η SA έχει φθάσει να αριθμεί 400.000 άνδρες[21] Οι αξιωματικοί της Ράιχσβερ, έχοντας αντιληφθεί τις προθέσεις της ηγεσίας της SA, κυρίως από τις πολιτικές ομιλίες στελεχών της, στις οποίες γινόταν λόγος για την SA ως "λαϊκού επαναστατικού στρατού, που προορίζεται να αντικαταστήσει, ακόμη και με τα όπλα, την Ράιχσβερ", έχουν ισχυρά θορυβηθεί. Ο Χίτλερ, βέβαια, καθώς θέλει να προσεταιριστεί την Ράιχσβερ για να μην αντιμετωπίσει προβλήματα στις πολιτικές του επιδιώξεις, απορρίπτει τις βλέψεις αυτές: Το 1932, σε συνάντησή του με τους ηγέτες της Ράιχσβερ, τους διαβεβαίωσε ότι η SA δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια πολιτιστική και πολιτική κίνηση, δεν έχει καμία φιλοδοξία στο στρατιωτικό επίπεδο, ούτε βεβαίως να "αντικαταστήσει" την Ράιχσβερ. Υποσχέθηκε στους στρατηγούς ότι μια ναζιστική κυβέρνηση θα τερμάτιζε το καθεστώς της δημοκρατίας, θα εγκαθίδρυε απολυταρχική κυβέρνηση και, το σημαντικότερο για τους στρατιωτικούς, θα αγνοούσε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, με άμεση συνέπεια την επέκταση και τον επανεξοπλισμό της Ράιχσβερ.[19] Ωστόσο, ο Χίτλερ δεν λέει ολόκληρη την αλήθεια: Ο στόχος του Ρεμ ήταν και παρέμενε όντως να υποκαταστήσει την Ράιχσβερ με την SA. Ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο οποίος έχει ήδη υποχρεωθεί, ως διευθύνον στέλεχος της SA, να δεχτεί "φρουρά" 24.000 ανδρών της, τους οποίους αδυνατεί να ελέγξει ο ίδιος, καταφεύγει έντρομος στον Χίτλερ. Ο τελευταίος διαβλέπει τόσο τον κίνδυνο απώλειας ελέγχου της SA, της οποίας το δυναμικό αυξάνεται ραγδαία, όσο και την άνοδο του Ρεμ σε πολιτικό επίπεδο, με την υποστήριξη της SA.

Οι υποσχέσεις του Χίτλερ κέρδισαν την - επιφυλακτική - εμπιστοσύνη ορισμένων ηγετικών στελεχών της Ράιχσβερ, ωστόσο ο Χάμμερστάιν-Έκβορτ συνέχισε να μην εμπιστεύεται τον Χίτλερ και να ενεργεί παρασκηνιακά εναντίον του. Τον Δεκέμβριο του 1932, όταν υπήρχε η διαμάχη για την καγκελαρία μεταξύ Κουρτ φον Σλάιχερ και Χίτλερ, ο Έκβορτ επισκέφθηκε τον πρόεδρο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ και τον προέτρεψε να μην αποδεχτεί τον Χίτλερ ως καγκελάριο, γεγονός που προκάλεσε τον ψόγο του από πλευράς Χίντενμπουργκ, καθώς "ο στρατηγός επενέβαινε σε θέματα πολιτικής". Λίγες ημέρες μετά την ανάληψη της καγκελαρίας από τον Χίτλερ, αυτός έσπευσε να συναντηθεί ξανά με τους ανώτατους ηγέτες της Ράιχσβερ και να επαναλάβει τη δέσμευσή του σχετικά με την επέκταση της Ράιχσβερ. Προς επίρρωση των λόγων του, διόρισε υπουργό Άμυνας τον Βέρνερ φον Μπλόμπεργκ, ο οποίος χωρίς να είναι μέλος του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, ήταν υπέρμαχος του Φύρερκαι, βέβαια, στρατηγός της Ράιχσβερ.[19] Ωστόσο, σχεδόν αμέσως τόσο ο Μπλόμπεργκ όσο και ο στενός φίλος του στρατηγός Βάλτερ φον Ράιχεναου (Walther von Reichenau), επίσης ένθερμος υποστηρικτής του Χίτλερ και σύνδεσμος μεταξύ υπουργείου και Ράιχσβερ, άρχισαν να ανησυχούν για την εντεινόμενη πίεση από την αριθμητική αύξηση της SA. Ο επικεφαλής της, Ρεμ, είχε τοποθετηθεί στο Εθνικό Συμβούλιο Άμυνας και από τη θέση αυτή άρχισε να επιζητεί να αποκτήσει πολύ περισσότερη επιρροή σε στρατιωτικά θέματα: Στις 2 Οκτωβρίου απέστειλε επιστολή στους Μπλόμπεργκ και Ράιχεναου, στην οποία έγραφε: "Βλέπω πλέον τη Ράιχσβερ μόνον ως εκπαιδευτική δύναμη για τον γερμανικό λαό. Η διεξαγωγή του πολέμου και η επικείμενη κινητοποίηση δεν είναι δικό της έργο, είναι έργο της SA".[15][22] Ωστόσο, η τοποθέτηση του Μπλόμπεργκ στο υπουργείο Άμυνας κατέστησε επισφαλή τη θέση του Έκβορτ, ο οποίος παραιτήθηκε στο τέλος του 1933. Ο υπουργός επέβλεψε προσωπικά την αρχική φάση επέκτασης της Ράιχσβερ, όπως αυτή είχε σχεδιαστεί και διατεχθεί από τον Χίτλερ, ενώ παράλληλα εξέδιδε και δικές του διαταγές, με σκοπό να εντυπωσιάσει και να "καλοπιάσει" τον καγκελάριο, όπως, για παράδειγμα, διατάσσοντας την αποπομπή από τις τάξεις της Ράιχσβερ 74 στρατιωτών εβραϊκής καταγωγής, μόνον επί τη βάσει της φυλετικής τους προέλευσης.[19] Πιθανόν παρόμοιες διαταγές να αποσκοπούσαν στο να πείσουν τον Χίτλερ για την αφοσίωση του Μπλόμπεργκ, καθώς ο Ρεμ εισσηγούνταν, πλέον, ανοικτά στον Χίτλερ την αντικατάσταση του Μπλόμπεργκ από τον ίδιο. Η δύναμη του Ρεμ είχε αυξηθεί σε ιδιαίτερα επικίνδυνο βαθμό, καθώς η SA αριθμούσε, στα τέλη του 1933, περισσότερα από 3 εκατομμύρια μέλη, ενώ κάποιοι από τους ηγέτες της διατυμπάνιζαν συνθήματα όπως "περιμένετε να πεθάνει ο γερο-Χίντενμπουργκ και στη συνέχεια η SA θα βαδίσει εναντίον της Ράιχσβερ". Ο Χίτλερ, διαβλέποντας και ο ίδιος τον ισχυρό κίνδυνο απέναντι στον Ρεμ, δεν ενέδωσε στις απαιτήσεις του, γεγονός που έκανε τον Ρεμ ακόμη πιο επικίνδυνο και σε στρατιωτικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο. Σε κάποια ομιλία του, ο Ρεμ αναφερόμενος στον Χίτλερ, τον αποκάλεσε "γελοίο δεκανέα".[19]

Οι τριβές μεταξύ Ράιχσβερ και SA είχαν πλέον φθάσει σε κομβικό σημείο έντασης. Οι αξιωματικοί της Ράιχσβερ δεν μπορούσαν πλέον να παραβλέπουν το γεγονός ότι ο Ρεμ είχε ως στόχο του να τους ενσωματώσει στη δύναμη της SA: Ο Χίτλερ βρισκόταν πλέον ενώπιον διλήμματος: Θα εξακολουθούσε να υποστηρίζει τη δύναμη χάρη στην οποία επικράτησε, την SA, ή θα υποστήριζε τον εξ επαγγέλματος μικρό αλλά πολύ εκπαιδευμένο στρατό, που αντιπροσώπευε η Ράιχσβερ;[15] Το θέμα ήρθε να υπερτονίσει το τελεσίγραφο του προέδρου Χίντενμπουργκ τον Ιούνιο: Ο Μπλόμπεργκ, επισκεπτόμενος τον Χίτλερ, του μετέφερε τη θέληση του προέδρου να διευθετηθεί η διένεξη και να λυθεί το πρόβλημα, διαφορετικά θα βρισκόταν στην ανάγκη να κηρύξει στρατιωτικό νόμο και να πάρει ολόκληρη τη Ράιχσβερ υπό τις δικές του διαταγές.[23] Ο Χίτλερ, σταθμίζοντας σοβαρά την κατάσταση και τον ανταγωνισμό που ολοένα και περισσότερο αύξανε από πλευράς Ρεμ, δεν δίστασε να υποστηρίξει έμπρακτα τη Ράιχσβερ: Διέταξε τη σύλληψη και εκτέλεση όλων των ηγετικών στελεχών της SA, αποστολή που εμπιστεύτηκε στην SS. Οι διαταγές του εκτελέστηκαν κατά γράμμα και με αποφασιστικότητα: Από τις 30 Ιουνίου ως τις 2 Ιουλίου συνελήφθησαν περισσότερα από 200 στελέχη της SA, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο Ρεμ, τα οποία είτε κλήθηκαν να αυτοκτονήσουν, όπως ο Ρεμ, ο οποίος αρνήθηκε, είτε, σε περίπτωση άρνησής τους, εκτελέστηκαν. Η περίοδος αυτή έμεινε γνωστή στην ιστορία ως η "Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών" ή "Πραξικόπημα Ρεμ" (Röhm-Putsch). Η εξέλιξη αυτή καθησύχασε τους στρατιωτικούς της Ράιχσβερ και ανανέωσε την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του.

Η επιρροή του Χίτλερ στη Ράιχσβερ ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, όταν, στις 2 Αυγούστου 1934, ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ απεβίωσε. Ο φύρερ μπόρεσε να συγκεντρώσει τις εξουσίες προέδρου - καγκελάριου στο άτομό του, γεγονός που τον έκανε επικεφαλής του κράτους, της κυβέρνησης και ανώτατο διοικητή του στρατού. Η πράξη αυτή του Χίτλερ ήταν ασφαλώς αντισυνταγματική, αλλά ο Χίτλερ αντεπεξήλθε τα νομικά κωλύματα προγραμματίζοντας δημοψήφισμα, χάρη στο οποίο απέκτησε ισχυρή λαϊκή υποστήριξη. Σχεδόν αμέσως μετά το δημοψήφισμα, ο Μπλόμπεργκ φρόντισε να αλλάξει - ύστερα από επίμονες υποδείξεις του Χίτλερ - τον "Reichswehreid", τον όρκο που έδιδαν όλοι όσοι υπηρετούσαν στην Ράιχσβερ: Ο όρκος που έδιδαν ως τότε οι στρατιωτικοί ήταν προς το Σύνταγμα. Ο Μπλόμπεργκ το άλλαξε, υποχρεώνοντας το στράτευμα να μην ορκίζεται πλέον προς το Σύνταγμα, αλλά σε ένα και μόνο πρόσωπο, αυτό του Αδόλφου Χίτλερ.[24] Οι Γερμανοί στρατιωτικοί δεν οφείλουν πλέον υπακοή στο κράτος, οφείλουν υπακοή στον Χίτλερ και κάθε απείθεια σε διαταγή του τους καθιστά επίορκους.

Το 1935 ο Χίτλερ έδωσε εντολή σημαντικής στρατιωτικής επέκτασης με επαναφορά της στρατιωτικής θητείας των πολιτών και την αύξηση των ενεργών μεραρχιών σε 36. Η εντολή αυτή ικανοποίησε πολύ τους στρατηγούς της Ράιχσβερ. Σχετική ανακοίνωση, ολοσχερώς "ξερή", έκανε στις 16 Μαρτίου 1935 ο υπουργός Προπαγάνδας Γιόζεφ Γκέμπελς.[25] Μολονότι υπήρξε μια μικρή αναταραχή στη Γαλλία και στη Βρετανία, καμία από τις δύο δυνάμεις δεν αντέδρασε στην ανακοίνωση της επέκτασης αυτής, η οποία κατάφωρα παραβίαζε τη συνθήκη των Βερσαλλιών. Το επόμενο βήμα ήταν η αναδιοργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων εν γένει, εντολή που δόθηκε στις 10 Μαΐου 1935: Η αναδιοργάνωση αυτή επέφερε τη μετονομασία της Ράιχσβερ σε Βέρμαχτ, τη στρατιωτική δύναμη που δημιούργησε και έλεγχε το ναζιστικό καθεστώς.[19]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 F. L. Carsten, Francis Ludwig Carsten, Reichswehr Politics, University of California Press, 1973, σελ. 3 στο Google Books
  2. 2,0 2,1 2,2 Ρειμόν Καρτιέ, Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Πάπυρος, Αθήνα, 1964, τ. Α΄.
  3. 3,0 3,1 Reichswehr - The Armed Forces 1918-1935 by Jason Pipes
  4. Axis History: Introduction to the Reichswehr
  5. «Treaty of Versailles: Articles 159-213, Military, Naval and Air Clauses». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Ιανουαρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουνίου 2014. 
  6. Benjamin Lapp, Revolution from the Right: Politics, Class, and the Rise of Nazism in Saxony, 1919-1933, BRILL, 1997, σελ 81 στο Google Books
  7. Bongard, David, "Seeckt, Hans von" στην The Harper Encyclopedia of Military Biography ed. Trevor Dupuy, Curt Johnson & David Bongard, New York: HarperCollins, 1992) σελ. 670-671
  8. Wolfram Wette, The Wehrmacht, Cambridge: Harvard University Press, 2006
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Oxford Companion to Military History: Reichswehr στο Answers.com
  10. Eberhard Kolb, 'The Weimar Republic, London, Routledge, 2005, σελ. 172
  11. John Wheeler-Bennett, The Nemesis of Power, London, Macmillan, 1967, σελ. 198
  12. 12,0 12,1 12,2 Sir John Wheeler-Bennett, The Nemesis of Power: German Army in Politics, 1918-1945, Palgrave Macmillan Publishing Company, New York, 2005
  13. 13,0 13,1 «Historical dictionary of Weimar Republik, Black Reichswehr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουλίου 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Ιουνίου 2014. 
  14. William Shirer, The Rise and Fall of the 3rd Reich, (1961), σελ. 60 (υποσημ.)
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 Zachary Shore, A Sense of the Enemy: The High Stakes History of Reading Your Rival's Mind (Google eBook), Oxford University Press, 9 Ιαν 2014
  16. Murray, Williamson & Millet, Alan, A War To Be Won, Cambridge, Belknap Press, 2000.
  17. 17,0 17,1 D.A. Sobolev, D.B. Khazanov, The German Imprint on the History of Russian Aviation στο Airpages: Aviation of WWII, A secret aviation school
  18. Οι Γερμανοί στρατηγοί μιλούν, Liddell Hart, εκδόσεις Λιναίος, σελ. 71
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 19,7 Alpha History: Hitler and the Reichswehr
  20. Marcus Wendel, Axis History: History of the Sturmabteilung
  21. Wolfgang Benz, A Concise History of the Third Reich, University of California Press, 2006 στο Google books, σελ. viii, Glossary
  22. Kenneth Alford, Nazi Millionaires: The Allied search for hidden SS Gold, 2002 σ. 5
  23. Wheeler-Bennett, Nemesis of Power: The German Army in Politics 1918–1945, 2005, σελ. 319–320
  24. WDE: August 1934 - Vereidigung der Wehrmacht auf Hitler angeordnet: Vorauseilender Gehorsam des "Gummilöwen".
  25. William Shirer, The Berlin Diaries, εγγραφή 16ης Μαρτίου 1935

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Reichswehr στο Wikimedia Commons