Πύργος της Μπελέμ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 38°41′29.72″N 9°12′57.55″W / 38.6915889°N 9.2159861°W / 38.6915889; -9.2159861

Μνημείο Παγκόσμιας
Κληρονομιάς της UNESCO
Μοναστήρι των Ιερωνυμιτών και Πύργος της Μπελέμ στη Λισαβόνα
Επίσημο όνομα στον κατάλογο μνημείων Π.Κ.
Χάρτης
Χώρα μέλοςΠορτογαλία Πορτογαλία
ΤύποςΠολιτιστικό
Κριτήριαiii, vi
Ταυτότητα263
Ιστορικό εγγραφής
Εγγραφή1983 (7η συνεδρίαση)

Ο πύργος της Μπελέμ (πορτογαλικά: Torre de Belém), γνωστός και ως πύργος του Αγίου Βικεντίου,[1] είναι οχυρωμένος πύργος στην ενορία Μπελέμ, στη Λισαβόνα, Πορτογαλία. Κατασκευάστηκε τον 16ο αιώνα. Μαζί με το κοντινό μοναστήρι των Ιερωνυμιτών, έχουν ανακηρυχθεί μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς,[2] λόγω της σχέσης του με τις θαλάσσιες ανακαλύψεις των Πορτογάλων κατά την Εποχή των Ανακαλύψεων. Η κατασκευή του πύργου διατάχθηκε από τον βασιλιά Ιωάννη Β΄ της Πορτογαλίας για να αποτελεί τμήμα της άμυνας στις εκβολές του Τάγου και να μνημείο αφιερωμένο στις ανακαλύψεις του Βάσκο ντα Γκάμα.[3] Το μνημείο αποτελεί εξέχον παράδειγμα του ρυθμού μανουελίνο.[4] Κατασκευάστηκε από ασβεστόλιθο και αποτελείται από ένα προμαχώνα και ένα τετραώροφο πύργο ύψους 30 μέτρων.[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του πύργου

Στο τέλος του 15ου αιώνα, ο βασιλιάς Ιωάννης Β΄ της Πορτογαλίας είχε σχεδιάσει αμυντικό σύστημα στις εκβολές του Τάγου, το οποίο βασιζόταν στο φρούριο του Κασκάις και Σάο Σεμπαστιάο (ή Τόρρε Βέλια) στη Καπαρίκα, στις νότιες όχθες του ποταμού.[5] Αυτά τα οχυρά δεν προστάτευαν επαρκώς τις εκβολές του ποταμού, με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η κατασκευή επιπλέον οχυρώσεων. Στο «Χρονικό του Ιωάννη Β΄», το οποίο εμφανίστηκε το 1545,[6] ο συγγραφέας Γκαρσία δε Ρεσέντρε επιβεβαιώνει ότι η οχύρωση της Λισαβώνας ήταν ανεπαρκής και επέμενε στην κατασκευή οχυρώσεων κατά μήκος της εισόδου του ποταμού.[7] Εκεί, διέταξε την «κατασκευή ενός ισχυρού οχυρού», αλλά απεβίωσε πρωτού σχεδιαστεί. Ο βασιλιάς Εμμανουήλ Α΄ της Πορτογαλίας επανεξέτασε την πρόταση 20 χρόνια αργότερα και διέταξε την κατασκευή στρατιωτικής οχύρωσης στο βόρειο όριο του Τάγου στην Μπελέμ.

Οι εργασίες άρχισαν σε ένα ακρωτήριο από βασάλτη σε μικρή απόσταση από τις όχθες, χρησιμοποιώντας πέτρες οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του μοναστηρίου της Σάντα Μαρία δε Μπελέμ. Ο πύργος σχεδιάστηκε από τον στρατιωτικό αρχιτέκτονα Φρανσίσκο δε Αρούντα,[8] και το 1516 άρχισε να παραλαμβάνει 763 ογκόλιθους και 504 λίθους για την κατασκευή. Καθώς η κατασκευή του οχυρού συνεχιζόταν, οι εκβολές του Τάγου φυλάσσονταν από ένα βαριά οπλισμένο πολεμικό πλοίο, γνωστό και ως Grande Nau.[9][10] Το κτίριο ολοκληρώθηκε το 1519, μόλις δύο χρόνια πριν τον θάνατο του Εμμανουήλ. Το 1521, το οχυρό ονομάστηκε κάστρο του αγίου Βικεντίου (Castelo de São Vicente de Belém),[7][11] πολιούχου της Λισαβόνας.

Το 1580, μετά από ολιγόωρη μάχη, η φρουρά σταθμευμένη στον πύργο παραδόθηκε στις Ισπανικές δυνάμεις υπό την εξουσία του Δούκα της Άλμπα. Μετά την ήττα, ο πύργος μετατράπηκε σε φυλακή μέχρι το 1830.[7][11] Στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα ξεκίνησε η κατασκευή των προμαχώνων των Φιλιππίνων. Ένας τετράγωνος διώροφος χώρος κατασκευάστηκε στον προμαχώνα. Το 1589, ο Φίλιππος Α΄ της Πορτογαλίας ζήτησε από τον Ιταλό μηχανικό Ζοάο Βισέντσιο Καζάλε να χτίσει ένα ισχυρό οχυρό στη θέση του «άχρηστου κάστρο του Σάο Βισέντε».[7] Αν και ο μηχανικός παρέδωσε τρία σχέδια, με την κατασκευή ενός ακόμη μεγαλύτερου εξωτερικού προμαχώνα, το έργο δεν υλοποιήθηκε.

Ο πύργος της Μπελέμ όπως φαίνεται από την πλευρά του ποταμού

Ανάμεσα στο 1780 και στο 1782, υπό τη βασιλεία της Μαρίας Α΄ της Πορτογαλίας, ο στρατηγός Γκιγιέρμε δε Βαλερέ κατασκεύασε το Φόρτε δο Μπον Σουκέσο, το οποίο συνδεόταν με διάδρομο με τον πύργο.[7] Ο πύργος αναβαθμίστηκε στρατιωτικά το 1809-14. Ο βασιλιάς Μιχαήλ Α΄ της Πορτογαλίας (1828-1834) χρησιμοποίησε τον πύργο για να φυλακίσει τους φιλελεύθερους πολιτικούς του αντιπάλους,[1] ενώ άλλο τμήμα τους χρησιμοποιήθηκε ως τελωνείο για τα πλοία μέχρι την κατάργηση του φόρου το 1833.[7][11][12]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της Μαρίας Β΄, ο Αλμέιδα Γκάρετ διαμαρτυρήθηκε για την εγκατάλειψη του και αφού έπεισε τον Δούκα της Τερσέιρα, ξεκίνησε η ανακαίνιση από τον στρατιωτικό μηχανικό Αντόνιο δε Αζεβέδο ε Κούνια.[7] Κατεδάφισε τον προμαχώνα των Φιλιππίνων και επέκτεινε τα ρεβαϊβαλιστικά στοιχεία το 1845-1846. Το 1865-67 ένας δέκτης τηλέγραφου τοποθετήθηκε στη νότια πλευρά κτιρίου. Η κατασκευή ενός εργοστασίου φυσικού αερίου κοντά στον πύργο προκάλεσε αντιδράσεις.[7]

Οι πρώτες κινήσεις για τη διατήρηση και αποκατάσταση του πύργου άρχισαν στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Αρχικά, ο πύργος πέρασε στην κατοχή του υπουργείο Οικονομικών το 1940, το οποίο ανέλαβε μικρής κλίμακας επιδιορθώσεις. Ο αρχιτέκτονας τοπίων Αντόνιο Βιάνα Μπαρέτο άρχισε ένα τριετές έργο για την ενσωμάτωση του πύργου στην τοπική ακτογραμμή.[7] Το 1983, ο χώρος φιλοξένησε την 17η Ευρωπαϊκή Έκθεση Τέχνης, Επιστημών και Πολιτισμού. Την ίδια χρονιά ο Πύργος της Μπελέμ ανακηρύχθηκε μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.

Τη δεκαετία του 1990, η ιδιοκτησία μεταβιβάστηκε στο Πορτογαλικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, το οποίο άρχισε την πλήρη αποκατάσταση του κτιρίου, η οποία διήρκησε από τον Φεβρουάριο 1997 μέχρι τον Ιανουάριο του 1998. Η αποκατάσταση περιλάμβανε την ενίσχυση του πύργου και του προμάχωνα, των ατσάλινων υποστηριγμάτων του νότιου μπαλκονιού και τον καθαρισμό του κτιρίου και των αγαλμάτων του Αγίου Βικεντίου και του Αρχάγγελου Μιχαήλ.[13] Το 1999 η αποκατάσταση έλαβε το βραβείο Europa Nostra.[10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Walter Crum Watson (1908). Portuguese architecture. A. Constable & Co. Ltd. σελίδες 181–182. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2009. 
  2. UNESCO. «Monastery of the Hieronymites and Tower of Belém in Lisbon». United Nations. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2009. 
  3. International Council on Monuments and Sites (2008). «Monastery of the Hieronymites and Tower of Belém in Lisbon (Portugal)» (PDF). Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2009. 
  4. Donald F. Lach (1994). Asia in the making of Europe. University of Chicago Press. σελίδες 57–64. ISBN 0-226-46730-9. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2009. 
  5. IGESPAR - Instituto de Gestão do Património Arquitectónico e Arqueológico, επιμ. (2011). «A Torre de São Vicente XVIII» (στα Πορτογαλικά). Lisbon, Portugal: IGESPAR. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουλίου 2011. 
  6. Elisabeth Feist Hirsch (31 Ιουλίου 1967). Damião de Gois: The Life and Thought of a Portuguese Humanist, 1502-1574. Springer Science & Business Media. σελ. 197. ISBN 978-90-247-0195-7. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 7,6 7,7 7,8 IGESPAR - Instituto de Gestão do Património Arquitectónico e Arqueológico, επιμ. (2011). «Cronologia» (στα Portuguese). Lisbon, Portugal: IGESPAR. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Αυγούστου 2016. Ανακτήθηκε στις 16 Ιουλίου 2011. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  8. Colum Hourihane (6 Δεκεμβρίου 2012). The Grove Encyclopedia of Medieval Art and Architecture. Oxford University Press. σελ. 277. ISBN 978-0-19-539536-5. 
  9. «Tower of Belém». World Monuments Fund. Ανακτήθηκε στις 7 Απριλίου 2010. 
  10. 10,0 10,1 IPPAR – Instituto Português do Património Arquitectónico (Portuguese Institute of Architectural Heritage) (2006). «IPPAR Services: Belém Tower». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Δεκεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 9 Δεκεμβρίου 2009. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Ministry of Culture (2000). «History/Introduction». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2009. 
  12. Society for the Diffusion of Useful Knowledge (Great Britain) (1835). The Penny cyclopædia of the Society for the Diffusion of Useful Knowledge. C. Knight. σελ. 172. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2009. 
  13. Ministry of Culture (2000). «Conservation and Restoration: Restoration works timetable». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Σεπτεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2009. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]