Πτώση του Νεοκάστρου (1825)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πτώση του Νεοκάστρου
Ελληνική Επανάσταση του 1821
Τμήμα των τειχών του Νεοκάστρου
Χρονολογία14 Μαρτίου 18266 Μαΐου 1826
ΤόποςΠύλος, Μεσσηνία
36°54′59″N 21°41′52″E / 36.916289°N 21.697812°E / 36.916289; 21.697812Συντεταγμένες: 36°54′59″N 21°41′52″E / 36.916289°N 21.697812°E / 36.916289; 21.697812
ΈκβασηΝίκη των Αιγυπτίων
Αντιμαχόμενοι
Αιγύπτιοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
1.500 άνδρες, 50 πυροβόλα[1]
21.800 Μαμελούκοι [2]
Απώλειες
συνθηκολόγηση και απώλεια του κάστρου
βαριές

Νεόκαστρο is located in Greece
Νεόκαστρο
Νεόκαστρο
Το Νεόκαστρο Πύλου

Η Πτώση του Νεοκάστρου υπήρξε μια από τις πολεμικές εμπλοκές της επανάστασης του '21 που διεξήχθη από τα αιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ Πασά. Άρχισε στις 14 Μαρτίου του 1825, με σκοπό την κατάληψη του φρουρίου του Νεοκάστρου και είχε νικηφόρα έκβαση για τους Αιγυπτίους, αφού το φρούριο αλώθηκε στις 6 Μαΐου του ίδιου έτους.[3]

Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, στην προσπάθειά του να καταπνίξει την Ελληνική Επανάσταση, ζητά τη βοήθεια του ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή και εκείνος, στέλνει τον γιο του Ιμπραήμ Πασά με πολυάριθμο στρατό. Στις 11-12 Φεβρουαρίου του 1825, τα πρώτα αιγυπτιακά στρατεύματα αποβιβάζονταν στο φρούριο της Μεθώνης, που ήταν ακόμη υπό τουρκική κατοχή. Η Πελοπόννησος, εξ αιτίας της μορφολογίας και της θέσης της, προσφερόταν για τη διαμονή των Αιγυπτίων, επόμενος στόχος των οποίων ήταν το οχυρό φρούριο του Νεοκάστρου.[4] Εν τω μεταξύ, ενώ ο Ιμπραήμ ετοιμαζόταν για την έναρξη της πολιορκίας, το Νεόκαστρο ήταν εντελώς απροετοίμαστο για μια τέτοια επιχείρηση. Όλα έδειχναν πως δεν θα κατάφερνε να αντιμετωπίσει τα αντίπαλα στρατεύματα και θα έπεφτε.[5]

Το φρούριο του Νεοκάστρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φρούριο του Νεοκάστρου, σε εικόνα της εποχής.

Το φρούριο του Νεοκάστρου χτίστηκε από τους Τούρκους το 1573. Για την κατασκευή του, χρησιμοποιήθηκαν έμπειροι Ευρωπαίοι αρχιτέκτονες. Τελικά, το αποτέλεσμα των εργασιών ήταν ένα ισχυρότατο οχυρό, τα τείχη του οποίου είχαν ύψος 8,5 μέτρα και πλάτος 3,5. Είχε ενισχυμένη ακρόπολη και μπορούσε να αντιτάξει σθεναρή άμυνα σε οποιαδήποτε πολιορκία, θαλάσσια ή χερσαία. Είναι, λοιπόν, φανερό γιατί ο Ιμπραήμ εποφθαλμιούσε το Νεόκαστρο.[6][7] Το Νεόκαστρο είχε παραμείνει στην κατοχή των Ελλήνων από τις αρχές της Επανάστασης, τον Απρίλιο του 1821. Οι Τούρκοι επανειλημμένα αλλά και μάταια προσπάθησαν να το εκπορθήσουν.

Ο στρατηγός Ιωάννης Μακρυγιάννης, που πρωτοστάτησε στην άμυνα του Νεοκάστρου και εξασφάλισε τους ευνοϊκούς όρους παράδοσής του.

Η εξέλιξη των γεγονότων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχή της πολιορκίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 14 Μαρτίου 1826, αρχίζει η πολιορκία του Νεοκάστρου από τον Ιμπραήμ.[8] Η διατήρηση του φρουρίου αποτελούσε κομβικό σημείο της άμυνας κατά των εισβολέων. Οι Αιγύπτιοι όμως ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι και αριθμητικά υπεράριθμοι. Εξάλλου, στις 7 Μαρτίου, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν υποστεί δεινή ήττα στη μάχη του Κρεμμυδίου, γεγονός που καθιστούσε την κατάσταση των πολιορκημένων ακόμα πιο δύσκολη. Τον Απρίλιο του 1825 η Ελληνική κυβέρνηση τοποθέτησε στο Νεόκαστρο 1.500 περίπου πολεμιστές με αρχηγούς τους Γιατράκο, Γεώργιο Μαυρομιχάλη, Σταύρο Σαχίνη, Μακρυγιάννη και Δημήτριο Σαχτούρη, ο οποίος και ανέλαβε φρούραρχος. Το πυροβολικό του φρουρίου περιελάμβανε 50 περίπου παλιά πυροβόλα και μπήκε υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Καλλέργη. Εκτός από αυτούς ήταν και ένα σώμα Κεφαλλονιτών υπό τις διαταγές του Σπύρου Πανά. Ο Ιμπραήμ έστησε τακτική πολιορκία. Ύψωσε τηλεβολοστάσια πυροβόλων και βομβοβόλων, έκοψε στους πολιορκημένους το νερό, και μετά από σφοδρότατο κανονιοβολισμό κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στο τείχος. Αμέσως επιχείρησε αποφασιστική έφοδο με τακτικά σώματα Αιγυπτίων και άτακτα επίλεκτων Αλβανών. Οι πολιορκούμενοι αντεπιτέθηκαν αποφασιστικά και απέκρουσαν την έφοδο.[9]

Η έξοδος του Μακρυγιάννη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 11 Απριλίου, ο Ιμπραήμ αποχωρεί από το Νεόκαστρο, για να επιτεθεί στο κοντινό πολιορκούμενο φρούριο του Παλαιοκάστρου, που είχε ελάχιστους πολεμιστές. Ο Μακρυγιάννης, τότε, διενέργησε έξοδο, κατά την οποία χτύπησε τις αιγυπτιακές οπισθοφυλακές. Η επίθεση βρήκε τους εχθρούς εντελώς απροετοίμαστους· μέχρι ο Ιμπραήμ να στραφεί πίσω και να απωθήσει τους Έλληνες προς το φρούριο του Νεοκάστρου, οι Αιγύπτιοι είχαν χάσει 370 στρατιώτες. Έτσι, εξαιτίας αυτής της επίθεσης, απέτυχε η επιχείρηση κατάληψης του Παλαιοκάστρου.[9]

Η σύσφιξη της πολιορκίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα φρούρια του Νεοκάστρου και Παλαιοκάστρου. Στη μέση, βρίσκεται η Σφακτηρία.

Εν τω μεταξύ, το κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων μετατοπίστηκε στη νήσο Σφακτηρία, στην είσοδο του κόλπου του Ναυαρίνου, στην οποία είχαν συγκεντρωθεί ελληνικές δυνάμεις. Ο Ιμπραήμ, για να διευκολυνθεί στην κατάληψή της, άρχισε να περισφίγγει τον κλοιό γύρω από το Νεόκαστρο.[10] Η σφοδρή επίθεσή του απέτυχε, και επειδή δεν μπόρεσε να πάρει το κάστρο πρότεινε στους Έλληνες πολιορκημένους να παραδοθούν. Αυτοί αρνήθηκαν ασυζητητί. Οι έμπειροι Γάλλοι πυροβολητές του Ιμπραήμ προκαλούσαν φοβερές ζημιές στα τείχη, ενώ  οι εξουθενωμένοι και απλήρωτοι από την κυβέρνηση Έλληνες, που υπέφεραν από τις ασθένειες και τη δίψα, προσπαθούσαν να τις επισκευάσουν με πρωτόγονα μέσα.[11]

Η πτώση του Νεοκάστρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση όμως της Σφακτηρίας οι πολιορκημένοι του Νεόκαστρου βρέθηκαν σε δύσκολη θέση, αφού είχαν πλέον αποκλεισθεί από ξηρά και θάλασσα. Αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Ο Μακρυγιάννης άρχισε τις διαπραγματεύσεις παράδοσής του. Οι συνθήκες υπογράφτηκαν στις 6 Μαΐου στην σκηνή του Ιμπραήμ. Αναγνωρίστηκε η παραχώρηση του φρουρίου, των όπλων και των πλοίων των Ελλήνων. Από τον όρο αυτό εξαιρέθηκαν οι αρχηγοί και οι καπεταναίοι, οι οποίοι και κράτησαν τα όπλα τους. Όλοι οι άλλοι αφοπλίστηκαν και μεταφέρθηκαν με ουδέτερα σκάφη στην Καλαμάτα. Ο Ιμπραήμ κράτησε για ομήρους τον Γεώργιο Μαυρομιχάλη και τον Παναγιώτη Γιατράκο, για να τους ανταλλάξει με δύο πασάδες που είχαν αιχμαλωτίσει οι Έλληνες.[12]

Σημασία της πτώσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιμπραήμ Πασάς, ο οποίος μετά από σκληρή πολιορκία, κατάφερε να γίνει κύριος του Νεοκάστρου.

Αν και οι ποσότητες τροφίμων και πολεμοφοδίων που έπεσαν στα αιγυπτιακά χέρια μετά την άλωση του Νεοκάστρου ήταν αμελητέες, ο Ιμπραήμ είχε καταλάβει μια νευραλγική βάση. Το τεράστιο λιμάνι του φρουρίου, θα γινόταν βάση ανεφοδιασμού των στρατευμάτων του και σταθμός των μεταφορών από την Κρήτη και την Αίγυπτο. Οι Αιγύπτιοι, πλέον, είχαν αποκτήσει ένα ισχυρότατο έρεισμα στην Πελοπόννησο.[12] Το σημαντικό φρούριο του Νεοκάστρου, που από την αρχή του αγώνα ήταν στα χέρια των Ελλήνων, πέρασε στα χέρια των Αιγυπτίων και έμεινε εκεί μέχρι το 1828, οπότε και παραδόθηκε στην φάλαγγα του Γαλλικού στρατού υπό τον Μαιζώνα κατά την Εκστρατεία του Μωριά, όταν ο γαλλικός στρατός απελευθέρωσε την Πελοπόννησο.

Συμπεράσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πολιορκία του Νεοκάστρου οι Έλληνες έδειξαν μεγάλη αποφασιστικότητα και αντοχή, αφού ο αιγυπτιακός στρατός αν και ισχυρότερος δεν μπόρεσε να εισβάλει στο φρούριο. Η πολεμική τακτική του Ιμπραήμ όμως αποδείχτηκε ανώτερη, αφού με την κατάληψη της Σφακτηρίας κατόρθωσε να στενέψει την πολιορκία και να αναγκάσει τους Έλληνες να παραδοθούν. Η πτώση του Νεοκάστρου ήταν άλλη μια σημαντική νίκη των Αιγυπτίων, και σοβαρή ήττα των Ελλήνων.


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 380.
  2. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τ. ΙΒ', σ. 376-378.
  3. Κρέμος 1879. σελ. 20-21. 
  4. Βακαλόπουλος 1986. σελ. 13. 
  5. Τρικούπης 1862. σελ. 20. 
  6. «Pilos Niokastro». 
  7. «Κάστρο Πύλου». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 8 Μαΐου 2022. 
  8. Κρέμος 1879. σελ. 20-21. 
  9. 9,0 9,1 Βακαλόπουλος 1975. σελ. 375. 
  10. Βακαλόπουλος 1975. σελ. 380-381. 
  11. Μακρυγιάννης. σελ. 75-76. 
  12. 12,0 12,1 Βακαλόπουλος 1975. σελ. 383. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βακαλόπουλος, Α. (1975). Η Επανάσταση κατά το 1825. Ιστορία του ελληνικού έθνους – Τόμος 12: Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους (1813-1822) (σελ. 373-405). Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών.
  • Βακαλόπουλος, Α. (1986). Ιστορία του Νέου Ελληνισμού: Η μεγάλη Ελληνική Επανάσταση (1821-1829) – Τόμος 7: Ο αφρικανικός Σιμούν στην Ελλάδα ή η επιδρομή του Ιμπραΐμ. Θεσσαλονίκη.
  • Κρέμος Γ. (1879). Χρονολόγια της Ελληνικής Ιστορίας τόμος 3: 1453-1830. Αθήνα: Τυπογραφείο Δημητρίου Ιασεμίδου.
  • Μακρυγιάννης Ι. (χ.χ.). Απομνημονεύματα (Μεταγραφή Γ. Καζάζη). Ανακτήθηκε από https://eranistis.net/wordpress/wp-content/uploads/2013/08/%CE%9C%CE%B1%CE%BA%CF%81%CF%85%CE%B3%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%BD%CE%B7-%CE%91%CF%80%CE%BF%CE%BC%CE%BD%CE%B7%CE%BC%CE%BF%CE%BD%CE%B5%CF%8D%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B11.pd
  • Mediterranian Gate (χ.χ.). Pilos Niokastro. Ανακτήθηκε από: https://visit-pylos-nestor.gr/castles/pilos-niokastro/ (Προσπέλαση 05-05-2022).
  • Οδυσσεύς (χ.χ.). Κάστρο Πύλου (Νιόκαστρο). Ανακτήθηκε από: http://odysseus.culture.gr/h/3/gh352.jsp?obj_id=19782 (Προσπέλαση 05-05-2022).
  • Τρικούπης Σ. (1862), Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος 4. Λονδίνο: Τυπογραφία της Αυλής του Ερυθρού Λέοντος.