Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄
Πατριάρχης Ιωακείμ Β΄ | |
---|---|
Ο Ιωακείμ Β΄ | |
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Ιωάννης Κοκκώδης (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1802 Καλλιμασιά Χίου |
Θάνατος | 5 Αυγούστου 1878 Κωνσταντινούπολη |
Τόπος ταφής | Ζωοδόχος Πηγή του Μπαλουκλί |
Χώρα πολιτογράφησης | Οθωμανική Αυτοκρατορία |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | Ελληνικά |
Σπουδές | Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | χριστιανός ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ιωακείμ ο Β΄ διετέλεσε Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως κατά τα έτη 1860 με 1863 και 1873 με 1878.
Βιογραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο κατά κόσμον Ιωάννης Κοκκώδης γεννήθηκε στην Καλλιμασιά της Χίου το 1802[1]. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός από πατέρα και την ανατροφή του ανέλαβε η μητέρα του. Αφού έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στη Χίο συνέχισε τις σπουδές του στην Κωνσταντινούπολη, εργαζόμενος παράλληλα ως αρτεργάτης και ως κανονάρχης στο ναό του Αγίου Ιωάννη των Χίων στο Γαλατά[2]. Υπηρέτησε τον Μητροπολίτη Χαλκηδόνος και μετέπειτα Πατριάρχη Αγαθάγγελο (1826-1830) και τον Μητροπολίτη Σόφιας Ιωακείμ (1822-1830), ο οποίος τον χειροτόνησε και διάκονο, δίνοντάς του το όνομα Ιωακείμ. Αργότερα έγινε ιδιαίτερος γραμματέας του μητροπολίτη Ιωαννίνων Βενεδίκτου[3] (1826-1830). Στα Ιωάννινα μαθήτευσε υπό τους διδάσκαλους Αθανάσιο Ψαλίδα και Αναστάσιο Σακελλάριο.
Χειροτονήθηκε επίσκοπος της Επισκοπής Δρυϊνουπόλεως το Δεκέμβριο του 1827, σε ηλικία μόλις 25 ετών[2]. Μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων τον Ιούλιο του 1835. Κατόπιν αναφοράς των Ιωαννιτών, παύτηκε από τον Πατριάρχη Γρηγόριο ΣΤ΄ στις 21 Αυγούστου του 1838 εξοριζόμενος στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Καθώς όμως παύτηκε και ο διάδοχός του, ο Ιωακείμ ανέλαβε πάλι τη Μητρόπολη Ιωαννίνων στις 7 Αυγούστου του 1840, γινόμενος ταυτόχρονα μέλος της Ιεράς Συνόδου στην Κωνσταντινούπολη[2]. Τον Απρίλιο του 1845, όταν ο μητροπολίτης της Ιεράς Μητροπόλεως Κυζίκου Μελέτιος εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης, ο Ιωακείμ μετατέθηκε στη μητρόπολη αυτή, όπου παρέμεινε επί δεκαπενταετία, επιδεικνύοντας πλούσιο έργο.
Οι Πατριαρχίες του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εκλογή του στον Πατριαρχικό θρόνο έγινε με έντονες παρασκηνιακές αναφορές στις 4 Οκτωβρίου 1860[3] με την στήριξη σημαντικών εκπροσώπων της ελληνορθόδοξης κοινότητας (το μέγα λογοθέτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου Νικόλαο Αριστάρχη, τον Ιωάννη Ψυχάρη, τον γνωστό τραπεζίτη Γεώργιο Ζαρίφη[2]) και έχοντας ως συνυποψήφιους τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Καλλίνικο και τον πρώην Κωνσταντινουπόλεως Άνθιμο τον Κουταληνό[4]. Ως Πατριάρχης, ο Ιωακείμ ήταν ενάντιος του διοικητικού συστήματος που είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη πατριαρχική σύνοδο. Επί των ημερών του, η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπισε πολεμική από μέρους των Ιησουϊτών και των στασιαστών Βουλγάρων αρχιερέων, τους οποίους ο Ιωακείμ καθαίρεσε. Επέβαλε έναν διοικητικό συγκεντρωτισμό[2], ο οποίος προκάλεσε δυσαρέσκειες. Στο τέλος του 1862, με επιστολή του που δημοσιεύτηκε στον «Ανατολικό Αστέρα», επίσημο όργανο του Πατριαρχείου, παρενέβη στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, παίρνοντας σαφή θέση κατά του θεσμού της δουλείας, επομένως και κατά των Νοτίων που την υποστήριζαν[5].
Στις 22 Μαΐου του 1863 ανασυστάθηκε η Επισκοπή Λάμπης στην Κρήτη και την 27 Μαΐου του ιδίου έτους η Επισκοπή Βελλάς και Κονίτσης, συγχρόνως δε καταργήθηκε η αρχιεπισκοπή Πωγωνιανής. Στις 3 Ιουνίου του ίδιου έτους, συνέστησε την Αρχιεπισκοπή Ροδουπόλεως από τις Εξαρχίες Σουμελά, Βαζελών, και Περιστερεώτα, διότι κατά τους νέους κανονισμούς οι πατριαρχικές εξαρχίες έπρεπε να καταργηθούν[6]. Αντιμετώπισε με προβληματικό τρόπο το μοναστηριακό ζήτημα που ανέκυψε στη Μολδοβλαχία όταν η κυβέρνηση του ηγεμόνα Αλέξανδρου Κούζα δήμευσε τα μοναστηριακά κτήματα που ανήκαν στα Πατριαρχεία Ιεροσολύμων, Αντιοχείας και Αλεξανδρείας, καθώς και σε μονές του Αγίου Όρους και τη Μονή Σινά. Έτσι, το Υπουργείο Εξωτερικών τον έπαυσε στις 9 Ιουλίου 1863[7], και υπέβαλε παραίτηση στις 18 Αυγούστου του ίδιου έτους εν μέσω καταγγελιών από κατώτερους κληρικούς και λαϊκούς. Εγκαταστάθηκε στην Αρτάκη[1], από όπου συμμετείχε στις πατριαρχικές εκλογές του 1867 και το 1871. Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη το καλοκαίρι του 1872, διεκδικώντας εκ νέου τον Πατριαρχικό θρόνο.
Στις 23 Νοεμβρίου 1873, έχοντας συνυποψήφιους τους Μητροπολίτες Ηρακλείας Πανάρετο και Χαλκηδόνος Γεράσιμο, εξελέγη δεύτερη φορά Πατριάρχης. Το 1876 ίδρυσε ιερατική σχολή στο Μουχλιό του Φαναρίου, μετέφερε σε καλύτερα κτήρια την Μεγάλη του Γένους Σχολή, τον πατριαρχικό οίκο και το φρενοκομείο, ενώ δώρισε την ιδιωτική του κατοικία μαζί με 2000 χρυσές λίρες για να στεγασθεί το Ιωακείμειο Παρθεναγωγείο, το οποίο λειτούργησε από το 1882 και για ενενήντα χρόνια. Παρά ταύτα, η οικονομική κατάσταση του Πατριαρχείου χειροτέρευσε επί των ημερών του φτάνοντας σε πολύ άσχημο σημείο[8]. Κατά την δεύτερη πατριαρχία του προσπάθησε να βελτιώσει τις σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και με άλλες χριστιανικές Εκκλησίες, όπως η Ρωμαιοκαθολική, η Αγγλικανική και αυτή των Αρμενίων. Έδωσε επίσης τέλος στο ζήτημα που είχε ανακύψει μεταξύ Ελλήνων και Ρώσων μοναχών της μονής Παντελεήμονος του Αγίου Όρους, επικυρώνοντας την εκλογή του ηγούμενου Μακαρίου από τους πλειοψηφούντες Ρώσους[2].
Τον Φεβρουάριο του 1878 ασθένησε από καρδιά[1]. Πατριάρχευσε μέχρι του θανάτου του, την 5η Αυγούστου 1878[8]. Ετάφη στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής της Μπαλουκλιώτισσας.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Μάρκου, Μάρκος. «Η Αυτού Θειοτάτη Παναγιότης ο Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης κυρός Ιωακείμ ο Β΄. (1802-1878)». Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2022.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 «Ιωακείμ Β΄ Κωνσταντινουπόλεως». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Κωνσταντινούπολη. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2022.
- ↑ 3,0 3,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 701.
- ↑ Καλλίφρων 1867, σελ. 184-185.
- ↑ «Greek Orthodox Opposition to Slavery in 1862» (στα Αγγλικά). Orthodox History. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2022.
- ↑ Μανουήλ Γεδεών, σελ. 702.
- ↑ Καλλίφρων 1867, σελ. 222.
- ↑ 8,0 8,1 Μανουήλ Γεδεών, σελ. 706.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Γεδεών, Μανουήλ (1885). Πατριαρχικοί Πίνακες: Ειδήσεις ιστορικαί βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως: από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου μέχρις Ιωακείμ Γ' του από Θεσσαλονίκης, 36-1884. Κωνσταντινούπολη: Lorenz & Keil.
- Μανουήλ Γεδεών, Μνεία των προ εμού, 1800-1913, Αθήνα
- Καλλίφρων, Βασίλειος Δ. (1867). Εκκλησιαστικά ή Εκκλησιαστικόν Δελτίον. Κωνσταντινούπολη.
- «Ιωακείμ Β΄ Κωνσταντινουπόλεως». Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού - Κωνσταντινούπολη. Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2022.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μπέλσης, Κ., Σχόλια πάνω σε ένα πατριαρχικό σιγίλλιο (1862), anistoriton, τόμ. 11(2014), αρ. 43
- Ζιγαβηνός, Γρηγόριος (12/24 Αυγούστου 1878). «Επικήδειος Πατριάρχου Ιωακείμ Β΄». Σαββατιαία Επιθεώρησις Α (36): 565. https://lekythos.library.ucy.ac.cy/bitstream/handle/10797/23478/sav_issue36.pdf?sequence=36&isAllowed=y. Ανακτήθηκε στις 2 Ιουνίου 2024.