Πέτρος Α΄ της Σερβίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πέτρος Α' της Σερβίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Pierre Ier de Serbie (Γαλλικά)
Γέννηση29 Ιουνίουιουλ. / 11  Ιουλίου 1844γρηγ.
Βελιγράδι[1]
Θάνατος16  Αυγούστου 1921[2][3][4]
Βελιγράδι[5]
Τόπος ταφήςOplenac (44°14′50″ s. š., 20°41′1″ v. d.)
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Βασίλειο της Σερβίας
Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων
ΘρησκείαΣερβική Ορθόδοξη Εκκλησία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΣερβικά[6][7]
ΣπουδέςΕιδική Στρατιωτική Σχολή του Σαιν-Σιρ (έως 1862)
First Belgrade Gymnasium
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητααξιωματικός[8]
Οικογένεια
ΣύζυγοςΠριγκίπισσα Ζάρκα του Μαυροβουνίου (1883–άγνωστη τιμή)[9]
ΤέκναΠριγκίπισσα Ελένη της Σερβίας
Γεώργιος, Πρίγκιπας της Σερβίας
Αλέξανδρος Α' της Γιουγκοσλαβίας
Milena av Serbia
ΓονείςΑλέξανδρος Καραγεώργεβιτς της Σερβίας και Περσίντα Νενάντοβιτς
ΑδέλφιαΑρσένιος της Γιουγκοσλαβίας
Κλεοπάτρα Καραγεώργεβιτς
ΟικογένειαΔυναστεία των Καρατζόρτζεβιτς
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Βαθμός/στρατόςField marshal (Serbia and Yugoslavia)
Πόλεμοι/μάχεςΓαλλοπρωσικός πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς
ΒραβεύσειςΙππότης του Τάγματος του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι
Τάγμα της Αγίας Άννης, Α΄ Τάξη
Τάγμα του Λευκού Αετού (Ρωσική Αυτοκρατορία)
Τάγμα του Αγίου Στανισλάου, Α΄ Τάξη
τάγμα του Αγίου Ανδρέα
Τάγμα του Αγίου Γεωργίου, Γ΄ Τάξη
Υπογραφή
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Πέτρος Α' ή Πέτρος Α' Καραγιώργεβιτς (Петар I Карађорђевић, 11 Ιουλίου [ΠΗ 29 Ιουνίου] 1844 - 16 Αυγούστου 1921) βασίλεψε ως τελευταίος Βασιλιάς της Σερβίας (1903-1918) και ως πρώτος Βασιλιάς Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων). Δεδομένου ότι ήταν βασιλιάς της Σερβίας μια περίοδο μεγάλων στρατιωτικών επιτυχιών της χώρας, μνημονευόταν από τον Σερβικό λαό ως Βασιλιάς Πέτρος ο Απελευθερωτής και ήταν επίσης γνωστός ως Γέρος Βασιλιάς.

Ο Πέτρος ήταν εγγονός του Καραγιώργη και τρίτος γιος της Πέρσιντα Νενάντοβιτς και του Πρίγκιπα Αλέξανδρου Καραγεώργεβιτς, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο Πέτρος έζησε με την οικογένειά του στην εξορία. Πολέμησε με τη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων στον Γαλλοπρωσικό Πόλεμο. Συμμετείχε ως εθελοντής με το ψευδώνυμο Πέτερ Μρκόνιτς στην Εξέγερση της Ερζεγοβίνης (1875-77) εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Παντρεύτηκε την Πριγκίπισσα Ζόρκα του Μαυροβουνίου, κόρη του Βασιλιά Νικολάου, το 1883 και απέκτησαν πέντε παιδιά, συμπεριλαμβανομένου του Πρίγκιπα Αλέξανδρου. Μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1885 ο Πέτρος έγινε ο επικεφαλής της δυναστείας των Καραγεώργεβιτς. Μετά από ένα στρατιωτικό πραξικόπημα και τη δολοφονία του Βασιλιά Αλεξάνδρου Α΄ Ομπρένοβιτς το 1903, ο Πέτρος έγινε Βασιλιάς της Σερβίας. Ο Πέτρος Καραγιώργεβιτς αναλαμβάνοντας επέδειξε ιδιαίτερη δυναμική στα τότε δρώμενα στη Βαλκανική. Άρχισε μια σειρά διπλωματικών προσεγγίσεων και Συμφωνιών κυρίως κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ανεξάρτητα αυτών εισήγαγε στη χώρα του πλείστες εκσυγχρονιστικές μεταρρυθμίσεις θέτοντας και τα θεμέλια ενός εξοπλιστικού προγράμματος παραγωγής όπλων. Ως βασιλιάς, υποστήριξε μια συνταγματική οργάνωση για τη χώρα και ήταν ονομαστός για τις φιλελεύθερες πολιτικές του.

Ο Βασιλιάς Πέτρος ήταν ο ανώτατος διοικητής του σερβικού στρατού κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους. Λόγω της ηλικίας του στις 24 Ιουνίου 1914, ανακήρυξε τον γιο του Αλέξανδρο, διάδοχο του θρόνου, ως αντιβασιλέα. Κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο ίδιος και ο στρατός του υποχώρησαν στην Αλβανία.

Παιδικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πέτρος γεννήθηκε στο Βελιγράδι στις 11 Ιουλίου [Π.Η. 29 Ιουνίου] 1844, το πέμπτο από τα δέκα παιδιά του Πρίγκιπα Αλέξανδρου Καραγεώργεβιτς και της συζύγου του Πέρσιντα Νενάντοβιτς. Ήταν εγγονός του Καραγιώργη, ηγέτη της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης (1804-1813) και ιδρυτής της δυναστείας των Καραγεώργεβιτς.[10] Ο Πέτρος δεν γεννήθηκε στη Βασιλική Αυλή, που εκείνο το διάστημα ήταν υπό ανακαίνιση, αλλά στο σπίτι του εμπόρου Mίσα Αναστασίγεβιτς. Η γέννησή του δεν πανηγυρίστηκε και τόσο, επειδή ήταν ο τρίτος γιος των γονιών του και ο μεγαλύτερος αδελφός του Σβέτοζαρ ήταν ο διάδοχος του θρόνου.[11] Ο παλαιότερος γιος των γονιών του, Αλέξα, είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν από τη γέννηση του Πέτρου, σε ηλικία πέντε ετών, οπότε ο Σβετοζάρ έγινε διάδοχος. Ο Πέτρος έγινε διάδοχος μετά τον θάνατο του Σβετοζάρ το 1847, στην ηλικία των έξι ετών.[12] Εκτός από το Βελιγράδι ο Πέτρος πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην πόλη Tόπολα, από όπου καταγόταν η δυναστεία των Καραγεώργεβιτς. Έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση του στο Βελιγράδι.[11]

Εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και Γαλλο-Πρωσικός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πέτρος, περί το 1865}

Το 1858, ενώ ο δεκατετράχρονος Πέτρος προετοιμαζόταν να αναχωρήσει για τη Γενεύη για να παρακολουθήσει το γυμνάσιο, ο πατέρας του αναγκάστηκε να παραιτηθεί από τον θρόνο. Οι αντίπαλοι της δυναστείας των Καραγεώργεβιτς, η δυναστεία των Ομπρένοβιτς, παλινορθώθηκαν και ο πρίγκιπας Μιχάηλο από αυτή, διεκδίκησε τον θρόνο.[13] Οι δύο δυναστείες ανταγωνίζονταν για την εξουσία από το 1817, όταν ο Καραγιώργης δολοφονήθηκε με εντολή του Μίλος Ομπρένοβιτς, ιδρυτή της ομώνυμης δυναστείας.[14]

Ο Πέτρος έφυγε από τη Γενεύη στο Παρίσι το 1861 και γράφτηκε στο Κολλέγιο Σεντ-Μπαρμπ, στην καρδιά του Καρτιέ Λατέν της πόλης. Την επόμενη χρονιά ο Πέτρος γράφτηκε στη Σεν-Συρ, την πιο αναγνωρισμένη στρατιωτική ακαδημία της Γαλλίας. Αποφοίτησε από την ακαδημία το 1864 και συνέχισε να ζει στο Παρίσι για λίγο καιρό. Την περίοδο αυτή ασχολήθηκε με ενδιαφέροντα όπως η φωτογραφία και η ζωγραφική και διάβασε έργα πολιτικής φιλοσοφίας, μαθαίνοντας για τον φιλελευθερισμό, τον κοινοβουλευτισμό και τη δημοκρατία. Το 1866 εισήλθε στην Ανώτερη Στρατιωτική Σχολή του Μετς, που παρακολούθησε μέχρι το επόμενο έτος.[13] Δύο χρόνια αργότερα κυκλοφόρησε η μετάφρασή του στα Σερβικά της το Περί Ελευθερίας του Τζον Στιούαρτ Μιλ.[15]

Κατά την έκρηξη του Γαλλοπρωσικού Πολέμου του 1870-71 ο Πέτρος εντάχθηκε στη Γαλλική Λεγεώνα των Ξένων με το ψευδώνυμο Πέταρ Καρά, μαζί με τον συγγενή του Νικόλα Νικολάγεβιτς.[13] Κατά τη θητείας του ο Πέτρος είχε τον βαθμό του υπολοχαγού[13] ή του ανθυπολοχαγού[16], ανάλογα με την πηγή, και πολέμησε με το 1ο Σύνταγμα Εξωτερικού.[16] Συμμετείχε στη Δεύτερη Μάχη της Ορλεάνης στις 3-4 Δεκεμβρίου 1870, καθώς και στη Μάχη του Βιλρσξέλ στις 9 Ιανουαρίου 1871. Του απονεμήθηκε το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής για τη δράση του στις δύο αυτές μάχες, αλλά συνελήφθη από τους Πρώσους λίγο αργότερα. Κατάφερε να ξεφύγει από την αιχμαλωσία και επέστρεψε στο μέτωπο. Ο Πέτρος ενεπλάκη στην Παρισινή Κομμούνα την άνοιξη του 1871, μαζί με τον στενό φίλο και συγγενή του Βλαντιμίρ Λιότιτς, αν και η ακριβής φύση της εμπλοκής του παραμένει άγνωστη.[13]

Επαναστατική δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πέτρος με στολή αντάρτη, περί το 1875

Με το ξέσπασμα της Μεγάλης Ανατολικής Κρίσης του 1875-78, που άρχισε μετά την επανάσταση των εξεγερμένων Σέρβων της Βοσνίας στο Νεβέσινιε εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Πέτρος επέστρεψε στα Βαλκάνια και πολέμησε τους Οθωμανούς στη βορειοδυτική Βοσνία. Υιοθέτησε το ψευδώνυμο Πέταρ Μρκόνιτς και όταν έφτασε στις περιοχές Μπάνια και Kόρντουν (στην κεντρική Κριατία) της Αυστροουγγαρίας, απέκτησε τον έλεγχο μιας αντάρτικης μονάδας περίπου 200 ανδρών.[13] Έφθασε στην Ντούμπιτσα της Βοσνίας τον Αύγουστο του 1875, αλλά η υποδοχή που συνάντησε ήταν ψυχρή. Ανακάλυψε ότι ο πρίγκηπας Μίλαν της Σερβίας σχεδίαζε να τον δολοφονήσει φοβούμενος ότι ο Πέτρος θα προσπαθούσε να ξαναπάρει τον θρόνο από τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς. Αυτή η αποκάλυψη, σε συνδυασμό με μια σειρά από χαμένες μάχες, ανάγκασε τον Πέτρο και τους οπαδούς του να εγκαταλείψουν τη Βοσνία και να αποσυρθούν στην Αυστροουγγαρία. Στη συνέχεια συνελήφθησαν και κρατήθηκαν από τον Αυστροουγγρικό Στρατό στο χωριό Μπόινα κοντά στην Γκλίνα της Κροατίας. Ο Πέτρος δραπέτευσε, επέστρεψε στη Βοσνία και οργάνωσε μια άλλη ομάδα ανταρτών. Για άλλη μια φορά η συμμετοχή του στις μάχες προκάλεσε υποψίες στο Βελιγράδι και τον Μάιο του 1876 η παρουσία του είχε αποδειχθεί διχαστική. Οι αντάρτες χωρίστηκαν σε τρία ξεχωριστά στρατόπεδα: ένα που υποστήριζε τον Πέτρο, ένα άλλο που υποστήριζε το Μίλαν και ένα τρίτο που υποστήριζε την αυστροουγγρική διαιτησία. Μην επιθυμώντας να προκαλέσει περαιτέρω διχασμό μεταξύ των ανταρτών, ο Πέτρος συμφώνησε να εγκαταλείψει τη Βοσνία. Πριν από την αναχώρησή του, έγραψε μια επιστολή στο Μίλαν, εξηγώντας γιατί έφευγε από το πεδίο της μάχης και προσφερόταν να κάνει ειρήνη με τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς.[17]

Παρά τις προσπάθειές του να συνάψει ειρήνη με το Μίλαν, συνεχίστηκαν οι κατηγορίες εναντίον του Πέτρου για προδοσία. Αποφάσισε να ταξιδέψει στο Κραγκούγιεβατς, έδρα της Βασιλικής Σερβικής Κυβέρνησης, και να απευθυνθεί στην Εθνική Συνέλευση σε μια προσπάθεια να αποκαταστήσει το όνομά του. Το 1877 ξέσπασε μια αντικυβερνητική εξέγερση στην περιοχή Τόπλιτσα της νότιας Σερβίας, για την οποία ο Μίλαν κατηγόρησε τον Πέτρο και τους συμπαθούντες των Καραγεώργεβιτς. Ο Πέτρος κατηγορήθηκε για προδοσία και συνεργασία με τους Οθωμανούς. Το καλοκαίρι του 1878 διέσχισε παράνομα τα σύνορα μεταξύ Σερβίας και Αυστροουγγαρίας στο Γκόλουμπατς στον Δούναβη. Ο Πέτρος και ο οδηγός του χάθηκαν στα βουνά Χόμολιε και αναγκάστηκαν να κρυφτούν από τις αρχές στην ερημιά. Τελικά συνελήφθη από την Αυστροουγγρική αστυνομία και κρατήθηκε στην οικογενειακή κατοικία των Καραγεώργεβιτς στο Μπόκζεγκ του Αράντ. Το 1878 του επετράπη να εγκαταλείψει το Μπόκζεγκ. Πρώτα πήγε στη Βουδαπέστη και στη συνέχεια στο Παρίσι. Την περίοδο αυτή παρακολουθείτο στενά από κατασκόπους της Αυστροουγγαρίας, που σημείωσαν όλες τις κινήσεις του.[17] Τον Ιανουάριο του 1879 κινήθηκαν δικαστικές διαδικασίες εναντίον του Πέτρου και των στενότερων συντρόφων του στο Σμεντέρεβο. Ο ενάγων, ο Πρίγκιπας Μίλαν, ισχυρίστηκε ότι ο Πέτρος και οι οπαδοί του προσπάθησαν να ανατρέψουν τη δυναστεία των Ομπρένοβιτς και να τοποθετήσουν ένα Καραγεώργεβιτς στον θρόνο. Ο Πέτρος και οι σύντροφοί του κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία, για την οποία η προβλεπόμενη ποινή ήταν θάνατος. Καθώς ζούσε στο Παρίσι κατά τη διάρκεια της εκδίκασης, ο Πέτρος καταδικάστηκε ερήμην και καταδικάστηκε σε θάνατο με απαγχονισμό.[17]

Μετάβαση στο Τσέτινιε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πέτρος (άκρη αριστερά, όρθιος) με την οικογένειά του

Το 1883 ο Πέτρος μετακόμισε στο Τσέτινιε, την πρωτεύουσα του δεύτερου ανεξάρτητου Σερβικού κράτους, του Μαυροβούνιου, με σκοπό να παντρευτεί την μεγαλύτερη κόρη του ηγεμόνα του Μαυροβουνίου, Πρίγκιπα Νικολάου. Ο Πέτρος και η Λιούμπιτσα Πέτροβιτς Νιέγκος παντρεύτηκαν στο Τσέτινιε το καλοκαίρι του 1883. Ο γάμος διατάραξε την ευμετάβλητη γεωπολιτική ισορροπία της περιοχής, προκαλώντας μεγάλη ανησυχία στις πρωτεύουσες της Αυστροουγγαρίας, της Ρωσίας και της Σερβίας. Το Βελιγράδι το εξέλαβε ως ένδειξη της αυξανόμενης προσέγγισης μεταξύ των δυναστειών Πέτροβιτς-Νιέγκος και Καραγεώργεβιτς. Οι σχέσεις μεταξύ των δύο Σερβικών κρατών επιδεινώθηκαν, όπως και οι σχέσεις μεταξύ Αυστροουγγαρίας και Ρωσίας, που ανταγωνίζονταν για την κυριαρχία στα Βαλκάνια επί δεκαετίες.[18]

Όταν ο πατέρας του πέθανε την άνοιξη του 1885, ο Πέτρος κατέστη επικεφαλής του Οίκου των Καραγεώργεβιτς και πήρε τον τίτλο του πρίγκιπα. Η Σερβία, παλαιότερα πριγκιπάτο, είχε ανακηρυχθεί βασίλειο το 1882 και από τότε ο Σέρβος μονάρχης χρησιμοποίησε τον τίτλο Βασιλιάς της Σερβίας. Η Λιούμπιτσα πέθανε κατά τον τοκετό τον Μάρτιο του 1890. Το ζευγάρι απέκτησε πέντε παιδιά, τρία από τα οποία έφθασαν στην ενηλικίωση: την Ελένη, τη Μιλένα, τον Γεώργιο, τον Αλέξανδρο και τον Ανδρέα. Η Μιλένα πέθανε σε βρεφική ηλικία και ο Ανδρέας μαζί με τη μητέρα του κατά τον τοκετό.[18]

Μετά τον θάνατο του πατέρα του η οικονομική κατάσταση του Πέτρου επιδεινώθηκε και εξαρτιόταν από τον πεθερό του, καθώς και από τη Ρωσία και τον αδερφό του Γεώργιο, για υποστήριξη. Μετά την ήττα του Βασιλικού Στρατού της Σερβίας στον Σερβοβουλγαρικό Πόλεμο του 1885 ο Πέτρος και ο Νικόλαος κατέστρωσαν ένα σχέδιο εισβολής στη Σερβία και ανατροπής της δυναστείας των Ομπρένοβιτς. Την τελευταία στιγμή ο Νικόλαος εγκατέλειψε την ιδέα. Ο Πέτρος αισθάνθηκε προδομένος από την απόφαση του Πρίγκιπα να αποχωρήσει, με αποτέλεσμα μακροχρόνια εχθρότητα. Παρ 'όλα αυτά παρέμεινε στο Τσέτινιε μέχρι το 1894, αφοσιωμένος στα επιζώντα παιδιά του, που ολοκλήρωσαν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση τους εκεί.[18] Το 1894 ο Πέτρος μετακόμισε στη Γενεύη με τα τρία του παιδιά, όπου παρέμεινε μέχρι το 1903.[19] Το 1899 ο Τσάρος Νικόλαος Β΄ κάλεσε τους Πρίγκιπες Γεώργιο και Αλέξανδρο, καθώς και τον ανιψιό του Πέτρου Παύλο, να παρακολουθήσουν δωρεάν τη στρατιωτική ακαδημία Corps des Pages στην Αγία Πετρούπολη. Λόγω της κακής οικονομικής του κατάστασης, που δεν του επέτρεπε να στείλει τους γιους του σε ιδιωτικά σχολεία της Ελβετίας, ο Πέτρος δέχτηκε την προσφορά του Τσάρου.[20]

Η ανατροπή του Μαϊου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Ιούλιο του 1900 ο βασιλιάς Αλέξανδρος, ο 23χρονος γιος του Μίλαν, παντρεύτηκε την Ντράγκα Μάσιν, χήρα κυρία επί των τιμών δώδεκα χρόνια μεγαλύτερή του, που είχε τη φήμη σεξουαλικά ασύδοτης. Θεωρείτο επίσης ότι ήταν στείρα, εγείροντας ερωτηματικά ως προς τη βιωσιμότητα της δυναστείας των Ομπρένοβιτς. Ο γάμος προκάλεσε αγανάκτηση στο σώμα των αξιωματικών, που οδήγησε σε συνωμοσία για την απομάκρυνση του Αλέξανδρου από τον θρόνο. Οι αξιωματικοί, με επικεφαλής τον Ντράγκουτιν Ντιμιτρίεβιτς («Άπς»), αρχικά επιδίωξαν να εκδιώξουν τον Αλέξανδρο και την Ντράγκα, αλλά συνειδητοποίησαν ότι κάτι τέτοιο θα προκαλούσε σύγκρουση εντός της χώρας μεταξύ των στρατοπέδων των οπαδών των Καραγεώργεβιτς και των Ομπρένοβιτς. Το φθινόπωρο του 1901 οι συνωμότες αποφάσισαν να δολοφονήσουν το βασιλικό ζευγάρι, αποτρέποντας έτσι έναν πιθανό εμφύλιο πόλεμο. Κάποιοι αξιωματικοί πρότειναν την τοποθέτηση στον θρόνο ενός Άγγλου ή Γερμανού πρίγκιπα. Άλλος πρότεινε τον Πρίγκιπα Μίρκο, τον δεύτερο γιο του Νικολάου του Μαυροβουνίου, και άλλοι υποστήριζαν την ανακήρυξη δημοκρατίας.[21] Οι πολιτικές συνθήκες στην Ευρώπη ήταν τέτοιες ώστε η ανακήρυξη δημοκρατίας απλώς και μόνο θα αύξανε την εχθρότητα των Μεγάλων Δυνάμεων απέναντι στη Σερβία σε περίπτωση ανατροπής του Αλέξανδρου, προσφέροντας στην Αυστροουγγαρία πρόσχημα για να εισβάλει.[22]

Οι προετοιμασίες για το πραξικόπημα έλαβαν χώρα μεταξύ 1901 και 1903. Οι συνωμότες αποφάσισαν να τοποθετήσουν τον Πέτρο στον θρόνο τον Νοέμβριο του 1901, αλλά ο Πέτρος δεν τους εμπιστευόταν και απέρριψε την αρχική τους προσφορά. Την αποδέχθηκε υπό την προϋπόθεση ότι οι αξιωματικοί που εμπιστευόταν θα συμμετείχαν στη συνομωσία και επέμεινε να μην έχει καμία ανάμειξη ο ίδιος. Είπε επίσης στους αξιωματικούς ότι θα συμφωνούσε να πάρει τον θρόνο μόνο αν η ανάρρησή του εγκρινόταν από την Εθνοσυνέλευση. Την εποχή του πραξικοπήματος ο Πέτρος έκανε διακοπές με τα παιδιά του και σχεδίαζε επισκέψεις στη Ρωσία και τη Ρουμανία, προσποιούμενος ότι δεν γνώριζε τι θα συμβεί.[19] Οι αξιωματικοί εισέβαλαν στο βασιλικό ανάκτορο αργά το βράδυ της 10ης Ιουνίου [Π.Η. 29 Μαΐου] 1903 και πυροβόλησαν το βασιλικό ζευγάρι, ακρωτηριάζοντας τα πτώματά τους με σπαθιά και πετάγοντάς τα από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου.[23] Η δολοφονία είχε ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση της δυναστείας Ομπρένοβιτς και την επίλυση της αιωνόβιας διαμάχης μεταξύ των δυναστειών Καραγεώργεβιτς και Ομπρένοβιτς.[22] Ο Πέτρος εξέφρασε την ικανοποίησή του για την έκβαση της συνομωσίας, καθώς και τη λύπη του για την αιματοχυσία που είχε συμβεί, χαρακτηρίζοντάς τον ως «ούτε ευγενική ούτε αντάξια του 20ού αιώνα». Στις 15 Ιουνίου [Π.Η. 2 Ιουνίου] 1903, με απόφαση της Εθνικής Συνέλευσης, ο Πέτρος κλήθηκε να αναλάβει τον σερβικό θρόνο.[19] Έφθασε στο Βελιγράδι στις 26 Ιουνίου [Π.Η. 13 Ιουνίου] 1903.[24]

Η άνοδος του Πέτρου στον θρόνο έγινε δεκτή με μεγάλο ενθουσιασμό από τους Νότιους Σλάβους εθνικιστές, που πίστευαν ότι θα μπορούσε να ενώσει τους Νότιους Σλάβους που ζούσαν στη Σερβία, το Μαυροβούνιο, την Αυστροουγγαρία και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στη Βιέννη, καθ' οδόν προς το Βελιγράδι, τον υποδέχτηκε πλήθος ενθουσιωδών Σέρβων και Κροατών φοιτητών, που τον χαρακτήρισαν ως "τον πρώτον Γιουγκοσλάβο βασιλιά".[24]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στέψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Πέτρος εξερχόμενος από τον Καθεδρικό του Αγίου Μιχαήλ έφιππος μετά τη στέψη του.

Η δολοφονία του βασιλικού ζεύγους θορύβησε και σόκαρε το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, αλλά έγινε δεκτή με ενθουσιασμό στην ίδια τη Σερβία.[25] Η Ρωσία αναγνώρισε αμέσως την απόφαση της Εθνοσυνέλευσης που κήρυξε τον Πέτρο τον επόμενο Βασιλιά της Σερβίας και εξέφρασε την ικανοποίησή της για το γεγονός ότι οι διαδυναστικές ίντριγκες που είχαν ταλοανίσει τη χώρα από τις αρχές του 19ου αιώνα είχαν τερματιστεί. Η Αυστροουγγαρία δήλωσε την ουδετερότητά της επί του θέματος, αλλά κατ' ιδίαν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής στη Βιέννη εξέφρασαν την ελπίδα ότι η ένταξη του Πέτρου θα επιδρούσε καταπραϋντικά. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να τιμωρηθούν αυστηρά οι κύριοι συνωμότες και όταν η Βασιλική Κυβέρνηση της Σερβίας αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτό το αίτημα, οι Βρετανοί διέκοψαν όλες τις διπλωματικές σχέσεις[26]. Αρκετά άλλα ευρωπαϊκά κράτη ακολούθησαν τα βήματα του Ηνωμένου Βασιλείου και διέκοψαν επίσης τις σχέσεις τους[27]. Ο Πέτρος δεν τιμώρησε τους συνωμότες. Ένιωθε μια βαθιά αίσθηση υποχρέωσης προς αυτούς, αναγνωρίζοντας ότι δεν θα ήταν σε θέση να αναλάβει τον θρόνο χωρίς τις ενέργειές τους.[26]

Το στέμμα του πρώτου βασιλιά των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων Πέτρου Α΄.

Ο Πέτρος στέφθηκε στον Καθεδρικό του Αγίου Μιχαήλ στο Βελιγράδι στις 21 Σεπτεμβρίου [Π.Η. 8 Σεπτεμβρίου] 1904.[28] Η τελετή της στέψης, η πρώτη στη σύγχρονη ιστορία της Σερβίας, είχε σκοπό να αποδείξει ότι είχε αρχίσει μια νέα εποχή[25]. Η μεγαλύτερη του έτους καθυστέρηση μεταξύ της επιστροφής του Πέτρου στη Σερβία και της στέψης του έγινε σκόπιμα, έτσι ώστε η τελετή να συμπέσει με την 100ή επέτειο της Πρώτης Σερβικής Εξέγερσης και να δοθεί χρόνος στους Ευρωπαίους πολιτικούς να αποδεχθούν το ανακτορικό πραξικόπημα.[25] Παρ 'όλα αυτά στην τελετή παρέστησαν μόνο εκπρόσωποι του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας.[28] Τα νέα εμβλήματα, αποτελούμενα από στέμμα, σκήπτρο, σφαίρα και βασιλικό μανδύα, παραγγέλθηκαν ειδικά για την περίσταση και κατασκευάσθηκαν από τους Παριζιάνους κοσμηματοποιούς Αδελφούς Φρερ[29]. Η πομπή του βασιλιά Πέτρου και η παρέλαση που ακολούθησρ τη στέψη, κινηματογραφήθηκαν από τον Αρνολντ Μούιρ Ουίλσον, τον επίτιμο πρόξενο της Σερβίας στο Σέφιλντ και τον κινηματογραφιστή του Φρανκ Μότερσοου. Αυτή θεωρείται η παλαιότερη σωζώμενη κινηματογραφική ταινία στη Σερβία[30]. Σύμφωνα με τον ιστορικό του κινηματογράφου Πωλ Σμιθ, είναι επίσης πιθανόν τα πρώτα κινηματογραφικά "επίκαιρα" στην ιστορία.[31]

Εξωτερικές υποθέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του το Βασίλειο της Σερβίας επεκτάθηκε στα νότια, συμπεριλαμβανομένου του Σαντζάκ και του Κοσσυφοπεδίου και της Μετόχια. Η Σερβία κατέλαβε προσωρινά το βόρειο τμήμα της Αλβανίας, αλλά τελικά το απέδωσε στο νεοσυσταθέν κράτος της. Τον Νοέμβριο του 1918, λίγο πριν τη δημιουργία του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, στη Σερβία περιήλθαν ορισμένες νέες περιοχές όπως το Σρεμ, το Βανάτο, η Μπάτσκα και το Μαυροβούνιο, που ως εκ τούτου, συμπεριλήφθηανε αργότερα στο νέο βασίλειο.

Ο επιφανέστερος υπουργός εξωτερικών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του ήταν ο Νίκολα Πάσιτς. Στην αρχή της βασιλείας του Πέτρου εναντιώθηκε στον νέο βασιλιά, αποκαλώντας την άνοδό του στον θρόνο παράνομη. Ωστόσο άλλαξε γρήγορα άποψη, αφού είδε ότι ο Σερβικίος λαός αποδέχτηκε τον Βασιλιά Πέτρο. Όπως προκύπτει η μόνη σύγκρουση που είχε με τον Πέτρο κατά τη διάρκεια της 18χρονης βασιλείας του ήταν ο μισθός του βασιλιά.

Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πόλεμος άρχισε τον Οκτώβριο του 1912 και έληξε τον Μάιο του 1913. Περιλάμβανε επιχειρήσεις του Βαλκανικού Συνασπισμού (Βουλγαρία, Σερβία, Ελλάδα και Μαυροβούνιο) κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι σύμμαχοι στρατοί των Βαλκανικών κρατών υπερίσχυσαν του αριθμητικά κατώτερου και στρατηγικά μειονεκτούντος Οθωμανικού στρατού και σημείωσαν γρήγορα επιτυχίες. Αποτέλεσμα του πολέμου ήταν οι σύμμαχοι να καταλάβουν και να διαμοιρασθούν σχεδόν όλα τα απομένοντα ευρωπαϊκά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Τον Μάιο του 1912 οι Αλβανοί Χαμιτιανοί επαναστάτες, που ήθελαν να επαναφέρουν στην εξουσία τον Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, έδιωξαν τις δυνάμεις των Νεοτούρκων από τα Σκόπια και τους απώθησαν νότια προς το Μοναστήρι (σήμερα Μπίτολα), αναγκάζοντάς τους να παραχωρήσουν ουσιαστική αυτονομία σε μεγάλες περιοχές τον Ιούνιο του 1912. Η Σερβία, που είχε βοηθήσει τον εξοπλισμό των Αλβανών Καθολικών και Χαμιτιανών ανταρτών και έστειλε μυστικούς πράκτορες σε μερικούς από τους εξέχοντες ηγέτες, εξέλαβε την εξέγερση ως πρόσχημα για πόλεμο. Η Σερβία, το Μαυροβούνιο, η Ελλάδα και η Βουλγαρία είχαν συνομιλίες για πιθανές επιθέσεις εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από την έκρηξη της Αλβανικής εξέγερσης του 1912. Μια επίσημη συμφωνία μεταξύ Σερβίας και Μαυροβουνίου είχε υπογραφεί στις 7 Μαρτίου.

Στις 18 Οκτωβρίου 1912 ο Πέτρος Α΄ της Σερβίας εξέδωσε μια διακήρυξη με τίτλο «Στον Σερβικό Λαό», που φαινόταν να υποστηρίζει και τους Αλβανούς και τους Σέρβους:

"Οι τουρκικές κυβερνήσεις δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον για τις υποχρεώσεις τους απέναντι στους πολίτες τους και κώφευσαν σε όλες τις καταγγελίες και τις προτάσεις. Τα πράγματα ξέφυγαν τόσο πολύ ώστε κανείς δεν ήταν ικανοποιημένος στην Ευρώπη με την κατάσταση στην Τουρκία. Εγινε αφόρητη για τους Σέρβους, τους Έλληνες και τους Αλβανούς. Με τη χάρη του Θεού έδωσα λοιπόν εντολή στον γενναίο στρατό μου να ενταχθεί στον Ιερό Πόλεμο για να απελευθερώσει τους αδελφούς μας και να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Στην Παλαιά Σερβία ο στρατός μου δεν θα συναντήσει μόνο Χριστιανούς Σέρβους αλλά επίσης Μουσουλμάνους Σέρβους, που είναι εξίσου αγαπητοί σε μας και επιπλέον τους Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Αλβανούς, με τους οποίους ο λαός μας έχει μοιραστεί χαρά και θλίψη επί δεκατρείς αιώνες τώρα. Σε όλους αυτούς φέρνουμε ελευθερία, αδελφοσύνη και ισότητα".

Σε αναζήτηση συμμάχων η Σερβία ήταν έτοιμη να διαπραγματευτεί μια σύμβαση με τη Βουλγαρία. Η συμφωνία προέβλεπε ότι, σε περίπτωση νίκης εναντίον των Οθωμανών, η Βουλγαρία θα έπαιρνε όλη τη Μακεδονία νότια της γραμμής Κρίβα Παλάνκα-Αχρίδα. Η επέκταση της Σερβίας έγινε δεκτή από τη Βουλγαρία βόρεια της Οροσειράς Σκάρδος (δηλαδή στο Κοσσυφοπέδιο). Η παρεμβαλλόμενη έκταση συμφωνήθηκε να είναι "αμφισβητούμενη" υπό την επιδιαιτησία του Τσάρου της Ρωσίας σε περίπτωση επιτυχούς πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πορεία του πολέμου έγινε φανερό ότι οι Αλβανοί δεν θεωρούσαν τη Σερβία απελευθερωτή, όπως πρότεινε ο Βασιλιάς Πέτρος Ι, ούτε οι Σερβικές δυνάμεις τήρησαν τη διακήρυξή του για φιλία προς τους Αλβανούς.

Ο Σερβικός στρατός ήταν υπό την ηγεσία του Πέτρου Α΄ μαζί με στρατηγούς όπως οι Ραντομίρ Πούτνικ, Στέπαν Στεπάνοβιτς, Μπόζινταρ Γιάνκοβιτς και Πέταρ Μπόγιοβιτς. Η Σερβία συμμετείχε με 230.000 στρατιώτες (από πληθυσμό μόλις 2.912.000 κατοίκων) με περίπου 228 κανόνια, κατανεμημένους σε 10 μεραρχίες πεζικού.

Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος και συνέπειές του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς η Βουλγαρία ήταν δυσαρεστημένη από το μερίδιό της από τη λεία του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου, επιτέθηκε στους πρώην συμμάχους της, τη Σερβία και την Ελλάδα, και ξεκίνησε τον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο στις 16 Ιουνίου (ΠΗ 29) Ιουνίου 1913. Ο Σερβικός και ο Ελληνικός στρατός απέκρουσαν τη βουλγαρική επίθεση και αντεπιτέθηκαν, εισβάλλοντας στη Βουλγαρία. Δεδομένου ότι η Βουλγαρία είχε επίσης εμπλακεί σε εδαφικές διαμάχες με τη Ρουμανία, ο πόλεμος αυτός προκάλεσε και ρουμανική επέμβαση κατά της Βουλγαρίας. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να ανακτήσει κάποιες περιοχές χαμένες από τον προηγούμενο πόλεμο. Όταν τα Ρουμανικά στρατεύματα πλησίασαν στην πρωτεύουσά της Σόφια, η Βουλγαρία ζήτησε μια ανακωχή, που οδήγησε στη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, με την οποία η Βουλγαρία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τμήματα των κερδών της από τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο στη Σερβία, την Ελλάδα και τη Ρουμανία. Ο Β΄ Βαλκανικός Πόλεμος κατέστησε τη Σερβία το ισχυρότερο στρατιωτικά κράτος νότια του Δούναβη. Χρόνια στρατιωτικών επενδύσεων που χρηματοδοτήθηκαν από γαλλικά δάνεια είχαν αποφέρει καρπούς. Απέκτησε τον Κεντρικό Αξιό και το ανατολικό μισό του Σαντζακίου του Νόβι Παζάρ. Η έκτασή της αυξήθηκε από 48.282 σε 87.740 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά περισσότερο από ενάμισι εκατομμύριο.

Λόγω των συνεχών και έντονων προσπαθειών του στους Βαλκανικούς Πολέμους, η υγεία του Πέτρου επιδεινώθηκε. Την ίδια στιγμή η Μαύρη Χειρ αντιπροσώπευε ένανπυρήνα στρατιωτικής αντιπολίτευσης στην πολιτική συνέλευση. Ενεργώντας μέσα από την κυβέρνηση και τον στρατό, τα μέλη της ανάγκασαν τον Πέτρο να διαλύσει την κυβέρνηση του Νίκολα Πάσιτς, παρόλο που το Ριζοσπαστικό Κόμμα κατείχε τις περισσότερες έδρες στην Εθνοσυνέλευση. Μόλις μετά τη ρωσική παρέμβαση και με τη βοήθεια της γαλλικής πρωτεύουσας η κρίση επιλύθηκε υπέρ του Πάσιτς. Ο Βασιλιάς Πέτρος αναγκάστηκε να αποσυρθεί, κατά τα φαινόμενα λόγω της κακής υγείας του, και, στις 24 Ιουνίου 1914, μεταβίβασε τις βασιλικές του εξουσίες στον διάδοχό του, Αλέξανδρο Α΄ Καραγεώργεβιτς.

Βασιλικό Εμβλημα του Βασιλιά της Σερβίας

Πολιτικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο εκπαιδευμένος στη Δύση Βασιλιάς προσπάθησε να φιλελευθεροποιήσει τη Σερβία με στόχο τη δημιουργία μιας συνταγματικής μοναρχίας δυτικού τύπου. Ο Βασιλιάς Πέτρος Α έγινε σταδιακά πολύ δημοφιλής για τη δέσμευσή του στην κοινοβουλευτική δημοκρατία που, παρά την επιρροή ορισμένων στρατιωτικών κλικών στην πολιτική ζωή, λειτούργησε σωστά. Το Σύνταγμα του 1903 ήταν μια αναθεωρημένη εκδοχή εκείνου του 1888, με βάση το Βελγικό Σύνταγμα του 1831, θεωρούμενο ως ένα από τα πιο φιλελεύθερα στην Ευρώπη. Οι κυβερνήσεις εκλέγονταν από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κυρίως από το Λαϊκό Ριζοσπαστικό Κόμμα με επικεφαλής τον Νικόλα Πάσιτς και το Ανεξάρτητο Ριζοσπαστικό Κόμμα με επικεφαλής το Λιούμπομιρ Στογιάνοβιτς. Ο ίδιος ο βασιλιάς Πέτρος τάχθηκε υπέρ μιας ευρύτερης κυβέρνησης συνασπισμού που θα ενίσχυε τη Σερβική δημοκρατία και θα συνέβαλε στην ανεξάρτητη πορεία της εξωτερικής πολιτικής. Σε αντίθεση με τη φιλοαυστριακή δυναστεία των Ομπρένοβιτς, ο Βασιλιάς Πέτρος Α΄ βασιζόταν στη Ρωσία και τη Γαλλία, γεγονός που προκαλούσε την αυξανόμενη εχθρότητα της επεκτατικών διαθέσεων Αυστροουγγαρίας. Ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ της Σερβίας πραγματοποίησε δύο επίσημες επισκέψεις στην Αγία Πετρούπολη και το Παρίσι το 1910 και το 1911 αντίστοιχα, χαιρετιζόμενος ως ήρωας τόσο της δημοκρατίας όσο και της εθνικής ανεξαρτησίας στα προβληματικά Βαλκάνια.

Tάφος του Βασιλιά Πέτρου Α΄
Μνημείο του Πέτρου Α΄ στο Ζρένιανιν

Η βασιλεία του Πέτρου Α, από το 1903 έως το 1914, μνημονεύεται ως "Χρυσή Εποχή της Σερβίας", λόγω των απεριόριστων πολιτικών ελευθεριών, του ελεύθερου Τύπου και της πολιτιστικής υπεροχής μεταξύ των Νότιων Σλάβων, που τελικά έβλεπαν στη δημοκρατική Σερβία ένα Πεδεμόντιο των Νότιων Σλάβων.[32] Ο Βασιλιάς Πέτρος Α΄ υποστήριξε το κίνημα της ενοποίησης της Γιουγκοσλαβίας, φιλοξενώντας στο Βελιγράδι διάφορες πολιτιστικές συγκεντρώσεις. Η Μεγάλη Σχολή του Βελιγραδίου αναβαθμίστηκε στο Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου το 1905, με ακαδημαϊκούς διεθνούς φήμης, όπως οι Γιόβαν Τσβίγιτς, Μιχαήλο Πέτροβιτς, Σλόμπονταν Γιοβάνοβιτς, Γιόβαν Μ. Ζούγιοβιτς Μπόγκνταν Πόποβιτς, Γιόβαν Σκέρλιτς, Σίμα Λόζανιτς, Μπράτισλαβ Πετρονίγεβιτς και αρκεςτοί άλλοι. Ο βασιλιάς Πέτρος Α΄ απέκτησε τεράστια δημοτικότητα μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912 και το 1913, που από την άποψη των Σέρβων και των Νότιων Σλάβων ήταν σπουδαία επιτυχία, με τις θεαματικές στρατιωτικές νίκες επί των Οθωμανών και την επακόλουθη απελευθέρωση της «Παλαιάς Σερβίας» (Βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου) και της κατοικούμενης κυρίως από Σλάβους Μακεδονίας (Βιλαέτι του Μοναστηρίου). Η έκταση της Σερβίας διπλασιάστηκε και το κύρος της μεταξύ των Νότιων Σλάβων (κυρίως Κροατών και Σλοβένων και των Σέρβων της Αυστροουγγαρία, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, της Βοϊβοντίνας, των Στρατιωτικών Παραμεθορίων, της Δαλματίας, της Σλαβονίας κ.λπ.) αυξήθηκε σημαντικά με τον Πέτρο Α΄ ως το κύριο σύμβολο αυτής της πολιτικής και πολιτιστικής επιτυχίας. Μετά τη σύγκρουση μεταξύ των στρατιωτικών και πολιτικών αντιπροσώπων την άνοιξη του 1914 ο Βασιλιάς Πέτρος επέλεξε να «συνταξιοδοτηθεί» λόγω της κακής υγείας του, μεταβιβάζοντας στις 11/24 Ιουνίου 1914 τα βασιλικά προνόμιά του στον δεύτερο γιο του, νόμιμο διάδοχο του Στέμματος Πρίγκιπα Αλέξανδρο.

Ο Βασιλιάς, περνώντας τον περισσότερο χρόνο του σε διάφορες Σερβικές λουτροπόλεις, παρέμεινε σχετικά αδρανής κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, παρόλο που περιστασιακά, όταν η στρατιωτική κατάσταση γινόταν κρίσιμη, επισκεπτόταν τα χαρακώματα στην πρώτη γραμμή για να ελέγξει το ηθικό των στρατευμάτων του. Η επίσκεψή του στη γραμμή του πυρός πριν από τη μάχη της Κολούμπαρα στα τέλη του 1914 ενίσχυσε το ηθικό των υποχωρουσών Σερβικών δυνάμεων και προανήγγειλε μια αντεπίθεση και λαμπρή νίκη εναντίον των αριθμητικά υπέρτερων αυστροουγγρικών δυνάμεων. Σε μια άλλη αλησμόνητη επίσκεψη το 1915 ο Βασιλιάς Πέτρος, τότε 71 ετών, πήρε ένα τουφέκι και πυροβόλησε κατά των εχθρικών στρατιωτών. Μετά την εισβολή στη Σερβία των κοινών δυνάμεων της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας και της Βουλγαρίας τον Οκτώβριο του 1915, ο Βασιλιάς Πέτρος Α΄ οδήγησε τον στρατό και δεκάδες χιλιάδες άμαχους πρόσφυγες μέσω των ψηλών βουνών της Αλβανίας στην Αδριατική θάλασσα με "ένα Γολγοθά που λίγοι λαοί γνώρισαν".[33] [24]

Μετά τη δραματική υποχώρηση τον δριμύ χειμώνα μέσω του εχθρικού περιβάλλοντος των αλβανικών ορεινών περιοχών από το Πρίζρεν μέχρι τις αλβανικές ακτές, στην οποία χάθηκαν πάνω από 100.000 ζωές, ο Βασιλιάς και ο στρατός του, εξαντλημένοι από το κρύο και την πείνα, μεταφέρθηκαν τελικά από τους Συμμάχους στην Κέρκυρα στις αρχές του 1916. Κατά τον υπόλοιπο Α Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Βασιλιάς Πέτρος Α, που είχε ήδη πολύ κακή υγεία, παρέμεινε στο ελληνικό νησί της Κέρκυρας, που έγινε έδρα της εξόριστης σερβικής κυβέρνησης μέχρι τον Δεκέμβριο του 1918.

Την 1η Δεκεμβρίου 1918 ο Βασιλιάς Πέτρος Α΄ ανακηρύχθηκε βασιλιάς των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Παρέμεινε στο εξωτερικό μέχρι τον Ιούλιο του 1919 και επέστρεψε στο Βελιγράδι, όπου πέθανε το 1921, σε ηλικία 77 ετών. Τάφηκε επίσημα στο πατρικό του στο Οπλενατς, στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην περιοχή της Τόπολα στην Κεντρική Σερβία, όπου ο παππούς του Καραγιώργης, ο ιδρυτής της δυναστείας, ξεκίνησε μια μεγάλη εξέγερση κατά των Οθωμανών το 1804.

Υστεροφημία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τρεις πόλεις στη μεσοπολεμική Γιουγκοσλαβία πήραν το όνομά τους από τον Βασιλιά Πέτρο Α΄: τον Μρκόνιτς Γκραντ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη (πρώην Βάρτσαρ Βακούφ), το Πέτροβγκραντ (Βέλικι Μπέτσκερεκ, σήμερα Ζρένιανιν) στη Βοϊβοντίνα και τον Πέτροβατς να Μόρου (πρώην Kάστελ Λάστβα) στο Μαυροβούνιο. Δεκάδες μνημεία που ανεγέρθηκαν προς τιμήν του σε ολόκληρη τη Γιουγκοσλαβία καταστράφηκαν μετά την κομμουνιστική αλλαγή το 1945. Μόνο ένα μνημεία στο Ζρένιανιν (πρώην Πετροβγκραντ) αναστηλώθηκε πρόσφατα, καθώς και αρκετά μικρότερα στο Βελιγράδι και την υπόλοιπη Σερβία. Αλλα μνημεία προς τιμήν του βασιλιά Πέτρου Α αναστηλώθηκαν ή ανεγέρθηκαν στη Σερβική Δημοκρατία, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, όπου η θέση λατρείας του ως εθνικού ήρωα είναι τόσο ισχυρή όσο στη Σερβία.

Στο Παρίσι μια λεωφόρος κοντά στη Λεωφόρο των Ηλυσίων Πεδίων φέρει το όνομά του.[34] Υπάρχει ένα λιτό μνημείο αφιερωμένο στον Βασιλιά Πέτρο Α΄ της Σερβίας στην Ορλεάνη της Γαλλίας, όπου αγωνίστηκε ως εθελοντής στον Γαλλικό στρατό. Στην Πορτ ντε λα Μυέτ του Παρισιού έγιναν το 1936 τα αποκαλυπτήρια ενός μεγάλου μνημείου του Βασιλιά Πέτρου και του γιου του, Αλέξανδρου Α΄ της Γιουγκοσλαβίας.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 1883 τη Ζόρκα των Πετρόβιτς-Νιέγκος, κόρη του Νικολάου Α΄ του Μαυροβουνίου και είχε τέκνα:

Πρόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  2. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Peter-I-king-of-Serbia. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. (Αγγλικά) Find A Grave. 8365253. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. peter-peter-i-karadordevic.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  6. «Identifiants et Référentiels». (Γαλλικά) IdRef. Agence bibliographique de l'enseignement supérieur. Ανακτήθηκε στις 4  Μαρτίου 2020.
  7. CONOR.SI. 33482083.
  8. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Μαρτίου 2015.
  9. p10317.htm#i103170. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  10. Judah 2000, σελ. 83.
  11. 11,0 11,1 Bjelajac 1997, σελ. 95.
  12. Bjelajac 1997, p. 95, note 2.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 13,4 13,5 Bjelajac 1997, σελ. 96.
  14. Judah 2000, σελίδες 53, 56.
  15. Shrader 2014, σελ. 1244.
  16. 16,0 16,1 Lepage 2008, σελ. 57.
  17. 17,0 17,1 17,2 Bjelajac 1997, σελ. 97.
  18. 18,0 18,1 18,2 Bjelajac 1997, σελ. 98.
  19. 19,0 19,1 19,2 Bjelajac 1997, σελ. 99.
  20. Dedijer 1966, σελίδες 381–382.
  21. Mackenzie 1989, σελίδες 31–34.
  22. 22,0 22,1 Mackenzie 1989, σελ. 48.
  23. Mackenzie 1989, σελίδες 46–47.
  24. 24,0 24,1 Bjelajac 1997, σελ. 100.
  25. 25,0 25,1 25,2 Pavlowitch 2002, σελ. 79.
  26. 26,0 26,1 Mackenzie 1989, σελίδες 50–51.
  27. Singleton 1985, σελ. 98.
  28. 28,0 28,1 Bataković 2002, σελίδες 351–352.
  29. «The Regalia». The Royal Family of Serbia. Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2016. 
  30. Norris 2008, σελ. 110.
  31. Smith 1976, σελ. 101.
  32. Norris 2008, σελ. 87.
  33. R. Wolfson "Years of Change. European History 1890–1945"
  34. Avenue Pierre 1er de Serbie (see centre of map)