Μπεκάτσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπεκάτσα
Ενήλικη μπεκάτσα με την λεία της
Ενήλικη μπεκάτσα με την λεία της
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae)
Υποοικογένεια: Σκολοπακίνες (Scolopacinae)
Γένος: Σκολόπαξ (Scolopax) (Linnaeus, 1758) F
Είδος: S. rusticola
Διώνυμο
Scolopax rusticola (Σκολόπαξ o αγροδίαιτος) [i]
Linnaeus, 1758
Scolopax rusticola rusticola

Η μπεκάτσα είναι καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντάται και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Scolopax rusticola και δεν περιλαμβάνει υποείδη. [2]. Πρόκειται για πτηνό με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που, σε συνδυασμό με τη δυσκολία εντοπισμού της στο φυσικό της περιβάλλον, έχουν δημιουργήσει ένα «θρύλο» γύρω από το όνομά της, γεγονός που τής έχει κοστίσει πολύ ακριβά. (βλ. Μορφολογία, Ηθολογία, Κυνήγι)

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ονομασία του γένους είναι ελληνική και παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον λόγω της ετυμολογίας και της χρήσης της από τα αρχαία χρόνια. Η αρχική ετυμολογία είναι: Σκολόπαξ (ο) (αρχαιοπρ.) {σκολόπ-ακος|-άκων} [ΕΤΥΜ < αρχ. σκολόπαξ, -ακος < σκόλοψ-, -οπος ≪πάσσαλος, παλού-κι≫, ή επίμηκες σώμα με οξύ άκρο (λόγω τού σχήματος που έχει το ράμφος της μπεκάτσας) + επίθημα -αξ, πρβ. και ασπάλ-αξ, δέλφαξ]. [3][4] Δηλαδή, το πτηνό αναφέρεται ήδη από την αρχαία εποχή με το σημερινό επιστημονικό του όνομα, μάλιστα στον Αριστοτέλη υπάρχει η καταγραφή: «...ο μεν κόρυδος και ο σκολόπαξ και όρτυξ επί δένδρων ου καθίζουσιν, αλλ’ επί της γής...». [4]

Η επιστημονική ονομασία του είδους, ωστόσο, είναι λατινική και πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Λινναίο, τo 1758. [5] Προέρχεται από τις επίσης λατινικές λέξεις rusticus (=αγροτικός) και colere (=συχνάζω, διαβιώ), σημαίνει δηλαδή «εκείνος που ζει στους αγρούς, ο αγροδίαιτος». [6]

Η αγγλική ονομασία του («woodcock»), παραπέμπει στο αγαπημένο ενδιαίτημα του πτηνού, τα δάση.

Η ελληνική λαϊκή ονομασία του πτηνού έχει ιταλικές ρίζες και, προέρχεται από την ομόηχη ιταλική λέξη beccaccia, η οποία με τη σειρά της από τη λέξη becco (=ράμφος) με επιτατική/μεγεθυντική σημασία, δηλαδή «αυτός που έχει μεγάλο ράμφος».

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος έχει ευρεία εξάπλωση σε πολλές περιοχές της εύκρατης και υποαρκτικής Ευρασίας, καθώς και σε κάποιες της Β Αφρικής, αν και στις περισσότερες από αυτές είναι περιορισμένο τοπικά. Οι γενικότερες περιοχές εξάπλωσης του είδους έχουν δυτικό όριο τις ευρωπαϊκές και βορειοαφρικανικές ακτές του Ατλαντικού και ανατολικό όριο τις ανατολικές ακτές της Ιαπωνίας. Το βόρειο όριο βρίσκεται στις υποαρκτικές περιοχές της Σκανδιναβίας και τη μέση ζώνη τάιγκας στη Σιβηρία, ενώ το νότιο όριο είναι η Σρι Λάνκα στον Ινδικό Ωκεανό και ο κόλπος της Ταϊλάνδης. Έχουν αναφερθεί και περιπτώσεις -σπάνιες- από τις υποαρκτικές περιοχές των δασών της τούνδρας, σε Ευρώπη και Σιβηρία. [7]

Η Ευρώπη καλύπτεται σχεδόν ολόκληρη, εκτός από την Ισλανδία, την ηπειρωτική Ισπανία και κάποιες κεντροευρωπαϊκές πεδιάδες. Όμως στην Ασία η κατανομή του πτηνού είναι πολύ διάσπαρτη, ενώ στη Β Αφρική, συμπεριλαμβάνονται μόνο κάποιοι θύλακες στις παραμεσόγειες χώρες. [8]

Μόνιμες περιοχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγες είναι οι περιοχές όπου η μπεκάτσα βρίσκεται όλο το χρόνο ως επιδημητικό είδος, δηλαδή αναπαράγεται και διαχειμάζει, όλες στην Ευρώπη. Συγκεκριμένα βρίσκονται στα Πυρηναία, Β Ισπανία, μεγάλο μέρος της Γαλλίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας. Επίσης στο μεγαλύτερο τμήμα του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας. [8]

Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλην των προαναφερθεισών μονίμων περιοχών, η μπεκάτσα έρχεται να αναπαραχθεί μόνο τα καλοκαίρια και σε εκτεταμένες περιοχές της Σκανδιναβίας, της Β Ισπανίας και Β Ιταλίας, όλης σχεδόν της Κ. Ευρώπης και της Ρωσίας, καθώς και σε διάσπαρτους θύλακες στα Βαλκάνια (Ρουμανία, Βουλγαρία, τέως Γιουγκοσλαβία). Το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού αναπαράγεται στη Ευρώπη και, από αυτό, το 90% περίπου στην Ευρωπαϊκή Ρωσία και τη Σκανδιναβία.

Στη Ασία, η καλοκαιρινή αναπαραγωγή πραγματοποιείται στην περιοχή του Καυκάσου, όλη την Κ. Σιβηρία, το Β. Καζακστάν, τη ΒΔ και ΒΑ Κίνα, την περιοχή των ορέων Αλτάι, την Καμτσάτκα και τη Β Ιαπωνία. Επίσης σε μία λεπτή ζώνη που ξεκινάει από το Β Πακιστάν και μέσω των Ιμαλαΐων, καταλήγει στο Ασσάμ και τη Β Μιανμάρ. [8]

Περιοχές διαχείμασης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από τις μόνιμες περιοχές, η μπεκάτσα διαχειμάζει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος όπου αναπαράγεται. Έτσι, οι βορειοευρωπαϊκοί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί κατεβαίνουν νότια, από τη Δανία, τα Βρετανικά νησιά και τις ακτές της Μάγχης, προς την Ιβηρική και τη ΒΔ Αφρική (Μαρόκο, Αλγερία), τα Κανάρια και τις Αζόρες, ενώ οι κεντρικοί και ανατολικοί πληθυσμοί, έρχονται στην Ιταλία, τα Βαλκάνια, τα μεγάλα νησιά της Μεσογείου και περνάνε απέναντι στη Β Αφρική (Αλγερία, Τυνησία, Λιβύη και Αίγυπτο), τη Μικρά Ασία, τη Μαύρη Θάλασσα και θύλακες στην Εγγύς Ανατολή. Οι μεγάλοι κεντροασιατικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν, πάλι ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος αναπαραγωγής, στο Β Ιράκ, το Β Ιράν, το Πακιστάν τη Δ. και Ν. Ινδία, τη Σρι Λάνκα, την Ινδοκίνα, την Ταϊβάν και τη Ν Ιαπωνία, όπου και βρίσκονται τα ανατολικά όρια των περιοχών διαχείμασης. [8] Πηγές: [2][8]

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με την Wetlands International και, όσον αφορά στη μεταναστευτική τους συμπεριφορά, οι μπεκάτσες μπορούν να χωριστούν σε δύο κύριους διακριτούς πληθυσμούς: ένα πληθυσμό που αναπαράγεται δυτικά των Ουραλίων, που μεταναστεύει μέσω Δ και Ν Ευρώπης στη Β. Αφρική και, ένα πληθυσμό που αναπαράγεται ανατολικά των Ουραλίων και διαχειμάζει στη ΝΔ Ασία.

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί που διαχειμάζουν στα Βρετανικά νησιά και την Ιρλανδία, προέρχονται κατά 37% από τη Ρωσία και τη Λεττονία, κατά 25% από τη Φινλανδία, κατά 12% από τη Σουηδία και, κατά 10% από τη Νορβηγία, σύμφωνα με μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2007. [9]

Το είδος είναι επιδημητικό στα νησιά του Ατλαντικού (Κανάρια, Αζόρες) (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996), αλλά κατά τα άλλα είναι έντονα μεταναστευτικό (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996). Η ανοιξιάτικη μετανάστευση ξεκινάει στα τέλη Φεβρουαρίου (Ferrand et al.), με την έναρξη της αποδημίας να είναι στενά συνδεδεμένη με τη θερμοκρασία και, η άφιξη στους τόπους αναπαραγωγής είναι μεταξύ Μαρτίου και μέσων Μαΐου. Στην Ευρώπη, το είδος αναπαράγεται από το τέλος Φεβρουαρίου μέχρι τον Ιούλιο (del Hoyo et al. 1996). Η φθινοπωρινή μετανάστευση προς τα εδάφη διαχείμασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τους πρώτους παγετούς του χειμώνα (π.χ. από τον Οκτώβριο έως Νοέμβριο) (del Hoyo et al. 1996). Το είδος είναι συνήθως μοναχικό και συνήθως μεταναστεύει μεμονωμένα ή σε ομάδες των 5-6 ατόμων (Snow και Perrins 1998). Τα άτομα μπορούν επίσης να συγκεντρώνονται σε μεγαλύτερες ομάδες, ανάλογα με την τοπογραφία και τις καιρικές συνθήκες της περιοχής, ειδικά όταν μεταναστεύουν δια μέσου της ξηράς, ή όταν η τροφή και οι χώροι προφύλαξης είναι περιορισμένα (Snow και Perrins 1998).

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Ισλανδία, τη Γροιλανδία και το Γιβραλτάρ, την Ιορδανία, το Μπαχρέιν, το Ομάν και τις Φιλιππίνες, τον Καναδά και τις ΗΠΑ. [1]

Στην Ελλάδα, η μπεκάτσα είναι χειμερινός επισκέπτης (Οκτώβριο έως Μάρτιο), καθώς και διαβατικό πτηνό κατά τη μετανάστευση. [10]

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τυπικός φυσικός οικότοπος της μπεκάτσας

Ένα γενικό στοιχείο για την επιλογή ενδιαιτήματος του πτηνού, αποτελεί η αφθονία και κατανομή της βασικής τροφής τους, των γαιοσκωλήκων, καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους (Johnsgard 1981).

Αναπαραγωγική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για την αναπαραγωγή του είδους απαιτούνται εκτεταμένες, μη διακεκομμένες (unfragmented) περιοχές (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996) από πλατύφυλλα φυλλοβόλα ή μικτά πλατύφυλλα/κωνοφόρα δάση (Johnsgard 1981), που διαθέτουν πυκνή βλάστηση από θάμνους για κάλυψη του εδάφους (Lutz και Pagh Jensen). Τέτοια χλωρίδα συμπεριλαμβάνει βάτους (Rubus spp.), ακανθώδεις θάμνους (Ulex spp.), φτέρες (Pteridium spp.), ή μύρτιλλα (Vaccinium myrtillus) (del Hoyo et al. 1996, Lutz και Pagh Jensen). Επίσης, είναι απαραίτητος ένας συνδυασμός (del Hoyo et al. 1996) ξηρών, ζεστών τόπων ανάπαυσης με υγρές περιοχές για αναζήτηση τροφής (Johnsgard 1981, Hayman et al. 1986), όπως ρέματα, πηγές ή υγρά μέρη, ελώδεις θύλακες) ( del Hoyo et al. 1996 ), και ξέφωτα ή άλλα ανοίγματα (clearings), για περιπτώσεις διαφυγής (Johnsgard 1981, Hayman et al. 1986). Τα πουλιά μπορούν επίσης να φωλιάζουν σε βαλτώδη δάση με βρύα στο έδαφος, ρυάκια και άλλες υδάτινες οδούς ή εναλλακτικά σε κωνοφόρα δάση με υγρά πεσμένα φύλλα και υπο- βλάστηση πλατύφυλλων θάμνων και πτεριδοφύτων (Johnsgard 1981).

Μη αναπαραγωγική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απαιτήσεις του πτηνού, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ημέρας, σε εποχή μη - αναπαραγωγής είναι παρόμοιες με τις προαναφερθείσες, αλλά λιγότερο περιορισμένες (del Hoyo et al. 1996). Έτσι, εκτός από τα εκτενή πλατύφυλλα ή μικτά πλατύφυλλα / κωνοφόρα δάση ( ohnsgard 1981), οι μπεκάτσες καταλαμβάνουν επίσης περιοχές νεαρών κωνοφόρων (del Hoyo et al. 1996), φυσικούς φράκτες με υψηλή πυκνότητα δένδρων και θάμνων (Duriez et al. 2005b), μικρότερα δάση, θαμνώνες ( Hayman et al. 1986) και υλοτομημένους οικοτόπους μεταξύ 7 και 20 ετών (del Hoyo et al. 1996). Ωστόσο, δείχνουν πάντοτε ισχυρή προτίμηση για δάση με πλούσιο φυτικό υπόστρωμα (χούμο), που έχουν υψηλή βιομάζα γαιοσκωλήκων, -πάντοτε σε συνδυασμό με ένα πυκνό στρώμα θάμνων (Duriez et al. 2005b). Τα βράδια, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα πουλιά συγκεντρώνονται να κουρνιάσουν ή να τραφούν σε υγρές, πλούσιες σε σκουλήκια μόνιμες χορτολιβαδικές εκτάσεις (Hayman et al. 1986, del Hoyo et al. 1996, Duriez et al. 2005b), μερικές φορές 3-4 χιλιόμετρα μακριά από τις δασικές περιοχές που, κανονικά, χρησιμοποιούνται για κάλυψη κατά τη διάρκεια της ημέρας (Hayman et al. 1986). Ωστόσο, οι μπεκάτσες μπορούν επίσης να αναζητούν την τροφή τους ακόμη και στην παλιρροιακή λάσπη, όταν επικρατούν πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (Hayman et al. 1986).

Στην Ελλάδα, απαντάται σε δασώδεις και θαμνώδεις περιοχές με διάσπαρτα δένδρα, βαλτότοπους, τενάγη και ελώδεις περιοχές. [10]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπεκάτσα εύκολα ξεχωρίζει από τα συγγενικά της είδη, λόγω του μεγάλου μεγέθους και του εξαιρετικά μακρού ράμφους της. Ωστόσο, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τη δει κάποιος, ιδιαίτερα στις μέσες ώρες της ημέρας, διότι διαθέτει πτέρωμα «παραλλαγής» (cryptic camouflage) για να κρύβεται από τους διώκτες της (βλ. Ηθολογία). Συγκεκριμένα, έχει την άνω επιφάνεια του σώματός της στα χρώματα «της γης», συνήθως σκούρο ή κόκκινο-καφέ, με σκουρόχρωμες ραβδώσεις και μπεζ-καφέ κάτω επιφάνεια με εγκάρσιες γραμμώσεις, [10] που τής παρέχουν εξασφαλισμένη προστασία ακόμη και από εγγύτατη απόσταση. Το κεφάλι της διαθέτει μαύρο στέμμα που, σε συνδυασμό με το μεγάλο της μέγεθος και τις στρογγυλεμένες -όχι γωνιώδεις- πτέρυγες, τη διαφοροποιούν από το συγγενικό της μπεκατσίνι, το οποίο καταλαμβάνει παρόμοια με αυτήν οικοσυστήματα. [11] Παρουσιάζει φυλετικό διμορφισμό, ο οποίος περιορίζεται κυρίως στο μέγεθος των δύο φύλων, με τα αρσενικά να είναι αρκετά μεγαλύτερα. [12][13]

Ενήλικη μπεκάτσα κρυμμένη στη βλάστηση

Το σαρκόχρωμο ράμφος της είναι μακρύ, μεγάλο σε σχέση με το μέγεθός της, με σκουρόχρωμο άκρο γεμάτο νευρικές απολήξεις, ίσως το πλέον ευαίσθητο σημείο του σώματός της, που τής χρησιμεύει για να αναζητά την τροφή της (βλ. Τροφή). Οι ταρσοί έχουν χρώμα που κυμαίνεται από το γκρι προς το ροζ. Τα νεαρά άτομα μοιάζουν με τους ενήλικες, αλλά η αναγνώρισή τους στο πεδίο παρατήρησης είναι εξαιρετικά αβέβαιη. [14]

  • Οι οφθαλμοί της είναι τοποθετημένοι στα πλάγια και, αρκετά ψηλά στο κεφάλι σε σχέση με άλλα πτηνά, γεγονός που της εξασφαλίζει οπτικό πεδίο σχεδόν 360°, (fish-eye lens), δηλαδή είναι σε θέση να διακρίνει αντικείμενα που βρίσκονται ακομη και πίσω από αυτήν, αν και όχι στερεοσκοπικά. [12][13] Η θέση των οφθαλμών της, όπως και η στιλπνάδα της καστανόμαυρης ίριδας, προσδίδουν μια «γοητευτική» χροιά στο βλέμμα της, που τής έχουν χαρίσει το χαρακτηριστικό προσωνύμιο «βελουδομάτα».[15][16]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (33-) 34 έως 36 (-38) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: 55 έως 65 εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 6 έως 8 εκατοστά
  • Βάρος: 193 έως 440 γραμμάρια (τα αρσενικά βαρύτερα από τα θηλυκά) [17]

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενήλικη μπεκάτσα στο χιόνι

Οι μπεκάτσες αναζητούν την τροφή τους σε μαλακό έδαφος, σε περίκλειστους χώρους, συνήθως πολύ καλά κρυμμένους από τον περίγυρο. Η βασική τροφή τους εναι οι γαιοσκώληκες, ιδίως κατά την περίοδο μη-αναπαραγωγής (del Hoyo et al. 1996), αλλά μπορούν να συμπεριλάβουν, επίσης, ενήλικα έντομα και τις προνύμφες τους (π.χ. σκαθάρια, ψαλίδες και σαρανταποδαρούσες), αράχνες, γυμνοσάλιαγκες και βδέλες (del Hoyo et al. 1996). Επίσης, φυτικό υλικό, όπως σπόροι, φρούτα, δημητριακά (π.χ. βρώμη και καλαμπόκι), ρίζες αγρωστωδών και φύλλα (del Hoyo et al. 1996). Μικρά δίθυρα μαλάκια γλυκού νερού και μαλακόστρακα συμπεριλαμβάνονται επίσης, ιδιαίτερα από πουλιά κατά τη μετανάστευση (Johnsgard 1981). Η σύνθεση της δίαιτας μπορεί να διαφέρει μεταξύ των δύο φύλων (del Hoyo et al. 1996).

Η αναζήτηση της τροφής, γίνεται για λόγους ασφαλείας, τις ώρες με λιγοστό φως και, συνήθως τη νύχτα κατά τη διάρκεια του χειμώνα (del Hoyo et al. 1996). Τον κύριο ρόλο στην αναζήτηση τροφής έχει το μακρύ ράμφος τους, το οποίο βυθίζουν σε κάθε βηματισμό, σχολαστικά στο μαλακό έδαφος, περίπου κατά το 1/3 του μήκους του. [18] Οι εξαιρετικά ευαίσθητες νευρικές απολήξεις που βρίθουν στο άκρο του, ευαισθητοποιούνται από οποιαδήποτε διαταραχή στο υπέδαφος, ιδιαίτερα από τις μικροκινήσεις των γαιοσκωλήκων. Μόλις, η λεία γίνει αντιληπτή, το πουλί βυθίζει ολόκληρο πλέον το ράμφος στο έδαφος. Όταν το μέγεθος του θηράματος είναι μικρό, η λεία αναρροφάται, αλλά σε μεγαλύτερα θηράματα, το άνω μέρος (ρινοθήκη) λυγίζεται επιδέξια και η λεία συλλαμβάνεται και εξάγεται από το χώμα. [18] Ωστόσο, επειδή οι μπεκάτσες βασίζονται στον συγκεκριμένο τρόπο αναζήτησης τροφής, είναι εξαιρετικά ευάλωτες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, όταν το έδαφος είναι παγωμένο. [19] Κατά τη διάρκεια του ψυχρού βρετανικού χειμώνα του 1962-3, πεινασμένες μπεκάτσες βρέθηκαν να αναζητούν την τροφή τους σε αστικές περιοχές, γεγονός πρωτόγνωρο για τον εξαιρετικα κρυπτικό χαρακτήρα τους, ενώ ορισμένες από αυτές αναγκάστηκαν να φάνε την τροφή των μικρών ωδικών πτηνών στις ταΐστρες. [13]

Η νυχτερινή αναζήτηση τροφής συμβαίνει σε βοσκοτόπους μη επηρεασμένους από τον παγετό ή σε λιβάδια με εναλλασσόμενες καλλιέργειες. Το ημερήσιο κούρνιασμα δεν αποκλείεται, αν και συνήθως πραγματοποιείται σε ξέφωτα βαθιά μέσα στο δάσος, σε απόσταση 1 χιλιομέτρου από τις παρυφές του. Σε περιοχές με καλλιεργημένα χωράφια, η παρουσία της μπεκάτσας είναι εξαιρετικά αμφίβολη, λόγω αυξημένου κινδύνου. [19] Σε επιστημονική μελέτη, διάρκειας τριών ετών στη Βρετάνη της Γαλλίας, 65 άτομα εφοδιασμένα με ραδιοπομπό, ελέγχθηκαν για τις συνήθειες και τις προτιμήσεις τους στο περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια της ημέρας, τα πουλιά επέλεγαν δασικές εκτάσεις με χούμο που παρείχαν μεγάλο αριθμό γαιοσκωλήκων και ένα πυκνό στρώμα βλάστησης για παροχή προστασίας, ενώ οι φυσικοί φράκτες με θάμνους και δέντρα βρέθηκαν επίσης να είναι σημαντικά στοιχεία. Τη νύχτα, οπότε εντεινόταν η αναζήτηση τροφής, τα πουλιά επέλεγαν λειμώνες που περιείχαν πέντε φορές τη βιομάζα των γαιοσκωλήκων σε σχέση με την καλλιεργημένη γη. [20]

Ηθολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπεκάτσα είναι είδος κρυπτικό (cryptic), έχει δηλαδή την έμφυτη τάση να κινείται πολύ προσεκτικά και, στον παραμικρό κίνδυνο να κρύβεται στην πυκνή βλάστηση, ή εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να ακινητοποιείται άμεσα εκμεταλλευόμενη το πτέρωμα παραλλαγής που διαθέτει. Αυτός είναι, άλλωστε, ο λόγος που κινείται κατά τη διάρκεια της ημέρας σε εδάφη παρόμοιου χρωματισμού με το πτέρωμά της. Όταν κάθεται ακίνητη στο έδαφος «μιμείται» το χρώμα του εδάφους και, είναι πρακτικά αδύνατον να την ξεχωρίσει κάποιος, ακόμη και αν περάσει από δίπλα της. Τέτοιες ικανότητες διαθέτουν ελάχιστα πτηνά, όπως λ.χ. το γιδοβύζι, το οποίο όμως, με εξαίρεση τους φυσικούς του εχθρούς, δεν κινδυνεύει από τον άνθρωπο όπως η μπεκάτσα. Για τους ίδιους λόγους ασφαλείας, συνηθίζει να αναζητά την τροφή της κατά τις ώρες της ημέρας με λιγοστό φως, (λυκαυγές/λυκόφως), ή ακόμη και τη νύχτα (crepuscular).

Ενήλικη μπεκάτσα τη νύχτα
  • Μία ακόμη «ιδιαιτερότητα» της μπεκάτσας, που έρχεται να προστεθεί στη φήμη της, είναι η τακτική της να μεταφέρει τα μικρά της όταν απειληθεί. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση κινδύνου, λέγεται ότι η μητέρα πετάει μακριά κρατώντας τους νεοσσούς ανάμεσα στα πόδια της, ή στο ράμφος της ή ακόμη και στη ράχη της. [21] Ωστόσο, η συγκεκριμένη συμπεριφορά αμφισβητείται επιστημονικά, επειδή παρατηρείται συνήθως από μη γνώστες της ηθολογίας του πτηνού και, αποτελεί πιθανότατα παρερμηνευμένη και μη ολοκληρωμένη προσπάθεια του θηλυκού, να «αποσπάσει» την προσοχή του παρείσακτου επισκέπτη («distraction display»). Άλλωστε, η μεταφορά των νεοσσών σε μικρή απόσταση, είναι ένα φαινόμενο που συμβαίνει σχεδόν σε όλα τα πουλιά, προφανώς όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει όταν ο κίνδυνος είναι άμεσος. [13][22]

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπεκάτσα πετάει με ένα πολύ χαρακτηριστικό τρόπο, τόσο που, ακόμη και αν δεν τη δει κανείς καλά, την αναγνωρίζει από την πτήση της. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, δεν καταφεύγει εύκολα στο πέταγμα, εκτός από την εποχή της μετανάστευσης και, όταν αλλάζει θέση σε κοντινή απόσταση. Το φυσιολογικό της πέταγμα είναι ευθύ και γρήγορο και, έχει παρομοιωθεί με εκείνο της κουκουβάγιας ή της νυχτερίδας. [12]

  • Όταν βρίσκεται ακίνητη στο έδαφος και νοιώσει ότι απειλείται, εφαρμόζει άλλη στρατηγική: απογειώνεται εξαιρετικά απότομα, (flushing) μπροστά στον συνήθως ανύποπτο παρατηρητή/διώκτη, ο οποίος τις περισσότερες φορές αιφνιδιάζεται ή και τρομάζει. Μάλιστα, οι φτερούγες της παράγουν ένα χαρακτηριστικό ήχο, (whirring) παρόμοιο με εκείνο του περιστεριού, αλλά πολύ δυνατότερο, ενώ ταυτόχρονα, βγάζει ένα είδος τριλιστής κραυγής (fluttering). Τότε, το πέταγμά της αποκτά μία ασυνήθιστη κανονικότητα (pattern): στην αρχή φεύγει ταχύτατα εμπρός και σε ευθεία γραμμή. Μόλις διανύσει ελάχιστα μέτρα, αλλάζει απότομα κατεύθυνση, κινούμενη αριστερά και αμέσως μετά δεξιά, ή το αντίστροφο, συνήθως ελισσόμενη ανάμεσα στα δένδρα. Η χαρακτηριστική αυτή πτήση έχει πολύ εύστοχα παρομοιωθεί, με την κίνηση των σκιέρ, στο αγώνισμα του σλάλομ. [11] Με αυτή την τακτική, η μπεκάτσα αποσκοπεί στον απόλυτο αιφνιδιασμό εκείνου που την προσεγγίζει και, σχεδόν πάντοτε πετυχαίνει να διαφύγει, εκμεταλλευόμενη τη στιγμιαία αδράνεια του διώκτη της.

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τελετουργικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι αρσενικές μπεκάτσες «εκτελούν» στις περιοχές αναπαραγωγής, βραδινά τελετουργικά φλερταρίσματος, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο, γνωστά με τη γενική ονομασία ρόντινγκ (roding που, έρχονται να προστεθούν στα υπόλοιπα, ασυνήθιστα αλλά και γοητευτικά χαρακτηριστικά του είδους. Πετάνε πάνω από τις κορυφές των δένδρων με το ράμφος στραμμένο προς τα κάτω, ενώ αρθρώνουν χαρακτηριστικές διαδοχικές μπάσες κραυγές (croak»), συχνότητας 0,6-1,5 kHZ, που διακόπτονται από παρεμβαλλόμενη οξεία στριγκή φωνή (squeak), συχνότητας 3-14 kHZ. [23][24][25] Μελέτη σε ηχογράμματα από αρσενικές ευρωπαϊκές μπεκάτσες, κατέδειξε ότι ένα ποσοστό 95% αντιστοιχούσε σε συγκεκριμένα πουλιά, δηλαδή θα μπορούσε να γίνει καταμέτρηση των αναπαραγομένων αρσενικών, μόνο από τις φωνές τους. [26] Ταυτόχρονα, τα θηλυκά «προκαλούν» τα αρσενικά με μικρές, διαδοχικές τσιριχτές φωνές και εκείνα ανταποκρίνονται πέφτοντας από ψηλά με δύναμη. [18]. Κατόπιν, το τελετουργικό συνεχίζεται στο έδαφος, με τα αρσενικά να εκτελούν έναν ιδιαίτερο βηματισμό προς τα θηλυκά, με πεσμένα τα φτερά, αλλά με ανοιγμένη και ανυψωμένη την ουρά τους (strutting). [18]

Επίσης, μπορεί τα αρσενικά να μιμούνται πτήσεις με πληγωμένα φτερά, γεγονός που παραπέμπει σε πιθανές κινήσεις αποπροσανατολισμού των εχθρών τους σε περίπτωση κινδύνου. Οι σκηνές ερωτοτροπίας διαρκούν από 10 έως 30 λεπτά της ώρας και, μπορεί να πραγματοποιούνται καθημερινά για 2-3 εβδομάδες. Ωστόσο, τα αρσενικά δεν δείχνουν ιδιαίτερο ζήλο στην υπεράσπιση του ζωτικού τους χώρου και, μπορεί στην ίδια περιοχή να βρίσκονται περισσότερα του ενός άτομα. Αξιοσημείωτο είναι ότι, μετά το ζευγάρωμα και την ολοκλήρωση της ωοτοκίας, τα αρσενικά απομακρύνονται και αφήνουν όλη την υπόλοιπη διαδικασία στο θηλυκά, ενώ τα ίδια επαναλαμβάνουν τη διαδικασία του ρόντινγκ, στοιχείο που μάλλον παραπέμπει σε πολυγυνία. [18]

Φώλιασμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα εδάφη αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι μπεκάτσες φωλιάζουν απ΄ευθείας πάνω στο έδαφος, συνήθως κοντά στη βάση κορμών αλλά πάντοτε με φυτική κάλυψη, για να μη διακρίνεται η φωλιά, η οποία είναι μία απλή κοιλότητα, επιστρωμένη με νεκρά φύλλα ή παρακείμενο φυτικό υλικό. [27] Η κατασκευή της υποτυπώδους φωλιάς, διαμέτρου 12-15 εκατοστών και βάθους 2-5 εκατοστών, γίνεται από το θηλυκό. [28]

Η ωοτοκία πραγματοποιείται ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος, από νωρίς την άνοιξη (αρχές Μαρτίου) μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού (μέσα Ιουλίου, σε όψιμες γέννες), περίπου, και συνήθως είναι διπλή (double-brooded). Η πρώτη ωοτοκία αποτελείται από 4, κάποιες φορές 3 ή 5 αυγά, ενώ η δεύτερη έχει συνήθως 3 αυγά. Τα οβάλ αυγά έχουν διαστάσεις 44,2 Χ 33,5 χιλιοστά, βάρος 26,5 γραμμάρια (εκ των οποίων το 5% είναι κέλυφος) [17] και, εναποτίθενται ανά διαστήματα 2-3 ημερών μεταξύ τους. Η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του τελευταίου αυγού, πραγματοποιείται μόνον από το θηλυκό και διαρκεί 20-24 ημέρες. [22]

Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται με πτέρωμα και, είναι σε θέση να εγκαταλείψουν τη φωλιά άμεσα, μόλις το πτέρωμά τους στεγνώσει. [22] Το στοιχείο αυτό είναι αναμενόμενο, λαμβανομένου υπ’ όψιν του κρυπτικού χαρακτήρα του πτηνού και των κινδύνων που αντιμετωπίζει. Οι νεοσσοί επιτηρούνται στενά από το θηλυκό και, είναι σε θέση να πετάξουν για μικρές αποστάσεις μόλις σε 10 ημέρες. Ανεξαρτητοποιούνται στις 5-6 εβδομάδες. [22][29] Με δακτυλιώσεις που έγιναν, αποδείχτηκε ότι παραμένουν πιστά στον τόπο που γεννήθηκαν και επιστρέφουν σε αυτόν για να αναπαραχθούν, χωρίς να είναι αυτό απόλυτο. Τα αρσενικά παρουσιάζουν περισσότερο αυτή τη συμπεριφορά από ότι τα θηλυκά. [28]

Κυνήγι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπεκάτσα είναι από εκείνα τα είδη που έχουν υποστεί μεγάλη πίεση από το κυνήγι, κυρίως στην Ελλάδα, και όχι μόνον. Θεωρείται από τα πιο σημαντικά θηράματα για τους κυνηγούς, κυρίως για λόγους που -εκτός από το κρέας της- έχουν να κάνουν με τις αξιοθαύμαστες ικανότητές της να κρύβεται ή να διαφεύγει (βλ. Ηθολογία), κάτι που αποτελεί «πρόκληση» γι’ αυτούς. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι έχει δημιουργηθεί μια ολόκληρη «βιομηχανία» παραγωγής και εκπαίδευσης ειδικών κυνηγετικών σκύλων, αποκλειστικά για τις μπεκάτσες. Με τη χρήση των συγκεκριμένων ζώων, έχουν ελαττωθεί κατά πολύ οι πιθανότητες διαφυγής του πτηνού, παρά τις αξιοθαύμαστες ικανότητες που διαθέτει. [28]

Το ετήσιο ευρωπαϊκό κυνήγι υπολογίζεται σε 3-4 εκατομμύρια πουλιά (Ferrand and Gossmann 2001), παρά τα όρια που εφαρμόζονται σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γαλλία, την Ιταλία και την Πορτογαλία. Υπάρχουν ενδείξεις από τη Γαλλία ότι το κυνήγι σε τεχνητά ελεγχόμενες κυνηγετικές περιοχές, είναι αποτελεσματικο εργαλείο για τη διατήρηση των διαχειμαζόντων πληθυσμών, αλλά μόνον εάν στις ζώνες προστασίας τουλάχιστον 1 χλμ. πλάτους, οι πιέσεις από το κυνήγι διατηρούνται σε χαμηλά επίπεδα και υπό συνεχή έλεγχο (Duriez et al. 2005a). Κατά τα τελευταία 50 χρόνια, οι αναπαραγωγικοί πληθυσμοί στη Γερμανία μειώθηκαν κατά 20-50%, ενώ η συνήθης πρακτική του κυνηγιού με «καρτέρι», ιδιαίτερα κατά τη μετανάστευση των πουλιών, θεωρείται επιεικώς απαράδεκτη. [28][30]

Άλλοι κίνδυνοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από το κυνήγι, η σημαντικότερη απειλή για το είδος στην περιοχή αναπαραγωγής του, είναι η αυξημένη κατάτμηση των δασών (del Hoyo et al. 1996). Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, απειλείται από την εξαφάνιση των μόνιμων λειμώνων (del Hoyo et al. 1996) και την εντατικοποίηση ς των γεωργικών πρακτικών (π.χ. καταστροφή των φρακτών, μειώσεις στον αριθμό των μόνιμων θέσεων αναζήτησης τροφής, υποβάθμιση της πανίδας του εδάφους ως αποτέλεσμα της εφαρμογής χημικών στο όργωμα, κ.ο.κ) (Duriez et al. 2005b). Το είδος είναι επίσης ευαίσθητο στη γρίπη των πτηνών (τόσο στην αναπαραγωγή όσο και στη διαχείμαση), έτσι ώστε να μπορεί να απειλείται από τις μελλοντικές εστίες του ιού (Melville και Shortridge 2006).

Μέτρα διαχείρισης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη Γαλλία, οι πληθυσμοί διαχείμασης και αναπαραγωγής παρακολουθούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 (Ferrand et al 2006). Το φθινόπωρο και το χειμώνα, η παρακολούθηση αυτή βασίζεται σε δεδομένα που συλλέγονται από κυνηγούς και δακτυλιώσεις. Την άνοιξη, η παρακολούθηση αυτή βασίζεται στις απογραφές του ρόντινγκ των αρσενικών (βλ. Αναπαραγωγή-Τελετουργικό), από ένα δίκτυο 400 παρατηρητών. Η ετήσια επιτυχία της αναπαραγωγής υπολογίζεται από την ανάλυση των φτερών που συλλέγονται από τους κυνηγούς, κυρίως στη Γαλλία (Ferrand et al., 2006) και τη Δανία (Clausager 2006) και από τις δακτυλιώσεις (5.000 άτομα κάθε χρόνο στη Γαλλία).

Στη Βρετανία η κατάλληλη μέθοδος μέτρησης των πτηνών χρησιμοποιεί δεδομένα από το εποχικό ρόντινγκτων αρσενικών (Hoodless et al. 2006). Διαπιστώθηκε ότι, οι καλύτεροι μήνες για την καταμέτρηση είναι ο Μάιος και ο Ιούνιος, και ότι η ανίχνευση του 83% των αρσενικών που περνάνε από ένα σταθερό σημείο πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέσα σε 1 ώρα και να αρχίζει 15 λεπτά πριν το ηλιοβασίλεμα (Hoodless et al. 2006).

Στη Γαλλία, επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι πρακτικές δασικής διαχείρισης θα πρέπει να αποσκοπούν στη διατήρηση πλουσίων σε χούμο θαμνωδών εκτάσεων, με επιλεκτική κοπή δέντρων που βελτιώνουν την ποιότητα του εδάφους (Duriez et al. 2005b). Τα πουλιά μπορούν επίσης να επωφεληθούν από την αγρανάπαυση, την οριοθέτηση προστατευομένων χώρων και την απλούστευση των γεωργικών πρακτικών (π.χ. με τη μείωση οργώματος του εδάφους και άμεση σπορά) (Duriez et al. 2005b).

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπεκάτσα, λόγω της κρυπτικής της φύσης και των μηχανισμών άμυνας που διαθέτει, έχει καταφέρει να διατηρεί τους πληθυσμούς της σε σταθερό επίπεδο. Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που, η IUCN έχει χαρακτηρίσει το πτηνό ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[1]

Ωστόσο, αυτό ισχύει αυστηρά κατά μέσον όρο και σε παγκόσμιο επίπεδο, διότι οι πιέσεις που υφίσταται το είδος από το κυνήγι, ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο είναι μεγάλες (βλ. Κυνήγι). Γι αυτό και στην Ευρώπη, οι πληθυσμοί της μπεκάτσας μειώνονται. [31], Έτσι, και στην Ελλάδα, παρά τη έλλειψη επαρκών νεότερων δεδομένων, υπήρχαν κάποια λιγοστά άτομα που κάποτε φώλιαζαν στη χώρα (1995-2000), [31] τα οποία σήμερα πιθανότατα δεν υφίστανται πλέον.

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο η Μπεκάτσα απαντάται και με τις ονομασίες Ασκαλώπας (Κρήτη), Ξυλόκοτα, Ορνιθοσκαλίδα, Σκαλόρνιθα (Άνδρος), Σουλτάνα (Κυκλάδες), Τσαπόρνιθα (Κύπρος) [15] και Κουκουβαγιοκεφαλή. [32]

Χαϊδευτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μπεκάτσα είναι από εκείνα τα πουλιά που ασκούσαν ανέκαθεν γοητεία στους κατοίκους των περιοχών, όπου σύχναζε, με αποτέλεσμα να κοσμείται από «ανθρωπογενή» επίθετα ή παρατσούκλια, που είναι διαφορετικά από τις λαϊκές της ονομασίες, κάποια με πιθανή ξένη προέλευση. Μερικά από αυτά είναι: βελουδομάτα, μακρομύτα, μεγαλομάτα, αφέντρα, γαλαζοπόδαρη, κουκουβαγιοκέφαλη, τσιγγάνα, αλλά και «μυστηριώδης κυρία των δρυμών», «γοητευτική κυρία του βορρά», «αγγλοπρεπέστατη κυρία», «βασίλισσα του λόγγου». [15]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

i. ^ Συμπεριλαμβάνει και τo υποείδoς Scolopax rusticola ultimus [33]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 BirdLife International (2012). Scolopax rusticola στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 28 Μαρτίου 2014.
  2. 2,0 2,1 Howard and Moore, p. 139
  3. Μπαμπινιώτης
  4. 4,0 4,1 Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, 54, 461
  5. Linnaeus, C (1758), σ. 146
  6. Robinson
  7. Colin Laurie McKelvie
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 BirdLife International and NatureServe (2012). «Scolopax rusticola: Χάρτης γεωγραφικής κατανομής». IUCN. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Μαρτίου 2014. 
  9. Delany et al., S. 255
  10. 10,0 10,1 10,2 Όντρια, σ. 110
  11. 11,0 11,1 Bruun, p. 118
  12. 12,0 12,1 12,2 BWPi: The Birds of the Western Palearctic on interactive DVD-ROM. London: BirdGuides Ltd. and Oxford University Press. 2004. ISBN 1-898110-39-5
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Cocker& Mabey
  14. Colston & Burton, σ. 164
  15. 15,0 15,1 15,2 Απαλοδήμος, σ. 43
  16. http://www.slang.gr/lemma/show/beloudomata_12507/
  17. 17,0 17,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Απριλίου 2013. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2013. 
  18. 18,0 18,1 18,2 18,3 18,4 Colston & Burton, σ. 165
  19. 19,0 19,1 Tucker et al
  20. Duriez, O.; Ferrand, Y.; Binet, F.; Corda, E.; Gossmann, F.; Fritz, H. 2005. Habitat selection of the Eurasian woodcock in winter in relation to earthworms availability. 122(3): 479-490
  21. Gooders
  22. 22,0 22,1 22,2 22,3 Harrison, p. 162
  23. Mullarney et al
  24. Greenoak, Francesca (1979) All The Birds Of The Air. Book Club Association. pp. 130–133. ISBN 0-7153-9782-6
  25. Constantine
  26. Hoodless et al
  27. Harrison, p. 159
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 http://grevena-fauna.blogspot.gr/2011/10/blog-post_9246.html[νεκρός σύνδεσμος]
  29. Jonsson
  30. Γερμανική Βικιπαίδεια
  31. 31,0 31,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 13 Οκτωβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 2013. 
  32. Πάπυρος Λαρούς, 11, 961
  33. Howard and Moore, p. 139, note 1

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Collin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Jim Flegg,, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 43, λήμμα «Μπεκάτσα»
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια, Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • IUCN Red List: http://www.iucnredlist.org/
  • Hans-Günther Bauer, Einhard Bezzel, Wolfgang Fiedler (Hrsg): Das Kompendium der Vögel Mitteleuropas: Alles über Biologie, Gefährdung und Schutz. Band 1: Nonpasseriformes – Nichtsperlingsvögel, Aula-Verlag Wiebelsheim, Wiesbaden 2005, ISBN 3-89104-647-2.
  • Bauthian, I. 2005. Dynamiques spatiales des espèces d’intérêt cynégétique. L’apport des modèles de dynamique des populations. Ecologie, Université Paris.
  • Bauthian, I.; Iljinsky, I.; Fokin, S.; Julliard, R.; Gossmann, F.; Ferrand, Y. 2006. Survival rates of Russian Woodcocks. International Wader Studies 11: 61-64.
  • Blokhin, Y. Y.; Mezhnev, A. P.; Fokin, S. Y. 2006. Woodcock hunting bag statistics in Russia since 1996. International Wader Studies 11.
  • Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London
  • Bregnballe, T.; Noer, H.; Christensen, T. K.; Clausen, P.; Asferg, T.; Fox, A. D.; Delany, S. 2006. Sustainable hunting of migratory waterbirds: the Danish approach. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 854–860. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Clausager, I. 2006. Wing survey of Woodcock and Snipe in Denmark. International Wader Studies 11: 106-112.
  • Cocker, Mark; Mabey, Richard (2005). Birds Britannica. London: Chatto & Windus. pp. 214–219. ISBN 0-7011-6907-9.
  • Peter Colston, Philip Burton: Limicolen – Alle europäischen Watvogel-Arten, Bestimmungsmerkmale, Flugbilder, Biologie, Verbreitung. BlV Verlagsgesellschaft, München 1989, ISBN 3-405-13647-4.
  • Constantine, Mark; and The Sound Approach (2006). The Sound Approach to birding: a guide to understanding bird sound. Poole: The Sound Approach. p. 51. ISBN 90-810933-1-2.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands
  • Simon Delany, Derek Scott, Tim Dodman, David Stroud (Hrsg): An Atlas of Wader Populations in Afrika and Western Eurasia. Wetlands International, Wageningen 2009, ISBN 78-90-5882-047-1 (formal falsche ISBN).
  • Duriez, O.; Eraud, C.; Barbraud, C.; Ferrand, Y. 2005. Factors affecting population dynamics of Eurasian woodcocks wintering in France: assessing the efficiency of a hunting-free reserve. Biological Conservation 122(1): 89-97.
  • Duriez, O.; Ferrand, Y.; Binet, F.; Corda, E.; Gossmann, F.; Fritz, H. 2005. Habitat selection of the Eurasian woodcock in winter in relation to earthworms availability. 122(3): 479-490.
  • Ferrand, Y.; Gossmann, F. 2001. Elements for a Woodcock (Scolopax rusticola) management plan. Game and Wildlife Science 18(1): 115-139.
  • Ferrand Y.; Aubry P.; Landry P.; Priol P. in prep. Behavioural responses of human disturbance on wintering European Woodcock.
  • Ferrand, Y.; Aubry, P.; Gossmann, F.; Bastat, C.; Guénézan, M. 2006. Monitoring of the European Woodcock populations, with special reference to France. Communications of the 10th American Woodcock Symposium, Roscommon, Michigan.
  • Gooders, John (1982). Collins British Birds. London: William Collins Sons & Co Ltd. p. 181. ISBN 0-00-219121-0.
  • Hayman, P.; Marchant, J.; Prater, A. J. 1986. Shorebirds. Croom Helm, London.
  • Oskar & Magdalena Heinroth: "Die Vögel Mitteleuropas", Bd. III, S. 40-43, Hugo Bermühler-Verl. Berlin 1912, Nachdruck Urania Leipzig 1968
  • Axel Hirschfeld & Alexander Heyd (2006): Jagdbedingte Mortalität von Zugvögeln in Europa: Streckenzahlen und Forderungen aus Sicht des Vogel- und Tierschutzes. Berichte Vogelschutz 42.
  • Hoodless, A.; Lang, D.; Fuller, R. J.; Aebischer, N.; Ewald, J. 2006. Development of a survey method for breeding woodcock and its application to assessing the status of the British population. International Wader Studies.
  • del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Hppop, O.; Hppop, K. 2003. North Atlantic Oscillation and timing of spring migration in birds. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270: 233-240.
  • Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
  • Jonsson, Lars (1996). Birds of Europe. London: Helm. p. 250. ISBN 0-7136-4422-2.
  • Heribert Kalchreuter: Die Waldschnepfe. Hoffmann, Mainz 1979, ISBN 3-87341-030-3.
  • Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. Holmiae. (Laurentii Salvii). p. 146
  • Lutz, M.; Pagh Jensen, F. in prep. European management plan for Woodcock Scolopax rusticola 2006-2009 (Draft).
  • Wolfgang Makatsch: "Die Limikolen Europas einschließlich Nordafrikas und des Nahen Ostens", Dt. Landwirtschaftsverl. Berlin 1980, S. 113-116
  • Colin Laurie McKelvie: The Book of The Woodcock. Swan Hill Press, Shrewsbury 1990, ISBN 1-85310-113-3.
  • Melville, D. S.; Shortridge, K. F. 2006. Migratory waterbirds and avian influenza in the East Asian-Australasian Flyway with particular reference to the 2003-2004 H5N1 outbreak. In: Boere, G.; Galbraith, C., Stroud, D. (ed.), Waterbirds around the world, pp. 432–438. The Stationary Office, Edinburgh, UK.
  • Mullarney, Killian; Svensson, Lars; Zetterstrom, Dan; Grant, Peter (1999). Collins Bird Guide. London: HarperCollins. p. 150. ISBN 0-00-219728-6
  • Günther Nemetschek: "Beiträge zur Biologie und Ökologie der Waldschnepfe (Scolopax Rusticola)", Dissertationschrift Georg-August-Universität Göttingen, Göttingen 1977
  • R. A. Robinson. "Woodcock Scolopax rusticola". BirdFacts. British Trust for Ornithology. Retrieved 13 September 2009
  • Snow, D. W.; Perrins, C. M. 1998. The Birds of the Western Palearctic vol. 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Otto Steinfatt: "Das Brutleben der Waldschnepfe", Journ. Ornith. (1938), Bd. 86, H. 3, 379-424
  • Tucker, Graham M.; Heath, Melanie F. (1995). Birds in Europe: Their Conservation Status. BirdLife Conservation Series 3. Cambridge: BirdLife International. pp. 270–271. ISBN 0-946888-29-9.
  • Vahatalo, A. V.; Rainio, K.; Lehikoinen, A.; Lehikoinen, E. 2004. Spring arrival of birds depends on the North Atlantic Oscillation. Journal of Avian Biology 35: 210-216.
  • Wolfgang Makatsch: "Die Limikolen Europas einschließlich Nordafrikas und des Nahen Ostens", Dt. Landwirtschaftsverl. Berlin 1980, S. 113-116


CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Eurasian Woodcock της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Waldschnepfe της Γερμανικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).