Μπέλα Γ΄ της Ουγγαρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μπέλα Γ'
Ο Μπέλα Γ΄ από το Εικονογραφημένο Χρονικό
Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας
Περίοδος1172 - 1196
ΠροκάτοχοςΣτέφανος Γ΄
ΔιάδοχοςΊμρε
Γέννηση1148
Θάνατος23 Απριλίου 1196
ΣύζυγοςΑγνή της Αντιόχειας
Μαργαρίτα της Γαλλίας
ΕπίγονοιΊμρε της Ουγγαρίας
Μαργαρίτα (σύζ. Ισαακίου Β΄)
Ανδρέας Β΄ της Ουγγαρίας
Κωνσταντία
ΟίκοςΆρπαντ
ΠατέραςΓκέζα Β΄
ΜητέραΕυφροσύνη του Κιέβου
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Μπέλα Γ' (ουγγρικά: III. Béla, κροατικά: Bela III, σλοβακικά: Belo III· περ. 1148 – 23 Απριλίου 1196) ήταν Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας μεταξύ 1172 και 1196. Ήταν ο δεύτερος γιος του βασιλιά Γκέζα Β' και της συζύγου του Ευφροσύνης του Κιέβου, κόρης του Μστισλάβ Α΄ μεγάλου πρίγκιπα του Κιέβου. Γύρω στο 1161 ο Γκέζα παραχώρησε στον Μπέλα ένα δουκάτο, που περιλάμβανε την Κροατία, την κεντρική Δαλματία και πιθανώς το Σίρμιο. Σύμφωνα με μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ του μεγαλύτερου αδελφού του Στέφανου Γ', που διαδέχθηκε τον πατέρα τους το 1162, και του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Μανουήλ Α' Κομνηνού, ο Μπέλα μετακόμισε στην Κωνσταντινούπολη το 1163. Μετονομάστηκε σε Αλέξιος και ο αυτοκράτορας του παραχώρησε το νεοσύστατο ανώτερο αυλικό τίτλο δεσπότης και τον αρραβώνιασε με την κόρη του Μαρία. Η πατρική κληρονομιά του Μπέλα προκάλεσε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ουγγαρίας μεταξύ 1164 και 1167, επειδή ο Στέφανος Γ' προσπάθησε να εμποδίσει τους Βυζαντινούς να αναλάβουν τον έλεγχο της Κροατίας, της Δαλματίας και του Σίρμιου. Ο Μπέλα-Αλέξιος, που ορίστηκε διάδοχος του αυτοκράτορα Μανουήλ το 1165, έλαβε μέρος σε τρεις βυζαντινές εκστρατείες κατά της Ουγγαρίας. Ο αρραβώνας του με την κόρη του αυτοκράτορα διαλύθηκε μετά τη γέννηση του αδερφού της Αλέξιου το 1169. Ο αυτοκράτορας αποστέρησε τον Μπέλα από τον υψηλό τίτλο του, δίνοντάς του τον κατώτερο βαθμό του καίσαρα.

Ο Στέφανος Γ' πέθανε στις 4 Μαρτίου 1172 και ο Μπέλα αποφάσισε να επιστρέψει στην Ουγγαρία. Πριν από την αναχώρησή του δεσμεύτηκε ότι δεν θα πολεμούσε ποτέ κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Παρόλο που οι Ούγγροι ιεράρχες και άρχοντες ανακήρυξαν ομόφωνα τον Μπέλα βασιλιά, ο Λουκάς, Αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ αντιτάχθηκε στη στέψη του λόγω της υποτιθέμενης σιμωνίας του. Τελικά, ο Αρχιεπίσκοπος της Κάλοτσα τον έστεψε βασιλιά στις 18 Ιανουαρίου 1173, με την έγκριση του Πάπα Αλέξανδρου Γ'. Ο Μπέλα πολέμησε με το μικρότερο αδερφό του Γκέζα, τον οποίο κράτησε αιχμάλωτο για περισσότερο από μια δεκαετία. Εκμεταλλευόμενος τις εσωτερικές συγκρούσεις στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα Μανουήλ ο Μπέλα κατέλαβε ξανά την Κροατία, τη Δαλματία και το Σίρμιο μεταξύ 1180 και 1181. Κατέλαβε το Πριγκιπάτο της Γαλικίας το 1188, αλλά το έχασε μέσα σε δύο χρόνια. Βρήκε ευκαιρία με την αναστάτωση που ακολούθησε τον θάνατο του Μανουήλ Α' και κατέλαβε την Κροατία (1180-1181). Επίσης και το πριγκιπάτο της Γαλικίας (Halych) το 1188 για δύο όμως έτη.

Ο Μπέλα προώθησε τη χρήση γραπτών πηγών κατά τη διάρκεια της βασιλείας του. Ουγγρικά χρονικά ήδη του 14ου αιώνα αναφέρουν μάλιστα ότι ήταν υπεύθυνος για την ίδρυση του Βασιλικού Δικαστηρίου. Το βασιλικό παλάτι που έχτισε στο Έστεργκομ ήταν το πρώτο δείγμα γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Κεντρική Ευρώπη. Ήταν ο πλουσιότερος Ευρωπαίος μονάρχης της εποχής του, σύμφωνα με ένα κατάλογο των εσόδων του, αλλά η αξιοπιστία του καταλόγου αμφισβητείται.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδική ηλικία (περ. 1148–1163)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A man wearing a crown sits on the throne with a scepter and an orb in his hands
Η σφραγίδα του πατέρα του Μπέλα, Γκέζα Β΄ της Ουγγαρίας

Ο Μπέλα ήταν ο δεύτερος γιος του Γκέζα Β΄ της Ουγγαρίας και της συζύγου του Ευφροσύνης του Κιέβου. Η ημερομηνία γέννησής του δεν έχει καταγραφεί.[1][2] Οι μελέτες των οστών του δείχνουν ότι πέθανε το 1196 σε ηλικία περίπου 49 ετών, επομένως πρέπει να γεννήθηκε γύρω στο 1148.[2]

Η αναφορά του σύγχρονού του Ιωάννη Κίνναμου στην «επικράτεια που ο πατέρας του, ενώ ζούσε, είχε κατανείμει»[3] στον Μπέλα δείχνει ότι ο Γκέζα Β΄ παραχώρησε μια ξεχωριστή επικράτεια κατά το έθιμο στον μικρότερο γιο του.[3] Η πατρική κληρονομιά του Μπέλα περιλάμβανε σίγουρα το κεντρικό τμήμα της Δαλματίας, (που περιλάμβανε το Σίμπενικ, το Σπλιτ και το Τρόγκιρ, που είχαν αποδεχτεί την επικυριαρχία των Βασιλέων της Ουγγαρίας για δεκαετίες), επειδή ο Κίνναμος ανέφερε την επαρχία «ως κληρονομιά του Μπέλα»[4][5][6][7]. Οι ιστορικοί Φέρεντς Μακ και Γκιούλα Μόραβτσικ συμφωνούν ότι ο Μπέλα έλαβε επίσης την Κροατία από τον πατέρα του.[8] Το αν το Σίρμιο ήταν επίσης μέρος της κληρονομιάς του ή αν το απέκτησε μόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του υπόκειται σε επιστημονικές συζητήσεις.[5][7][9][10] Σύμφωνα με τον ιστορικό Ουώρεν Τρέντγκολντ η κληρονομιά του Μπέλα περιλάμβανε επίσης τη Βοσνία.[10] Η ακριβής ημερομηνία της παραχώρησης του Γκέζα Β΄ δεν μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά σύμφωνα με τον Mακ ο Μπέλα φαίνεται ότι έλαβε το δουκάτο του γύρω στο 1161.[5]

Τον Γκέζα Β', που πέθανε στις 31 Μαΐου 1162, διαδέχθηκε ο πρωτότοκος γιος του Στέφανος Γ'.[11] Ο Στέφανος Γ' φαίνεται να είχε εγκρίνει την κατοχή του δουκάτου από τον Μπέλα, επειδή ο Κίνναμος αναφέρεται στη χώρα που «προ πολλού είχε παραχωρηθεί[12] στον Μπέλα από τον Γκέζα και τον Στέφανο.[13] Λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο ο Στέφανος Γ' εκδιώχθηκε από τους θείους του Λαδίσλαο Β' και Στέφανο Δ'.[13][14] Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός, υποστήριξε την κατάληψη της εξουσίας από τους θείους, αλλά ο Στέφανος Γ' επέστρεψε στην Ουγγαρία και ανέκτησε το στέμμα του με τη βία στα μέσα του 1163.[10] Ο Μπέλα πιθανότατα παρέμεινε ουδέτερος κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης του αδελφού του με τους θείους τους, επειδή δεν υπάρχει καμία αναφορά για τη δράση του το 1162 και το 1163.[13]

Το 1163 ο Αυτοκράτορας Μανουήλ υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Στέφανο Γ', με την οποία αποκήρυξε την υποστήριξή του προς τους αντιπάλους του.[13][15] Σε αντάλλαγμα ο Στέφανος Γ' συμφώνησε να στείλει τον Μπέλα στην Κωνσταντινούπολη και να επιτρέψει στους Βυζαντινούς να καταλάβουν το δουκάτο του.[7][9] Ο Αυτοκράτορας υποσχέθηκε επίσης ότι θα αρραβωνιάσει την κόρη του Μαρία με τον Μπέλα.

«Όταν [ο αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄] ήρθε [στο Βελιγράδι] και συνειδητοποίησε ότι τότε ήταν αδύνατο [για τον Στέφανο Δ΄] να κυβερνήσει τη χώρα των Ούγγρων (γιατί ήδη είχαν εγκαταστήσει βιαστικά ξανά τον [Στέφανο Γ΄] γιο του [Γκέζα Β΄]), στράφηκε σε κάτι άλλο. Όπως είπε, ήθελε με όλες του τις δυνάμεις να διεκδικήσει την Ουγγαρία, που βρισκόταν εν μέσω των δυτικών εθνών. Ως εκ τούτου σκόπευε να ενώσει σε γάμο τον Μπέλα, που ήταν γιος του [Γκέζα Β΄] μετά τον [Στέφανο Γ΄], με τη δική του κόρη Μαρία».

— Ιωάννης Κίνναμος: Εργα του Ιωάννη και του Μανουήλ Κομνηνού[16]

Δεσπότης Aλέξιος (1163–1169)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

A bearded man wearing a crown
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μανουήλ Α΄ Κομνηνός — Ο Μπέλα-Αλέξιος ήταν ο ορισμένος διάδοχος του Αυτοκράτορα μεταξύ 1165 και 1169

Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ έστειλε τον σεβαστό Γεώργιο Παλαιολόγο να συνοδεύσει τον Μπέλα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ο Μπέλα έφτασε στην Κωνσταντινούπολη γύρω στα τέλη του 1163.[17] Μετονομάστηκε Αλέξιος και έλαβε τον τίτλο του δεσπότη («άρχοντα»), που μόνο οι αυτοκράτορες χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε.[18][19] Τότε ανακοινώθηκε επίσης επίσημα ο αρραβώνας του Μπέλα με την κόρη του αυτοκράτορα.[17]

Ο Στέφανος Γ' εισέβαλε στο Σίρμιο το καλοκαίρι του 1164.[20][21] Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ οδήγησε τον στρατό του εναντίον του, δηλώνοντας ότι έφτασε «όχι για να πολεμήσει τους Ούγγρους, αλλά για να ανακτήσει τη γη του για τον Μπέλα»[12], σύμφωνα με τον Kίνναμο[21]. Ο Μπέλα-Αλέξιος —μαζί με τον θείο του Στέφανο Δ' και τον μακρινό συγγενή τους Στέφανο Καλαμάνο— συνόδευσαν τον αυτοκράτορα κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.[22] Σε λίγο μια νέα συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε, αναγκάζοντας για άλλη μια φορά τον Στέφανο Γ' να εγκαταλείψει το δουκάτο του Μπέλα.[10][23] Βυζαντινός στρατός κατέλαβε το Σίρμιο, που οργανώθηκε σε βυζαντινό θέμα ή περιοχή.[24]

Ο Στέφανος Γ' εξαπέλυσε μια νέα εισβολή κατά του Σίρμιου την άνοιξη του 1165.[23][25] Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ διεύθυνε την αντεπίθεση και ο Μπέλα τον συνόδευσε ξανά.[26] Οταν ο αυτοκρατορικός στρατός ανακατέλαβε το Ζίμονι (σημερινό Ζέμουν της Σερβίας) ο Μπέλα έπεισε τον αυτοκράτορα να απαγορεύσει την εκτέλεση των Ούγγρων στρατιωτών που αιχμαλωτίστηκαν στο φρούριο. Βυζαντινός στρατός κατέλαβε και τη Δαλματία.[26] Ακολούθησε μια νέα συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Στεφάνου Γ' και του Αυτοκράτορα Μανουήλ, που επιβεβαίωσε την επικυριαρχία του αυτοκράτορα στο πρώην δουκάτο του Μπέλα.[27] Η Δαλματία και η Βοσνία σύντομα έγιναν βυζαντινά θέματα.[26]

Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ ανακήρυξε πανηγυρικά διαδόχους του την κόρη του και τον Μπέλα-Αλέξιο και ανάγκασε τους προύχοντες του Βυζαντίου να τους ορκιστούν πίστη το φθινόπωρο του 1165.[26][28] Μόνο ο ξάδερφος του αυτοκράτορα Ανδρόνικος Κομνηνός τόλμησε να καταδικάσει αυτή την πράξη, ρωτώντας: «Τι τρέλα είναι αυτή του αυτοκράτορα να θεωρεί κάθε Ρωμαίο ανάξιο για το νυφικό κρεβάτι της κόρης του, να διαλέγει πριν από όλους αυτό τον ξένο και παρείσακτο για αυτοκράτορα των Ρωμαίων και να κάθεται πάνω απ' όλους μας ως άρχοντας;»,[29] σύμφωνα με τον σχεδόν σύγχρονό του Νικήτα Χωνιάτη.[26] Ο Μπέλα-Αλέξιος συμμετείχε στη Σύνοδο των Βλαχερνών το 1166, μαζί με τον Αυτοκράτορα Μανουήλ και τον Οικουμενικό Πατριάρχη Λουκά Χρυσοβέργη.[30] Την άνοιξη του 1166 ο Μπέλα-Αλέξιος συνόδευσε τον πρωτοστράτορα Αλέξιο Αξούχο, που οδήγησε ένα βυζαντινό στρατό εναντίον της Ουγγαρίας σε αντίποινα για μια νέα ουγγρική εισβολή στο Σίρμιο.[31]Στις 11 Απριλίου 1166, αν και ο Μπέλα-Αλέξιος και η αρραβωνιαστικιά του είχαν συγγένεια μεταξύ τους, ο Αυτοκράτορας Μανουήλ επικύρωσε μια απόφαση του Οικουμενικού Πατριάρχη, που ανέφερε ότι οι γάμοι μεταξύ συγγενών ως έβδομου βαθμού ήταν άκυροι.[32] Ο Μανουήλ μάλιστα πρότεινε γάμο μεταξύ της κόρης του (της αρραβωνιαστικιάς του Μπέλα-Αλέξιο) και του νέου Βασιλιά της Σικελίας Γουλιέλμου Β΄ το φθινόπωρο του 1166.[31]

Ένας νέος πόλεμος ξέσπασε μεταξύ της Ουγγαρίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1167, επειδή ο Μπέλα-Αλέξιος «διεκδίκησε το βασίλειο»[33] του αδελφού του, σύμφωνα με τον σύγχρονό τους Ράχεβιν.[34] Ο Ερρίκος του Μύγκελν έγραψε επίσης ότι πολλοί Ούγγροι προσχώρησαν και υπηρέτησαν τον στρατό του Μπέλα-Αλέξιου, δηλώνοντας ότι «το Βασίλειο της Ουγγαρίας ανήκε δικαιωματικά σε αυτόν».[35] Στις 8 Ιουλίου 1167 ο Βυζαντινός στρατός εξολόθρευσε τα Ουγγρικά στρατεύματα στη Μάχη του Σίρμιου.[34][36] Υπεγράφη συνθήκη ειρήνης, που έβαλε τέλος στην περίοδο των πολέμων μεταξύ της Ουγγαρίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και επιβεβαίωσε την κυριαρχία της δεύτερης στην κεντρική Δαλματία, τη Βοσνία και το Σίρμιο.[36]

Καίσαρ Αλέξιος (1169–1172)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σύζυγος του Αυτοκράτορα Μανουήλ Μαρία της Αντιόχειας γέννησε ένα γιο που ονομάστηκε Αλέξιος στις 14 Σεπτεμβρίου 1169.[37][38] Ο αυτοκράτορας διέλυσε τον αρραβώνα της κόρης του με τον Μπέλα-Αλέξιο, [37] του αφαίρεσε επίσης τον τίτλο του δεσπότη αλλά του έδωσε τον κατώτερο βαθμό του καίσαρα.[37][39] Την άνοιξη του 1170 ο Μπέλα-Αλέξιο παντρεύτηκε την κουνιάδα του αυτοκράτορα Αγνή της Αντιόχειας.[37][39] Το ζευγάρι πήγε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους [39] και στην Ιερουσαλήμ δώρησαν 10.000 βυζαντινά στους Ιωαννίτες Ιππότες ως αποζημίωση για τη φιλοξενία τους.[39][40] Στο καταστατικό της επιχορήγησης ο Μπέλα-Αλέξιος αυτοχαρακτηρίζεται ως «Αρχοντας Α., Δούκας της Ουγγαρίας, της Δαλματίας και της Κροατίας», αγνοώντας τον τίτλο που του είχε πρόσφατα απονείμει ο αυτοκράτορας.[37]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στέψη (1172–1173)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αδελφός του Μπέλα Στέφανος Γ' πέθανε στις 4 Μαρτίου 1172.[41][42] Ο Aρνολντ του Λύμπεκ, που έμενε στο Έστεργκομ, κατέγραψε μια φήμη ότι ο Στέφανος είχε δηλητηριαστεί από τους υποστηρικτές του Μπέλα, αλλά καμία άλλη πηγή δεν επαληθεύει αυτή τη φήμη.[43][39] Η χήρα του Στέφανου Γ'Αγνή έφυγε από την Ουγγαρία, αν και ήταν έγκυος, όταν πέθανε ο σύζυγός της.[44] Μια ουγγρική αντιπροσωπεία επισκέφτηκε τον Αυτοκράτορα Μανουήλ και τον Μπέλα στη Σερδική (σημερινή Σόφια της Βουλγαρίας)[44][36] και απαίτησε «να τους σταλεί ο Μπέλα ως βασιλιάς», επειδή «η αρχή της δικαιοσύνης έδειχνε αυτόν» μετά τον θάνατο του αδελφού του[45], σύμφωνα με τον Κίνναμο.[44][36] Ο Κίνναμος αναφέρει επίσης ότι ο αυτοκράτορας Μανουήλ έκανε τον Μπέλα βασιλιά όταν του «ορκίσθηκε να τηρεί για όλη τη διάρκεια της ζωής του οτιδήποτε θα ήταν ωφέλιμο» για τον αυτοκράτορα και τους Βυζαντινούς. Μια επιστολή που γράφτηκε από τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ισαάκιο Β΄ Άγγελο το 1196 αναφέρει ότι την ίδια στιγμή ο Μπέλα υποσχέθηκε ότι δεν θα υποστήριζε ποτέ τους Σέρβους αν πολεμούσαν εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[44]

Ο Μπέλα και η γυναίκα του έφτασαν στο Σέκεσφεχερβαρ στα τέλη Απριλίου ή στις αρχές Μαΐου.[46] Ο Μπέλα εξελέγη ομόφωνα βασιλιάς από τους "προύχοντες του Ουγγρικού βασιλείου", σύμφωνα με μια επιστολή που έγραψε ο Πάπας Αλέξανδρος Γ΄ το 1179.[47] Ωστόσο η στέψη του καθυστέρησε, επειδή ο Λουκάς, Αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ, αρνήθηκε να την κάνει.[46] Ο αρχιεπίσκοπος κατηγόρησε τον βασιλιά για σιμωνία, επειδή είχε δώσει έναν πολύτιμο μανδύα στον εκπρόσωπο του.[48][49] Σύμφωνα με μια επιστημονική θεωρία ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς φοβόταν επίσης ότι η επιρροή των «σχισματικών» θα αυξανόταν υπό την κυριαρχία του Μπέλα.[47][42][49] Ωστόσο η πλειονότητα των βαρόνων και των ιεραρχών παρέμεινε πιστή στον Μπέλα.[50][51] Ο Μπέλα ζήτησε τη βοήθεια της Αγίας Έδρας εναντίον του Αρχιεπισκόπου Λουκά.[48] Κατόπιν αιτήματος του ο Πάπας Αλέξανδρος Γ' εξουσιοδότησε τον Αρχιεπίσκοπο της Kάλοτσα να χρίσει τον Μπέλα βασιλιά και να «τοποθετήσει το στέμμα στο κεφάλι του»[52]. Η στέψη του Μπέλα έγινε στις 18 Ιανουαρίου 1173.[41] Εξέδωσε καταστατικό που επιβεβαίωνε το δικαίωμα των αρχιεπισκόπων του Έστεργκομ να στέφουν τους Ούγγρους μονάρχες.[53] Η ενοποίηση των λεγόμενων «Ελληνικού» και «Λατινικού» στέμματος στο Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας φαίνεται ότι συνέβη κατά τη διάρκεια της βασιλείας του.[54]

Συγκρούσεις (1173–1178)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αρχιεπίσκοπος Λουκάς έπεσε στη δυσμένεια του Μπέλα και αγνοήθηκε από αυτόν στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του.[55] Αντί για τον Λουκά ο Αρχιεπίσκοπος της Kάλοτσα βάφτισε τον πρωτότοκο γιο του Μπέλα, τον Εμερικ, το 1174. Ωστόσο η τέλεση μυστηρίων για τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ήταν πάντα έργο των αρχιεπίσκοπων του Έστεργκομ.[55] Σύμφωνα με ένα χρονικό της Βοημίας (Continuatio Gerlaci abbatis Milovicensis) ο Μπέλα φυλάκισε τον μικρότερο αδελφό του Γκέζα, αλλά αυτός δραπέτευσε από τη φυλακή και κατέφυγε στην Αυστρία το 1174 ή το 1175.[52][56] Ο βασιλικός δικαστής του Στέφανου Γ' Λέρνιτς ακολούθησε τον Γκέζα.[57] Όταν ο ΕρρίκοςΓιασόμιργκοτ, Δούκας της Αυστρίας, αρνήθηκε να εκδώσει τον Γκέζα ο Μπέλα ξεκίνησε ληστρικές επιδρομές στην Αυστρία, μαζί με τον Σομπιέσλαφ Β΄, Δούκα της Βοημίας.[58] Εν τω μεταξύ ο Μπέλα έστειλε ενισχύσεις στον Αυτοκράτορα Μανουήλ για να τον βοηθήσει στον αγώνα του εναντίον των Σελτζούκων, αλλά οι ενωμένες δυνάμεις τους ηττήθηκαν στη Μάχη του Μυριοκέφαλου στις 17 Σεπτεμβρίου 1176.[59][60][61]

Ο Γκέζα προσπάθησε να πείσει τον Σομπιέσλαφ Β΄ της Βοημίας να τον βοηθήσει να συναντήσει τον Φρειδερίκος Α΄, Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, αλλά εκείνος συνέλαβε τον Γκέζα και τον παρέδωσε στον Μπέλα το 1177.[59][58] Ο Μπέλα φυλάκισε για άλλη μια φορά τον αδερφό του και έθεσε επίσης τη μητέρα τους Ευφροσύνη υπό περιορισμό.[59][58] Σε αντίποινα για τον ρόλο του Σομπιέσλαφ στη σύλληψη του Γκέζα ο Αυτοκράτορας Φρειδερίκος τον εκθρόνισε και διόρισε στη θέση του δούκα ένα άλλο μέλος της δυναστείας των Πρεμυσλιδών, τον Φρειδερίκο. Ο Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας διέταξε τον νέο Δούκα της Αυστρίας Λεοπόλδο Ε' να εισβάλει στη Βοημία.[58] Ο Μπέλα παρενέβη άμεσα, απειλώντας τον Λεοπόλδο Ε' με εισβολή, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει τη Βοημία.[62]

Επέκταση και μεταρρυθμίσεις (1178–1194)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο επί χρόνια ευνοούμενος του Μπέλα ο Ανδρέας, Αρχιεπίσκοπος της Kάλοτσα, τον προσέβαλε γύρω στο 1178. Ο Μπέλα αποστέρησε αμέσως αυτόν και τον υποστηρικτή του, τον Πρόεδρο του Θησαυροφυλακείου του Σέκεσφεχερβαρ από τα αξιώματά τους και κατάσχεσε τα έσοδα του Αρχιεπισκόπου.[63][64] Ο Πάπας Αλέξανδρος Γ' επέβαλε στον Μπέλα εκκλησιαστικές κυρώσεις, αλλά αυτός συμφιλιώθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο Λουκά του Έστεργκομ, ο οποίος τον συγχώρησε και αφόρισε τον Ανδρέα της Kάλοτσα.[64] Η σύγκρουση έληξε με ένα συμβιβασμό με τη μεσολάβηση της Αγίας Έδρας: Ο Ανδρέας ζήτησε από τον Μπέλα να του δώσει χάρη και ο Μπέλα τον επανέφερε στη θέση του αρχιεπισκόπου.[63]

Μετά από πρόσκληση του Μπέλα ήρθαν κιστερκιανοί μοναχοί από τη Γαλλία και ίδρυσαν νέα κιστερκιανά αβαεία στο Εγκρες, το Ζιρκ, το Σέντγκοταρντ και το Πίλις μεταξύ 1179 και 1184.[65] Τη δεκαετία του 1180 ο Μπέλα ξεκίνησε την οικοδόμηση ενός υψηλού βασιλικού κάστρου και ενός νέου καθεδρικού ναού στο Έστεργκομ.[63] Ωστόσο σχεδόν συνεχώς περιόδευε ανά τη χώρα. Σύμφωνα με μια επιγραφή σε ένα πλίνθο που βρέθηκε στο Μπούλκεσι (σημερινό Μαγκλίτς της Σερβίας) ο Μπέλα υποστήριξε το βάπτισμα ενός Γερμανού "φιλοξενούμενου εποίκου" σε αυτό το χωριό.[66][67]

A man wearing a crown sits on the throne with a scepter and an orb in his hands
Η σφραγίδα του Μπέλα Γ΄

Στην αυτοκρατορική αυλή της Κωνσταντινούπολης ο Μπέλα έμαθε τη σημασία μιας καλά οργανωμένης διοίκησης.[68] Σύμφωνα με το Εικονογραφημένο Χρονικό «εισήγαγε την ίδια μορφή αντιμετώπισης αναφορών όπως συνηθιζόταν στη ρωμαϊκή και αυτοκρατορική αυλή»,[69] που υποδηλώνει ότι η Βασιλική Καγκελαρία άρχισε να λειτουργεί ως ξεχωριστό γραφείο επί της βασιλείας του. Εδωσε έμφαση στη σημασία των γραπτών αρχείων, επιβάλλοντας το 1181 την έκδοση ενός καταστατικού χάρτη για όλες τις συναλλαγές που πραγματοποιούντο παρουσία του.[70][68][71]

Ο Αυτοκράτορας Μανουήλ Α' πέθανε στις 24 Σεπτεμβρίου 1180.[72] Μέσα σε έξι μήνες ο Μπέλα είχε αποκαταστήσει την επικυριαρχία του στη Δαλματία, αλλά δεν υπάρχουν λεπτομερείς αναφορές της εποχής για τα γεγονότα.[73][74][75] Οι πολίτες του Σπλιτ «επέστρεψαν στην ουγγρική κυριαρχία»[76] αμέσως μετά τον θάνατο του Μανουήλ, σύμφωνα με τον Θωμά τον Αρχιδιάκονο του 13ου αιώνα. Το Ζάνταρ αποδέχτηκε επίσης την επικυριαρχία του Μπέλα στις αρχές του 1181.[77] Ο ιστορικός Τζων Β. Α. Φάιν γράφει ότι ο Μπέλα ανέκτησε την επικυριαρχία της Δαλματίας «όπως φαίνεται αναίμακτα και με αυτοκρατορική συναίνεση», επειδή οι Βυζαντινές αρχές προτιμούσαν να κυβερνά την επαρχία ο Μπέλα παρά η Δημοκρατία της Βενετίας.[73]

Οι λεπτομέρειες της ανακατάκτησης του Σιρμίου είναι επίσης ασαφείς.[78] Ο Ανδρόνικος Κομνηνός κατηγόρησε τη μητέρα του νεαρού Βυζαντινού Αυτοκράτορα Αλεξίου Β' ότι υποκινούσε τον Μπέλα —τον κουνιάδο της— να λεηλατήσει την περιοχή του Βελιγραδίου και του Μπάραντς (σημερινό Μπρανίτσεβο της Σερβίας) τον Μάιο του 1182, υπονοώντας ότι ο Μπέλα είχε τότε κατέλαβε το Σίρμιο.[78] Τον ίδιο μήνα ο Ανδρόνικος Κομνηνός αιχμαλώτισε τη Χήρα Αυτοκράτειρα και τη δολοφόνησε μέσα στο έτος αυτό.[79][80] Εκμεταλλευόμενος την αναδυόμενη αναρχία στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ο Μπέλα προχώρησε μέχρι τη Νις και τη Σερδική το πρώτο μισό του 1183.[81] Στη δεύτερη άρπαξε το φέρετρο που περιείχε τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα και διέταξε «να μεταφερθεί με μεγάλες τιμές στη χώρα του και να κατατεθεί με τιμή στην εκκλησία»[82] του Έστεργκομ, σύμφωνα με τον Βίο από τον Πρόλογο της Σόφιας του Αγίου.[80] Ο Mακ γράφει ότι ο Μπέλα αποσύρθηκε από τις περιοχές νότια του Δούναβη, αλλά ο ιστορικός Πωλ Στέφενσον αναφέρει ότι ο Μπέλα διατήρησε αυτά τα εδάφη.[80][83]

Ο Ανδρόνικος Κομνηνός δολοφόνησε τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Β' στα τέλη του 1183.[83] Ο σύγχρονός του Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης γράφει ότι οι αντίπαλοι του Ανδρόνικου έστειλαν επιστολές σε πολλούς μονάρχες, συμπεριλαμβανομένου του Μπέλα Γ΄, προτρέποντάς τους να επιτεθούν στον Ανδρόνικο.[84] Σύμφωνα με τον Ανσμπερτ και άλλους δυτικοευρωπαίους χρονικογράφους ο Μπέλα εισέβαλε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία στις αρχές του 1185.[84] Μετά την πτώση του Ανδρόνικου Α' τον Σεπτέμβριο ο Μπέλα υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον νέο Αυτοκράτορα Ισαάκιο Β' Άγγελο, που[91] παντρεύτηκε την κόρη του Μπέλα Μαργαρίτα και αυτός του παραχώρησε τις περιοχή της Νις και του Μπάραντς ως προίκα της κόρης του.[85][86] Με την ευκαιρία αυτή επιστράφηκαν στη Σερδική και τα λείψανα του Αγίου Ιωάννη της Ρίλα.[85] Ο Μπέλα παντρεύτηκε τη Μαργαρίτα της Γαλλίας, αδερφή του Φιλίππου Β' της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1186.[87]

Ίδρυση του Αβαείου Σέντγκοταρντ. Πίνακας του Στέφαν Ντορφμάιστερ (περίπου 1795)

Ο Όριο Μαστροπιέρο, Δόγης της Βενετίας, πολιόρκησε το Ζαντάρ το 1187, αλλά ο Βενετσιάνικος στόλος δεν μπόρεσε να καταλάβει την καλά οχυρωμένη πόλη.[88] Ο Βλαντίμιρ Β΄ Γιαροσλάβιτς, Πρίγκιπας του Χάλιτς (Γαλικίας, κατέφυγε στην Ουγγαρία στα τέλη του 1188, επειδή οι βογιάροι του είχαν επαναστατήσει.[89] Ο Ρόμαν ο Μστισλάβιτς, Πρίγκιπας του Βλαντίμιρ της Βολινίας, σύντομα κατέλαβε το Χάλιτς αλλά ο Μπέλα εισέβαλε στο Πριγκιπάτο και τον έδιωξε.[89][90] Αντί να επαναφέρει τον Βλαντιμίρ Γιαροσλάβιτς στην προηγούμενη θέση του, ο Μπέλα τον φυλάκισε και παραχώρησε τον έλεγχο του Χάλιτς στον μικρότερο γιο του Ανδρέα.[91][92] Ως ένδειξη της κατάκτησής του ο Μπέλα αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς της Γαλικίας.[91]

Το καλοκαίρι του 1189 Γερμανοί σταυροφόροι βάδισαν μέσω της Ουγγαρίας υπό τις διαταγές του Φρειδερίκου Α', Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[93] Ο Μπέλα καλωσόρισε τον Φρειδερίκο και έστειλε στρατό για να συνοδεύσει τους σταυροφόρους σε όλη τη Βαλκανική Χερσόνησο.[93][94] Μετά από αίτημα του Φρειδερίκου ο Μπέλα απελευθέρωσε τον φυλακισμένο αδελφό του Γκέζα, που ενώθηκε με τους σταυροφόρους και έφυγε από την Ουγγαρία.[93][90] Ο Μπέλα μεσολάβησε για μια συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Φρειδερίκου Α' και του Ισαάκιου Β', των οποίων η αμοιβαία δυσπιστία είχε σχεδόν προκαλέσει πόλεμο μεταξύ των Γερμανών σταυροφόρων και των Βυζαντινών.[93]

Ο Βλαντιμίρ Γιαροσλάβιτς δραπέτευσε από την αιχμαλωσία στις αρχές του 1189 ή του 1190.[91][95] Με τη βοήθεια του Καζίμιρ Β΄ της Πολωνίας έδιωξε τον Aνδρέα από το Χάλιτς και ανέκτησε τον έλεγχο του Πριγκιπάτου.[91] Το 1191 ο Μπέλα συνάντησε τον γαμπρό του, Ισαάκιο Β', στη Φιλιππούπολη (σημερινό Πλόβντιβ της Βουλγαρίας) και στο Σίρμιο, αλλά τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεών τους παρέμειναν άγνωστα.[96][97] Μετά από αίτημα του Μπέλα η Αγία Έδρα ενέκρινε την αγιοποίηση τουΛαδίσλαου Α' της Ουγγαρίας το 1192.[98] Ο Μπέλα εισέβαλε στη Σερβία στις αρχές του 1193.[97] Ο Ισαάκιος Β' απαίτησε την αποχώρηση των στρατευμάτων του και απείλησε τον Μπέλα με πόλεμο.[97] Την ίδια εποχή ο Δόγης Ενρίκο Ντάντολο επιχείρησε να καταλάβει το Ζάνταρ, αλλά απέτυχε.[88] Το 1193 ο Μπέλα παραχώρησε την κομητεία Μόντρουσκο της Κροατίας στον Βαρθολομαίο του Κρκ, μέλος της οικογένειας Φράνκοπαν.[105] Αυτό είναι το παλαιότερο βέβαιο παράδειγμα απονομής αξιώματος ως κληρονομικού τίτλου στο Βασίλειο της Ουγγαρίας.[99]

Τελευταία χρόνια (1194–1196)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1194 ο Μπέλα διόρισε τον μεγαλύτερο γιο του Eμερικ, που είχε ήδη στεφθεί ως ο μελλοντικός βασιλιάς, να διοικεί την Κροατία και τη Δαλματία.[100][101] Μετά τη νίκη ενός ενωμένου στρατού Βουλγάρων, Κουμάνων και Βλάχων νίκησε τους Βυζαντινούς στη Μάχη της Αρκαδιόπολης το 1194, ο Μπέλα προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία.[102][103] Ωστόσο η εκστρατεία του ακυρώθηκε, επειδή ο γαμπρός του Μπέλα, ο αυτοκράτορας Ισαάκιος Β', εκθρονίστηκε από τον Αλέξιο Γ' Άγγελο τον Απρίλιο του 1195.[104][105] Ο Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας σχεδίαζε να ξεκινήσει εκστρατεία κατά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας για λογαριασμό του εκθρονισμένου αυτοκράτορα, αλλά ο Μπέλα απαγόρευσε στους υπηκόους του να ενωθούν με τον Ερρίκο.[106]

Ο Μπέλα φόρεσε τον σταυρό ως ένδειξη της επιθυμίας του να ηγηθεί μιας σταυροφορίας στους Αγίους Τόπους.[107] Ωστόσο δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τον όρκο του, γιατί αρρώστησε και πέθανε στις 23 Απριλίου 1196.[90][108][107] Τάφηκε στον Καθεδρικό ναό του Σέκεσφεχερβαρ.[90] Τα λείψανά του αναγνωρίστηκαν με σιγουριά από τους αρχαιολόγους κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του 19ου αιώνα, επειδή μια σύγχρονή του πηγή - ο Ριχάρδος του Λονδίνου - είχε γράψει για το εξαιρετικό ύψος του Μπέλα.[100] Ο σκελετός του Μπέλα δείχνει ότι είχε ύψος 190 εκατοστά.[90][100] Τα λείψανα του Μπέλα ενταφιάστηκαν ξανά στην Εκκλησία του Ματθία στη Βουδαπέστη.[90][100]Από το DNA από σκελετικά υπολείμματα του Μπέλα και ενός άλλου υποτιθέμενου μέλους της δυναστείας των Αρπαντ οι μελετητές συμπεραίνουν ότι η δυναστεία ανήκε στην Y-απλοομάδα R1a υποκατηγορία R-SUR51 > R-ARP.[109][110]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τάφος του Βασιλιά Μπέλα Γ΄

Η πρώτη σύζυγος του Μπέλα Αγνή ήταν κόρη του Ραϋνάλδου του Σατιγιόν, Πρίγκιπα της Αντιόχειας, και της συζύγου του Κωνσταντίας της Αντιόχειας.[111] Η Aγνή γεννήθηκε γύρω στο 1149 και πέθανε γύρω στο 1184.[39] Μετά τον γάμο της το 1170 μετονομάστηκε σε Άννα στην Κωνσταντινούπολη.[39][37]

Το πρώτο παιδί του Μπέλα και της Aγνής-Aννας, Εμερικ, γεννήθηκε το 1174.[112] Η αδερφή του Έμερικ Μαργαρίτα, που μετονομάστηκε Μαρία στην Κωνσταντινούπολη, γεννήθηκε το 1175.[113][86] Σε ηλικία εννέα ή δέκα ετών παντρεύτηκε τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα Ισαάκιο Β' Άγγελο, που ήταν τότε περίπου 30 ετών.[88][86] Ο σύζυγος της Μαρίας πέθανε το 1204, πριν από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ΄ Σταυροφορία.[114] Η Μαργαρίτα–Μαρία παντρεύτηκε έναν από τους ηγέτες της Σταυροφορίας, το Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό, που κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.[115] Ο ιστορικός Mακ αναφέρει ότι περίπου το 1210 η Μαρία παντρεύτηκε τον Νικόλαο Α΄ του Σαιντ-Ομέρ μετά τον θάνατο του Βονιφάτιου, αλλά ο μελετητής Πήτερ Λοκ αναφέρει ότι η σύζυγος του Σαιντ-Ομέρ και η Μαργαρίτα-Μαρία δεν ταυτίζονται.[116][117]

Ο δεύτερος γιος του Μπέλα και της Aγνής-Aννας Ανδρέας γεννήθηκε γύρω στο 1177.[118] Τα δύο μικρότερα αδέρφια του, ο Σολομών και ο Στέφανος, πέθαναν σε βρεφική ηλικία.[126] Η μικρότερη αδερφή τους Κωνσταντία παντρεύτηκε τον Βασιλιά Ότακαρ Α΄ της Βοημίας το 1198 περίπου.[117] Μια τρίτη κόρη του Μπέλα και της Aγνής-Aννας, της οποίας το όνομα είναι άγνωστο, πέθανε σε βρεφική ηλικία.[119]

Μετά τον θάνατο της Aγνής-Aννας ο Μπέλα έκανε πρόταση γάμου στη Θεοδώρα, εγγονή της αδερφής του αυτοκράτορα Μανουήλ Α', Θεοδώρας Κομνηνής.[84][86] Ωστόσο μια σύνοδος της Βυζαντινής Εκκλησίας απαγόρευσε τον γάμο το 1185, επειδή η Θεοδώρα είχε μπει σε μοναστήρι.[84][86] Στα τέλη του 1185 ή στις αρχές του 1186 ο Μπέλα ζήτησε το χέρι της Ματθίλδης της Σαξονίας, κόρης του Ερρίκου του Λέοντα, Δούκα της Σαξονίας, αλλά ο Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας, παππούς της Ματθίλδης, εμπόδισε αυτό τον γάμο.[88] Τελικά ο Μπέλα παντρεύτηκε τη χήρα νύφη του Ερρίκου Β' Μαργαρίτα της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1186.[88] Ήταν κόρη του Λουδοβίκου Ζ΄ της Γαλλίας[120]. Η Βασίλισσα Μαργαρίτα μετά τον θάνατο του Μπέλα μετακόμισε στους Αγίους Τόπους.[100]

Κληρονομιά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μπέλα ήταν ένας από τους πιο επιφανείς μεσαιωνικούς μονάρχες της Ουγγαρίας.[14] «Η διακυβέρνησή του όχι μόνο αντιπροσώπευε το απόγειο του βασιλείου των Άρπαντ, αλλά σηματοδότησε επίσης το τέλος μιας εποχής», σύμφωνα με τον ιστορικό Παλ Ενγκελ.[14] Η ίδρυση από αυτόν της Βασιλικής Καγκελαρίας συνέβαλε στην «επέκταση των γραπτών αρχείων» στην Ουγγαρία. Οι πρώτοι καταστατικοί χάρτες που εκδόθηκαν από βαρόνους εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 1190.[121][122] Σύμφωνα με ένα κατάλογο της εποχής των εσόδων του Μπέλα το ετήσιο εισόδημά του ανερχόταν σε σχεδόν 170.000 μάρκα (περίπου 23 τόνους καθαρό ασήμι).[123][124] Εάν ο κατάλογος είναι αξιόπιστος το εισόδημά του ξεπερνούσε εκείνων των Βασιλέων της Γαλλίας και της Αγγλίας της εποχής του, αλλά η αξιοπιστία του καταλόγου έχει αμφισβητηθεί από πολλούς ιστορικούς, συμπεριλαμβανομένου του Παλ Ενγκελ.[123][125][126]

Περίπου το 1190, μετά από μια πυρκαγιά που κατέστρεψε το Έστεργκομ, ο Μπέλα κάλεσε Γάλλους μαστόρους να ξαναχτίσουν το βασιλικό παλάτι και τον καθεδρικό ναό.[63][127] Οι κτίστες εισήγαγαν νέες αρχιτεκτονικές μορφές. Το νέο βασιλικό παλάτι και ο καθεδρικός ναός ήταν τα πρώτα δείγματα γοτθικής αρχιτεκτονικής στην Κεντρική Ευρώπη.[127][128] Νομίσματα που απεικονίζουν ένα διπλό σταυρό, που χρησιμοποιείτο κυρίως στην Εκκλησία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κόπηκαν γύρω στο 1190, υποδηλώνοντας ότι ο λεγόμενος «διπλός σταυρός» έγινε μέρος της ουγγρικής βασιλικής εραλδικής επί του Μπέλα Γ΄[129].

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Makk 1994, σελ. 91.
  2. 2,0 2,1 Kristó & Makk 1996, σελ. 204.
  3. Makk 1989, σελίδες 77, 123.
  4. Kinnamos 1976, σελ. 187.
  5. 5,0 5,1 5,2 Makk 1989, σελ. 77.
  6. Stephenson 2000, σελίδες 198, 251.
  7. 7,0 7,1 7,2 Magdalino 1993, σελ. 79.
  8. Makk 1989, σελίδες 77, 155.
  9. 9,0 9,1 Curta 2006, σελ. 332.
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 Treadgold 1997, σελ. 646.
  11. Makk 1989, σελ. 79.
  12. 12,0 12,1 Kinnamos 1976, σελ. 165.
  13. 13,0 13,1 13,2 13,3 Kristó & Makk 1996, σελ. 205.
  14. 14,0 14,1 14,2 Engel 2001, σελ. 52.
  15. Makk 1994, σελ. 86.
  16. Kinnamos 1976, σελ. 163.
  17. 17,0 17,1 Makk 1989, σελ. 86.
  18. Kristó & Makk 1996, σελ. 206.
  19. Stephenson 2000, σελ. 251.
  20. Makk 1989, σελ. 90.
  21. 21,0 21,1 Stephenson 2000, σελ. 252.
  22. Makk 1989, σελίδες 68,90.
  23. 23,0 23,1 Makk 1989, σελ. 91.
  24. Makk 1989, σελίδες 91–92.
  25. Curta 2006, σελ. 333.
  26. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 Makk 1989, σελ. 92.
  27. Fine 1991, σελ. 241.
  28. Stephenson 2000, σελ. 257.
  29. O City of Byzantium, Annals of Niketas Choniates (4.137), p. 78.
  30. Makk 1989, σελ. 97.
  31. 31,0 31,1 Makk 1989, σελ. 99.
  32. Stephenson 2000, σελ. 258.
  33. The Deeds of Frederick Barbarossa (Appendix) p. 337.
  34. 34,0 34,1 Makk 1989, σελ. 100.
  35. Makk 1989, σελ. 101.
  36. 36,0 36,1 36,2 36,3 Fine 1991, σελ. 242.
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 37,4 37,5 Makk 1989, σελ. 106.
  38. Treadgold 1997, σελ. 647.
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 39,4 39,5 39,6 Kristó & Makk 1996, σελ. 209.
  40. Magdalino 1993, σελ. 81.
  41. 41,0 41,1 Bartl και άλλοι 2002, σελ. 29.
  42. 42,0 42,1 Engel 2001, σελ. 53.
  43. Stephenson 2000, σελίδες 267–268.
  44. 44,0 44,1 44,2 44,3 Makk 1989, σελ. 107.
  45. Kinnamos 1976, σελ. 214.
  46. 46,0 46,1 Kristó & Makk 1996, σελ. 210.
  47. 47,0 47,1 Makk 1989, σελ. 108.
  48. 48,0 48,1 Kristó & Makk 1996, σελ. 211.
  49. 49,0 49,1 Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 383.
  50. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελίδες 178, 202.
  51. Makk 1989, σελίδες 108, 110.
  52. 52,0 52,1 Makk 1989, σελ. 109.
  53. Kristó & Makk 1996, σελίδες 212–213.
  54. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελίδες 151–152.
  55. 55,0 55,1 Kristó & Makk 1996, σελ. 212.
  56. Kristó & Makk 1981, σελ. 63.
  57. Makk 1989, σελίδες 108, 111.
  58. 58,0 58,1 58,2 58,3 Makk 1989, σελ. 111.
  59. 59,0 59,1 59,2 Kristó & Makk 1996, σελ. 213.
  60. Magdalino 1993, σελίδες 96, 98.
  61. Makk 1989, σελ. 113.
  62. Makk 1989, σελ. 112.
  63. 63,0 63,1 63,2 63,3 Kristó & Makk 1996, σελ. 214.
  64. 64,0 64,1 Makk 1989, σελ. 114.
  65. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 359.
  66. Kristó & Makk 1996, σελ. 219.
  67. Kristó & Makk 1981, σελ. 86.
  68. 68,0 68,1 Kristó & Makk 1996, σελ. 217.
  69. The Hungarian Illuminated Chronicle (ch. 171.122), p. 139.
  70. Rady 2000, σελ. 66.
  71. Kontler 1999, σελ. 71.
  72. Makk 1989, σελ. 115.
  73. 73,0 73,1 Fine 1991, σελ. 289.
  74. Stephenson 2000, σελίδες 281–282.
  75. Magaš 2007, σελ. 57.
  76. Archdeacon Thomas of Split: History of the Bishops of Salona and Split (ch. 22.), p. 131.
  77. Stephenson 2000, σελ. 281.
  78. 78,0 78,1 Makk 1989, σελ. 116.
  79. Treadgold 1997, σελίδες 652–653.
  80. 80,0 80,1 80,2 Makk 1989, σελ. 117.
  81. Curta 2006, σελίδες 334–335.
  82. Life of John of Rila from the Stishen (Sofia) Prologue, p. 266.
  83. 83,0 83,1 Stephenson 2000, σελ. 282.
  84. 84,0 84,1 84,2 84,3 Makk 1989, σελ. 119.
  85. 85,0 85,1 Curta 2006, σελ. 335.
  86. 86,0 86,1 86,2 86,3 86,4 Stephenson 2000, σελ. 283.
  87. Kristó & Makk 1996, σελ. 220.
  88. 88,0 88,1 88,2 88,3 88,4 Makk 1989, σελ. 120.
  89. 89,0 89,1 Dimnik 2003, σελ. 191.
  90. 90,0 90,1 90,2 90,3 90,4 90,5 Engel 2001, σελ. 54.
  91. 91,0 91,1 91,2 91,3 Makk 1989, σελ. 121.
  92. Dimnik 2003, σελ. 193.
  93. 93,0 93,1 93,2 93,3 Makk 1989, σελ. 122.
  94. Stephenson 2000, σελ. 294.
  95. Dimnik 2003, σελίδες 193–194.
  96. Treadgold 1997, σελ. 121.
  97. 97,0 97,1 97,2 Makk 1989, σελ. 123.
  98. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 192.
  99. Rady 2000, σελ. 30.
  100. 100,0 100,1 100,2 100,3 100,4 Kristó & Makk 1996, σελ. 222.
  101. Magaš 2007, σελ. 58.
  102. Treadgold 1997, σελ. 659.
  103. Stephenson 2000, σελ. 303.
  104. Makk 1989, σελίδες 123–124.
  105. Stephenson 2000, σελίδες 303–304.
  106. Makk 1989, σελ. 124.
  107. 107,0 107,1 Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 234.
  108. Bartl και άλλοι 2002, σελ. 30.
  109. Olasz, Judit; Seidenberg, Verena; Hummel, Susanne; Szentirmay, Zoltán; Szabados, György; Melegh, Béla; Kásler, Miklós (2019), «DNA profiling of Hungarian King Béla III and other skeletal remains originating from the Royal Basilica of Székesfehérvár», Archaeological and Anthropological Sciences 11 (4): 1345-1357, doi:10.1007/s12520-018-0609-7 
  110. Nagy, P.L.; Olasz, J.; Neparáczki, E. (2020), «Determination of the phylogenetic origins of the Árpád Dynasty based on Y chromosome sequencing of Béla the Third», European Journal of Human Genetics, doi:10.1038/s41431-020-0683-z 
  111. Runciman 1952, σελ. 365, Appendix 3.
  112. Kristó & Makk 1996, σελ. 209, Appendix 4.
  113. Kristó & Makk 1996, σελ. 220, Appendix 4.
  114. Treadgold 1997, σελίδες 660, 665–666.
  115. Lock 1995, σελ. 37.
  116. Lock 1995, σελ. 371.
  117. 117,0 117,1 Kristó & Makk 1996, σελ. Appendix 4.
  118. Kristó & Makk 1996, σελ. 229, Appendix 4.
  119. Makk 1994, σελ. 92.
  120. Kontler 1999, σελ. 74.
  121. Engel 2001, σελ. 122.
  122. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 220.
  123. 123,0 123,1 Engel 2001, σελ. 61.
  124. Molnár 2001, σελ. 46.
  125. Kontler 1999, σελ. 70.
  126. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 287.
  127. 127,0 127,1 Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 209.
  128. Kontler 1999, σελ. 72.
  129. Berend, Urbańczyk & Wiszewski 2013, σελ. 317.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]