Λύνεμπουργκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 53°15′9″N 10°24′52″E / 53.25250°N 10.41444°E / 53.25250; 10.41444

Λύνεμπουργκ
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Βασικές πληροφορίες
Χώρα:Γερμανία
Δήμαρχος:Ούλριχ Μέντγκε
Πληθυσμός:76.837[1]
Υψόμετρο:17
Τηλ. κωδικός:04131
Ταχ. κώδικας:21335, 21337 και 21339
Πιν. κυκλοφορίας:LG
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Όρια ευρύτερης διοικητικής οντότητας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Γέφυρα στο Λύνεμπουργκ
Άποψη του Λύνεμπουργκ

Το Λύνεμπουργκ είναι μια πόλη στο γερμανικό κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Ανήκει όμως στην ευρύτερη μητροπολιτική περιοχή του Αμβούργου, καθώς βρίσκεται περίπου 50 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του. Απέχει 15 χιλιόμετρα από την συνοριακή γραμμή του κρατιδίου Σλέσβιχ-Χόλσταϊν και του Μεκλεμβούργου-Δυτική Πομερανία. Η πόλη του Λύνεμπουργκ αριθμεί περίπου 77.0000 κατοίκους[2] , ενώ η περιοχή που περιλαμβάνει τις γύρω κοινότητες Άντεντορφ, Μπάρντοβικ, Μπάρεντορφ και Ρέπενστεντ, έχει πληθυσμό περίπου 103.000 κατοίκους. Το Λύνεμποργκ έχει δικαίωμα να χρησιμοποιεί τον τίτλο της Χανσεατικής πόλης (Hansestadt) από το 2007, ως αναγνώριση της ιδιότητάς του ως μέλους στην πρώην Χανσεατική Ένωση. Στο Λύνεμποργκ βρίσκεται επίσης το Πανεπιστήμιο Λευφάνα.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάτω ΣαξονίαΕπαρχία του ΑνοβέρουΒασίλειο του ΑνοβέρουΠρώτη Γαλλική ΑυτοκρατορίαΒασίλειο της ΒεστφαλίαςΕκλεκτοράτο του Μπράουνσβαϊγκ-ΛύνεμπουργκΠριγκιπάτο του ΛύνεμπουργκΔουκάτο του Μπράουνσβαϊγκ-ΛύνεμπουργκΑγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Προϊστορική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα πρώτα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας στην περιοχή του Λύνεμπουργκ χρονολογούνται από την εποχή του ανθρώπου του Νεάντερταλ. Την δεκαετία του 1990, καθώς κατασκευαζόταν ο αυτοκινητόδρομος μεταξύ Οχτμίσεν και Μπάρντοβικ, βρέθηκαν 56 πέτρινοι χειροπελέκεις, ηλικίας περίπου 150.000 χρόνων που πιθανώς χρησιμοποιούνταν από τον κυνηγό Νεάντερνταλ για τον τεμαχισμό των θηραμάτων του.

Λόγω των παγετώνων που κράτησαν για χιλιετίες, θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι η περιοχή δεν κατοικούνταν αδιάλειπτα εκείνη την εποχή και η πρώτη ένδειξη μιας μόνιμα εγκατεστημένης αγροτικής κοινωνίας στην περιοχή βρέθηκε λίγο μακρύτερα, στον ποταμό Ίλμεναου μεταξύ Λύνε και Μπάρντοβικ. Πρόκειται για ένα τσεκούρι που περιγράφεται ως "Καλαπόδι" (Schuhleistenkeil) λόγω του σχήματός του. Χρονολογείται στον 6ο αιώνα π.Χ. και εκτίθεται στο Μουσείου του Λύνεμπουργκ.

Ο λόφος του Λύνεμπουργκ γνωστός ως Τσέλτμπεργ κρύβει στο εσωτερικό του μια ολόκληρη σειρά προϊστορικών και πρώιμων ιστορικών τάφων, από την Εποχή του Χαλκού. Ένα από τα παλαιότερα ευρήματα αυτής της τοποθεσίας είναι το λεγόμενο φλαντζωτό τσεκούρι που χρονολογείται στο 1900 π.Χ.

Ήδη από τον 18ο αιώνα είχαν ανακαλυφθεί στην περιοχή, δοχεία από την εποχή των παγετώνων που καθώς συμπεριελήφθησαν σε ιδιωτικές συλλογές ερευνητών του 18ου αιώνα, τα περισσότερα χάθηκαν με τον θάνατο των ιδιοκτητών τους.

Το Λύνεμπουργκ ενδεχομένως να ταυτίζεται με την πόλη Λευφάνα όπως καταγράφηκε από τον Πτολεμαίο, τοποθετώντας την στη Βόρεια Γερμανία και στα δυτικά του Έλβα, το 150 πΧ.

Από χωριό σε εμπορική πόλη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Λύνεμπουργκ αναφέρεται για πρώτη φορά σε μεσαιωνικά αρχεία σε μια πράξη που υπογράφηκε στις 13 Αυγούστου 956 μ.Χ., από τον αυτοκράτορα Όθωνα Α', της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με την οποία παραχώρησε «το φόρο από το Λύνεμπουργκ στο μοναστήρι που χτίστηκε εκεί προς τιμή του Αγίου Μιχαήλ» (γερμανικά: den Zoll zu Lüneburg an das zu Ehren des heiligen Michaels errichtete Kloster, λατινικά: teloneum ad Luniburc ad monasterium sancti Michahelis sub honore constructum ). Μια παλαιότερη αναφορά γίνεται στα Βασιλικά Φραγκικά Χρονικά: «στον ποταμό Έλβα, στην τοποθεσία, που ονομάζεται Hliuni» (795 ad fluvium Albim pervenit ad locum, qui dicitur Hliuni) και γίνεται λόγος σε έναν από τους τρεις οικιστικούς πυρήνες του Λύνεμπουργκ, πιθανώς το κάστρο του Κάλκμπεργκ που ήταν η έδρα των ευγενών Μπίλουγκερ από το 951 μΧ. Η ελβογερμανική ονομασία Hliuni αντιστοιχεί στη λομβαρδική λέξη «καταφύγιο».

Από τα αρχαιολογικά ευρήματα, είναι σαφές ότι η περιοχή γύρω από το Λύνεμπουργκ είχε ήδη κατοικηθεί (στο μουσείο του Πριγκιπάτου του Λύνεμπουργκ, για παράδειγμα, υπάρχει μια ολόκληρη σειρά αντικειμένων που βρέθηκαν εκεί) και οι αλυκές ήδη λειτουργούσαν.

Σύμφωνα με την παράδοση, η αλυκή ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά από έναν κυνηγό που σκότωσε ένα αγριογούρουνο που λουζόταν σε μια λίμνη νερού. Αφού κρέμασε το δέρμα του ζώου για να στεγνώσει, παρατήρησε πάνω του λευκούς κρυστάλλους - ήταν αλάτι. Στο δημαρχείο της πόλης υπάρχει ένα οστό που διατηρείται σε γυάλινη θήκη και σύμφωνα με τον μύθο πρόκειται για οστό από το πόδι του αγριογούρουνου.

Παρά τις κερδοφόρες αλυκές του, το Λύνεμπουργκ ήταν αρχικά υποταγμένο στην πόλη Μπάρντοβικ που απείχε μόλις λίγα χιλιόμετρα βορειότερα και αποτελούσε σημαντικό σταθμό για το εμπόριο με τους Σλάβους. Όταν το 1189 το Μπάρντοβικ καταστράφηκε από τον Ερρίκο τον Λέοντα, αρνούμενο να υποταχθεί σε αυτόν, δόθηκαν στο Λύνεμπουργκ προνόμια πόλης (Stadtrechte) και εξελίχθηκε κατόπιν σε κεντρικό εμπορικό σταθμό της περιοχής.

Η πολαβική ονομασία για το Λύνεμπουργκ είναι Glain (γραμμένο ως Chlein ή Glein σε παλαιότερες γερμανικές πηγές) και πιθανότατα προέρχεται από το glaino (σλαβονικά: glina ) που σημαίνει "πηλός". Στα λατινικά κείμενα το Λύνεμπουργκ εμφανίζεται όχι μόνο ως το λατινοποιημένο Lunaburgum, αλλά και ως ελληνοποιημένο Selenopolis (πόλη της Σελήνης) αναφερόμενο σε μια δημοφιλή ετυμολογία από τον ύστερο Μεσαίωνα που συνδέει το Λύνεμπουργκ με τη θεά της Σελήνης, Λούνα. Νομίσματα από αυτήν την εποχή και το Συντριβάνι Λούναμπρουνεν (Lunabrunnen) στην πλατεία Μάρκτπλατς υποστηρίζουν αυτήν την εκδοχή.

Χανσεατική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μινιατούρα του Λύνεμπουργκ από την έκδοση του 13ου αιώνα
Χανς Μπόρνεμαν: Η τιμωρία του Αιγέα (~1450). Στο βάθος θέα στο Λύνεμπουργκ με την εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Το ελαφρώς γερμένο κωδωνοστάσιο της εκκλησίας του Αγίου Ιωάννη

Λόγω του μονοπωλίου στην προμήθεια αλατιού στην περιοχή της Βόρειας Γερμανίας που κράτησε πολλά χρόνια μέχρι που κλονίστηκε λόγω των εισαγωγών από την Γαλλία πολύ αργότερα, το Λύνεμπουργκ έγινε πολύ γρήγορα μέλος της Χανσεατικής Ένωσης. Η Ένωση ιδρύθηκε το 1158 στο Λύμπεκ, αρχικά ως ένωση μεμονωμένων εμπόρων, αλλά το 1356 συνήλθε ως ομοσπονδία εμπορικών πόλεων στην πρώτη γενική συνέλευση (Hansetag). Το αλάτι του Λύνεμπουργκ χρησιμοποιούνταν για να παστωθεί η αλιευμένη στη Βαλτική Θάλασσα και στα νερά γύρω από τη Νορβηγία ρέγγα, έτσι ώστε να μπορεί να διατηρηθεί για κατανάλωση στην ενδοχώρα κατά τις περιόδους νηστείας που επιτρεπόταν το ψάρι και όχι το κρέας.

Το αλάτι του Λύνεμπουργκ είχε μεγάλη ζήτηση και η πόλη έγινε γρήγορα μια από τις πλουσιότερες και πιο σημαντικές πόλεις της Χανσεατικής Ένωσης, μαζί με τις σουηδικές Μπέργκεν και το Βίσμπυ- πόλεις που προμηθεύαν ψάρια- και το Λύμπεκ- τον κεντρικό εμπορικό σταθμό μεταξύ της Βαλτικής και της ενδοχώρας. Κατά τον Μεσαίωνα, το αλάτι μεταφερόταν αρχικά από ξηράς, μέσω του επονομαζόμενου Παλαιού Δρόμου του Αλατιού στο Λύμπεκ. Με το άνοιγμα του καναλιού Στέκνιτς το 1398, το αλάτι μπορούσε να μεταφερθεί πλέον και με πλωτά μέσα.

Γύρω στα 1235, δημιουργήθηκε το Δουκάτο του Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ, που διοικούνταν από μια οικογένεια της οποίας οι αριστοκρατικοί κλάδοι διαιρούνταν και επανενώνονταν επανειλημμένα, δημιουργώντας επιμέρους πριγκιπάτα. Έτσι, μεταξύ του 1267 και του 1269 δημιουργήθηκε για πρώτη φορά το Πριγκιπάτο του Λύνεμπουργκ, με πρωτεύουσα το Λύνεμπουργκ. Το 1371, στον απόηχο του Πολέμου της Διαδοχής του Λύνεμπουργκ, οι πολίτες που επαναστάτησαν, πέταξαν τους πρίγκιπες έξω από την πόλη και κατέστρεψαν τόσο το βασιλικό τους κάστρο στο Κάλκμπεργκ όσο και το κοντινό μοναστήρι. Το αίτημά τους να γίνουν μια ελεύθερη πόλη της Αυτοκρατορίας ικανοποιήθηκε με την συνθήκη ειρήνης το 1392 και διατηρήθηκε μέχρι το 1637, δίνοντας στην πόλη την οικονομική άνεση ώστε να χτιστούν ωραία σπίτια και εκκλησίες.

Το 1392 αναγνωρίστηκε στο Λύνεμπουργκ το δικαίωμα (Stapelrecht) που υποχρέωνε τους εμπόρους που ταξίδευαν στην περιοχή με τα κάρα τους, να σταματήσουν στην πόλη, να ξεφορτώσουν τα εμπορεύματά τους και να τα προσφέρουν προς πώληση για μια ορισμένη περίοδο. Προκειμένου οι έμποροι να μην μπορούν να παρακάμψουν το Λύνεμπουργκ, χτίστηκε ένα αδιάβατο αμυντικό φράγμα δυτικά της πόλης το 1397 ενώ ένα παρόμοιο φράγμα χτίστηκε ανατολικά της πόλης το 1479.

Το 1454, με τον Κατάλογο Αιτημάτων των Εξήντα, οι πολίτες ζήτησαν ακόμη μεγαλύτερη επιρροή στη δημόσια ζωή.

Ανάμεσα στο 1446 και το 1462, ξέσπασε ο Πόλεμος των Προκαθημένων του Λύνεμπουργκ, που παρά την ονομασία του, αναφέρεται στη σφοδρή διαμάχη και όχι πόλεμο, μεταξύ του δημοτικού συμβουλίου και των κληρικών με επίκεντρο την διαχείριση των αλυκών της πόλης, που επιλύθηκε μόνο μετά την παρέμβαση του βασιλιά Χριστιανού Α΄ της Δανίας, του επισκόπου του Σβέριν και του επισκόπου του Λύμπεκ, Άρνολντ Βέστφαλ.

Από το 2007, το Λύνεμπουργκ κατέχει για άλλη μια φορά τον τίτλο της Χανσεατικής πόλης.

Σύγχρονη περίοδος έως το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γύρω στο 1560 η πόλη έχασε τα κέρδη της και τους μεγαλύτερους πελάτες αλατιού, καθώς η Χανσεατική Ένωση κατέρρευσε και η ρέγγα στο Φαλστέρμπο στη Σκάνια της Σουηδίας βρέθηκε σε έλλειψη. Έκτοτε δεν χτίστηκαν σχεδόν καθόλου νέα σπίτια στο κέντρο του Λύνεμπουργκ, γι' αυτό και το ιστορικό κέντρο της πόλης παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητο μέχρι σήμερα.

Η πόλη έγινε μέρος του Εκλεκτοράτου του Ανοβέρου το 1708, του Βασιλείου της Βεστφαλίας το 1807, της Πρώτης Γαλλικής Αυτοκρατορίας το 1810, του Βασιλείου του Ανόβερου το 1814 και της Πρωσικής επαρχίας του Ανόβερου το 1866.

Στους αιώνες μετά την κατάρρευση της Χανσεατικής Ένωσης, η πόλη ήταν σαν να είχε πέσει σε λήθαργο. Ο ποιητής Χάινριχ Χάινε, του οποίου οι γονείς ζούσαν στο Λύνεμπουργκ από το 1822 έως το 1826, το ονόμασε «κατοικία της πλήξης» (Residenz der Langeweile). Κοντά στα τέλη του 19ου αιώνα, το Λύνεμπουργκ εξελίχθηκε σε στρατιωτική βάση και παρέμεινε έτσι μέχρι τη δεκαετία του 1990.

Ο φυτοκόμος Κούρτ Μπάκεμπεργκ, γνωστός για την συλλογή και ταξινόμηση κακτών, γεννήθηκε στο Λύνεμπουργκ το 1894.

Μετά τα ναζιστικά πογκρόμ κατά των Εβραίων (Νύχτα των Κρυστάλλων, 9/11/1938), οι αρχές της πόλης διέταξαν να γκρεμιστεί η Συναγωγή του Λύνεμπουργκ με έξοδα της τοπικής εβραϊκής κοινότητας.

Υπάρχουν υποψίες ότι κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στο πλαίσιο του επίσημου προγράμματος παιδικής ευθανασίας των Ναζί, στην ειδική παιδική πτέρυγα του Κρατικού Ψυχιατρικού Νοσοκομείου του Λύνεμπουργκ, σκοτώθηκαν πάνω από 300 παιδιά.

Η πόλη συναντάται για άλλη μια φορά στα βιβλία της ιστορίας το 1945 όταν, στα νότια της, στο λόφο Τιμέλομπεργκ (κοντά στο χωριό Βέντις Έβερν) υπογράφηκε το έγγραφο της άνευ όρων παράδοσης των τριών γερμανικών στρατευμάτων που επιχειρούσαν στη Βορειοδυτική Γερμανία, το οποίο σήμανε το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη. Η τοποθεσία είναι προς το παρόν απρόσιτη για το ευρύ κοινό και μόνο ένα μικρό μνημείο παραπέμπει στο γεγονός. Στις 23 Μαΐου 1945 ο "Ανώτατος Αρχηγός" (Reichsführer) των Ες - Ες, Χάινριχ Χίμλερ αυτοκτόνησε στο Λύνεμπουργκ ενώ βρισκόταν υπό κράτηση από τον βρετανικό στρατό, δαγκώνοντας μια κάψουλα κυανιούχου καλίου που ήταν ενσωματωμένη στα δόντια του προτού ανακριθεί. Στη συνέχεια θάφτηκε σε μια τοποθεσία σε ένα κοντινό δάσος.

Μεταπολεμική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν ακόμη από τη Δίκη της Νυρεμβέργης, η πρώτη δίκη για εγκλήματα πολέμου, η λεγόμενη Δίκη Μπέλζεν (Bergen-Belsen-Prozess), ξεκίνησε στο Λύνεμπουργκ στις 17 Σεπτεμβρίου 1945, με κατηγορούμενους 45 πρώην μέλη SS από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλσεν και Άουσβιτς.

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Λύνεμπουργκ υπάχθηκε στο νέο ομοσπονδιακό κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας. Μια πρόταση που συζητήθηκε σοβαρά για την αποκατάσταση των ερειπίων που άφησε πίσω του ο πόλεμος, ήταν να γκρεμιστεί ολόκληρο το ιστορικό κέντρο (Altstadt) και να αντικατασταθεί με σύγχρονα κτίρια. Η δημόσια διαμαρτυρία που ακολούθησε έφερε το Λύνεμπουργκ στο επίκεντρο μιας νέας ιδέας: τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 η πόλη αναστηλώθηκε συστηματικά. Ηγετική φυσιογνωμία αυτής της πρωτοβουλίας από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ήταν ο Κούρτ Πομπ, που εναντιώθηκε σε πολιτικούς και συμβούλους, ίδρυσε και υπερασπίστηκε την Ομάδα Εργασίας Lüneburger Altstadt για τη διατήρηση των ιστορικών κτιρίων. Η προσφορά του βραβεύτηκε με το Γερμανικό Βραβείο για τη Διατήρηση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς και το Γερμανικό Τάγμα Τιμής. Σήμερα το Λύνεμπουργκ θεωρείται τουριστικό αξιοθέατο.

Μεταξύ του Λύνεμπουργκ και του Ζόλταου στα νοτιοδυτικά, δημιουργήθηκε από τον βρετανικό και τον καναδικό στρατό μια μεγάλη περιοχή στρατιωτικής εκπαίδευσης, η Soltau-Lüneburg Training Area (SLTA), η οποία χρησιμοποιήθηκε από το 1963 έως το 1994, βάση της "Συμφωνίας Ζόλταου- Λύνεμπουργκ" μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και του Καναδά.

Η αλυκή έκλεισε το 1980, τερματίζοντας τη χιλιετή παράδοση της εξόρυξης αλατιού, αν και μικρές ποσότητες εξακολουθούν να εξορύσσονται ακόμη και σήμερα: Μικρά σακουλάκια με αλάτι πωλούνται στο Δημαρχείο ενώ δίνονται ως δώρο σε όλα τα ζευγάρια που παντρεύονται στην πόλη. Μετά το κλείσιμο της αλυκής, στην πόλη δόθηκε νέα πνοή από το πανεπιστήμιό της, το οποίο ιδρύθηκε το 1989.

Ως μέρος της αναδιάρθρωσης της Ομοσπονδιακής Άμυνας της Γερμανίας το 1990, δύο από τους τρία στρατόπεδα της πόλης έκλεισαν και το τρίτο συρρικνώθηκε σε μέγεθος. Τα στρατόπεδα Ομοσπονδιακής Προστασίας Συνόρων έκλεισαν επίσης. Το Πανεπιστήμιο του Λύνεμπουργκ μετακόμισε στον χώρο των παλιών στρατώνων Σάρνχορστ. Το πανεπιστήμιο αναπτύχθηκε περαιτέρω με δύο νέα τμήματα Οικονομικών Σπουδών και Σπουδών Πολιτισμού που ιδρύθηκαν τη δεκαετία του 1980 και το 1989 συγχωνεύτηκε με την Παιδαγωγική Σχολή. Έκτοτε σημειώνεται αύξηση του αριθμού των εγγεγραμμένων φοιτητών.

Σήμερα, στην περιοχή των παλιών στρατοπέδων Ομοσπονδιακής Προστασίας Συνόρων έχει ιδρυθεί το βιομηχανικό πάρκο Λύνεπαρκ (Lünepark), όπου εγκαταστάθηκαν πολλές επιχειρήσεις Πληροφορικής και Νέων Τεχνολογιών. Το βιομηχανικό πάρκο συνδέεται με το προάστιο Γκόζεμπουργκ στις όχθες του ποταμού Ίλμεναου με την γέφυρα Γιοχάνες Βέστφαλ που δόθηκε στην κυκλοφορία τον Μάιο του 2006.

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Λύνεμπουργκ βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Ίλμεναου, περίπου 30 χιλιόμετρα από τη συμβολή του με τον Έλβα. Το ποτάμι διασχίζει την πόλη και παλαιότερα αποτελούσε τον υδάτινο δρόμο μεταφοράς του αλατιού της πόλης προς τα άλλα μεγαλύτερα λιμάνια της Χανσεατικής Ένωσης.

Στα νότια της πόλης εκτείνεται μια μεγάλη (7.400 τετραγωνικά χιλιόμετρα) περιοχή με πεδιάδες και δάση, το Λύνενμπουρκερ Χάιντε που προέκυψε από την εκτεταμένη υλοτόμηση δέντρων αλλά και δασικών πυρκαγιών και βόσκησης. Κατά μία παλιότερη εκδοχή η περιοχή υλοτομήθηκε επί αιώνες για την κάλυψη των αναγκών της αλυκής σε ξυλεία, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώνεται ιστορικά. Η παλιά πόλη ( Altstadt ) του Λύνεμπουργκ είναι χτισμένη πάνω από ένα θόλο αλατιού, που αποτέλεσε την βασική πηγή πλούτου της πόλης. Ωστόσο, η συνεχής εξόρυξη των κοιτασμάτων αλατιού πάνω από τα οποία βρίσκεται η πόλη είχε επίσης ως αποτέλεσμα τη σταδιακή, άλλοτε έντονα δραματικά, καθίζηση διαφόρων περιοχών της πόλης. Στη δυτική άκρη της πόλης βρίσκεται το Κάλκμπεργκ, ένας μικρός λόφος και πρώην λατομείο γύψου.

Διάταξη πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορικές συνοικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάλυμμα φρεατίου που εμφανίζει το σύμβολο για το σύνθημα " Mons, Pons, Fons (Λόφος, Γέφυρα, Πηγή) "
Οδικός χάρτης του Λύνεμπουργκ γύρω στο 1910

Το σύνθημα "Mons, Pons, Fons" (ελληνικά: Λόφος, γέφυρα, πηγή) χαρακτήριζε την ανάπτυξη της πόλης από τον 8ο αιώνα καθώς αυτή προέκυψε από την συγχώνευση αρχικά τριών και κατόπιν τεσσάρων οικιστικών περιοχών: Το κάστρο στο λόφο Κάλκμπεργκ με τον παρακείμενο οικισμό του Μάρκτφιρτελ ή «Συνοικία της Αγοράς», το χωριό Μοντεστόρπε μεταξύ της γέφυρας του ποταμού Ίλμενάου και της μεγάλης πλατείας Αμ Ζάντε , και τέλος την αλυκή με τον περιφραγμένο εργατικό συνοικισμό του. Μόλις τον 13ο αιώνα χτίστηκε ο οικισμός στο λιμάνι του Ίλμεναου (το Βάσερφίρτελ) μεταξύ της αγοράς και του ποταμού. Το σχήμα της πόλης που προέκυψε έτσι, δεν άλλαξε μέχρι την επέκτασή της στα τέλη του 19ου αιώνα και είναι σήμερα ακόμη ευδιάκριτο. Οι έξι ιστορικές πύλες της πόλης του Λύνεμποργκ ήταν η Άλτενμπρουκερτορ, η Μπάρτοβικερτορ, η Ρότετορ, η Ζύλτζτορ, η Λύνερτορ και η Νόυετορ.

Περιοχή καθίζησης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ιστορική συνοικία μεταξύ της αλυκής και του Κάλκμπεργκ είναι χτισμένη πάνω από ένα θόλο αλατιού και οι επί σειρά αιώνων εξορύξεις προκάλεσαν καθίζηση του εδάφους. Τα σπίτια και η τοπική εκκλησία (St. Lambert's) έχασαν τη σταθερότητά τους και χρειάστηκε να κατεδαφιστούν. Εξαιτίας αυτής της καθίζησης και επειδή η εξόρυξη αλατιού ήταν όλο και πιο ασύμφορη, η αλυκή σταμάτησε να λειτουργεί το 1980. Σήμερα, μόνο μικρές ποσότητες άλμης εξάγονται για τα ιαματικά λουτρά αλατιού (το Salztherme Lüneburg ή SaLü ). Στην μία πλευρά της αλυκής βρίσκεται τώρα ένα σούπερ μάρκετ, ενώ στην άλλη το Γερμανικό Μουσείο Αλατιού.

Από το 1946 η καθίζηση παρακολουθείται σε διετή βάση από περίπου 240 σταθμούς. Το έδαφος δεν έχει σταματήσει ακόμη να υποχωρεί, αλλά είναι αρκετά σταθερό ώστε να είναι εφικτές νέες ανεγέρσεις κτιρίων αλλά και εργασίες αποκατάστασης πολλών ιστορικών κτιρίων. Η καθίζηση είναι ορατή και γίνεται εύκολα αντιληπτή ακόμα και σήμερα, καθώς κάποιος περπατά από την πλατεία Αμ Ζάντε προς το τέρμα της Γκράπενγκισερστρασε και επεκτείνεται μέχρι την Λαμπέρτιπλατς.

Το φαινόμενο γίνεται αντιληπτό και στην Φρόμεστρασε , στην "Πύλη για τον Κάτω Κόσμο" (Tor zur Unterwelt) όπου δύο πόρτες από χυτοσίδηρο έχουν μετακινηθεί η μία πάνω στην άλλη. Αλλά και κοντά στην εκκλησία του Αγ. Μιχαήλ, η καθίζηση είναι ορατή τόσο στους κεκλιμένους κίονες, όσο και στη δυτική πτέρυγα του ναού.

Δημογραφικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1530 14.000 —    
1699 11.000 −21.4%
1757 9.426 −14.3%
1813 10.400 +10.3%
1855 13.352 +28.4%
1861 14.400 +7.8%
1867 15.900 +10.4%
1871 16.284 +2.4%
1890 20.665 +26.9%
1900 24.693 +19.5%
1910 27.790 +12.5%
1925 28.923 +4.1%
1933 31.171 +7.8%
1939 35.239 +13.1%
1945 53.095 +50.7%
1950 58.139 +9.5%
1956 56.845 −2.2%
1961 59.563 +4.8%
1965 60.269 +1.2%
1970 59.516 −1.2%
1975 64.586 +8.5%
1980 62.225 −3.7%
1985 59.645 −4.1%
1990 61.870 +3.7%
2000 67.398 +8.9%
2010 71.549 +6.2%
2019 78.024 +9.0%
Οι μεγαλύτερες ομάδες αλλοδαπών κατοίκων [3]
Ιθαγένεια Πληθυσμός (2013)
Τουρκία 608
Πολωνία 438
Ρωσία 221
Ιταλία 182
Κοσσυφοπέδιο 170
Σερβία 141

Το Λύνεμπουργκ είχε ήδη περίπου 14.000 κατοίκους στον Ύστερο Μεσαίωνα και στις αρχές της Νεότερης εποχής και ήταν μια από τις μεγαλύτερες «πόλεις» της εποχής του, αλλά ο πληθυσμός του συρρικνώθηκε με την οικονομική ύφεση σε μόλις 9.400 το 1757, ενώ στη συνέχεια αυξήθηκε ξανά σε 10.400 το 1813. Με την έναρξη της Βιομηχανοποίησης τον 19ο αιώνα, η αύξηση του πληθυσμού επιταχύνθηκε. Αν το 1855 ζούσαν στην πόλη 13.000, μέχρι το 1939 υπήρχαν 35.000. Λίγο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι πρόσφυγες και οι εκτοπισμένοι από τα ανατολικά εδάφη της Γερμανίας έφεραν αύξηση του πληθυσμού, περίπου 18.000 ατόμων μέσα σε λίγους μήνες, έτσι ώστε ο συνολικός αριθμός τον Δεκέμβριο του 1945 ήταν 53.000. Το 2003 ο πληθυσμός των 70.000 ξεπεράστηκε για πρώτη φορά.

Η πόλη του Λύνεμπουργκ, η ομώνυμη συνοικία της και η γειτονική συνοικία του Χάρμπουργκ ανήκουν στις λίγες περιοχές της Γερμανίας που έχουν γνωρίσει τέτοια τεράστια ανάπτυξη. Οι λόγοι για αυτό περιλαμβάνουν την ανάπτυξη των περιοχών γύρω από τη Μητροπολιτική Περιφέρεια του Αμβούργου και τη συνακόλουθη μετακίνηση του πληθυσμού σε αυτές τις περιοχές. Η Στατιστική Υπηρεσία της Κάτω Σαξονίας έχει προβλέψει ότι η πόλη Λύνεμπουργκ θα έχει πληθυσμό 89.484 κατοίκους μέχρι το έτος 2021. Πιο ρεαλιστικές εκτιμήσεις, ωστόσο, θέτουν το μελλοντικό μέγεθος της μεταξύ 75.000 και 79.000 σε αυτό το χρονικό διάστημα. Στις 31 Δεκεμβρίου 2008, σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία, η επίσημη απογραφή για το Λύνεμπουργκ κατέγραψε 72.492 άτομα (αυτά που είχαν την κύρια κατοικία τους στην πόλη και μετά από προσαρμογές με άλλα κρατικά γραφεία) – ο υψηλότερος αριθμός στην ιστορία της. Επί του παρόντος, το Λύνεμπουργκ είναι το ενδέκατο μεγαλύτερο πληθυσμιακό κέντρο στην Κάτω Σαξονία. Επιπλέον, έχει ιδιαίτερα στενές σχέσεις με τους γειτονικούς δήμους. Το Λύνεμπουργκ μαζί με τα κοντινά χωριά Άντεντορφ, Μπάρντοβικ, Ντόιτς Έβερν, Φόγκελζεν, Ρέπενστεντ και Βέντις Έβερν, έχει συνολικό πληθυσμό περίπου 103.000 και, σε αυτή τη βάση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί "πόλη" (στη Γερμανία οι πόλεις ή Großstädte ορίζονται ως οικισμοί με πληθυσμό άνω των 100.000). Το δημοτικό συμβούλιο έχει το σχέδιο να ενσωματώσει αυτά τα χωριά στην περιοχή της πόλης.

Η ακόλουθη επισκόπηση στον πίνακα δείχνει τα στοιχεία του πληθυσμού για τα έτη που αναγράφονται. Μέχρι το 1813 ήταν κυρίως εκτιμήσεις, στη συνέχεια βάσει απογραφών (*) ή επίσημων προβλέψεων από την Κρατική Στατιστική Υπηρεσία. Από το 1871 τα στοιχεία βασίζονταν στους «παρόντες στην πόλη», από το 1925 σε όσους «ζουν στην πόλη» και από το 1987 στον «πληθυσμό που έχει την κύρια κατοικία του στην πόλη». Πριν από το 1871 οι αριθμοί βασίζονταν σε ασυνεπείς μεθόδους έρευνας.

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποτε το Λύνεμπουργκ είχε πάνω από 80 ζυθοποιεία . Η ζυθοποιία Λύνεμπούργκερ Κρόνεν του 1485 παρήγαγε μπίρες όπως η Λύνεμπουργκερ Κρόνεν-Πίλσενερ και η Μοράβια Πίλσενερ που ήταν πολύ γνωστές στη Βόρεια Γερμανία. Αυτές οι μπύρες παρασκευάζονται πλέον από το ζυθοποιείο Χόλστεν στο Αμβούργο. Σήμερα έχουν απομείνει μόνο δύο μικρά Ταβερνοζυθοποιεία που συνεχίζουν την παράδοση: το Νόλτε και το Μέλτζερ.

Στις μέρες μας, το Λύνεμπουργκ έχει εξελιχθεί σε τουριστικό προορισμό. Ωστόσο, οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις εξακολουθούν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην οικονομία της πόλης. Το Πανεπιστήμιο Λευφάνα έχει επίσης τονώσει την οικονομία της περιοχής.

Τέχνες και Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θέατρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Θέατρο του Λύνενμπουργκ είναι ένα από τα μικρότερα της κατηγορίας του στην Γερμανία, μιας και ανεβάζει όχι μόνο θεατρικές παραστάσεις κάθε είδους, αλλά και όπερες, οπερέτες, μιούζικαλ και μπαλέτο. Μολονότι τα οικονομικά του μεγέθη είναι συγκριτικά περιορισμένα, μπορεί να σταθεί επάξια απέναντι στα θέατρα του γειτονικού Αμβούργου. Επιπρόσθετα, στην πόλη δραστηριοποιούνται πολλές ερασιτεχνικές θεατρικές ομάδες που ανεβάζουν τακτικά παραστάσεις.

Μουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου
Το εσωτερικό της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου

Στο Λύνεμπουργκ υπάρχουν πολλά μουσεία και ιστορικές εκκλησίες (Αγίου Μιχαήλ, Αγίου Ιωάννη και Αγίου Νικολάου), αλλά και η ίδια η πόλη μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος υπαίθριου μουσείου (ένα "Ρότενμπουργκ του Βορρά). Τα πιο σημαντικά μουσεία είναι το Γερμανικό Μουσείο Αλατιού στις εγκαταστάσεις της παλιάς αλυκής, όπου αναδυκνείεται η σημασία του αλατιού στον Μεσαίωνα και η εξόρυξη του και το Μουσείο του Πριγκιπάτου του Λύνεμπουργκ που εστιάζει στην ιστoρία της πόλης και της γύρω περιοχής. Αξίζει να αναφερθούν επίσης το Περιφερειακό Μουσείο της Ανατολικής Πρωσίας και το Μουσείο Ζυθοποιίας της Βόρειας Γερμανίας που φιλοξενείται στις παλιές εγκαταστάσεις της Ζυθοποιία Κρόνεν του 1485.

Αρχιτεκτονική της πόλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Συντριβάνι της Λούνας

Το Λύνεμπρουγκ είναι μια από τις λίγες πόλεις της Βόρειας Γερμανίας, το ιστορικό κέντρο της οποίας δεν καταστράφηκε κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, η γενικότερη παραμέληση των κτιρίων μέχρι την δεκαετία του 1960, οι φθορές λόγω της καθίζησης του εδάφους, η κατεδάδιση κτιρίων τις δεκαετίες του 1950 και 1960 και η ανέγερση "μοντέρνων" καταστημάτων έχουν πλήξει την ομοιομορφία της ιστορικής της εμφάνισης. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, ωστόσο, το Λύνεμπρουγκ έχει ανακαινιστεί προσεκτικά και οι εργασίες αποκατάστασης κτιρίων αποκάλυψαν - μέχρι τότε κρυμμένες - τοιχογραφίες οροφής, μεσαιωνικά εργαστήρια κεραμικής και πολλά ιστορικά καταφύγια από τα οποία προέκυψε μια σημαντικά καλύτερη εικόνα της ζωής στο Μεσαίωνα.

Κτίρια ιδιαίτερου ενδιάφεροντος είναι οι τρεις εναπομείναντες εκκλησίες της πόλης, η εκκλησία του Αγίου Ιωάννη (περίοδος κατασκευής 1289-1470), η εκκλησία του Αγίου Μιχαήλ, στην οποία ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ απασχολήθηκε ως χορωδός και οργανίστας από το 1700 έως το 1702, καθώς και η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, που ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1407. Η εκκλησία του Αγίου Λαμπέρτι πρέπει να κατεδαφίστηκε το 1861 καθώς είχε υποστεί φθορές λόγω της καθίζησης του εδάφους. Στην συνοικία Κάλτενμορ βρίσκεται το Οικουμενικό Κέντρο του Άγιου Στεφάνου που λειτουργεί και ως Καθολική και ως Ευαγγελική Εκκλησία.

Επιπλέον υπάρχει το εντυπωσιακό κτίριο γνωστό ως Γκλόκενχαους (Glockenhaus) που κατασκευάστηκε το 1482 και χρησιμοποιήθηκε ως οπλοστάσιο, ενώ τώρα λειτουργεί ως χώρος συνεδριάσεων και εκδηλώσεων. Το ιστορικό Δημαρχείο (Rathaus) της πόλης με την περίφημη αίθουσα συνεδριάσεων του Δημοτικού Συμβουλίου ξεκίνησε να κατασκευάζεται το 1230 και θεωρείται το μεγαλύτερο μεσαιωνικό Δημαρχείο της Βόρειας Γερμανίας. Μπροστά από το Δημαρχείο βρίσκεται το Συντριβάνι της Λούνας (Lunabrunnen) που είναι διακοσμημένο με χάλκινο άγαλμα της θεάς Λούνας (Σελήνη) που φέρει τόξο και βέλος, αντίγραφο του 1972, μιας και το αυθεντικό κλάπηκε από το 1572. Στην αγορά της πόλης βρίσκεται και το κάστρο των Δούκων του Μπράουνσβαϊκ-Λύνεμπουργκ που σήμερα στεγάζει το Περιφερειακό Δικαστήριο της πόλης.

Το Παλιό Κατάστημα και ο Παλιός Γερανός στο λιμάνι του Λύνεμπρουγκ

Στο λιμάνι μπορεί να δει κανείς την μπαρόκ πρόσοψη του Παλιού Καταστήματος (Altes Kaufhaus) μιας που το υπόλοιπο κτίριο κάηκε και αντικαταστάθηκε αργότερα για να στεγάσει την Πυροσβεστική, ενώ σήμερα λειτουργεί ως ξενοδοχείο. Εκεί βρίσκεται και ο Παλιός Γερανός (Alter Kran) που στήθηκε παραποτάμια για τις ανάγκες του εμπορίου στον Μεσαίωνα και είναι ακόμη λειτουργικός.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Alle politisch selbständigen Gemeinden mit ausgewählten Merkmalen am 31.12.2022». (Γερμανικά) register of German municipalities (2022). Federal Statistical Office. 21  Σεπτεμβρίου 2023. Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2023.
  2. «Hansestadt Lüneburg - Zahlen, Daten, Fakten». 
  3. «Statistik Staatsangehörigkeit - Zuständigkeitsbereich» (PDF). www.lueneburg.de. Hansestadt Lüneburg. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 3 Ιανουαρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Δεκεμβρίου 2014. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]