Λίζι Μπόρντεν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λίζι Μπόρντεν
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Lizzie Borden (Αγγλικά)
Προφορά
Γέννηση19 Ιουλίου 1860
Φολ Ρίβερ, Μασαχουσέτη, Η.Π.Α.
Θάνατος1 Ιουνιου 1927 (66 ετών)
Φολ Ρίβερ, Μασαχουσέτη, Η.Π.Α.
Αιτία θανάτουΠνευμονία
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςΝεκροταφείο Όουκ Γκρόουβ, Φολ Ρίβερ.
ΨευδώνυμοΛίζμπεθ Άντριου Μπόρντεν
Χώρα πολιτογράφησηςΑμερική
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΑγγλικά
Πληροφορίες ασχολίας
Οικογένεια
ΓονείςΆντριου Τζάκσον Μπόρντεν (Πατέρας), Σάρα Άντονι Μορς Μπόρντεν (Μητέρα)
ΑδέλφιαΈμμα Λενόρα Μπόρντεν (Αδελφή), Άλις Έστερ Μπόρντεν (Αδελφή)
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Λίζι Άντριου Μπόρντεν (Αγγλικά: Lizzie Andrew Borden, 19 Ιουλίου 1860 – 1 Ιουνίου 1927) ήταν μια Αμερικανίδα μέλος της καλής κοινωνίας κατά την βικτωριανή εποχή, η οποία δικάστηκε και αθωώθηκε στις 4 Αυγούστου του 1892 για τις δολοφονίες με τσεκούρι του πατέρα και της μητριάς της στο Φολ Ρίβερ της Μασαχουσέτης.[1] Οι ανθρωποκτονίες και η δίκη της Μπόρντεν έλαβαν ευρεία δημοσιότητα σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες, και μαζί με την ίδια την Λίζι, παραμένουν ως θέμα συζήτησης στην αμερικανική λαϊκή κουλτούρα μέχρι τις ημέρες μας. Η υπόθεση έχει απεικονιστεί σε πολυάριθμες ταινίες, θεατρικές παραγωγές, τηλεοπτικές σειρές, λογοτεχνικά έργα και λαϊκές ρίμες.

Τα πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σπίτι των Μπόρντεν στη οδό Second 92 στο Φολ Ρίβερ της Μασαχουσέτης

Η Λίζι Άντριου Μπόρντεν γεννήθηκε στις 19 Ιουλίου του 1860, στο Φολ Ρίβερ της Μασαχουσέτης, από τη Σάρα Άντονι Μπόρντεν (το γένος Μορς, 1823 – 1863) και τον Άντριου Τζάκσον Μπόρντεν (1822 – 1892) και ήταν το τρίτο παιδί της οικογένειας. Είχε ακόμα δυο μεγαλύτερες αδελφές, την Έμμα Λενόρα Μπόρντεν (1851 – 1927) και την Άλις Έστερ Μπόρντεν (1856 – 1858) , η οποία πέθανε 2 ετών λόγο συσσωρευμένου εγκεφαλονωτιαίου υγρό στον εγκέφαλο.[2] Όταν η Λίζι ήταν τριών χρονών και η Έμμα δώδεκα, η μητέρα τους πέθανε από συμφόρηση της μήτρας και ασθένεια της σπονδυλικής στήλης.[2] Τότε η Έμμα έγινε μητέρα, φίλη και αδελφή για την μικρή Λίζι. Εντούτοις, ο πατέρας τους σύντομα παντρεύτηκε την 37χρονη Άμπιγκειλ Ντέρφι Γκρέι (1828 – 1892). Οι κακές γλώσσες της εποχής ανέφεραν ότι ο Άντριου είχε παντρευτεί την Άμπι επειδή έψαχνε για μια οικονόμο για να φροντίσει δωρεάν το σπίτι του και να μεγαλώσει τις κόρες του. Η Έμμα και η Λίζι δεν τα πήγαιναν καλά με την νέα γυναικά του πατέρα τους. Μάλιστα η Λίζι την αποκάλεσε υποτιμητικά «Κυρία Μπόρντεν» και αποδοκίμασε την σχέση που είχε με τον πατέρα της, καθώς πίστευε ότι τον είχε παντρευτεί μόνο για την περιουσία του.[2]

Ο Άντριου ήταν αγγλικής και ουαλικής καταγωγής, μεγάλωσε στην φτώχια και δυσκολευόταν οικονομικά ως νεαρός, παρόλο που ήταν απόγονος πλούσιων και ισχυρών κατοίκων της περιοχής. Ο πατέρας του ήταν ιχθυοπώλης, αλλά ο Άντριου που δεν ήθελε να ακολουθήσει τα βήματα του, ξεκίνησε να εργάζεται ως βοηθός ξυλουργού. Στην πορεία, έγινε συνεργάτης με τον έμπορο Φρανκ Άλμι[2] σε μια επιχείρηση στην οποία έφτιαχνε και εισήγαγε φέρετρα, με τα οποία τα παιδιά του ήταν πολύ εξοικειωμένα και έπαιζαν μέσα σ' αυτά, ή βοηθούσαν στην κατασκευή τους. Επιπρόσθετα, αύξησε τον τραπεζικό του λογαριασμό κατά την οδύνη του Αμερικάνικου Εμφυλίου Πολέμου, αγοράζοντας τις ακίνητες περιουσίες από χήρες που δεν είχαν πλέον την οικονομική δύναμη για να τις συντηρήσουν, με την προϋπόθεση ότι θα τους νοίκιαζε μετά το ακίνητο τους σε χαμηλή τιμή. Ωστόσο σε σύντομο χρονικό διάστημα αύξανε το ενοίκιο με αποτέλεσμα να μην μπορούν εκείνες να το πληρώσουν. Κατά συνέπεια, έκανε έξωση στις δύστυχες αυτές γυναίκες και στα ορφανά παιδιά τους, πετώντας τους στον δρόμο. Κάποια στιγμή ο Άντριου έγινε επίσης διευθυντής πολλών κλωστοϋφαντουργείων και διέθετε σημαντική εμπορική περιουσία. Ήταν επίσης πρόεδρος της τράπεζας Union Savings και διευθυντής της εταιρείας Durfee Safe Deposit and Trust Co. Κατά τον θάνατο του, η περιουσία του έφτανε τα 300.000 δολάρια (που ισοδυναμεί με 9.000.000 δολάρια το 2021 και 9.630.000 δολάρια το 2022). [3]

Το σπίτι της οικογένειας Μπόρντεν όπως είναι σήμερα

Παρά τον πλούτο του, ο Άντριου παρέμεινε μίζερος και τσιγκούνης, με αποτέλεσμα όσοι ήταν γύρω του να περνάνε άσχημα. Αν και το 1892 αγόρασε για την οικογένεια του ένα σπίτι που κατασκευάστηκε του 1845 και ήταν Ελληνικού Αναγεννησιακού στυλ<[2], δεν φρόντισε να το ανακαινίσει προσθέτοντας ηλεκτρικό ρεύμα και εγκαταστάσεις για τρεχούμενο νερό και τουαλέτες με καζανάκι, παρόλο που εκείνη την εποχή αυτά τα ηλεκτρικά και υδραυλικά συστήματα ήταν πλέον συνηθισμένα στις οικογένειες με οικονομική ευμάρεια. [4] Ο Άντριου θεωρούσε πως όλα αυτά είναι ανούσιες πολυτέλειες. Η κατοικία του βρισκόταν σε μια μέτρια περιοχή, η οποία τον βόλευε καθώς ήταν κοντά στην εργασία του. Ωστόσο οι πλουσιότεροι κάτοικοι του Φολ Ρίβερ, συμπεριλαμβανομένων των ξαδέρφων του Άντριου, κατοικούσαν στην μοντέρνα γειτονιά ονόματι "Χιλ", η οποία ήταν πιο μακριά από τις βιομηχανικές περιοχές της πόλης. Και οι δύο κόρες πίστευαν ότι το σπίτι δεν ήταν αντάξιο της κοινωνικής τους θέσης και ικέτευαν τον πατέρα τους να μετακομίσουν σε κάποια καλύτερη περιοχή. Ο Μπόρντεν όμως, ως αρκετά σφιχτοχέρης, δεν συζητούσε καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

Επιπρόσθετα, χρησιμοποιούσαν λάμπες με λάδι φάλαινας, δοχεία νυκτός και ζεστό νερό το οποίο ζέσταιναν στη σόμπα. Θεωρώντας ότι το σπίτι είναι μεγάλο ο Άντριου νοίκιαζε κατά διαστήματα κάποια από τα δωμάτια, βάζοντας τις κόρες του να τα περιποιούνται, να τα καθαρίζουν και να τα αερίζουν, για να μη πληρώνει προσωπικό.[2] Η οικογένεια αρρώσταινε συχνά μιας και τους υποχρέωνε να μη πετάνε τα σαπισμένα λαχανικά και το κρέας, αλλά να τα μαγειρεύουν και να τα τρώνε. Γιορτές, προσκλήσεις για χορό, τραγούδια, καλά φορέματα, καπέλα και μεταξωτές κορδέλες ήταν απαγορευμένα στο σπίτι.

Η Λίζι και η μεγαλύτερη αδερφή της Έμμα, μεγάλωσαν με θρησκευτική ανατροφή. Επισκέπτονταν συχνά την τοπική εκκλησία Central Congregational. Ως νεαρή γυναίκα, η Λίζι συμμετείχε πολύ σε εκκλησιαστικές δραστηριότητες, συμπεριλαμβανομένης της διδασκαλίας τις Κυριακές στο κατηχητικό σε παιδιά μεταναστών. Επίσης ήταν ενεργό μέλος σε θρησκευτικές οργανώσεις, όπως η Christian Endeavour Society, στην οποία υπηρέτησε ως γραμματέας και ταμίας, καθώς και σε σύγχρονα κοινωνικά κινήματα, όπως η Woman's Christian Temperance Union. Ήταν επίσης μέλος των Ladies' Fruit and Flower Mission. Ο τρόπος ζωής των δυο αδελφών απέτρεπε κάθε γαμπρό από το να τις πλησιάσει. Ο πατέρας τους, τους είχε απαγορεύσει να ρίχνουν το βλέμμα τους σε οποιαδήποτε νεαρό κύριο θα συναντούσαν στο δρόμο τους προς την εκκλησία. Έτσι ο καιρός και τα χρόνια περνούσαν σε ένα σπίτι γεμάτο περιορισμούς, μιζέρια και σκληρότητα.

Μαζί με την οικογένεια κατοικούσε επίσης η Μπρίτζετ Σάλιβαν μια 25χρονη οικιακή βοηθός (την οποία οι αδελφές Μπόρντεν αποκαλούσαν αγενώς «Μάγκι», το οποίο ήταν το όνομα της προηγούμενης οικονόμου). Η Μπρίτζετ είχε μεταναστεύσει στις ΗΠΑ από την Ιρλανδία το 1883.[5] Ο Άντριου Μπόρντεν προσέλαβε την Σάλιβαν το 1889. Εντούτοις, η ψυχρότητα του σπιτικού φάνηκε επίσης από μια δήλωση που έκανε η Μπρίτζετ στην αστυνομία αργότερα, καθώς είπε ότι η Λίζι και η Έμμα έτρωγαν σπάνια μαζί με τους γονείς τους.[2]

Η Λίζι λάτρευε τα σκυλιά. Όταν κάποτε ζήτησε από τον πατέρα της να κρατήσει ένα κουταβάκι που είχε βρει ως συντροφιά της, εκείνο εξαφανίστηκε για πάντα χωρίς ο Άντριου να καταδεχτεί να της απαντήσει καν και χωρίς ποτέ να μάθει η Λίζι τι το έκανε. Επιπλέον, τον Μάιο του 1892, ο Άντριου σκότωσε πολλά περιστέρια στον αχυρώνα του με ένα τσεκούρι, πιστεύοντας ότι προσέλκυαν ντόπια παιδιά για να τα κυνηγήσουν. Η Λίζι είχε πρόσφατα χτίσει μια φωλιά για τα περιστέρια, και λέγεται ότι αναστατώθηκε πολύ με αυτό που έκανε ο πατέρας της. Μια οικογενειακή διαμάχη τον Ιούλιο του 1892 ώθησε τις δύο αδελφές να κάνουν παρατεταμένες «διακοπές» στο Νιου Μπέντφορντ. Όταν επέστρεψαν στο Φολ Ρίβερ, η Λίζι επέλεξε να μείνει σε ένα τοπικό ενοικιαζόμενο δωμάτιο για τέσσερις ημέρες πριν επιστρέψει στην οικογενειακή εστία.

Η ένταση είχε αυξηθεί μέσα στην οικογένεια Μπόρντεν τους τελευταίους μήνες, ειδικά για τα δώρα ακίνητης περιουσίας που πρόσφερε ο Άντριου σε διάφορους συγγενείς της γυναίκας του. Για παράδειγμα η αδερφή της Άμπι έλαβε ένα σπίτι. Οι αδελφές Μπόρντεν δεν είδαν με καλό μάτι αυτές τις δωρεές και απαίτησαν και έλαβαν ένα ενοικιαζόμενο ακίνητο (το σπίτι στο οποίο έμεναν μέχρι να πεθάνει η μητέρα τους), το οποίο αγόρασαν από τον πατέρα τους για 1 δολάριο ως αντίτιμο. Λίγες εβδομάδες πριν από τους φόνους, πούλησαν το ακίνητο πίσω στον πατέρα τους για 5.000 δολάρια (δηλαδή για 151,000 δολάρια σύμφωνα με τις αξίες το 2021). Το βράδυ πριν από τους φόνους, ο Τζον Βίνικομ Μορς, ο αδερφός της νεκρής μητέρας της Λίζι και της Έμμα, τους επισκέφτηκε και προσκλήθηκε να μείνει για μερικές ημέρες για να συζητήσει επαγγελματικά θέματα με τον κουνιάδο του, Άντριου. Μερικοί συγγραφείς έχουν υποθέσει ότι η συζήτηση τους που αφορούσε την μεταβίβαση περιουσίας, μπορεί να επιδείνωσε περισσότερο την ήδη τεταμένη κατάσταση στην οικογένεια.

Ο Τζον ήταν ο μόνος αληθινός φίλος που είχε ο Άντριου στη ζωή του.[2] Οι δύο άντρες ήταν πάντα αρκετά δεμένοι και κάποια στιγμή ο Τζον είχε γίνει συνέταιρος του Άντριου στην επιχείρηση με τα φέρετρα. Ωστόσο, η επιχειρηματική σχέση έληξε όταν ο Τζον επέλεξε να μετακομίσει δυτικά μετά από την συμβουλή που του έδωσε ο μεγαλοεκδότης εφημερίδας Χόρους Γκρίλι. Αρχικά εγκαταστάθηκε στο Ιλινόι και στη συνέχεια μετακόμισε στην Αϊόβα, όπου έζησε για είκοσι πέντε χρόνια ως εκτροφέας αλόγων<[2].

Πριν από τις δολοφονίες όλη η οικογένεια ήταν βαριά άρρωστη για αρκετές ημέρες. Ένας οικογενειακός φίλος υπέθεσε αργότερα ότι το πρόβειο κρέας που είχε αφεθεί στη σόμπα για να το χρησιμοποιήσουν στα γεύματα για τις επόμενες ημέρες ήταν η αιτία της ασθένειας τους. Εντούτοις, η Άμπι φοβόταν ότι τους δηλητηρίασαν, δεδομένου ότι ο Άντριου δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην περιοχή.<[2]

Οι δολοφονίες του Άντριου και της Άμπι Μπόρντεν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πτώμα της Άμπιγκεϊλ Μπόρντεν

Πέμπτη 4 Αυγούστου του 1892[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζον Μορς έφτασε το βράδυ της Τετάρτης 3η Αυγούστου του 1892 και κοιμήθηκε σε ένα από τα δωμάτια των επισκεπτών του δεύτερου ορόφου εκείνο το βράδυ.[2] Μετά το πρωινό γεύμα την επόμενη ημέρα, στο οποίο ήταν παρόντες ο Άντριου, η Άμπι, ο Τζον και η Μπρίτζετ, ο Άντριου και ο Τζον πήγαν στο καθιστικό, όπου κουβέντιασαν για σχεδόν μια ώρα, καθώς ο Άντριου είχε αποφασίσει να μεταφέρει μια εξοχική κατοικία στον Τζον Μορς. Ο Μορς έφυγε γύρω στις 08:00 για να αγοράσει ένα ζευγάρι βόδια και να επισκεφτεί την ανιψιά του στο Φολ Ρίβερ, σχεδιάζοντας να επιστρέψει στο σπίτι των Μπόρντεν αργότερα για το μεσημεριανό γεύμα. Λίγα λεπτά μετά, η Λίζι κατέβηκε από το δωμάτιο της και είπε πως δεν πεινούσε. Πήρε μόνο ένα φλιτζάνι καφέ και ένα μπισκότο, καθώς είχε μια στοματική διαταραχή, η οποία ταλαιπωρούσε όλο το σπιτικό. Η Μπρίτζετ είπε αργότερα ότι ένοιωσε την ανάγκη να βγει έξω και να κάνει εμετό, λίγο μετά το πρωινό. Στις 08:45, ο Άντριου έφυγε για τις καθημερινές του δουλειές στο κέντρο του Φολ Ρίβερ.

Ο καθαρισμός των δωματίων επισκεπτών ήταν μια από τις τακτικές δουλειές που αναλάμβαναν η Λίζι και η Έμμα. Εκείνη την μέρα όμως ασχολήθηκε με αυτό η Άμπι, καθώς η Έμμα δεν βρισκόταν στο σπίτι διότι έλειπε σε ταξίδι και η Λίζι υποστήριξε ότι δεν ένιωθε καλά.[2] Η Άμπιγκεϊλ ανέβηκε στον επάνω όροφο γύρω στις 09:00 για να στρώσει το κρεβάτι. Ωστόσο, ζήτησε πρώτα από την Μπρίτζετ να πλύνει τα παράθυρα όλου του σπιτιού. Λίγο πριν τις 09:20 κατέβηκε για λίγα λεπτά και μετά επέστρεψε στον ξενώνα, λέγοντας ότι έπρεπε να αλλάξει τις μαξιλαροθήκες. Η Μπρίτζετ ξεκίνησε τις καθημερινές της δουλειές, αρχίζοντας με το πλύσιμο των παραθύρων και μεταφέροντας κουβάδες με νερό από τον αχυρώνα. Κουβέντιασε για λίγο με την υπηρέτρια του γειτονικού σπιτιού δίπλα στο φράχτη. Τελείωσε τα εξωτερικά των παραθύρων στις 10.30 και μετά άρχισε τα εσωτερικά. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έρευνα, μεταξύ 09:30 και 10:00, η Άμπι βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον δολοφόνο της. Αρχικά χτυπήθηκε στο πλάι του κεφαλιού της με ένα τσεκούρι, το οποίο την έκοψε ακριβώς πάνω από το αυτί, με αποτέλεσμα να γυρίσει και να πέσει μπρούμυτα στο πάτωμα, δημιουργώντας μώλωπες στη μύτη και στο μέτωπο της. Στη συνέχεια, ο δολοφόνος τη σκότωσε, χτυπώντας την 18 φορές στο πίσω μέρος του κεφαλιού της.<[2]

Όταν ο Άντριου επέστρεψε γύρω στις 10:40 στο σπίτι, φώναξε στην οικιακή βοηθό να του ανοίξει, γιατί το κλειδί του είχε μαγκώσει στην κεντρική κλειδαριά της πόρτας. Η Λίζι κατέβηκε από το δωμάτιο της και είπε στον πατέρα της ότι η κυρία Μπόρντεν είχε βγει έξω, καθώς είχε λάβει ένα σημείωμα ότι κάποιος είχε αρρωστήσει. Ο Άντριου πήρε το κλειδί του δωματίου του από ένα ράφι και ανέβηκε σ’ αυτό από την πίσω σκάλα. Έμεινε εκεί για μερικά λεπτά και μετά επέστρεψε για να καθίσει στον καναπέ του σαλονιού. Η Λίζι δήλωσε αργότερα στην αστυνομία, ότι εκείνη την στιγμή είχε αφαιρέσει τις μπότες του Άντριου και τον βοήθησε να βάλει τις παντόφλες του πριν ξαπλώσει στον καναπέ για να πάρει ένα ελαφρύ ύπνο (λεπτομέρεια που έρχεται σε αντίθεση με τις φωτογραφίες από τη σκηνή του εγκλήματος, που δείχνουν τον Άντριου να φοράει ακόμα τις μπότες του). Η Λίζι έβαλε το σίδερο να κάψει για να σιδερώσει μερικά μαντήλια. Εν τω μεταξύ, η Σάλιβαν, καταπονημένη από τη ζέστη, το πλύσιμο των παραθύρων και τη στομαχική της διαταραχή, ανέβηκε στο δωμάτιο της στον τρίτο όροφο για να πάρει έναν υπνάκο. Η ώρα ήταν λίγα λεπτά πριν τις 11.00.

Το πτώμα του Άντριου Μπόρντεν

Μετά από 10 λεπτά η Μπρίτζετ άκουσε τη Λίζι να φωνάζει από τον κάτω όροφο, "Μάγκι, έλα γρήγορα! Ο πατέρας είναι νεκρός. Κάποιος μπήκε και τον σκότωσε".[6] Ο Άντριου ήταν πεσμένος σε έναν καναπέ στο καθιστικό του κάτω ορόφου, και χτυπημένος 11 φορές με τσεκούρι. Το ένα του μάτι είχε χωριστεί καθαρά στα δύο, υποδηλώνοντας ότι κοιμόταν όταν του επιτέθηκαν. [7] Οι πληγές του που αιμορραγούσαν ακόμα υποδήλωναν μια πολύ πρόσφατη επίθεση. [8] Καθώς η Σάλιβαν κατέβηκε την πίσω σκάλα, βρήκε τη Λίζι να στέκεται στην πίσω πόρτα του σπιτιού. Το πρόσωπο της ήταν χλωμό και σφιγμένο. Εμπόδισε τη Μπρίτζετ να μπει στο σαλόνι λέγοντας: «Μην πας μέσα. Πήγαινε να φέρεις το γιατρό. Τρέξε!»

Ο Δρ. Μπόουεν, ο οικογενειακός γιατρός, ζούσε ακριβώς απέναντι από τους Μπόρντεν και η Μπρίτζετ έτρεξε στο σπίτι του. Εντούτοις, ο γιατρός απουσίαζε αλλά η Μπρίτζετ είπε στη σύζυγο του ότι ο κύριος Μπόρντεν ήταν νεκρός. Επέστρεψε σπίτι και ρώτησε την Λίζι που βρισκόταν όταν συνέβη η ανθρωποκτονία. Η Λίζι της απάντησε ότι ήταν αυλή και μπήκε στο σπίτι όταν άκουσε ένα βογκητό και συνειδητοποίησε ότι η εξώπορτα ήταν ορθάνοιχτη. Κατόπιν έστειλε τη Μπρίτζετ να φωνάξει την Άλις Ράσελ, μια φίλη των αδελφών Μπόρντεν, η οποία έμενε μερικά τετράγωνα μακρύτερα. Οι γείτονες είχαν, ήδη αρχίσει να μαζεύονται στην αυλή του σπιτιού των Μπόρντεν. Μια γειτόνισσα, η Αδελαΐδα Τσόρτσιλ, πλησίασε τη Λίζι και τη ρώτησε τι συνέβη.[9] Εκείνη της απάντησε ότι ο πατέρας της ήταν δολοφονημένος στο σαλόνι από κάποιον άγνωστο δράστη. Επίσης τόνισε ότι η ίδια βρισκόταν στον αχυρώνα, για να βρει εξαρτήματα για ψάρεμα και έμεινε εκεί για περίπου 30 λεπτά, τρώγοντας αχλάδια. Όσο για τη μητριά της, δεν ήξερε που βρισκόταν, καθώς είχε λάβει νωρίτερα ένα σημείωμα για να επισκεφτεί κάποιον άρρωστο, αλλά υπέθετε ότι μπορεί και αυτή να ήταν νεκρή, καθώς κάποια στιγμή νόμισε πως την άκουσε να επιστρέφει. Μετά, συμπλήρωσε πως ο πατέρας της είχε μάλλον κάποιον εχθρό, καθώς όλοι είχαν αρρωστήσει και πίστευαν πως κάποιος είχε δηλητηριάσει το γάλα.

Στο μεταξύ ο γιατρός έφτασε στο σπίτι μαζί με τη Μπρίτζετ. Εξέτασε το πτώμα και ζήτησε ένα σεντόνι για να το σκεπάσει. Ο Μπόρντεν είχε δεχτεί επίθεση με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, πιθανότατα τσεκούρι, και η ζημιά στο κεφάλι και στο πρόσωπο του ήταν τόσο μεγάλη, ώστε ο γιατρός που τον γνώριζε χρόνια δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Το κεφάλι του Μπόρντεν ήταν ελαφρά στραμμένο προς τα δεξιά και μετρήθηκαν ένδεκα χτυπήματα στο πρόσωπο του. Το ένα του μάτι είχε κοπεί στη μέση και η μύτη του είχε αποκολληθεί. Τα περισσότερα χτυπήματα είχαν δοθεί στην περιοχή ανάμεσα στα μάτια και στη μύτη μέχρι τα αυτιά. Το αίμα ανάβλυζε ακόμα από τις πληγές και είχε πιτσιλίσει τον τοίχο πάνω από τον καναπέ, το πάτωμα, καθώς και ένα κάδρο που κρεμόταν στον τοίχο. Ο Άντριου είχε δεχτεί επίθεση από πάνω και πίσω του, καθώς κοιμόταν.

Πέρασαν αρκετά λεπτά πριν σκεφτεί κάποιος να κοιτάξει επάνω αν η κυρία Μπόρντεν είχε επιστρέψει. Η Λίζι επέμενε ότι την είχε ακούσει να μπαίνει και έστειλε τη Μπρίτζετ να δει. Η κοπέλα αρνήθηκε να ανέβει μόνη της και έτσι την συνόδευσε η κα. Τσόρτσιλ.[10] Ανέβηκαν στα μισά της σκάλας, με τα μάτια τους στο ίδιο επίπεδο με το πάτωμα, και όταν κοίταξαν στο δωμάτιο των επισκεπτών, που είχε κοιμηθεί ο Τζον Βίνικομ Μορς το προηγούμενο βράδυ, είδαν την Άμπι ξαπλωμένη μπρούμυτα στο δάπεδο. Σοκαρισμένες και τρομαγμένες, οι δύο γυναίκες έτρεξαν κάτω και ενημέρωσαν τους υπόλοιπους.

Ο γιατρός ανακάλυψε πως η κυρία Μπόρντεν είχε δεχτεί πάνω από δώδεκα χτυπήματα, όλα από πίσω. Η αυτοψία, αργότερα, μέτρησε δέκα οκτώ, όλα στο κεφάλι, πιθανότατα από το ίδιο τσεκούρι που είχε σκοτώσει τον κύριο Μπόρντεν. Το αίμα στα τραύματα της Άμπι ήταν ήδη σκούρο και πηχτό, και το σώμα της πιο παγωμένο από αυτό του Άντριου, πράγμα που επιβεβαίωσε πως δολοφονήθηκε πρώτη.[11]

Εν τω μεταξύ στις 11.15 τηλεφώνησαν στο αστυνομικό τμήμα του Φόλ Ρίβερ. Καθώς, όμως, εκείνη τη μέρα ήταν το Ετήσιο Πίκνικ του Αστυνομικού Τμήματος όλοι σχεδόν είχαν μαζευτεί για να χαλαρώσουν και να διασκεδάσουν. Ο αξιωματικός υπηρεσίας που δέχτηκε το τηλεφώνημα, έτρεξε μέχρι το σπίτι, είδε τον Μπόρντεν νεκρό και επέστρεψε στο τμήμα για να ειδοποιήσει τον σερίφη της πόλης για τα γεγονότα. Δεν άφησε κανέναν υπεύθυνο να προσέχει τη σκηνή του εγκλήματος. Όταν έφυγε, οι γείτονες όρμησαν στο σπίτι, για να παρηγορήσουν τη Λίζi, να δουν τα πτώματα και να καταστρέψουν, άθελα τους, οποιαδήποτε ίχνη και στοιχεία θα μπορούσαν να υπάρξουν.[12]

Κατά τη διάρκεια της μισής ώρας που στο σπίτι, δεν υπήρξε αστυνομική παρουσία, ένας επαρχιακός γιατρός, που ονομαζόταν Ντόλαν, πέρασε τυχαία από το σπίτι. Ο γιατρός Μπόουεν του ζήτησε να εξετάσει κι αυτός τα πτώματα. Εκείνος το έκανε, και όταν άκουσε τις υποψίες περί δηλητηρίασης, έβαλε να φωτογραφήσουν τα πτώματα και στη συνέχεια αφαίρεσε τα στομάχια των θυμάτων και τα έστειλε μαζί με το γάλα, στην Ιατρική Σχολή του Harvard, για τοξικολογική εξέταση. Δεν βρέθηκε κανένα ίχνος δηλητηρίου.

Η έρευνα για τους φόνους που ακολούθησε ήταν χαοτική. Η αστυνομία ήταν αρχικά εντελώς απρόθυμη να θεωρήσει τη Λίζι ύποπτη για τις δολοφονίες, καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο με την επικρατούσα κοινωνική άποψη της εποχής, ότι δηλαδή μια γυναίκα της καλής κοινωνίας δεν θα μπορούσε να έχει διαπράξει ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα. Άλλες υποθέσεις που έγιναν, έπεσαν στο κενό ως ακόμη πιο απίθανες. Εν τω μεταξύ, η Άλις Ράσελ αποφάσισε να μείνει μαζί με την Λίζι το βράδυ που ακολούθησε τους φόνους. Επιπλέον και ο θείος των κοριτσιών πέρασε τη νύχτα στο σπίτι των Μπόρντεν, συγκεκριμένα στον ξενώνα της σοφίτας (σε αντίθεση με μεταγενέστερες αναφορές που ισχυρίζονται ότι κοιμήθηκε στο δωμάτιο που δολοφονήθηκε η Άμπιγκεϊλ). Η αστυνομία ήταν τοποθετημένη γύρω από το σπίτι τη νύχτα της 4ης Αυγούστου του 1892 , κατά τη διάρκεια της οποίας ένας αξιωματικός είπε ότι είχε δει την Λίζι να μπαίνει στο κελάρι με την Ράσελ, κρατώντας μια λάμπα κηροζίνης και έναν κάδο αποχωρητηρίου. Δήλωσε ότι είδε τις δύο γυναίκες να βγαίνουν από το κελάρι και μετά η Λίζι επέστρεψε μόνη της. Αν και δεν μπορούσε να δει τι έκανε, είπε ότι φαινόταν σκυμμένη πάνω από τον νεροχύτη.

Έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά, η υποψία για τις ανθρωποκτονίες έπεσε σε έναν Πορτογάλο εργάτη ο οποίος εμφανίστηκε στο σπίτι νωρίς το πρωί την ημέρα των ανθρωποκτονιών και ζήτησε τους μισθούς του. Ο Άντριου τον έδιωξε και του είπε να έρθει αργότερα. Επίσης, ένα αγόρι ανέφερε πως είχε δει έναν άντρα να πηδάει τον πίσω φράχτη της ιδιοκτησίας των Μπόρντεν. Αν και βρέθηκε ένας άντρας ο οποίος ανταποκρινόταν στην περιγραφή του παιδιού, αυτός είχε ακλόνητο άλλοθι. Επίσης, ένα ματωμένο τσεκούρι ανακαλύφτηκε σε έναν αχυρώνα, αλλά αποδείχτηκε πως το αίμα ανήκε σε κοτόπουλο. Αν και η Μπρίτζετ θεωρήθηκε, για ένα διάστημα ύποπτη, τελικά το ερευνητικό και ανακριτικό έργο επικεντρώθηκε στη Λίζι. Άρχισε να στήνεται η υπόθεση εναντίον της, χωρίς όμως σαφείς ενοχοποιητικές ενδείξεις όπως ματωμένα ρούχα, ουσιαστικό και αληθοφανές κίνητρο για τις δολοφονίες ή έστω μια πειστική αναπαράσταση για το πώς και πότε πραγματοποίησε τους φόνους.

Μια σειρά γεγονότων που συνέβησαν την Τετάρτη 3 Αυγούστου 1892, σύμφωνα με την πεποίθηση της αστυνομίας, συνδέονταν με τους φόνους. Το πρώτο από αυτά συνέβη νωρίς το πρωί, όταν η Άμπιγκεϊλ Μπόρντεν πήγε στο σπίτι του γιατρού Μπόουεν, και του είπε πως η ίδια και ο σύζυγος της υπέφεραν όλη τη νύχτα από στομαχικές διαταραχές. Της απάντησε ότι οι εμετοί που τους ταλαιπώρησαν δεν ήταν κάτι σοβαρό και την έστειλε σπίτι της. Αργότερα πέρασε να δει τον Άντριου, ο οποίος αγενέστατα του είπε ότι δεν ήταν άρρωστος και δεν σκόπευε να πληρώσει μια ιατρική επίσκεψη που ο ίδιος δεν είχε ζητήσει.

Ένα άλλο συμβάν ήταν η προσπάθεια της Λίζι να αγοράσει πρωσικό οξύ, αξίας 10 σεντς, από τον Έλι Μπενς, έναν υπάλληλο στο φαρμακείο του Σμιθ. Ισχυρίστηκε ότι το χρειαζόταν για να εξοντώσει τους σκώρους που της έτρωγαν μια κάπα από δέρμα φώκιας, αλλά ο Μπενς αρνήθηκε να της το δώσει χωρίς συνταγή. Ένας δεύτερος υπάλληλος, καθώς και ένας πελάτης του φαρμακείου επιβεβαίωσαν το γεγονός, όμως η Λίζι αρνήθηκε ότι ήταν εκεί. Κατά την ανάκριση ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε προσπάθησε να αγοράσει το δηλητήριο και ότι δεν είχε πάει στο φαρμακείο εκείνο το πρωί.

Το τρίτο συμβάν ήταν η άφιξη του Τζον Μορς νωρίς το απόγευμα. Έφτασε χωρίς αποσκευές, αν και σκόπευε να διανυκτερεύσει εκεί. Τόσο αυτός όσο και η Λίζι κατέθεσαν ότι δεν είδαν ο ένας τον άλλο παρά μετά τους φόνους την επόμενη μέρα, αν και η Λίζι ήξερε ότι ο θείος της βρισκόταν στο σπίτι.

Τέλος, την προηγουμένη ήμερα πριν από τους φόνους και συγκεκριμένα το απόγευμα, η Λίζι συναντήθηκε με τη φίλη της Άλις Ράσσελ. Η Άλις δήλωσε ότι η Λίζι ήταν ταραγμένη, καθώς φοβόταν ότι κάποιος απειλούσε τη ζωή του πατέρα της. Η Λίζι ανέφερε στη φίλη της τα εξής: «Αισθάνομαι σαν κάτι απειλητικό να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου και δεν μπορώ να το διώξω». Πρόσθεσε πως ο πατέρας της είχε εχθρούς και φοβόταν ότι κάτι κακό θα συνέβαινε στην οικογένεια.

Αναφορικά με την ημέρα των φόνων, υπήρξαν πολλά σημεία της ιστορίας τα οποία είτε φάνηκαν παράλογα στους αστυνομικούς, είτε δεν θα είχαν μπορέσει να συμβούν με τον τρόπο που ισχυριζόταν η Λίζι.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροψίας, η Άμπι είχε πεθάνει γύρω στις 09.30 - 10:00. Ο δολοφόνος, με την προϋπόθεση ότι δεν ήταν η Λίζι ή η Μπρίτζετ, θα έπρεπε να έχει παραμείνει κρυμμένος στο σπίτι για παραπάνω από μια ώρα, περιμένοντας τον Μπόρντεν να επιστρέψει. Επομένως, το πτώμα της Άμπιγκεϊλ θα μπορούσε να ανακαλυφθεί οποιαδήποτε στιγμή.

Ο χρόνος θανάτου της Άμπι προβλημάτισε την αστυνομία και για έναν άλλο λόγο. Σύμφωνα με τη Λίζι, η μητριά της είχε πάει να επισκεφθεί κάποιον, πράγμα που προφανώς δεν έγινε. Το σημείωμα που υποτίθεται πως είχε λάβει, το οποίο την καλούσε να επισκεφθεί κάποιον ασθενή, δεν βρέθηκε πουθενά. Η Λίζι είπε αργότερα ότι ίσως το είχε κάψει κατά λάθος.

Όταν ο Άντριου Μπόρντεν επέστρεψε σπίτι, την πόρτα του άνοιξε η Μπρίτζετ, αφού πρώτα ξεκλείδωσε τις τρεις κλειδαριές, κατά τη συνήθεια του σπιτιού να κλειδώνουν την εξώπορτα ακόμα και κατά τη διάρκεια της μέρας. Αυτό ήταν από μόνο του ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο για κάποιον εισβολέα. Η μόνη ευκαιρία που θα εύρισκε ο δολοφόνος να μπει στο σπίτι, ήταν όταν η Μπρίτζετ πήγε στον αχυρώνα να φέρει κουβά με νερό για τον καθαρισμό των παραθύρων. Επιπροσθέτως, η Μπρίτζετ κατέθεσε αργότερα, πως την ώρα που ξεκλείδωνε την πόρτα για να μπει ο Μπόρντεν, άκουσε τη Λίζι να γελάει από το επάνω πάτωμα. Εντούτοις, η Λίζι ορκιζόταν πως βρισκόταν στην κουζίνα όταν επέστρεψε ο πατέρας της.

Ο Μπόρντεν έπρεπε να πάρει το κλειδί του δωματίου του από ένα ράφι της κουζίνας. Αυτό γινόταν ως πρόσθετο μέτρο ασφάλειας, εξαιτίας μιας διάρρηξης που είχε συμβεί τον προηγούμενο χρόνο. Τον Ιούνιο του 1891, ένας αστυνομικός επιθεώρησε το σπίτι των Μπόρντεν, μετά από μια καταγγελία του Άντριου ότι κάποιος το διέρρηξε. Το γραφείο του Μπόρντεν ήταν άνω-κάτω και έλειπαν πάνω από 100 δολάρια, μαζί με το ρολόι και την αλυσίδα του, μερικά μικροαντικείμενα και κάποια εισιτήρια για το τραμ. Δεν βρέθηκε καμία ένδειξη για το πώς κάποιος κατάφερε να μπει στο σπίτι, αν και η Λίζι είπε ότι η πόρτα του υπογείου βρέθηκε ανοιχτή. Οι γείτονες εξετάστηκαν εξονυχιστικά, αλλά κανείς δεν είχε αντιληφθεί κάτι ύποπτο, ούτε κάποιος ξένος είχε θεαθεί στην περιοχή. Σύμφωνα με τον αστυνομικό, ο Άντριου Μπόρντεν του είπε αρκετές φορές εκείνη τη μέρα «Φοβάμαι πως η αστυνομία δεν θα καταφέρει να βρει τον πραγματικό κλέφτη». Δεν είναι γνωστό τι εννοούσε με αυτά του τα λόγια, αλλά πολλοί «θεωρητικοί συνομωσιών» προέβαλαν αρκετές ιδέες.

Το απόγευμα του φόνου, ένας αστυνομικός ρώτησε τη Λίζι αν υπήρχαν τσεκούρια στο σπίτι. Εκείνη ζήτησε από τη Μπρίτζετ να του δείξει όλα τα μέρη στα οποία υπήρχε πιθανότητα να βρεθούν. Τέσσερα τσεκούρια βρέθηκαν στο υπόγειο, ένα εκ των οποίων είχε ίχνη αίματος και τρίχες (από αγελάδα αμφότερα, όπως απέδειξε η ανάλυση τους). Ένα άλλο ήταν σκουριασμένο και ένα πολύ σκονισμένο, ώστε ήταν αδύνατον να έχει χρησιμοποιηθεί. Το τέταρτο τσεκούρι, του οποίου η λαβή ήταν σπασμένη, ανακαλύφθηκε κάτω από στάχτες. Το σπάσιμο φαινόταν πρόσφατο και το τσεκούρι προσκομίστηκε ως πειστήριο.

Στις 5 Αυγούστου του 1892, ο Μορς έφυγε από το σπίτι και περικυκλώθηκε από εκατοντάδες άτομα που ήθελαν να μάθουν νεότερα. Έτσι η αστυνομία χρειάστηκε να τον συνοδεύσει πίσω στο σπίτι. Την επόμενη ημέρα, η αστυνομία διεξήγαγε μια πιο ενδελεχή έρευνα στο σπίτι, επιθεωρώντας τα ρούχα των αδελφών και κατασχέθηκε η κεφαλή του τσεκουριού με τις σπασμένες λαβές. Εν τω μεταξύ έγιναν και οι κηδείες του Άντριου και της Άμπιγκεϊλ Μπόρντεν, μόνο ως προς το μέρος της λειτουργίας. Οι ταφές δεν πραγματοποιήθηκαν. Στο νεκροταφείο, η αστυνομία πληροφόρησε τους ιερείς ότι μια δεύτερη νεκροψία κρίθηκε απαραίτητη. Κατά τη διάρκεια της, τα πτώματα των θυμάτων αποκεφαλίστηκαν, αφαιρέθηκε το δέρμα ώστε να εξεταστούν τα θρυμματισμένα κρανία τους και να φτιαχτούν νεκρικές μάσκες.

Το επόμενο πρωί της Κυριακής 7 Αυγούστου του 1892, η Άλις Ράσελ μπήκε στην κουζίνα και βρήκε την Λίζι να σκίζει ένα μπλε φόρεμα και να το καίει στην σόμπα. Η Άλις της ανέφερε ότι αν ήταν στην θέση της δεν θα άφηνε κανέναν να την δει να κάνει κάτι τέτοιο. Η Λίζι δικαιολόγησε την στάση της λέγοντας ότι το φόρεμα ήταν πλέον άχρηστο καθώς ήταν καλυμμένο με «παλιά μπογιά». Είναι ενδιαφέρον ότι και η Σάλιβαν δήλωσε επίσης στις αρχές πως η Λίζι φορούσε μπλε φουστάνι την μέρα των φόνων. Εντούτοις, δεν προσδιορίστηκε ποτέ αν ήταν το φόρεμα που φορούσε την ημέρα των δολοφονιών. Παρόλα αυτά οι μαρτυρίες των δυο γυναικών για το μπλε φόρεμα σε συνδυασμό με την την μαρτυρία του φαρμακοποιού, έκαναν την Λίζι Μπόρντεν την κύρια ύποπτη για διπλή δολοφονία!

Ανάκριση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λίζι Μπόρντεν εμφανίστηκε στην ακρόαση της ανάκρισης της στις 8 Αυγούστου του 1892 και δήλωσε ότι ήταν αθώα. Το αίτημα της να παραστεί ο δικηγόρος της οικογένειας της απορρίφθηκε βάσει ενός κρατικού νόμου που προβλέπει ότι η ανάκριση πρέπει να διεξάγεται ιδιωτικά. Της είχαν συνταγογραφήσει τακτικές δόσεις μορφίνης για να ηρεμήσει τα νεύρα της, και είναι πιθανό ότι η μαρτυρία της επηρεάστηκε από αυτό. Η συμπεριφορά της ήταν ασταθής και συχνά αρνιόταν να απαντήσει σε μια ερώτηση ακόμα κι αν η απάντηση θα ήταν ευεργετική για εκείνη. Συχνά διαφωνούσε με τον εαυτό της και παρείχε εναλλασσόμενες αφηγήσεις για το εν λόγω πρωινό.

Στην ερώτηση των αστυνομικών για το που βρίσκονταν το μοιραίο πρωινό, εκείνη απάντησε πως ήταν στο πατάρι του αχυρώνα, ψάχνοντας για κομματάκια σίδερο που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως βαρίδια για την πετονιά του ψαρέματος. Η εξέταση του παταριού απέδειξε πως κανείς δεν είχε ανέβει επάνω για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ήταν καλυμμένο από παχύ στρώμα σκόνης και δεν υπήρχαν πατημασιές πουθενά. Αργότερα άλλαξε τα λεγόμενα της, δηλώνοντας ότι ήταν στην κουζίνα και διάβαζε ένα περιοδικό όταν ο πατέρας της έφτασε στο σπίτι, ενώ μετά είπε ότι ήταν στην τραπεζαρία και σιδέρωνε ή ότι κατέβαινε τις σκάλες.

Ο βοηθός σερίφη ρώτησε τη Λίζι ποιος, κατά τη γνώμη της, θα μπορούσε να έχει διαπράξει τους φόνους. Εκείνη απάντησε πως δεν μπορούσε να φανταστεί κανέναν, εκτός ίσως, από έναν άγνωστο άνδρα με τον οποίο ο πατέρας της είχε διαπληκτιστεί πριν από μερικές εβδομάδες. Όταν ρωτήθηκε ευθέως αν υπήρχε η πιθανότητα ο θείος Τζον ή η Μπρίτζετ να έχουν σκοτώσει τον πατέρα και τη μητέρα της, η Λίζι απάντησε αρνητικά: ο θείος της απουσίαζε όλη την ημέρα και η Μπρίτζετ κοιμόταν όταν δολοφονήθηκε ο Άντριου. Στη συνέχεια, υπέδειξε προκλητικά στον αστυνομικό, ότι η Άμπιγκεϊλ δεν ήταν μητέρα της, αλλά μητριά της. [13]

Οι ανακρίσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα. Οι απαντήσεις της Λίζι Μπόρντεν στις ερωτήσεις των αστυνομικών ήταν κατά καιρούς περίεργες και αντιφατικές. Αρχικά ανέφερε ότι άκουσε ένα βογγητό, ή έναν σύρσιμο ή κάποιον να φωνάζει βοήθεια, πριν μπει στο σπίτι. Δύο ώρες αργότερα όμως, ισχυρίστηκε στην αστυνομία ότι δεν είχε ακούσει τίποτα και μπήκε στο σπίτι χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που πήραν κατάθεση από την Λίζι ανέφεραν ότι δεν τους άρεσε η στάση της. Κάποιοι δήλωσαν ότι ήταν πολύ ήρεμη και έτοιμη. Παρά τη «στάση» της και την αλλαγή άλλοθι, δεν είχε προηγηθεί έλεγχος για κηλίδες αίματος την ημέρα των φόνων.[14] Η αστυνομία έκανε έρευνα στο δωμάτιο της, αλλά ήταν μια πρόχειρη επιθεώρηση. Επιπλέον, τα ρούχα που φορούσε δεν εκλέχθηκαν, λόγω κοσμιότητας εκείνη την εποχή. Στη δίκη παραδέχτηκαν ότι δεν έκαναν σωστή έρευνα επειδή η Λίζι δεν ένιωθε καλά. Στη συνέχεια επικρίθηκαν για την έλλειψη επιμέλειας. Εν τω μεταξύ, η Έμμα Μπόρντεν προσέλαβε δικηγόρο για εκείνη και την αδελφή της. Η αστυνομία συνέχισε τις έρευνες, χωρίς όμως κάτι σημαντικό να έρθει στο φως.

Ο εισαγγελέας ήταν πολύ επιθετικός μαζί της. Στις 11 Αυγούστου του 1892, έβγαλε ένταλμα σύλληψης και η Λίζι φυλακίστηκε. Η ανακριτική μαρτυρία, η βάση για τη σύγχρονη συζήτηση σχετικά με την ενοχή ή την αθωότητα της, κρίθηκε αργότερα απαράδεκτη στη δίκη της τον Ιούνιο του 1893. [15] Σύγχρονα άρθρα εφημερίδων σημείωσαν ότι η Λίζι Μπόρντεν διέθετε μια «απαθή συμπεριφορά» [16] και «δάγκωνε τα χείλη της, κοκκίνιζε και έσκυβε προς τον δικηγόρο της κο Άνταμς». Αναφέρθηκε επίσης ότι η κατάθεση που παρασχέθηκε στην ανάκριση «προκάλεσε αλλαγή άποψης μεταξύ των φίλων της που μέχρι τότε υποστήριζαν σθεναρά την αθωότητα της». Η έρευνα έλαβε την προσοχή του Τύπου σε εθνικό επίπεδο, συμπεριλαμβανομένης μιας εκτενούς συγγραφής τριών σελίδων στην εφημερίδα The Boston Globe. Μια μεγάλη επιτροπή ενόρκων άρχισε να ακούει τις αποδείξεις στις 7 Νοέμβριου του 1982, και η Λίζι Μπόρντεν κατηγορήθηκε επίσημα στις 2 Δεκεμβρίου του 1982.

Η Λίζι Μπόρντεν κατά τη διάρκεια της δίκης.

Η δίκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δίκη της Λίζι Μπόρντεν έλαβε χώρα στο Νιου Μπέντφορντ, στις 5 Ιουνίου του 1893. [17] Οι δικηγόροι κατηγορίας ήταν ο Χοσέα Μ. Νόουλτον και ο μελλοντικός δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου των Ηνωμένων Πολιτειών Γουίλιαμ Έιτζ Μόοντι. Στην υπεράσπιση ήταν ο Άντριου Β. Τζένινγκς, ο Μέλβιν Ο. Άνταμς και ο πρώην κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Τζωρτζ Ντι Ρόμπινσον. Πέντε ημέρες πριν από την έναρξη της δίκης, άλλη μια δολοφονία με τσεκούρι συνέβη στο Φολ Ρίβερ. Αυτή τη φορά το θύμα ήταν η 22χρονη Μπέρτα Μάντσεστερ, η οποία βρέθηκε δολοφονημένη στην κουζίνα της, με 23 χτυπήματα από τσεκούρι στο κεφάλι. Οι ομοιότητες μεταξύ των ανθρωποκτονιών της Μάντσεστερ και των Μπόρντενς ήταν εντυπωσιακές και σημειώθηκαν από τους ενόρκους. Ωστόσο, ο Χοσέ Κορέιρα Ντε Μέλλο, ένας Πορτογάλος μετανάστης, δεν βρισκόταν στην περιοχή του Φολ Ρίβερ την εποχή των δολοφονιών των Μπόρντεν. Ο Χοσέ ήταν πρώην εργάτης του πατέρα του θύματος, του Στίβεν Μάντσεστερ. Είχε απολυθεί κατά τη διάρκεια μιας λογομαχίας που είχε με το αφεντικό του. Ωστόσο, επέστρεψε στο αγρόκτημα στις 31 Μαΐου του 1894 και δεν μπορούσε να βρει τον Στίβεν. Έτσι, όταν είδε την Μπέρτα στην κουζίνα, τη σκότωσε. Λόγω των σκισιμάτων στα ρούχα της, η αστυνομία κατάλαβε ότι η κοπέλα προσπάθησε να αντισταθεί. Ο Κορέιρα δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Ένας από τους δικηγόρους κατηγορίας της Λίζι Μπόρντεν, ο Γουίλιαμ Έιτζ Μόοντι σε κάποιο σημείο της αγόρευσης του, πέταξε ένα φόρεμα πάνω στο γραφείο της κατηγορούσας αρχής, το οποίο σκόπευε να καταθέσει ως πειστήριο. Καθώς το έκανε όμως, ένα λεπτό χαρτί το οποίο σκέπαζε το κρανίο του Άντριου Μπόρντεν, μετακινήθηκε και έπεσε αποκαλύπτοντας το. Η Λίζι αντικρίζοντας το μακάβριο έκθεμα, έχασε τις αισθήσεις της και έπεσε στο πάτωμα.

Οι δικηγόροι κατηγορίας προσπάθησαν επίσης να αποδείξουν τα κίνητρα της Λίζι για τους φόνους, τα οποία ήταν πρώτον η τσιγκουνιά του πατέρα της και δεύτερον η επιθυμία της μητριάς της να αποκτήσει όλα τα χρήματα του συζύγου της. Επίσης, δήλωσαν ότι ο Άντριου Μπόρντεν, πριν το θάνατο του, σκόπευε να αλλάξει την διαθήκη του, και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του να πάει στην γυναίκα του, αφήνοντας ψίχουλα για τις κόρες του. Ως μάρτυρα υποστήριξης αυτής της θεωρίας, κάλεσαν τον θείο των αδελφών Μπόρντεν, τον Τζον Μορς, ο οποίος αρχικά δήλωσε ότι ο Άντριου είχε συζητήσει μαζί του αυτό το ενδεχόμενο. Εντούτοις αργότερα ανακάλεσε τη κατάθεση του. Παρόλα αυτά, ο ισχυρισμός αυτός δεν μπόρεσε να αποδειχτεί, όχι μόνο της αντιφατικής κατάθεσης του Μορς, αλλά και εξαιτίας του γεγονότος ότι δεν βρέθηκε καμία έγγραφη διαθήκη.

Ένα εξέχον σημείο συζήτησης στη δίκη (το οποίο καλύφθηκε πολύ από τον τύπο της εποχής) ήταν η κεφαλή του τσεκουριού που βρέθηκε στο υπόγειο, η οποία δεν αποδείχθηκε τελικά ότι ήταν το όπλο της δολοφονίας. Οι εισαγγελείς υποστήριξαν ότι ο δολοφόνος είχε αφαιρέσει τη λαβή επειδή ήταν καλυμμένη με αίμα. Ένας αστυνομικός κατέθεσε ότι βρέθηκε μια λαβή κοντά στην κεφαλή του τσεκουριού, αλλά ένας άλλος ερευνητής της υπόθεσης τον αντέκρουσε. Αν και δεν βρέθηκαν ματωμένα ρούχα στη σκηνή, η Ράσελ και η Σάλιβαν ανέφεραν ξανά στην δίκη για το μπλε φόρεμα. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, η υπεράσπιση δεν προσπάθησε ποτέ να αμφισβητήσει αυτή τη δήλωση, αλλά τόνισε ότι θα χρειαζόταν πολύς χρόνος για να αλλάξει η Λίζι τα ματωμένα ρούχα της και να επιστρέψει για να «ανακαλύψει» το σώμα του πατέρας της. Τα χρόνια που ακολούθησαν, διάφορες θεωρίες αναφορικά με αυτό βγήκαν στην δημοσιότητα, όπως ότι η Λίζι φορούσε ποδιά πάνω από τα ρούχα της ή ότι διέπραξε τους φόνους γυμνή. Στην περίπτωση της ποδιάς, εννοείται πως θα έπρεπε μετά να την ξεφορτωθεί. Εξίσου απίθανη είναι και η θεωρία του ότι η Λίζι ήταν γυμνή, καθώς μιλάμε για την βικτωριανή εποχή. Σίγουρα καμιά νεαρή γυναίκα δεν θα εμφανιζόταν γυμνή μπροστά στον πατέρα της, ακόμα και για να τον σκοτώσει. Επίσης, η Λίζι δεν είχε το χρόνο να κάνει μπάνιο μετά το φόνο της μητριά της, ή ανάμεσα στα λίγα λεπτά που μεσολάβησαν από τη δολοφονία του Άντριου και το κάλεσμα της Μπρίτζετ.

Την Τετάρτη 14 Ιουνίου, η πολιτική αγωγή κάλεσε ως μάρτυρα τον Έλι Μπενς, τον υπάλληλο του φαρμακείου. Ωστόσο η μαρτυρία του δεν λήφθηκε υπόψη και αποκλείστηκε σαν στοιχείο ότι η κατηγορούμενη είχε επιδιώξει να αγοράσει πρωσικό οξύ για τον καθαρισμό ενός μανδύα από δέρμα φώκιας, με απώτερο σκοπό να δηλητηριάσει τους γονείς της. Ο δικαστής έκρινε ότι το περιστατικό ήταν πολύ απομακρυσμένο χρονικά για να έχει οποιαδήποτε σχέση. Άλλωστε στα στομάχια των νεκρών, δεν εντοπίστηκε δηλητήριο και έτσι η κατηγορία για δηλητηρίαση αποδείχτηκε ότι δεν είχε βάση.

Η υπεράσπιση χρησιμοποίησε κυρίως μάρτυρες που με τις καταθέσεις του είτε επιβεβαίωναν την ιστορία της Λίζι, είτε προσέφεραν εναλλακτικές θεωρίες για το ποιος θα μπορούσε να είναι ο δολοφόνος. Στην πραγματικότητα, ο ρόλος τους δεν ήταν να αθωώσουν τη κατηγορουμένη, αλλά να σπείρουν αμφιβολίες για την ενοχή της.

Για παράδειγμα, ένας πλανόδιος παγωτατζής κατέθεσε πως είδε μια γυναίκα, η οποία έμοιαζε με την Λίζι, να βγαίνει από τον αχυρώνα. Η κατάθεση αυτή ενίσχυσε τον ισχυρισμό της κατηγορουμένης ότι, όντως βρισκόταν εκεί. Ένας περαστικός κατέθεσε πως είχε δει έναν άντρα «με άγριο βλέμμα» να περιφέρεται κοντά στο σπίτι την ώρα που συνέβησαν οι φόνοι. Ένα άλλος μάρτυρας, ονόματι Τζόσεφ Λεμέι ισχυρίστηκε ότι ενώ περπατούσε στο δάσος, αρκετά μίλια έξω από την πόλη και περίπου δώδεκα μέρες μετά τους φόνους, άκουσε κάποιον να κλαίει και να λέει: «Καημένη Κυρία Μπόρντεν! Καημένη Κυρία Μπόρντεν». Όταν κοίταξε πίσω από μια συστάδα θάμνων, είδε έναν άντρα να κάθεται στο έδαφος. Το πουκάμισο του ήταν γεμάτο αίματα. Ο άντρας μάζεψε ένα τσεκούρι που ήταν μπροστά του, το κούνησε απειλητικά στον Λεμέι και χάθηκε στο δάσος. Όπως ήταν φυσικό η κατάθεση του δεν λήφθηκε σοβαρά υπόψη.

Η υπεράσπιση κάλεσε, επίσης, μάρτυρες που ισχυρίστηκαν πως είδαν έναν μυστηριώδη νεαρό άνδρα κοντά στο σπίτι των Μπόρντεν, ο οποίος δεν αποδείχτηκε ποτέ ποιος ή τι ήταν. Επίσης κάλεσαν την Έμμα Μπόρντεν, η οποία κατέθεσε πως η αδελφή της ήταν πολύ κοντά με τον πατέρα της, ενώ είχε γόρδιους δεσμούς με την μητριά της, αν και την αποκαλούσε παγερά «Κυρία Μπόρντεν» αντί για «Μητέρα». Ολοκλήρωσε την κατάθεση της δηλώνοντας ότι η Λίζι δεν είχε κανένα κίνητρο για να δολοφονήσει τους γονείς τους. Η Έμμα υποστήριξε τη Λίζι σε όλη την πορεία της δίκης, αν και μια από τις δεσμοφύλακες της Λίζι, κατέθεσε ότι οι δύο αδελφές είχαν έναν έντονο διαπληκτισμό, σε μία από τις επισκέψεις της Έμμα στη φυλακή.

Οι ένορκοι που αθώωσαν την Μπόρντεν

Τη Δευτέρα 19 Ιουνίου, οι δυο πλευρές έκαναν τις τελικές τους αγορεύσεις για λογαριασμό της υπεράσπισης και της πολιτικής αγωγής αντίστοιχα. Στη συνέχεια οι δικαστές ρώτησαν τη Λίζι αν είχε κάτι να πει. Εκείνη μίλησε για πρώτη και τελευταία φορά, κατά τη διάρκεια της δίκης. Συγκεκριμένα δήλωσε: «Είμαι αθώα και αφήνω τον συνήγορο μου να μιλήσει για λογαριασμό μου».

Ο προεδρεύων Αναπληρωτής Δικαιοσύνης, Τζάστιν Ντιούι (ο οποίος είχε διοριστεί από τον Ρόμπινσον όταν ήταν κυβερνήτης), παρέδωσε μια εκτενή περίληψη που υποστήριξε την υπεράσπιση ως ευθύνη του στην επιτροπή των ενόρκων προτού βγάλουν την απόφαση στις 20 Ιουλίου του 1893. Μετά από μιάμιση ώρα συζήτησης, το δικαστήριο αθώωσε την Μπόρντεν για τις δολοφονίες. Κατά την έξοδο από το δικαστήριο, η Λίζι είπε στους δημοσιογράφους ότι ήταν «η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στον κόσμο». Η κοινή γνώμη την εποχή εκείνη, αισθανόταν ότι οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές είχαν ταλαιπωρήσει ήδη αρκετά τη Λίζι.

Η δίκη της Λίζι Μπόρντεν αργυ συγκρίθηκε με τις μεταγενέστερες δίκες των Μπρούνο Χάουπτμαν, Έθελ και Τζούλιους Ρόζενμπεργκ και του Ο. Τζι Σίμπσον, ως ορόσημο στη δημοσιότητα και το δημόσιο ενδιαφέρον στην ιστορία των αμερικανικών νομικών διαδικασιών. [18]

Εικασίες και ύποπτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και αθωώθηκε στη δίκη, η Λίζι Μπόρντεν παρέμεινε ο κύριος ύποπτος για τις δολοφονίες του πατέρα και της μητριάς της. Η συγγραφέας Βικτώρια Λίνκολν πρότεινε το 1967 ότι η Λίζι μπορεί να είχε διαπράξει τους φόνους ενώ βρισκόταν σε κατάσταση φούγκας (δηλαδή συναισθηματική σύγχυση που της προκάλεσε αμνησία μετά τις δολοφονίες). Μια άλλη σημαντική θεωρία ήταν ότι κακοποιούνταν σωματικά και συναισθήματα από τον πατέρα της, κάτι που την ώθησε να τον σκοτώσει. Υπάρχουν λίγα στοιχεία για να υποστηρίξουν αυτόν τον ισχυρισμό, αλλά η αιμομιξία δεν είναι ένα θέμα που θα είχε συζητηθεί εκείνη την εποχή, και οι μέθοδοι για τη συλλογή φυσικών αποδεικτικών στοιχείων θα ήταν αρκετά διαφορετικές το 1892. Αυτή η πεποίθηση αποτυπώθηκε στις τοπικές εφημερίδες την εποχή των δολοφονιών και επανεξετάστηκε από τη ακαδημαϊκό Μάρσια Καρλάιλ σε ένα δοκίμιο του 1992.

Ο συγγραφέας μυστηρίου Έβαν Χάντερ, στο μυθιστόρημά του Lizzie (Λίζι) το 1984, ισχυρίστηκε ότι η Μπόρντεν διέπραξε τις δολοφονίες αφού πιάστηκε στα πράσα σε ερωτικό ραντεβού με την Σάλιβαν. [19] Ο ΜακΜπέιν ανέπτυξε τις εικασίες του σε μια συνέντευξη του 1999, υποθέτοντας ότι η Άμπι είχε πιάσει τη Λίζι και την Σάλιβαν να ερωτοτροπούν και είχε αντιδράσει με φρίκη και αηδία και κατόπιν αφού τις χλεύασε με αποτροπιασμό, απείλησε να το πει στον σύζυγο της. Τότε η Λίζι χτύπησε την Άμπι με ένα κηροπήγιο και την αποτελείωσε με το τσεκούρι. Όταν ο Άντριου επέστρεψε η κόρη του, του εξομολογήθηκε τα πάντα. Ωστόσο επειδή αντέδρασε ακριβώς όπως η Άμπι, τον σκότωσε με μανία με το ίδιο τσεκούρι. Ο ΜακΜπέιν εικάζει πως η Μπρίτζετ θα ήταν αδύνατον να μην άκουσε δύο ανθρώπους να φωνάζουν ενώ τους δολοφονούσαν με τέτοια αγριότητα. Αν ίσχυε όμως αυτή η θεωρία, τότε εκείνη θα πρέπει να είχε βοηθήσει την Λίζι να εξαφανίσει το τσεκούρι. Στα τελευταία χρόνια της, η Λίζι Μπόρντεν φημολογείται ότι ήταν ομοφυλόφιλη, αλλά δεν υπήρχαν τέτοιες εικασίες για την Σάλιβαν, η οποία βρήκε άλλη δουλειά μετά τις δολοφονίες και αργότερα παντρεύτηκε έναν άντρα που γνώρισε ενώ εργαζόταν ως υπηρέτρια στο Μπουτ της Μοντάνα. Πριν πεθάνει η Μπρίτζετ το 1948, λέγεται ότι εξομολογήθηκε στην αδερφή της στο κρεβάτι του θανάτου της, ότι είχε αλλάξει την κατάθεση της προκειμένου να προστατεύσει την Λίζι Μπόρντεν.[20]

Ένας άλλος σημαντικός ύποπτος είναι ο Τζον Μορς, ο θείος της Λίζι και της Έμμα από τη μητέρα τους, ο οποίος σπάνια συναντιόταν με την οικογένεια μετά τον θάνατο της Σάρα, αλλά είχε κοιμηθεί στο σπίτι το προηγούμενο βράδυ πριν από τους φόνους. Σύμφωνα με τις αρχές επιβολής του νόμου, ο Μορς είχε δώσει ένα «παράλογα τέλειο και υπερβολικά λεπτομερές άλλοθι. Ωστόσο θεωρήθηκε ύποπτος από την αστυνομία για μια περίοδο χωρίς όμως να μπορέσει να στηριχτεί η κατηγορία πάνω του με χειροπιαστά στοιχεία. [21]

Άλλοι που σημειώνονται ως πιθανοί ύποπτοι για τα εγκλήματα περιλαμβάνουν την Σάλιβαν, πιθανώς επειδή ο Άντριου Μπόρντεν ήταν σκληρός και σφιχτοχέρης μαζί της, αλλά και ως αντίποινα επειδή διατάχτηκε από την Άμπιγκεϊλ να καθαρίσει τα παράθυρα του σπιτιού ενώ έξω είχε καύσωνα. Η μέρα των δολοφονιών ήταν ασυνήθιστα καυτή – και εκείνη την εποχή η κοπέλα ανάρρωνε ακόμα από τη μυστηριώδη ασθένεια που είχε χτυπήσει το νοικοκυριό.

Ένας άλλος ύποπτος είναι ένας άντρας ονόματι Γουίλιαμ Μπόρντεν, ο οποίος υποπτευόταν ότι ήταν νόθος γιος του Άντριου. Θεωρήθηκε ως πιθανός ύποπτος από τον συγγραφέα Άρνολντ Μπράουν, ο οποίος υπέθεσε στο βιβλίο του "Lizzie Borden: The legend, the true, the final chapter" (Λίζι Μπόρντεν: Ο θρύλος, η αλήθεια, το τελευταίο κεφάλαιο) ότι ο Γουίλιαμ είχε προσπαθήσει να πάρει χρήματα από τον Άντριου Μπόρντεν με εκβιασμό, αλλά δεν τα κατάφερε. Ωστόσο, ο συγγραφέας Λέοναρντ Ρεμπέλο έκανε εκτενή έρευνα για τον Γουίλιαμ Μπόρντεν στο βιβλίο του "Brown" και μπόρεσε να αποδείξει ότι δεν ήταν γιος του Άντριου Μπόρντεν. [22]

Αν και η Έμμα είχε άλλοθι καθώς βρισκόταν στο Φέαρχεβεν εκείνη την ημέρα, περίπου 24 χιλιόμετρα από το Φολ Ρίβερ, ο συγγραφέας εγκληματιών Φρανκ Σπίρινγκ πρότεινε στο βιβλίο του Lizzie (Λίζι) του 1984 ότι μπορεί να είχε επισκεφθεί κρυφά την κατοικία για να σκοτώσει τους γονείς της πριν επιστρέψει στο στο Φέαρχεβεν, για να λάβει το τηλεγράφημα που την ενημέρωνε για τους φόνους.

Μετέπειτα ζωή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη δίκη, οι αδερφές Μπόρντεν μετακόμισαν σε ένα μεγάλο, μοντέρνο σπίτι στη γειτονιά "Χιλ" του Φολ Ρίβερ. Εκείνη την εποχή, η Λίζι άρχισε να χρησιμοποιεί το όνομα Λίζμπεθ A. Μπόρντεν. Στο νέο τους σπίτι, το οποίο η Λίζμπεθ ονόμασε «Maplecroft», είχαν ένα προσωπικό που περιλάμβανε εσωτερικές υπηρέτριες, μια οικονόμο και έναν αμαξά. Επειδή η Άμπι είχε πεθάνει πριν από τον Άντριου, η περιουσία της πήγε πρώτα στον Άντριου και μετά το θάνατο του, πέρασε στις κόρες του ως μέρος της περιουσίας του. Ωστόσο, καταβλήθηκε ένας σημαντικός διακανονισμός για τη διευθέτηση αξιώσεων από την οικογένεια της Άμπι.

Παρά την αθώωση, η Λίζι εξοστρακίστηκε από την κοινωνία του Φολ Ρίβερ, με τους ανθρώπους να την αποφεύγουν και τα παιδιά να την κυνηγούν και να πετούν πέτρες στο σπίτι της.

Το όνομα της Λίζι ήρθε ξανά στη δημοσιότητα όταν κατηγορήθηκε το 1897 για κλοπή δύο πινάκων αξίας μικρότερης των 100 δολαρίων από ένα κατάστημα του στο Πρόβιντενς του Ρόουντ Άιλαντ. Δεν απαγγέλθηκαν ποτέ κατηγορίες και προφανώς το ζήτημα τακτοποιήθηκε ιδιωτικώς. Το 1904, η Λίζι γνώρισε την ηθοποιό Νάνσυ Ο’ Νιλ, ενώ εκείνη ήταν σε θεατρική περιοδεία στην Βοστώνη και πολύ σύντομα έγιναν αχώριστες φίλες, τόσο που η τοπική κοινωνία και ο θεατρικός κόσμος γέμισαν με κουτσομπολιά. Το 1905, λίγο μετά από μια διαμάχη για ένα πάρτι που είχε κάνει η Λίζμπεθ προς τιμή της Νάνσυ, η Έμμα έφυγε από το σπίτι και έμεινε με την οικογένεια ενός πάστορα μέχρι το 1915, σε χωριό του Νιου Χαμσάιρ, στο Νιου Μάρκετ. Δεν ξαναείδε ποτέ την αδερφή της μέχρι το θάνατο της. Μάλιστα άλλαξε το επίθετο της με το κοινό Σμιθ, γιατί δεν άντεχε να συνδέεται με την Λίζι με κανένα τρόπο. Μετά την απομάκρυνση της Έμμα από το Φολ Ρίβερ, πολλοί περίμεναν ότι θα ακολουθούσε χιονοστιβάδα αποκαλύψεων για τους φόνους. Αλλά οι προσδοκίες τους αποδείχτηκαν άκαρπες.

Παρόλο που η Λίζι έμεινε μόνη δεν φάνηκε να στεναχωριέται πολύ με αυτό το γεγονός. Είχε ένα εντυπωσιακό σπιτικό μόνο για εκείνη, με πολυπληθές υπηρετικό προσωπικό, αγαπημένα σκυλιά που μπορούσε πλέον να τα έχει μαζί της και χρήματα για να τα συντηρεί όλα αυτά. Επίσης απολάμβανε την δημοσιότητα που υπήρχε γύρω από το όνομα της, καθώς κρατούσε αποκόμματα εφημερίδων και βιβλία που αναφέρονταν σ' εκείνη, ενώ είχε παντού στο σπίτι πορτρέτα και φωτογραφίες της. Από την αθώωση της και έπειτα δεν αναφέρθηκε ποτέ στους φόνους, δεν έδωσε κατάθεση ξανά, ούτε μίλησε σε δημοσιογράφους και συγγραφείς παρά τις συνεχείς τους προσπάθειες να την κάνουν να μιλήσει για το θέμα.

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λίζι Μπόρντεν ήταν άρρωστη τον τελευταίο χρόνο πριν τον θάνατο της μετά την αφαίρεση της χοληδόχου κύστης της. Το 1926, που μπήκε στο νοσοκομείο προσπάθησε να χρησιμοποιήσει ψευδώνυμο για να μην τραβήξει τα βλέμματα πάνω της. Ωστόσο, όλοι κατάλαβαν ποια πραγματικά ήταν, αλλά δεν την έφεραν σε δύσκολη θέση. Πέθανε από πνευμονία την 1η Ιουνίου του 1927, στο Φολ Ρίβερ. Λεπτομέρειες για την κηδεία της δεν δόθηκαν στη δημοσιότητα, καθώς ελάχιστοι παρευρέθηκαν. Εννέα ημέρες αργότερα, η Έμμα πέθανε από χρόνια νεφρίτιδα σε ηλικία 76 ετών σε ένα οίκο ευγηρίας στο Νιουμάρκετ του Νιού Χάμσαϊρ, έχοντας μετακομίσει σε αυτήν την τοποθεσία το 1923 τόσο για λόγους υγείας όσο και για να αποφύγει την εκ νέου προσοχή μετά τη δημοσίευση ενός νέου βιβλίου για τους φόνους. Οι αδερφές, που ήταν και οι δυο ανύπαντρες, θάφτηκαν δίπλα δίπλα στον οικογενειακό τάφο στο νεκροταφείο Όουκ Γκρόουβ του Φολ Ρίβερ.

Τη στιγμή του θανάτου της, η περιουσία της Λίζι Μπόρντεν είχε αξία πάνω από 250.000 δολάρια (5,233,000 δολάρια το 2021). Είχε ένα σπίτι στη γωνία των οδών French και Belmont, πολλά κτίρια γραφείων, μετοχές σε διάφορες επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, δύο αυτοκίνητα και μεγάλη ποσότητα κοσμημάτων. Άφησε 30.000 δολάρια (628,000 δολάρια το 2021) στην Οργάνωση Προστασίας των Ζώων του Φολ Ρίβερ και 500 δολάρια (10,000 δολάρια το 2019 ) για την διαρκή φροντίδα του τάφου του πατέρα της. Ο πιο στενός της φίλος και ένας ξάδερφός της έλαβαν ο καθένας 6.000 δολάρια (126,000 δολάρια σήμερα) — σημαντικά ποσά τη στιγμή της διανομής της περιουσίας το 1927. Άλλοι φίλοι και μέλη της οικογένειας έλαβαν μεταξύ 1.000 (21,000 δολάρια το 2019) και 5.000 δολαρίων (105,000 δολάρια το 2019).

Στον πολιτισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακαδημαϊκός Αν Σκόφιλντ σημείωσε ότι "η ιστορία της Λίζι Μπόρντεν έλαβε δύο φανταστικές μορφές: τον τραγικό ρομαντισμό και τη φεμινιστική αναζήτηση. Καθώς η ιστορία της Λίζι Μπόρντεν έχει μεταφερθεί σε στίχους και μυθοπλασία, έχει προσλάβει τις ιδιότητες ενός δημοφιλούς αμερικανικού μύθου ή θρύλου που συνδέει αποτελεσματικά το παρόν με το παρελθόν."

Το σπίτι των Μπόρντεν μέχρι το 1996 ήταν ιδιωτική περιουσία. Ωστόσο το 2003 αγοράστηκε από τον Ντόναλντ Γουντ και την Λι Ανν Ουίλμπερ οι οποίοι το ανακαίνισαν και από τότε μέχρι σήμερα είναι μουσείο, που λειτουργεί και σαν χώρος διαμονής με πρωινό με επίπλωση στο στυλ της δεκαετίας του 1890. Τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν στη δίκη, συμπεριλαμβανομένου της κεφαλής του τσεκουριού, διατηρούνται στην Ιστορική Εταιρεία του Φολ Ρίβερ.

Λαογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπόθεση μνημονεύτηκε σε μια δημοφιλή ομοιοκαταληξία που απαγγέλλεται στο παιχνίδι με σχοινάκι, και τραγουδήθηκε με τη μελωδία του δημοφιλούς τότε τραγουδιού " Ta-ra-ra Boom-de-ay". Συγκεκριμένα, το περιβόητο τραγουδάκι αναφέρει: «Lizzie Borden took an axe and gave her mother forty whacks. When she saw what she had done, she gave her father forty-one» ("Η Λίζι Μπόρντεν πήρε ένα τσεκούρι και έδωσε στη μητέρα της σαράντα χτυπήματα. Όταν είδε τι είχε κάνει, έδωσε στον πατέρα της σαράντα ένα"). Φυσικά οι αριθμοί 40 και 41 που αναφέρονταν στους στίχους ήταν στοιχεία υπερβολής, καθώς η Άμπι δέχτηκε 18 χτυπήματα στην πραγματικότητα και ο Άντριου 11. Η λαογραφία λέει ότι η ομοιοκαταληξία δημιουργήθηκε από έναν ανώνυμο συγγραφέα ως μελωδία για να πουλήσει εφημερίδες. Άλλοι το αποδίδουν στην πανταχού παρούσα, αλλά ανώνυμη, «Μητέρα Χήνα».

Η ομοιοκαταληξία έχει έναν λιγότερο γνωστό δεύτερο στίχο: "Andrew Borden now is dead, Lizzie hit him on the head. Up in heaven he will sing, on the gallows she will swing." ("O Άντριου Μπόρντεν είναι τώρα νεκρός, η Λίζι του κομμάτιασε το κεφάλι, αλλά αυτός στον ουρανό θα τραγουδήσει και εκείνη στην αγχόνη θα αιωρηθεί και θα ξεψυχήσει")  

Απεικονίσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λίζι Μπόρντεν έχει απεικονιστεί στη μουσική, το ραδιόφωνο, τον κινηματογράφο, το θέατρο και την τηλεόραση, συχνά σε σχέση με τις δολοφονίες για τις οποίες αθωώθηκε.

Μεταξύ των προηγούμενων ερμηνειών στη σκηνή ήταν το έργο των Τζον Κόλτον και Κάρλετον Μάιλς το 1933 Nine Pine Street (Οδός Νάιν Πιν), στο οποίο η ηθοποιός Λίκιαν Γκις έπαιξε την Έφη Χόλντεν, έναν φανταστικό χαρακτήρα που βασίζεται στην Λίζι Μπόρντεν. Το έργο δεν είχε επιτυχία και παίχτηκε μόνο για 28 παραστάσεις. Το 1947 η Λίλιαν ντε λα Τόρε έγραψε ένα μονόπρακτο, με τίτλο: "Goodbye, Miss Lizzie Borden" (Αντίο, Δεσποινίς Λίζι Μπόρντεν) .

Άλλες αναπαραστάσεις περιλαμβάνουν το έργο New Faces of 1952 (Τα Νέα Πρόσωπα του 1952), ένα μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ του 1952 που περιλάμβανε ένα σκετς με τίτλο "Lizzie Borden" (Λίζι Μπόρντεν) και απεικονίζει τα εγκλήματα, καθώς και το μπαλέτο της Άγκνες Ντε Μιλ στο έργο Fall River Legend του 1948 (Ο Θρύλος του Φολ Ρίβερ) και την όπερα του Τζακ Μπίσον με τίτλο "Lizzie Borden" (Λίζι Μπόρντεν) του 1965. Και τα δύο έργα βασίζονται στην ιστορία της Λίζι και στους φόνους του πατέρα και της μητριάς της. Άλλα έργα που βασίζονται στην Μπόρντεν περιλαμβάνουν το Blood Relations (Σχέσεις Αίματος) του 1980, μια καναδική παραγωγή γραμμένη από την Σάρον Πόλοκ που αφηγείται γεγονότα που οδήγησαν στους φόνους, η οποία μετατράπηκε σε τηλεοπτική ταινία στο Κάλγκαρι. Η Lizzie Borden (Λίζι Μπόρντεν), μια άλλη μουσική προσαρμογή, έγινε επίσης με πρωταγωνίστρια την υποψήφια για βραβείο Τόνυ, Άλισον Φρέιζερ.

Η Κάρμεν Μάθιους έπαιξε τη Λίζι Μπόρντεν στη σειρα Alfred Hitchcock Presents στην 1η σεζον και στο επεισόδιο "The Older Sister" (Η μεγαλύτερη αδελφή), με την Τζόαν Λόρινγκ ως Έμμα Μπόρντεν και την κόρη του Χίτσκοκ Πατ ως υπηρέτρια Μάργκαρετ. Το επεισόδιο προβλήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1956 και διαδραματίζεται στο έτος 1893, με μια αποφασισμένη γυναίκα ρεπόρτερ να προσπαθεί να πάρει συνέντευξη από τις αδερφές ένα χρόνο μετά τους φόνους και να τελειώσει με την αποκάλυψη ότι η Έμμα διέπραξε τους φόνους.

Ένα επεισόδιο της σειράς Omnibus στις 24 Μαρτίου του 1957, παρουσίασε δύο διαφορετικές εκδοχές της ιστορίας της Λίζι Μπόρντεν: η πρώτη ήταν ένα θεατρικό έργο με τίτλο: "The Trial of Lizzie Borden" (Η δίκη της Λίζι Μπόρντεν), με την ηθοποιό Κάθριν Μπάρντ στον ομώνυμο ρόλο. Η δεύτερη αφορούσε μια παραγωγή του μπαλέτου Fall River Legend (Ο Θρύλος του Φολ Ρίβερ) με την ηθοποιό Νόρα Κέι ως "The Accused" (Την Κατηγορούμενη). Το 1959, το θεατρικό έργο The Legend of Lizzie (Ο Θρύλος της Λίζι) του Ρέτζιναλντ Λόρενς προσέλκυσε επαίνους για την ερμηνεία της Αν Μίτσαμ στον ρόλο της Μπόρντεν, αλλά παρόλα αυτά σταμάτησε μετά από μόλις δύο παραστάσεις. [23]

Το συγκρότημα λαϊκού τραγουδιού The Chad Mitchell Trio ηχογράφησε το τραγούδι της μαύρης κωμωδίας "Lizzie Borden" (Λίζι Μπόρντεν) από την ζωντανή συναυλία τους το 1961, το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά σε άλμπουμ ως single με τίτλο Mighty Day on Campus (Ιδιαίτερη Ημέρα στην Πανεπιστημιούπολη). Έφτασε στο Νο 44 στο Billboard Hot ανάμεσα σε άλλα 100 τραγούδια το 1962.

Το ροκ μιούζικαλ Lizzie (Λίζι), είναι μια δραματοποίηση των δολοφονιών των Μπόρντεν που εξιστορούσε την ιστορία της Λίζι τις ημέρες πριν από τις δολοφονίες και στη συνέχεια την δίκη της. Περιλαμβάνει μουσική του Στίβεν Τσέσλικ-ΝτεΜέγερ και του Άλαν Στίβενς Χιούιτ, και στίχους του Τσέσλικ-ΝτεΜέγερ και Τιμ Μάνερ και ένα βιβλίο του Μάνερ.

Ο ραδιοτηλεοπτικός σταθμός ABC παρουσίασε την τηλεταινία The Legend of Lizzie Borden (Ο Θρύλος της Λίζι Μπόρντεν) το 1975, με πρωταγωνίστρια την Ελίζαμπεθ Μοντγκόμερι ως Λίζι Μπόρντεν, την Κάθριν Χέλμοντ ως Έμμα Μπόρντεν και την Φιονούλα Φλάναγκαν ως Μπρίτζετ Σάλιβαν. Μετά τον θάνατο της ηθοποιού Ελίζαμπεθ Μοντγκόμερι ανακαλύφθηκε ότι αυτή και η πραγματική Λίζι Μπόρντεν ήταν στην πραγματικότητα μακρινές ξαδέρφες. Η γενεαολόγος Ρόντα ΜακΚλουρ, που βρήκε την συγγενική τους σχέση, δήλωσε: «Αναρωτιέμαι πώς θα ένιωθε η Μοντογκόμερι αν ήξερε τότε ότι ερμηνεύει τον ρόλο μιας μακρινής συγγενής της».

Το καλωδιακό κανάλι Lifetime παρήγαγε την τηλεταινία Lizzie Borden Took an Axe (Η Λίζι Μπόρντεν Πήρε ένα Τσεκούρι) το 2014, με πρωταγωνίστρια την ηθοποιό Κριστίνα Ρίτσι. Την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκε στο κοινό η σειρά The Lizzie Borden Chronicles (Το Χρονικό της Λίζι Μπόρντεν), η οποία ήταν μια συνέχεια της τηλεοπτικής ταινίας και παρουσίαζε μια φανταστική αφήγηση της ζωής της Λίζι Μπόρντεν μετά την αθώωση της στην δίκη της. Μια ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο, Lizzie (Λίζι) το 2018, με την ηθοποιό Κλόι Σέβινι ως Λίζι Μπόρντεν και την Κρίτσεν Στιούαρτ ως Μπρίτζετ Σάλιβαν, απεικονίζει την θεωρεία της λεσβιακής σχέσης μεταξύ των δύο γυναικών, η οποία οδηγεί στους φόνους.

Το 2015, η σειρά Supernatural πρόβαλε ένα επεισόδιο με τίτλο "Thin Lizzie" (Λεπτοκαμωμένη Λίζι). Στο επεισόδιο, ο Σαμ (Τζάρεντ Πανταλέκι) και ο Ντιν Γουίντσεστερ (Τζένσεν Ακλς) ερευνούν το "σπίτι της Λίζι Μπόρντεν" μετά τη δολοφονία πολλών ανθρώπων με τσεκούρι. Αρχικά υποψιάζονται ότι το φάντασμα της Λίζι είναι αυτό που ευθύνεται για τους φόνους, αλλά στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι δεν είναι αυτή ο δολοφόνος.

Τα γεγονότα των δολοφονιών και της δίκης, με τους ηθοποιούς να απεικονίζουν τους ανθρώπους που συμμετείχαν σε αυτές, έχουν αναπαραχθεί σε μια σειρά από προγράμματα ντοκιμαντέρ. Το 1936, το ραδιοφωνικό πρόγραμμα Unsolved Mysteries (Άλυτα Μυστήρια) μετέδωσε μια 15 λεπτή δραματοποίηση με τίτλο "The Lizzie Borden Case" (Η Υπόθεση της Λίζι Μπόρντεν), που παρουσίαζε ένα πιθανό σενάριο στο οποίο οι φόνοι διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια μιας αποτυχημένης απόπειρας ληστείας από έναν αλήτη, ο οποίος στη συνέχεια διέφυγε. Οι τηλεοπτικές αναπαραστάσεις περιλάμβαναν επεισόδια των εκπομπών Biography, Second Verdict, History's Mysteries, Case Reopened (1999) και Mysteries Decoded (2019). Η υπόθεση της Λίζι Μπόρντεν δραματοποιήθηκε εν μέρει σε ένα επεισόδιο της σειράς podcast του ραδιοφώνου του BBC 2022 με τίτλο Lucy Worsley 's Lady Killers.

Στη λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μπόρντεν έχει απεικονιστεί σε πολλά λογοτεχνικά έργα, όπως:

  • Στο μυθιστόρημα της Αγκάθα Κρίστι, Ρετρό στην ομίχλη, ο κύριος χαρακτήρας της Μις Μαρπλ δηλώνει ότι η ανθρωποκτονία «δεν αποδείχθηκε στην περίπτωση ενοχής της Μαντλίν Σμιθ και της Λίζι Μπόντεν, καθώς οι δυο γυναίκες αθωώθηκαν. Ωστόσο πολλοί χαρακτήρες του έργου συνεχίζουν να είναι καχύποπτοι καθώς πιστεύουν ότι οι δύο αυτές γυναίκες ήταν ένοχες». 
  • Το "The Fall River Axe Murders" (Οι Ανθρωποκτονίες με Τσεκούρι στο Φολ Ρίβερ), είναι ένα διήγημα της Άντζελα Κάρτερ,το οποίο δημοσιεύτηκε στη συλλογή της με τίτλο Black Venus (Μαύρη Αφροδίτη) το 1985.
  • Μια άλλη ιστορία του Κάρτερ εμπνευσμένη από την Λίζι Μπόρντεν ήταν το «Lizzie's Tiger» (Η Τίγρη της Λίζι), στο οποίο η Λίζι, παρουσιάζεται ως τετράχρονο κορίτσι, και έχει μια εξαιρετική συνάντηση στο τσίρκο. Η ιστορία δημοσιεύτηκε το 1993 στη συλλογή American Ghosts and Old World Wonders (Φαντάσματα της Αμερικής και Θαύματα του Παλαιού Κόσμου).
  • Η Miss Lizzie (Κυρία Λίζι), ένα μυθιστόρημα του 1989 του Γουόλτερ Σάτερθγουέιτ, διαδραματίζεται τριάντα χρόνια μετά τους φόνους και αφηγείται μια φανταστική φιλία μεταξύ της Μπόρντεν και ενός παιδιού και τις υποψίες που προκύπτουν από έναν φόνο.
  • Το μυθιστόρημα της Αυστραλής συγγραφέα Σάρα Σμιντ το 2017 με τίτλο See What I Have Done (Δες Τι Έκανα) αφηγείται την ιστορία των δολοφονιών και των συνεπειών τους από την οπτική γωνία της Λίζι και της Έμμα Μπόρντεν, της Μπρίτζετ Σάλιβαν και ενός άλλου φανταστικού χαρακτήρα. Το βιβλίο κέρδισε το λογοτεχνικό βραβείο MUD.
  • Το μυθιστόρημα της Έρικα Μίλμαν του 2017 με τίτλο The Murderer's Maid (Η Υπηρέτρια της Δολοφόνου) αφηγείται τα γεγονότα από τη σκοπιά της Μπρίτζετ Σάλιβαν το 1892 και μιας νεαρής γυναίκας που συνδέεται με την υπόθεση στη σύγχρονη εποχή. Κέρδισε ένα χρυσό μετάλλιο ιστορικής μυθοπλασίας στα Βραβεία Βιβλίου Ανεξάρτητων Εκδοτών .

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Nickell, Joe (April 2020). «Lizzie Borden's Eighty-One Whacks». Skeptical Inquirer 44 (2): 22–25. 
  2. 2,00 2,01 2,02 2,03 2,04 2,05 2,06 2,07 2,08 2,09 2,10 2,11 2,12 «Η οικογένεια της Λίζι Μπόρντεν». 
  3. «Fall River History». The Lizzie Borden Collection. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2014. 
  4. McGrath, Patrick (22 August 2017). «Inside Lizzie Borden's House of Horror: See What I Have Done». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 August 2017. https://web.archive.org/web/20140201220523/http://www.thelizziebordencollection.com/fall-river-history.php. Ανακτήθηκε στις July 5, 2022. 
  5. "Testimony of Bridget Sullivan in the Trial of Lizzie Borden". University of Missouri–Kansas City School of Law: Famous Trials. Accessed September 5, 2011.
  6. https://famous-trials.com/lizzieborden/1437-home.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  7. «Testimony of Bridget Sullivan in the trial of Lizzie Borden». Famous Trials. University of Missouri–Kansas City School of Law. Ανακτήθηκε στις 19 Απριλίου 2011. 
  8. «Abby Durfee Gray Borden». The Lizzie Borden Collection. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2014. 
  9. https://famous-trials.com/lizzieborden/1437-home.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  10. https://famous-trials.com/lizzieborden/1437-home.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  11. https://famous-trials.com/lizzieborden/1437-home.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  12. «Butchered in their home: Mr. Borden and his wife killed in broad daylight». The New York Times (1857–1922). 5 August 1892. «He was one of the best known men in Fall River. – No clue to the murderer, but the police suspicious of his brother-in-law. – Story of the crime.» 
  13. «The Investigation». The Lizzie Borden Collection. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2014. 
  14. «Arrests to be made: The inquiries by Lizzie Borden about poison seem peculiar». New York Times (1857–1922). 6 August 1892. 
  15. «The Inquest». The Lizzie Borden Collection. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 1 Φεβρουαρίου 2014. 
  16. «Lizzie Borden indicted». Los Angeles Herald: σελ. 1. December 3, 1892. https://www.newspapers.com/clip/22537615/Los_Angeles_herald/.  open access
  17. Cantwell, Mary (July 26, 1992). «Lizzie Borden took an ax». The New York Times. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις January 29, 2017. https://web.archive.org/web/20170129130547/http://www.nytimes.com/1992/07/26/magazine/lizzie-borden-took-an-ax.html?pagewanted=all. Ανακτήθηκε στις April 19, 2011. 
  18. Multiple sources:
  19. McBain, Ed (1984). Lizzie. Gettysburg, Pennsylvania: Arbor House. ISBN 978-0877955702. 
  20. Adams, Cecil (13 Μαρτίου 2001). «Did Lizzie Borden kill her parents with an axe because she was discovered having an affair?». The Straight Dope. Ανακτήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 2008. 
  21. «Uncle John Morse *police person of interest». 40 Whacks Experience. 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 6 Απριλίου 2015. 
  22. Rebello, Leonard (1999). Lizzie Borden-Past and Present. Al-Zach Press. ISBN 978-0967073903. 
  23. Lachman, Marvin (2014). The Villainous Stage: Crime plays on Broadway and in the West End. McFarland. ISBN 978-0-7864-9534-4.