Κοινοβούλιο της Ιταλίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιταλικό Κοινοβούλιο

Parlamento Italiano
Εθνόσημο της Ιταλίας
Είδος
ΤύποςΔιθάλαμο
ΣώματαΓερουσία της Δημοκρατίας
Βουλή των Αντιπροσώπων
Τόπος συνεδριάσεων
Παλάτσο Μαντάμα (Γερουσία)
Παλάτσο Μοντετσιτόριο (Βουλή)
Ιστοσελίδα
parlamento.it

Το Κοινοβούλιο της Ιταλίας (ιταλικά: Parlamento Italiano) είναι το εθνικό κοινοβούλιο της Ιταλίας. Είναι το διθάλαμο νομοθετικό σώμα με 600 εκλεγμένα μέλη (parlamentari). Η Βουλή των Αντιπροσώπων, με 400 μέλη (deputati) είναι η κάτω βουλή. Η Γερουσία της Δημοκρατίας είναι η άνω βουλή και έχει 200 μέλη (senatori).

Από το 2005, ένας εκλογικός νόμος για την λίστα κομμάτων χρησιμοποιείται και στις δύο βουλές. Ένα μπόνους πλειοψηφίας δίδεται στον συνασπισμό που επιτυγχάνει πλειοψηφία: σε εθνικό επίπεδο για την Βουλή, σε περιφερειακό επίπεδο για την Γερουσία.

Λειτουργία του Κοινοβουλίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κοινοβούλιο είναι το αντιπροσωπευτικό σώμα των πολιτών στους δημοκρατικούς θεσμούς, και συνεπώς στον νόμο.

Οι δύο Βουλές είναι ανεξάρτητες η μία από την άλλη και δεν συνέρχονται ποτέ από κοινού εκτός από περιστάσεις που καθορίζονται από το Σύνταγμα. Η Βουλή των Αντιπροσώπων έχει 630 μέλη, ενώ η Γερουσία έχει 315 εκλεγμένα μέλη και έναν μικρό αριθμό ισόβιων γερουσιαστών: πρώην προέδρους της Δημοκρατίας και έως πέντε μέλη διορισμένα από τον Πρόεδρο για την συνεισφορά τους στην Χώρα σε υψηλά επιτεύγματα στον κοινωνικό ή επιστημονικό τομέα. Κατά τις 15 Μαΐου 2009 υπάρχουν επτά ισόβιοι γερουσιαστές (από τους οποίους τρεις είναι πρώην πρόεδροι).

Το κύριο προνόμιο του Κοινοβουλίου είναι η άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, η οποία είναι η εξουσία να θεσπίζει νόμους. Για να γίνει ένα κείμενο νόμος, πρέπει να λάβει την ψήφο αμφότερων των κοινοβουλευτικών σωμάτων ανεξάρτητα στην ίδια μορφή. Ένα νομοσχέδιο συζητείται σε μία από τις Βουλές, τροποποιείται, και εγκρίνεται ή απορρίπτεται: αν εγκριθεί, περνά στην άλλη Βουλή, η οποία μπορεί να το τροποποιήσει και να το εγκρίνει ή να το απορρίψει. Αν εγκριθεί χωρίς τροποποιήσεις, το κείμενο δημοσιεύεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και γίνεται νόμος. Αν εγκριθεί με τροποποιήσεις, περνά πίσω στην αρχική Βουλή, η οποία μπορεί να εγκρίνει το νομοσχέδιο όπως τροποποιήθηκε, σε μια τέτοια περίπτωση ο νόμος δημοσιεύεται επίσημα, ή να το απορρίψει.

Το Κοινοβούλιο ψηφίζει την υποστήριξη προς την Κυβέρνηση, η οποία διορίζεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και, από το 1994, συνήθως καθοδηγούμενο από τον ηγέτη του συνασπισμού που κερδίζει τις εκλογές, ενώ κατά την διάρκεια της αποκαλούμενης Πρώτης Δημοκρατίας επιλεγόταν από τους γραμματείς των μεγάλων κομμάτων. Η Κυβέρνηση πρέπει να λάβει ψήφο υποστήριξης από αμφότερα τα σώματα πριν έρθει επίσημα στην εξουσία, και το Κοινοβούλιο μπορεί να ζητήσει μια νέα ψήφο εμπιστοσύνης ανά πάσα στιγμή αν ένα ποσοστό οποιουδήποτε σώματος το απαιτήσει. Αν μια Κυβέρνηση αποτύχει να λάβει την ψήφο, πρέπει να παραιτηθεί· αν συμβεί αυτό, είτε δημιουργείται μια νέα Κυβέρνηση ή ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μπορεί να διαλύσει τις Βουλές και διεξάγονται νέες εκλογές.

Το Κοινοβούλιο σε κοινή συνεδρίαση αμφοτέρων των σωμάτων εκλέγει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (σε αυτή την περίπτωση, προστίθενται 58 περιφερειακοί αντιπρόσωποι), πέντε (το ένα τρίτο) μέλη του Corte Costituzionale και ένα τρίτο του Consiglio Superiore della Magistratura. Μπορεί να ψηφίσει την απόφαση κατηγορίας έσχατης προδοσίας ή επίθεσης στο Σύνταγμα εναντίον του Προέδρου της Δημοκρατίας (αν και αυτή η κατάσταση δεν έχει συμβεί ποτέ).

Εκλογικό σύστημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το παρόν εκλογικό σύστημα, που εγκρίθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 2005, βασίζεται στην εκπροσώπηση με λίστα κόμματος με μια σειρά ορίων για να ενθαρρυνθούν τα κόμματα να δημιουργήσουν συνασπισμούς. Αντικατέστησε ένα εκλογικό σύστημα Πρόσθετου Μέλους που είχε εισαχθεί τη δεκαετία του 1990.

Το block voting system βασίζεται σε εθνικό επίπεδο για τη Βουλή, και σε περιφερειακό για την Γερουσία. η Ιταλία διαιρείται σε συγκεκριμένο αριθμό περιφερειών για την Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ κάθε Περιοχή εκλέγει τους γερουσιαστές της. Κάθε περιφέρεια λαμβάνει έναν αριθμό εδρών ανάλογα με το μερίδιο της στον πληθυσμό της Ιταλίας. Ο συνασπισμός που λαμβάνει τις περισσότερες ψήφους, λαμβάνει τουλάχιστον 55% των εδρών σε εθνικό επίπεδο για τη Βουλή, και σε περιφερειακό επίπεδο στη Γερουσία, ενώ οι υπόλοιπες έδρες διαιρούνται αναλογικά μεταξύ μειοψηφούντων κομμάτων. Για τη Βουλή, οι έδρες που κερδίζει κάθε κόμμα κατανέμονται σε επίπεδο περιφερειών για να αποφασισθούν οι εκλεγμένοι υποψήφιοι. Οι υποψήφιοι στις λίστες κατατάσσονται με σειρά προτεραιότητας, έτσι ώστε ένα κόμμα κερδίζει για παράδειγμα δέκα έδρες, οι πρώτοι δέκα υποψήφιοι στη λίστα του λαμβάνουν έδρες στο κοινοβούλιο.

Ο νόμος επίσημα αναγνωρίζει συνασπισμούς κομμάτων: για να είναι μέρος ενός συνασπισμού, ένα κόμμα πρέπει να υπογράψει το επίσημο πρόγραμμά του και να δείξει την υποστήριξη του για τον υποψήφιο του συνασπισμού για την πρωθυπουργία.

Γερουσία της Δημοκρατίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Παλάτσο Μαντάμα, έδρα της Γερουσίας της Δημοκρατίας

Για τη Γερουσία, οι εκλογικές περιφέρειες ανταποκρίνονται στις 20 περιφέρειες της Ιταλίας, με 6 γερουσιαστές να αντιστοιχούν στους Ιταλούς του εξωτερικού. Το εκλογικό σύστημα είναι παρόμοιο με αυτό της κάτω βουλής, αλλά είναι κατά πολλοίς μεταφερμένο σε περιφερειακή βάση. Τα όρια είναι επίσης διαφορετικά, και εφαρμόζονται σε περιφερειακή βάση:

  • Ελάχιστο 20% για ένα συνασπισμό.
  • Ελάχιστο 8% για κάθε κόμμα που δεν συμμετέχει σε συνασπισμό.
  • Ελάχιστο 3% για κάθε κόμμα σε συνασπισμό (δεν υπάρχει εξαίρεση για το πρώτο κόμμα σε συνασπισμό κάτωθεν αυτού του ορίου, αντίθετα με την κάτω βουλή).

Ο συνασπισμός που κερδίζει την σχετική πλειοψηφία σε μια περιφέρεια κερδίζει αυτομάτως το 55% των εδρών της περιφέρειας, αν δεν έχει φθάσει αυτό το ποσοστό ήδη. Καθώς αυτός ο μηχανισμός είναι βασισμένος στις περιφέρειες, όμως, και τα κόμμα ή οι συνασπισμοί της αντιπολίτευσης μπορεί να ευεργετηθούν από αυτόν σε διαφορετικές περιφέρειες, δεν εγγυάται καθαρή απόλυτη πλειοψηφία για κανένα μπλοκ στη Γερουσία, αντίθετα με το εθνικό υπερεκχωρητικό σύστημα στην Βουλή των Αντιπροσώπων.

Βουλή των Αντιπροσώπων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Παλάτσο Μοντετσιτόριο, έδρα της Βουλής των Αντιπροσώπων

Για την Βουλή των Αντιπροσώπων, η Ιταλία διαιρείται σε 26 εκλογικές περιφέρειες: η Λομβαρδία έχει τρεις περιφέρειες, το Πεδεμόντιο, το Βένετο, το Λάτιο, η Καμπανία, και η Σικελία έχουν έκαστα από δύο, και όλες οι άλλες περιφέρειες έχουν μία. Αυτές οι περιφέρειες από κοινού εκλέγουν 617 ΜΚ. Άλλο ένα εκλέγεται στην Κοιλάδα της Αόστα και 12 εκλέγονται από μια περιφέρεια που αποτελείται από Ιταλούς που ζουν στο εξωτερικό.

Οι έδρες κατανέμονται μεταξύ των κομμάτων που περνούν τα όρια της συνολικής ψήφου σε εθνική βάση:

  • Ελάχιστο 10% για ένα συνασπισμό. Αν αυτή η απαίτηση δεν ικανοποιείται, το όριο του 4% εφαρμόζεται για τα μοναδικά κόμματα.
  • Ελάχιστο 4% για κάθε κόμμα που δεν συμμετέχει σε συνασπισμό.
  • Ελάχιστο 2% για κάθε κόμμα σε ένα συνασπισμό, εκτός αν το πρώτο κόμμα κάτω του 2% σε ένα συνασπισμό λάβει έδρες.

Επίσης, τα κόμματα που εκπροσωπούν περιφερειακές γλωσσικές μειονότητες κερδίζουν έδρες αν λάβουν τουλάχιστον 20% των ψήφων στην εκλογική τους περιφέρεια.

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νέος εκλογικός νόμος έχει υποστεί ευρεία κριτική από την κεντροαριστερή αντιπολίτευση από τότε που παρουσιάσθηκε για μια σειρά αιτιών:

Αστάθεια
Το σύστημα θεωρείται από τους επικριτές του ως λιγότερο σταθερό από το προηγούμενο σύστημα πρόσθετου μέλους. Το βασισμένο στις περιφέρειες σύστημα στην άνω βουλή δεν εγγυάται να δημιουργήσει μια καθαρή πλειοψηφία, και ίσως δρομολογεί κυβερνητικές κρίσεις. Στην πραγματικότητα, δεν είναι ξεκάθαρο πως το προηγούμενο σύστημα θα μπορούσε να εξαλείψει το πρόβλημα. Παρά την κριτική, ο συνασπισμός του Μπερλουσκόνι κέρδισε μια καθαρή πλειοψηφία μετά τις εκλογές του 2008, και στη Βουλή και στη Γερουσία.

Το προηγούμενο εκλογικό σύστημα (1993-2005)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταξύ 1991 και 1993, ως αποτέλεσμα δύο δημοψηφισμάτων και νομοθεσίας, ο Ιταλικός εκλογικός νόμος άλλαξε ουσιαστικά. Ο εκλογικός νόμος στην Ιταλία καθορίζεται από το Κοινοβούλιο, όχι από το σύνταγμα. Αυτό, μαζί με την ταυτόχρονη κατάρρευση του Ιταλικού κομματικού συστήματος, σηματοδοτεί την μετάβαση από την Πρώτη στη Δεύτερη Ιταλική Δημοκρατία.

Δύο δημοψηφίσματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σχεδόν καθαρά σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης της Πρώτης Δημοκρατίας κατέληξε όχι μόνο σε κατακερματισμό των κομμάτων και ακολούθως σε κυβερνητική αστάθεια, αλλά επίσης σε απομόνωση των κομμάτων από το το εκλογικό σώμα και την πολιτική κοινωνία. Αυτό ήταν γνωστό στα Ιταλικά ως partitocrazia, σε αντίθεση με τη δημοκρατία, και κατέληξε σε διαφθορά και πολιτική βαρελιού με χοιρινό.

Βλέπε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]


Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]