Φίλα Πιερίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Φίλα ήταν μια ελληνιστική πόλη στην Πιερία της Μακεδονίας.

Τοποθεσία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ρωμαίος ιστορικός Τίτος Λίβιος την τοποθετούσε 7 χιλιόμετρα δυτικότερα του Ηρακλείου και ο Δήμιτσας στο έργο του Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας λέει ότι ήταν «οχυρά φύσει και θέσει», κλειδί στη δίοδο Μακεδονίας και Θεσσαλίας και ότι απείχε περίπου 1 μίλι από το Ηράκλειο[1]. Ακριβέστερος φαίνεται ο Desdevises στο έργο του "Géographie ancienne de la Macédoine" γράφει[2]:

Ο ανωτέρω ερευνητής βοηθάει στην τοποθεσία της αρχαίας πόλεως. Ο δρόμος από το Ομόλιο προς το Δίον πρέπει να είναι αυτός που περνούσε από τα χωριά Πετρογέφυρο κι από κει στο Διαβατό - το ύψωμα είναι μετά τα Μπουρουβάρια, θέση "φύσει οχυρά" και ελέγχει τη διάβαση[3].

Σχετικά με την ονομασία Bourouvari, εννοούνται τα Μπουλουβάρια του Πυργετού. Υπάρχουν πολλά λείψανα άλλων εποχών:

  • Τα εξωκλήσια που αναφέρονται από περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα σαν ερειπωμένα - πρέπει να ήταν παλιά από τα χρόνια της τουρκοκρατίας
  • Η επιτάφια πλάκα που σήμερα είναι εντοιχισμένη στον ναό του Αγίου Γεωργίου στον Πυργετό
  • Οι επιγραφές - βυζαντινές και ρωμαϊκές - που ο Heuzey υποστηρίζει ότι τις βρήκε έξω από το εξωκλήσι του Πυργετού, τον Άγιο Νικόλαο, το κτίσμα, που μέρος του υπάρχει και σήμερα και που θυμίζει βαπτιστήριο των πρώτων χριστιανικών χρόνων.

Αν συνδυάσουμε μ' όλα αυτά και την πληροφορία ότι το Βυζαντινό Λυκοστόμιο κτίστηκε κάπου κοντά στην αρχαία Φίλα, ίσως μπορούμε να πούμε ότι στα σημερινά Μπουλουβάρια ήταν το Λυκοστόμιο. Ο Γάλλος περιηγητής Λεόν Εζέ (αρχές 19ου αιώνα) ερμηνεύει τον τύπο Bourouvari ως «διασκορπισμένοι άνθρωποι»[4].

Πολύ πιθανόν να την έκτισε ο Δημήτριος Β' Αιτωλικός (241 - 231 π.Χ.) για να έχει στις επιχειρήσεις του κατά των Αιτωλών ένα ισχυρό οχυρό πολύ κοντά στον Πηνειό. Η κτίση της πόλεως κρίθηκε αναγκαία, γιατί ο Πηνειός αποτελούσε φυσική διάβαση προς τη Θεσσαλία κι όριζε από Νότο τη Μακεδονία, ήταν λοιπόν εξαιρετικά ευαίσθητη περιοχή. Κατά την συνήθεια που είχαν οι Μακεδόνες, στην πόλη δόθηκε το όνομα της μητέρας του Δημητρίου Φίλας ή κατ' άλλους της γιαγιάς του, κόρης του Αντίπατρου[5][1] και συζύγου του Δημητρίου Πολιορκητού. Ο Βυζαντινός γεωγράφος του 6ου μ.Χ. αιώνα Στέφανος Βυζάντιος γράφει τα εξής στο λήμμα Φίλα[6][7]:

Δεν αναφέρει αν η πόλη υπήρχε στις μέρες του. Υπάρχει όμως μια πληροφορία από τον Λεόν Εζέ (αρχές 19ου αιώνα), ο οποίος αναφέρει νομίσματα[4] που βρέθηκαν στην περιοχή του Πυργετού. Είχαν παράσταση Νίκης και τη λέξη ΦΙΛΑ από τη μία μεριά κι από την άλλη το ρόπαλο, έμβλημα των Μακεδόνων βασιλιάδων. Είναι πράγματι δυσεξήγητο για ποια ιδιαίτερη εύνοια μια μικρή Μακεδονική πολιτεία έκοψε νόμισμα στο όνομά της.

Αρχαία ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο τελευταίος Μακεδών βασιλεύς Περσέας (179-168 π.Χ.) έλεγχε μέσω της Φίλας τις κινήσεις των Ρωμαίων στην προσκείμενη προς αυτούς Θεσσαλία[8]. Τον Ιούλιο μάλιστα του 171 π.Χ. αφήνει στην πόλη φρουρά υπό τον Τιμόθεο κι εκείνος προχωρεί προς το Δίον όπου στρατοπεδεύει. Μετά από αγώνες το 169 π.Χ. ο Κόιντος Μάρκιος Φίλιππος, Ρωμαίος ύπατος, καταλαμβάνει τη Φίλα και την κάνει ορμητήριο για τις εξορμήσεις του[9]. Τον Ιούνιο του 168 π.Χ. ο Λεύκιος Αιμίλιος Παύλος έρχεται στο ρωμαϊκό στρατόπεδο της Φίλας, οργανώνει τις δυνάμεις του και έχοντας αυτήν σαν ορμητήριο κατορθώνει να νικήσει τον Περσέα στην μάχη Πύδνας (168 π.Χ.)[10]. Η μικρή ελληνιστική πόλη περιλήφθηκε στην τρίτη «μερίδα» από τις τέσσερις που δημιουργήθηκαν στη Μακεδονία. Το κέντρο της μερίδας αυτής ήταν η Πέλλα και τα όριά της έφταναν ως τις εκβολές του Πηνειού ποταμού. Πιθανότατα μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση οι Φιλαίοι διασπάρθηκαν στην κοιλάδα, έζησαν εκεί στα κτήματά τους και στη συνέχεια λόγω επιδρομών ή και επιδημίας, αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν στην περιοχή που σήμερα βρίσκεται ο Πυργετός[11][12].

Βυζαντινή και νεότερη ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Φίλα πρέπει να καταστράφηκε από τις αλλεπάλληλες εχθρικές επιδρομές και οι κάτοικοι της διασκορπίστηκαν στη γύρω περιοχή καθώς και σε άλλα μέρη. Όμως κατά τον 10ο περίπου αιώνα μ.Χ. οι Βυζαντινοί για να αναχαιτίσουν αυτές ακριβώς τις από βορρά επιδρομές, έκτισαν στην ίδια θέση ή κάπου κοντά την πόλη Λυκοστόμιον[4]. Έτσι ονομαζόταν κατά τα Βυζαντινά χρόνια όλη η κοιλάδα των Τεμπών κι από κει πήρε και η πόλη το όνομα. Σαν φρούριο το Λυκοστόμιον είχε μεγαλύτερη σημασία από το φρούριο των Γόννων, γιατί τότε οι Βαρβαρικές επιδρομές γινόταν από το Βορρά. Στην πόλη υπήρχε και φερώνυμη επιτροπή που υπαγόταν στην Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και περιελάμβανε όλη την περιοχή των Τεμπών. Όσον αφορά τον ακριβή καθορισμό της θέσεως του Λυκοστομίου, τα πράγματα περιπλέκονται γιατί οι πληροφορίες δεν είναι σαφείς. Ο Άγγλος περιηγητής Γουίλιαμ Ληκ στο ημερολόγιό του λέει ότι ήταν πόλη Βυζαντινή μεταξύ Δερελί και Μπαλαμούτ[3][4], κτίστηκε μάλλον τον 11ο αιώνα. Άλλοι τοποθετούν την πόλη στα Αμπελάκια, ίσως γιατί τον 19ο αιώνα η έδρα του Επισκόπου Λυκοστομίου ήταν εκεί.

Στον Κατακουζηνό αναφέρονται τα εξής: «Και είδε τον τε Γόλον και Καστρίν και Λυκοστόμιον, πολίσματα αυτής» (το Καστρί μάλλον το Κάστρο της Ωριάς). Ο Δουσμάδης στη Ιστορία της Θεσσαλίας, αναφερόμενος στους αγώνες των Βυζαντινών κατά των Φράγκων, ιδιαίτερα των Καταλανών, λέει ότι το 1333 ο διοικητής Θεσσαλονίκης Μονομαχάτος βλέποντας την αναρχία που επικρατούσε στη Θεσσαλία αποφάσισε ν' αναλάβει εκστρατεία σ' αυτήν. Καθώς κατεβαίνει, καταλαμβάνει το Λυκοστόμιον και το Καστρίον και φθάνει μέχρι τον Γόλον, όπου ήταν διοικητής ο Ιωάννης Άγγελος. Απ' αυτά είναι φανερό ότι και οι δύο τοποθετούν το Λυκοστόμιο έξω από την Ανατολική είσοδο της κοιλάδας των Τεμπών. Αυτό φαίνεται κι από το ημερολόγιο του Ενετού Angiolello. Στις 7 Αυγούστου 1470 γράφει τα εξής: «... Εις το τέρμα της στενωπού (δηλ. της Ανατολικής εισόδου των Τεμπών) υπάρχουν αρχαίαι οικοδομαί, αι οποίαι μαρτυρούν ότι ήτο κάποτε εκεί πόλις ή κάστρον». Από το κείμενο αυτό μαθαίνουμε επιπλέον ότι τον 15ο αιώνα αι το Λυκοστόμιον είχε καταστραφεί. Ο Desdevises στηριζόμενος σ' όλες αυτές τις μαρτυρίες[13], επιπλέον δε στο ότι στη θέση Μπουλουβάρια (κοντά στον Πυργετό) βρίσκονταν (και εξακολουθούν να υπάρχουν) ερείπια, ισχυρίζεται ότι το Λυκοστόμιον αντικαθιστά τη Φίλα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Μακεδονικά : Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας πηγάς και τα νεώτερα βοηθήματα / υπό Μαργαρίτου Γ. Δήμιτσα». Anemi - Digital Library of Modern Greek Studies. σελ. 498. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2023. 
  2. Dezert, Th Desdevises du (1862). Géographie ancienne de la Macédoine. Auguste Durand, libraire-éditeur. 
  3. 3,0 3,1 Dezert, Theophile Desdevises-du- (1862). Geographie ancienne de la Macedoine. Auguste Durand. σελ. 46. 
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 Heuzey, Léon (6 Δεκεμβρίου 2022). Le Mont Olympe et l'Acarnanie: Exploration de ces deux régions - étude de leurs antiquités, histoire, de leurs populations. DigiCat. 
  5. «IG II² 776 - PHI Greek Inscriptions». epigraphy.packhum.org. Ανακτήθηκε στις 11 Αυγούστου 2023. 
  6. Βυζάντιος, Στέφανος (1502). Στέφανος Βυζάντιος, De urbibus. 
  7. Βυζάντιος, Στέφανος (1849). Στέφανος Βυζάντιος, Ethnica. Impensis G. Reimeri. 
  8. Holland, Henry (1815). Travels In The Ionian Isles, Albania, Thessaly, Macedonia, &c: During The Years 1812 And 1813. Longman, Hurst, Rees, Orme, And Brown. 
  9. Λίβιος, Τίτος. «44». Ab urbe condita (στα Λατινικά). 
  10. Λίβιος, Τίτος. «67». Ab urbe condita (στα Λατινικά). 42. 
  11. Talbert, Richard J. A. (8 Οκτωβρίου 2000). Barrington Atlas of the Greek and Roman World: Map-by-map Directory. Princeton University Press. σελ. 828. ISBN 978-0-691-04945-8. 
  12. Παπάζογλου, Φανούλα (1988). Les villes de Macédoine à l'époque romaine. Γαλλική Σχολή Αθηνών. σελ. 115-116. ISBN 978-2-86958-014-5. 
  13. Dezert, Theophile Desdevises-du- (1862). Geographie ancienne de la Macedoine. Auguste Durand. σελ. 284. 

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]