Υπεξαίρεση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η υπεξαίρεση είναι ποινικό αδίκημα που προσβάλλει το έννομο αγαθό της ιδιοκτησίας. Ως υπεξαίρεση ορίζεται η ιδιοποίηση ξένου (ολικώς ή εν μέρει) κινητού πράγματος που περιήλθε στην κατοχή του δράστη με οποιονδήποτε τρόπο. Παραδείγματα : 1) Ο ταμίας μιας δημόσιας υπηρεσίας ή μιας επιχείρησης ιδιοποιείται τα χρήματα που διαχειρίζεται. 2) Ο Α βρίσκει ένα πράγμα αξίας και, αντί να το παραδώσει στην πλησιέστερη αρχή, το ιδιοποιείται. 3) Ο Χ που έλαβε ένα αντικείμενο αξίας από τον Ψ για να το φυλάει, το ιδιοποιείται.

Διαφορά υπεξαίρεσης από την κλοπή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τόσο η υπεξαίρεση όσο και η κλοπή είναι εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας. Όμως, ο δράστης κλοπής αφαιρεί από την κατοχή άλλου ξένο πράγμα με σκοπό να το ιδιοποιηθεί παράνομα, ενώ ο δράστης υπεξαίρεσης ιδιοποιείται ξένο πράγμα που είναι ήδη στην κατοχή του.

Η τυποποίηση της υπεξαιρέσεως ως εγκλήματος στον ισχύοντα ελληνικό Ποινικό Κώδικα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπεξαίρεση τυποποιείται ως έγκλημα στο άρθρο 375 του ισχύοντος ελληνικού Ποινικού Κώδικα. Στη βασική μορφή του, το έγκλημα της υπεξαιρέσεως είναι πλημμέλημα και τιμωρείται με φυλάκιση 1-5 ετών. Αν το αντικείμενο που υπεξαιρέθηκε είναι μεγάλης αξίας που το έχουν εμπιστευθεί στον δράστη λόγω ανάγκης ή λόγω της ιδιότητάς του παθόντος ως εντολοδόχου, επιτρόπου ή κηδεμόνα του παθόντος ή ως μεσεγγυούχου ή διαχειριστή ξένης περιουσίας, η υπεξαίρεση προσλαμβάνει κακουργηματική μορφή, οπότε τιμωρείται με κάθειρξη από πέντε ως δέκα έτη.

Η πρόβλεψη αυξημένης ποινής για την υπεξαίρεση όταν διαπράττεται από καταχραστές του Δημοσίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ν. 1608/1950 "περί προσαυξήσεως των ποινών των προβλεπομένων διά τους καταχραστάς του δημοσίου" θέτει την υπεξαίρεση μεταξύ των εγκλημάτων τα οποία, εφόσον α)στρέφονται κατά του Δημοσίου ή άλλων δημοσίων νομικών προσώπων και β)το όφελος που πέτυχε ή επιδίωξε ο δράστης ή η ζημία που προξενήθηκε ή οπωσδήποτε απειλήθηκε στο Δημόσιο ή στα πιο πάνω νομικά πρόσωπα υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο ποσό (5.000.000 δρχ), επιβάλλεται η ποινή της κάθειρξης στον δράστη (ποινή στέρησης της ελευθερίας από πέντε ως είκοσι έτη). Αν,μάλιστα, συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως αν ο ένοχος εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος ή το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, επιβάλλεται η ποινή της ισόβιας κάθειρξης (άρθρο 1§1 ν. 1608/1950). Υπ' αυτές τις προϋποθέσεις, η υπεξαίρεση μπορεί να τιμωρηθεί με την ανώτατη ποινή που προβλέπεται στην ελληνική έννομη τάξη .

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]