Τραπεζικός πανικός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο τραπεζικός πανικόςμαζική απόσυρση καταθέσεων) (στα αγγλικά: bank run) συμβαίνει όταν ένας μεγάλος αριθμός τραπεζικών πελατών αποσύρουν τις καταθέσεις τους διότι πιστεύουν ότι η τράπεζα είναι, ή μπορεί να γίνει αναξιόχρεη. Καθώς ο τραπεζικός πανικός προχωρά, δημιουργεί μία ορμή με τρόπο αυτοεκπληρούμενης προφητείας (ή θετικής ανάδρασης): όσο περισσότεροι άνθρωποι αποσύρουν τις καταθέσεις τους, τόσο η πιθανότητα χρεοκοπίας της τράπεζας αυξάνεται και αυτό ενθαρρύνει ακόμα περισσότερες αποσύρσεις καταθέσεων. Η διαδικασία αυτή μπορεί να αποσταθεροποιήσει την τράπεζα σε σημείο πτώχευσης.

Μία συστημική τραπεζική κρίση συμβαίνει όταν πολλές τράπεζες υποφέρουν ταυτόχρονα από μαζική απόσυρση καταθέσεων και όλο ή σχεδόν όλο το τραπεζικό κεφάλαιο μίας χώρας απαλείφεται. Η αλυσίδα χρεοκοπιών μπορεί να προκαλέσει οικονομική ύφεση.

Διάφορες τεχνικές μπορούν να βοηθήσουν ώστε να αποφευχθούν μαζικές αποσύρσεις καταθέσεων. Τέτοιες είναι η προσωρινή απαγόρευση εκταμίευσης, η οργάνωση της Κεντρικής Τράπεζας σαν δανειστής έσχατης προσφυγής, η προστασία μέσω ασφάλειας καταθέσεων. Αυτές οι τεχνικές δε λειτουργούν πάντα: Για παράδειγμα, ακόμα και εάν υπάρχει ασφάλεια καταθέσεων, οι καταθέτες μπορεί να υποκινούνται επειδή πιστεύουν ότι η τράπεζα δε θα μπορεί να παρέχει άμεση πρόσβαση στις καταθέσεις τους κατά τη διάρκεια της αναδιοργάνωσης.

Πρόληψη και καταπράυνση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανικός του 2007 στην Northern Rock, μια Βρετανική τράπεζα, εν μέσω της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2008.
Ένας πανικός στο υποκατάστημα της Bank of East Asia στο Χονκ Κόνγκ, ο οποίος προκλήθηκε από φήμες το 2008.

Υπάρχουν πολλές τεχνικές για την πρόληψη ή την καταπράυνση των τραπεζικών πανικών.

Μεμονωμένες τράπεζες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές τεχνικές πρόληψης ισχύουν για μεμονωμένες τράπεζες, ανεξαρτήτως του υπολοίπου της οικονομίας.

  • Τα τραπεζικά καταστήματα επιδεικνύουν σταθερότητα, με συμπαγή αρχιτεκτονική του κτιρίου τους και συντηρητικό ντύσιμο του προσωπικού τους.[1]
  • Μια τράπεζα μπορεί να επισκιάσει πληροφορίες που μπορεί να πυροδοτήσουν έναν πανικό. Για παράδειγμα, στις εποχές πριν την καθιέρωση της ασφάλισης καταθέσεων, είχε νόημα για την τράπεζα να έχει ένα μεγάλο χώρο αναμονής και γρήγορη εξυπηρέτηση, ώστε να αποφεύγεται ο σχηματισμός μιας ουράς πελατών μέχρι τον δρόμο, η οποία μπορεί να επηρέαζε περαστικούς να σχηματίσουν την εντύπωση πανικού.[2]
  • Μια τράπεζα μπορεί να επιβραδύνει τον πανικό με την επιβράδυνση της διαδικασίας. Μια τεχνική είναι η τοποθέτηση ενός μεγάλου αριθμού φίλων και οικογενείας των υπαλλήλων στην ουρά και η πραγματοποίηση ενός μεγάλου αριθμού μικρών, αργών συναλλαγών.[1]
  • Ο κατάλληλος προγραμματισμός εφοδιασμού με μετρητά μέσω χρηματαποστολών, σε εμφανές σημείο, μπορεί να πείσει τους συμμετέχοντες σε έναν πανικό ότι δεν υπάρχει ανάγκη αναλήψεων των καταθέσεών τους βιαστικά.[1]
  • Οι τράπεζες μπορεί να ενθαρρύνουν τους πελάτες τους να κάνουν προθεσμιακές καταθέσεις, οι οποίες δεν μπορούν να αναληφθούν επί τόπου. Αν οι προθεσμιακές καταθέσεις αποτελούν ένα αρκετά υψηλό ποσοστό του παθητικού της τράπεζας, η ευπάθεια της σε πανικούς μειώνεται σημαντικά. Το μειονέκτημα είναι ότι οι τράπεζες πρέπει να πληρώνουν υψηλότερο επιτόκιο σε προθεσμιακές καταθέσεις.
  • Μια τράπεζα μπορεί να αναστείλει προσωρινά τις αναλήψεις για να σταματήσει έναν πανικό: αυτό καλείται αναστολή μετατρεψιμότητας. Σε πολλές περιπτώσεις η απειλή της αναστολής αποτρέπει τον πανικό, που σημαίνει ότι η απειλή δεν χρειάζεται να πραγματοποιηθεί.[2]
  • Έκτακτη εξαγορά μιας ευπαθούς τράπεζας από έναν άλλον οργανισμό με ισχυρότερα αποθεματικά. Η τεχνική αυτή χρησιμοποιείται συχνά από την Αμερικανική Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφαλίσεων Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation) για την απομάκρυνση αφερέγγυων τραπεζών, αντί της πληρωμής των καταθετών απευθείας από τα δικά της αποθέματα.[3]
  • Αν δεν υπάρχει άμεσος πιθανός αγοραστής για έναν αφερέγγυο οργανισμό, ο ρυθμιστής ή ο ασφαλιστής καταθέσεων μπορεί να σχηματίσει μια τράπεζα γέφυρα, η οποία λειτουργεί προσωρινά μέχρι η επιχείρηση να μπορέσει να ρευστοποιηθεί ή να πουληθεί.
  • Για την εκκαθάριση έπειτα από την αποτυχία μιας τράπεζας, η κυβέρνηση μπορεί να σχηματίσει μια «κακή τράπεζα». Αυτή είναι μια καινούργια κρατική εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων η οποία αγοράζει μεμονωμένα μη εξυπηρετούμενα περιουσιακά στοιχεία από μία ή περισσότερες ιδιωτικές τράπεζες. Με αυτό τον τρόπο μειώνεται η αναλογία άχρηστων ομολόγων στις ομάδες στοιχείων ενεργητικών των τραπεζών αυτών. Έπειτα η κακή τράπεζα δρα ως πιστωτής στις περιπτώσεις χρεωκοπίας που ακολουθούν. Ωστόσο αυτό δημιουργεί ένα πρόβλημα ηθικού κινδύνου, ουσιαστικά επιδοτώντας την χρεωκοπία: προσωρινά μη αποδοτικοί οφειλέτες μπορούν να αναγκαστούν να αιτηθούν χρεωκοπία, ώστε να γίνουν επιλέξιμοι για την πώλησή τους σε μια κακή τράπεζα.

Συστημικές τεχνικές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μερικές τεχνικές πρόληψης ισχύουν για όλη την οικονομία, αν και μπορεί να επιτρέπουν σε μεμονωμένους οργανισμούς να αποτύχουν

  • Τα συστήματα ασφάλισης καταθέσεων ασφαλίζουν κάθε καταθέτη μέχρι ένα συγκεκριμένο ποσό, οπότε οι οικονομίες του είναι προστατευμένες ακόμα και αν η τράπεζα αποτύχει. Αυτό αφαιρεί το κίνητρο κάποιου να αποσύρει τις καταθέσεις του, επειδή απλά άλλοι κάνουν το ίδιο.[2] Ωστόσο οι καταθέτες μπορεί ακόμα να υποκινούνται από φόβους ότι δεν θα έχουν άμεση πρόσβαση στα χρήματά τους εν μέσω μια τραπεζικής αναδιοργάνωσης.[4] Για την αποφυγή πανικού από τέτοιους φόβους, η Αμερικανική FDIC κρατά τις επιχειρήσεις εξαγοράς της μυστικές, και ανοίγει εκ νέου τα καταστήματα των τραπεζών που εξαγοράζει υπό νέα διεύθυνση, την αμέσως επόμενη εργάσιμη ημέρα.[3] Τα κρατικά προγράμματα ασφάλισης καταθέσεων μπορεί να είναι αναποτελεσματικά αν υπάρχει η εντύπωση ότι η ίδια η κυβέρνηση δεν έχει χρήματα.[1]
  • Οι απαιτήσεις κεφαλαίων μειώνουν την πιθανότητα αφερεγγυότητας μίας τράπεζας. Η συμφωνία Basel III ενδυναμώνει τις τραπεζικές απαιτήσεις κεφαλαίων και εισάγει νέες ρυθμιστικές απαιτήσεις όσον αφορά την τραπεζική ρευστότητας και μόχλευση.
    • Η τραπεζική πλήρους αποθεματικού (αγγλ.: full-reserve banking) είναι η υποθετική περίπτωση όπου η αναλογία αποθεματικού είναι 100% και η τράπεζα δεν δανείζει τα κατατεθέντα κεφάλαια, με την προϋπόθεση ότι ο καταθέτης διατηρεί το νομικό δικαίωμα της ανάληψής τους κατά βούληση. Υπό αυτήν την προσέγγιση οι τράπεζες αναγκάζονται να ταιριάξουν τις διάρκειες δανείων και καταθέσεων, οπότε ο κίνδυνος τραπεζικών πανικών μειώνεται σημαντικά.[5][6]
    • Μια λιγότερο αυστηρή εναλλακτική, από ότι η τραπεζική πλήρους αποθεματικού, είναι η απαίτηση για μια ορισμένη αναλογία αποθεματικού, η οποία περιορίζει τον λόγο καταθέσεων τον οποίο η τράπεζα μπορεί να δανείσει, καθιστώντας λιγότερο πιθανή την έναρξη ενός τραπεζικού πανικού, καθότι περισσότερα αποθεματικά είναι διαθέσιμα για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των καταθετών.[7] Η πρακτική αυτή θέτει ένα όριο στο τραπεζικό σύστημα κλασματικών αποθεμάτων.
  • Η διαφάνεια μπορεί να βοηθήσει στην πρόληψη της διασποράς κρίσεων διαμέσου του τραπεζικού συστήματος. Στα συμφραζόμενα της πρόσφατης διεθνούς κρίσης, η ακραία πολυπλοκότητα ορισμένων ειδών περιουσιακών στοιχείων κατέστησε δύσκολη την εκτίμηση, από παράγοντες της αγοράς, του ποιοι οικονομικοί οργανισμοί θα επιβίωναν, κάτι το οποίο μεγέθυνε την κρίση, αφού οι περισσότεροι οργανισμοί ήταν διστακτικοί στο να αλληλοδανειστούν.[εκκρεμεί παραπομπή]
  • Οι κεντρικές τράπεζες δρουν ως δανειστές τελευταίας ανάγκης. Για την αποτροπή ενός τραπεζικού πανικού, η κεντρική τράπεζα εγγυάται ότι θα δώσει δάνεια μικρής διαρκείας στις τράπεζες, ώστε να εξασφαλίσει ότι αν παραμείνουν οικονομικά βιώσιμες, θα έχουν πάντα αρκετή ρευστότητα για να τιμήσουν τις καταθέσεις τους.[2] Το βιβλίο του Ουόλτερ Μπάγκεχοτ Lombard Street παρέχει μια σημαντική πρώιμη ανάλυση του ρόλου του δανειστή τελευταίας ανάγκης.

Ο ρόλος του δανειστή τελευταίας ανάγκης και η ύπαρξη ασφάλισης καταθέσεων δημιουργούν ηθικό κίνδυνο, γιατί μειώνουν το κίνητρο των τραπεζών να αποφύγουν τον επικίνδυνο δανεισμό. Ωστόσο είναι καθιερωμένη πρακτική, αφού πιστεύεται ότι τα πλεονεκτήματα της συλλογικής πρόληψης είναι περισσότερα από ότι τα κόστη της εκτενούς ανάληψης ρίσκου.[8]

Τεχνικές για την αντιμετώπιση ενός τραπεζικού πανικού, όταν η πρόληψη έχει αποτύχει:

  • Επιβολή έκτακτων τραπεζικών αργιών.
  • Ανακοινώσεις της κυβέρνησης ή της κεντρικής τράπεζας για αυξημένες παροχές πίστωσης, δανείων ή διάσωσης (bailout) στις εκτεθειμένες τράπεζες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 Zoe Chase (2012-06-11). «Three Ways To Stop A Bank Run». NPR. http://www.npr.org/templates/transcript/transcript.php?storyId=154719542. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Diamond DW (2007). «Banks and liquidity creation: a simple exposition of the Diamond-Dybvig model» (PDF). Fed Res Bank Richmond Econ Q 93 (2): 189–200. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2012-05-13. https://web.archive.org/web/20120513200015/http://www.rich.frb.org/publications/research/economic_quarterly/2007/spring/pdf/diamond.pdf. Ανακτήθηκε στις 2015-06-28. 
  3. 3,0 3,1 Chana Joffe-Walt (2009-03-26). «Anatomy Of A Bank Takeover». NPR. http://www.npr.org/templates/story/story.php?storyId=102384657. 
  4. Reckard ES, Hsu T (2008-09-26). «U.S. engineers sale of WaMu to JPMorgan». Los Angeles Times. http://www.latimes.com/business/la-fi-wamu26-2008sep26,0,614943.story. Ανακτήθηκε στις 2008-09-26. 
  5. Allen WR (1993). «Irving Fisher and the 100 percent reserve proposal». J Law Econ 36 (2): 703–17. doi:10.1086/467295. https://archive.org/details/sim_journal-of-law-and-economics_1993-10_36_2/page/703. 
  6. Fernandez R, Schumacher L (eds.) (1997). «Does Argentina provide a case for narrow banking?». Στο: Bery SK, Garcia VF (eds.), επιμ (PDF). Preventing Banking Sector Distress and Crises in Latin America. World Bank Discussion Paper No. 360,, pp. 21–46. ISBN 0-8213-3893-5. http://www-wds.worldbank.org/external/default/WDSContentServer/WDSP/IB/2000/02/24/000009265_3971031092501/Rendered/PDF/multi_page.pdf. 
  7. Heffernan S (2003). «The causes of bank failures». Στο: Mullineux AW, Murinde V. Handbook of international banking. Edward Elgar. σελίδες 366–402. ISBN 1-84064-093-6. 
  8. Brusco S, Castiglionesi F (2007). «Liquidity coinsurance, moral hazard, and financial contagion». J Finance 62 (5): 2275–302. doi:10.1111/j.1540-6261.2007.01275.x.