Τιμισοάρα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 45°45′13″N 21°13′32″E / 45.75361°N 21.22556°E / 45.75361; 21.22556

Τιμισοάρα
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
Τοποθεσία στον χάρτη της χώρας
χάρτης
ΧώραΡουμανία
ΠεριφέρειαΔυτική
ΕπαρχίαΤίμις
ΔήμαρχοςDominic Fritz
Πληθυσμός303.708
Τηλεφωνικός κωδικός56
Πινακίδες κυκλοφορίαςTM
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα σχετικά με την πόλη

Η Τιμισοάρα (Γερμανικά Temeswar, επίσης πρώην Temeschburg ή Temeschwar, Ουγγρικά Temesvár, Γίντις : טעמשוואר, Σερβικά : Темишвар, Τέμισβαρ, Βουλγαρικά του Βανάτου Timišvár, Τουρκικά : Temeşvar, Σλοβακικά Temešvár) είναι η πρωτεύουσα του νομού Τίμις και το κύριο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτιστικό κέντρο της δυτικής Ρουμανίας. Βρίσκεται στον Ποταμό Μπέγκα και θεωρείται η ανεπίσημη πρωτεύουσα του ιστορικού Βανάτου. Από το 1848 ως το 1860 ήταν η πρωτεύουσα της Σερβικής Βοϊβοντίνας και του Βοεβοδάστου της Σερβίας και Βανάτου του Τέμεσβαρ. Με 319.279 κατοίκους στην απογραφή του 2011 η Τιμισοάρα ήταν τότε η τρίτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, μετά το Βουκουρέστι και το Κλουζ-Ναπόκα. Εχει σχεδόν μισό εκατομμύριο κατοίκους στη μητροπολιτική περιοχή της, ενώ το αστικό συγκρότημα Τιμισοάρα-Αράντ συγκεντρώνει περισσότερο από το 70% του πληθυσμού των νομών Τίμις και Αράντ. Η Τιμισοάρα είναι μια πολυπολιτισμική πόλη, με 21 εθνότητες και 18 θρησκείες.[1] Η διαπολιτισμικότητα αποτελεί εδώ και καιρό ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό για το δυτικό τμήμα της χώρας.

Περνώντας το 1716 από τους Οθωμανούς Τούρκους στους Αυστριακούς η Τιμισοάρα αναπτύχθηκε τους επόμενους αιώνες μέσα τις οχυρώσεις και στον αστικό πυρήνα που βρισκόταν γύρω τους. Κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα το φρούριο άρχισε να χάνει τη χρησιμότητά του, λόγω των πολλών εξελίξεων στη στρατιωτική τεχνολογία. Οι πρώην προμαχώνες και οι στρατιωτικοί χώροι κατεδαφίστηκαν και αντικαταστάθηκαν με νέες λεωφόρους και γειτονιές.[2] Η Τιμισοάρα ήταν η πρώτη πόλη της Μοναρχίας των Αψβούργων με φωτισμό δρόμων (1760) και η πρώτη ευρωπαϊκή πόλη που φωτίστηκε με ηλεκτρικούς λαμπτήρες δρόμου το 1884[3] και ήταν γνωστή για τον σημαντικό εθνοτικά γερμανικό πληθυσμό της γνωστό ως Σουαβοί του Βανάτου. Απέκτησε την πρώτη δημόσια δανειστική βιβλιοθήκη στη μοναρχία των Αψβούργων και δημοτικό νοσοκομείο 24 χρόνια πριν από τη Βιέννη.[3] Επίσης εξέδωσε την πρώτη γερμανική εφημερίδα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη (Temeswarer Nachrichten).[3] Η Τιμισοάρα ήταν το σημείο εκκίνησης της Ρουμανικής Επανάστασης.[4]

Η Τιμισοάρα είναι ένα από τα σημαντικότερα εκπαιδευτικά κέντρα της Ρουμανίας, με περίπου 40.000 φοιτητές εγγεγραμμένους στα έξι πανεπιστήμια της πόλης. Όπως πολλές άλλες μεγάλες πόλεις της Ρουμανίας η Τιμισοάρα είναι πάροχος υπηρεσιών ιατρικού τουρισμού, ειδικά για οδοντιατρική φροντίδα και αισθητική χειρουργική..[5] Στην Τιμισοάρα έχουν γίνει αρκετά επιτεύγματα της ρουμανικής ιατρικής, όπως η πρώτη εξωσωματική γονιμοποίηση, η πρώτη επέμβαση καρδιάς με λέιζερ και η πρώτη μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων.[3] Ως τεχνολογικός κόμβος η πόλη διαθέτει έναν από τους πιο ισχυρούς τομείς τεχνολογίας πληροφοριών στη Ρουμανία μαζί με το Βουκουρέστι, το Κλουζ-Ναπόκα, το Ιάσιο και το Μπρασόβ. Το 2013 η Τιμισοάρα είχε τη μεγαλύτερη ταχύτητα λήψης από το Διαδίκτυο στον κόσμο.[6]

Με το προσωνύμιο «Μικρή Βιέννη» ή «Πόλη των Λουλουδιών», η Τιμισοάρα είναι γνωστή για το μεγάλο αριθμό ιστορικών μνημείων και τα 36 πάρκα της και χώρους πρασίνου.[7] Τα θέρετρα ιαματικών λουτρών Μπούζιας και Μπάια Καλάτσεα βρίσκονται σε απόσταση 30 και 27 χλμ. αντίστοιχα από την πόλη και αναφέρονται από τη ρωμαϊκή εποχή για τις ιδιότητες των ιαματικών νερών τους. Μαζί με την Οράντεα η Τιμισοάρα αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Δρόμου Αρ Νουβό.[8] Είναι επίσης μέλος των Eurocities (Ευροπόλεων, από την Ελλάδα μέλη είναι η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη).[9] Η Τιμισοάρα έχει μια ενεργή πολιτιστική σκηνή λόγω των τριών κρατικών θεάτρων της πόλης, της όπερας, της φιλαρμονικής και πολλών άλλων πολιτιστικών ιδρυμάτων. Η πόλη είναι (2023) Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης μαζί με το Βέσπρεμ της Ουγγαρίας και την Ελευσίνα της Ελλάδας.[10]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ουγγρικό όνομα της πόλης Temesvár καταγράφηκε για πρώτη φορά ως Temeswar το 1315..[11] Αναφέρεται σε ένα κάστρο (vár) στον [[Τίμις|Ποταμό Τίμις] (Temes).[11] Το Τίμις ανήκει στην οικογένεια των υδρονυμίων που προέρχονται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα thib «βάλτος»..[12] Τα ρουμανικά και γερμανικά οικωνύμια (Timișoara και Temeschburg[13] αντίστοιχα) προέρχονται από τον ουγγρικό τύπο.[11] Οι αρχές των Αψβούργων/Αυστριακών χρησιμοποιούσαν επίσης το Temeschwar ή Temeswar, ονόματα που έχουν γίνει συνηθισμένα στην τρέχουσα χρήση. Το όνομα της πόλης προέρχεται από τον ποταμό που διέρχεται από την πόλη, Tίμισουλ Mιτσ (ουγγρικά: Kistemes), υδρωνύμιο που χρησιμοποιείτο μέχρι τον18ο αιώνα όταν άλλαξε σε Μπέγκα ή Mπέγκεϊ.[14]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή που οριοθετείται από το Mούρες, τον Τίσα και το Δούναβη ήταν πολύ εύφορη και πρόσφερε ευνοϊκές συνθήκες για τροφή και ανθρώπινη διαβίωση από το 4000 π.Χ.[15]Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μαρτυρούν την παρουσία πληθυσμού αγροτών, κυνηγών και τεχνιτών, η ύπαρξη του οποίου ευνοείτο από το ήπιο κλίμα, το εύφορο έδαφος και τα άφθονα νερά και δάση.

Ο πρώτος αναγνωρίσιμος πολιτισμός στο Βανάτο ήταν οι Δάκες που άφησαν ίχνη από το παρελθόν τους.[16] Αρκετοί Ρουμάνοι ιστορικοί έχουν προωθήσει την ιδέα ότι η σημερινή τοποθεσία της Τιμισοάρα αντιστοιχεί στον οικισμό των Δακών Ζουρόβαρα. Αν και η θέση του είναι άγνωστη οι συντεταγμένες που έδωσε ο γεωγράφος Πτολεμαίος στο έργο του Γεωγραφική Υφήγησις το τοποθετούν στα βορειοδυτικά του Βανάτου.[17]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής κυριαρχίας η περιοχή της Τιμισοάρα κυβερνήθηκε από Οστρογότθους, Ούννους, Γέπιδες, Άβαρους και Βούλγαρους, πριν την Ουγγρική κατάκτηση στις αρχές του 10ου αιώνα.

Αρχαιολογικά ευρήματα από μεσαιωνικό νεκροταφείο δείχνουν ότι το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα στην περιοχή δυτικά της σημερινής πόλης εγκαταστάθηκε μια κοινότητα πολεμιστών. Σχεδόν οι μισοί από τους 41 τάφους απέφεραν κτερίσματα (αιχμές βελών, περόνες, σκουλαρίκια και βραχιόλια, γεγονός που υποδηλώνει ότι εκείνοι που είχαν ταφεί στο νεκροταφείο διατηρούσαν τα παγανιστικά τους έθιμα. Η τοπθέτηση αιχμών βελών στους τάφους έχει τεκμηριωθεί σε Ούγγρους πολεμιστές του 10ου αιώνα στη λεκάνη της Παννονίας. Η θέση των οστών των χεριών σε δέκα τάφους πιθανολογεί ότι Χριστιανοί ή λαοί επηρεασμένοι από το Χριστιανισμό ήταν επίσης θαμμένοι στο νεκροταφείο. Διάφοροι τύποι δακτυλιδιών παραπέμπουν σε εμπορικές επαφές μεταξύ των ντόπιων κατοίκων και της Βαλκανικής Χερσονήσου. Το νεκροταφείο εγκαταλείφθηκε τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα.

Ο Moυσουλμάνος γεωγράφος των μέσων του 12ου αιώνα Μουχαμάντ αλ-Ιντρίσι ανέφερε μια πόλη ονόματι "Τ.ν.υ.σ.μπ.ρ." και την περιέγραφε ως ευμερούσα στα νότια του ποταμού "Τ.υ.σ.υ.α." ή Τίσα. Ο ιστορικός Ιστβαν Πέτροβιτς συνδέει το "Τ.ν.υ.σ.μπ.ρ." με την Τιμισοάρα, υποστηρίζοντας ότι ο Ιντρίσι το τοποθετεί εσφαλμένα γιατί δεν είχε άμεση πληροφόρηση για την πόλη. Η Τιμισοάρα πήρε το όνομά της από ένα φρούριο : το Ουγγρικό όνομα της πόλης, Τέμεσβαρ, αναφέρεται σε ένα κάστρο (βαρ) στον ποταμό Τίμις (Τέμες). Το φρούριο αναφέρεται για πρώτη φορά στα Αρχεία του Αραντ γύρω στα 1177. To έγγραφο ανέφερε δυο χωριά, το "Σεπ" και το "Βρμαν" στα βασιλικά κτήματα που ανήκαν στο φρούριο "Ντεμενσιένσις". Ηταν πιθανότατα κατασκευασμένο από χώμα και ξύλο, σύμφωνα με τον ιστορικό Φέρεντς Ζέμποκ. Το φρούριο, που ήταν χτισμένο σε ελώδη έκταση, κοντά σε ένα παραπόταμο του Τίμις, τον Μπέγκα, ήταν έδρα του ισπάν ή αρχηγού της Επαρχίας του Τέμες. Το 1241 η πόλη καταστράφηκε κατά τη Μογγολική εισβολή στην Ουγγαρία και την Πολωνία, αλλά τα τείχη ξαναχτίστηκαν.

Ο Κάρολος Α΄ της Ουγγαρίας μετέφερε την κατοικά του στην Τιμισοάρα το 1315 επειδή μερικοί ισχυροί άρχοντες που είχαν αρνηθεί να του υποταχθούν έλεγχαν μεγάλες περιοχές σε άλλα μέρη της Ουγγαρίας. Τα επόμενα χρόνια ανεγέρθηκε ένα βασιλικό κάστρο κοντά στο παλιό φρούριο, που και αυτό ανακατασκευάσθηκε με πέτρα. Σύμφωνα με τον Πέτροβιτς η εκκλησία η αφιερωμένη στον Αγιο Ελίγιο υποδηλώνει ότι την περίοδο αυτή εγκαταστάθηκαν στην πόλη Ιταλοί καλλιτέχνες, γιατί ο άγιος λατρευόταν αρχικά στη Νάπολη. Οι Δομινικανοί εγκαταστάθηκαν στην πόλη πριν ο Τσανάντ Τελέγκντι χιροτονηθεί επίσκοπος στην τοπική τους εκκλησία στις αρχές του 1323. Οταν ο Κάρολος Α΄ αποκατάστησε τη βασιλική του εξουσία μετέφερε την αυλή του από την Τιμισοάρα στο, σε κεντρική τοποθεσία, Βίσεγκραντ το καλοκαίρι του 1323.

Οι "επισκέπτες έποικοι" της πόλης (hospites de Themeswar) μνημονεύονται για πρώτη φορά το 1341, οι δημότες της Τιμισοάρα (cives de Temeswar) το 1342. Η εθνικότητα των πολιτών σπανίως αναφερόταν αλλά τα ονόματά τους δείχνουν ότι οι περισσότεροι "επισκέπτες έποικοι" και δημότες ήταν Ούγγροι. Μητρώα πολιτών που μετακινήθηκαν από το Σεμιάτσου Μάρε, το Μαράζ και άλλα χωριά κοντά στην Τιμισοάρα αποδεικνύουν ότι είχε εξελιχθεί σε σημαντικό περιφερειακό κέντρο. Εμποροι από τη Ραγούζα (σημερινό Ντουμπρόβνικ στη Κροατία) εγκαταστάθηκαν στην πολη γύρω στα 1402. Βούλγαροι, Ρουμάνοι και Σέρβοι μετακινήθηκαν επίσης στην πόλη το 15ο και το 16ο αιώνα. Για παράδειγμα, το όνομα του Γιοχάνες Ολάαχ ("Ιωάννης ο Βλάχος) που ήταν δημότης της Τιμισοάρα το 1539, υποδηλώνει ότι ήταν Ρουμανικής καταγωγής.

Από τα μέσα του 14ου αιώνα η Τιμισοάρα ήταν στην πρώτη γραμμή του αγώνα του Χριστιανικού κόσμου κατά των Μουσουλμάνων Οθωμανών Τούρκων. Γάλλοι και Ούγγροι σταυροφόροι συναντήθηκαν στην πόλη πριν τη Μάχη της Νικόπολης (στο Δούναβη) το 1396. Από το 1443 ο Ιωάννης Ουνυάδης χρησιμοποιούσε την πόλη ως στρατιωτικό προπύργιο κατά των Τούρκων, έχοντας ανεγείρει ισχυρό φρούριο. Η πόλη πολιορκήθηκε επανειλημμένα από τους Οθωμανούς τα έτη 1462, 1476, 1491 και 1522.

Το 1514 σε μια μάχη κοντά στην Τιμισοάρα ηττήθηκε η μεγαλύτερη αγροτική εξέγερση στην Ουγγρική ιστορία και ο ηγέτης της Γκιόργκι Ντόζσα βασανίσθηκε και εκτελέστηκε.

1552–1716: Οθωμανική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Προμαχώνας της Θηρεσίας, αμυντικό τείχος του Φρουρίου της Τιμισοάρα.
Η Τιμισοάρα το 1656, χάρτης του Nικολά Σανσόν. Παρατηρείστε τα μισοφέγγαρα στους πύργους που χαρακτήριζαν τις πόλεις κατά την οθωμανική εποχή.
Η Τιμισοάρα το 1685, χαρακτικό του Γιόζεφ Βάγκνερ

Η πτώση του Βελιγραδίου το 1521 και η ήττα στο Μόχατς το 1526 προκάλεσαν την τριχοτόμηση του Ουγγρικού Βασιλείου και το Βανάτο έγινε αντικείμενο διαμάχης μεταξύ του Βασιλείου της Ουγγαρίας των Αψβούργων και των Οθωμανών. Μετά από μια αποτυχημένη πολιορκία το 1551 οι Τούρκοι ανασυντάχθηκαν και επέστρεψαν με νέα στρατηγική. Στις 22 Απριλίου 1552 ένας στρατός 160.000 ατόμων με επικεφαλής τον Καρά Αχμέτ Πασά κατέλαβε την πόλη και την έκανε πρωτεύουσα του Εγιαλέτιου του Τέμεσβαρ. Ο τοπικός στρατιωτικός διοικητής Ιστβαν Λόσοντσυ και άλλοι Χριστιανοί σφαγιάστηκαν στις 27 Ιουλίου 1552 ενώ προσπαθούσαν να διαφύγουν από την πόλη από την Πύλη Aζαπιλόρ..[18] Μετά το θάνατο του Ιωάννη Ζαπόλυα οι Αψβούργοι προσπάθησαν να ανακτήσουν την Τρανσυλβανία και το Βανάτο, συμπεριλαμβανομένης της Τιμισοάρα, με ανάμεικτα αποτελέσματα. Η Τρανσυλβανία μάλιστα βρέθηκε υπό διπλή υποτέλεια για ένα διάστημα.[15]

Η Τιμισοάρα παρέμεινε υπό την οθωμανική κυριαρχία για 164 χρόνια, ελεγχόμενη απευθείας από το Σουλτάνο και απολαμβάνοντας ένα ειδικό καθεστώς, παρόμοιο με άλλες πόλεις της περιοχής, όπως η Βουδαπέστη και το Βελιγράδι. Την περίοδο αυτή στην Τιμισοάρα ζούσε μια μεγάλη ισλαμική κοινότητα και παρήγαγε διάσημες ιστορικές προσωπικότητες, όπως ο Οσμάν Αγάς του του Τέμεσβαρ.[19] Λόγω του στρατιωτικού προσανατολισμού της η ίδια η πόλη αναπτύχθηκε με βραδείς ρυθμούς υπό την Οθωμανική διοίκηση. Η Τιμισοάρα είχε δύο οχυρωμένα τμήματα : το κάστρο και την πόλη, που περιβαλλόταν από ξύλινα και πέτρινα τείχη. Την πόλη υπεράσπιζαν 200 πυροβόλα καθώς και τάφρος με νερό γύρω από τα τείχη. Περίπου 1200 σπίτια, σχολεία, ξενοδοχεία και δημόσια λουτρά βρίσκονταν εντός των τειχών, ένω έξω από τα τείχη υπήρχαν ακόμη γύρω στα 1500 σπίτια.

Εκτός από μια περίοδο στα τέλη του 16ου αιώνα η πόλη δεν υπέστη πολιορκίες μέχρι τα τέλη του 17ου. Το 1594 ο Γκρέγκορυ Πάλοτιτς, Μπαν του Λούγκος και Καράνσεμπες, ξεκίνησε μια αντιοθωμανική εξέγερση στο Bανάτο, με ορμητήριο το Νάγκιμπετσκερεκ. Μετά από μια μεγάλη επίθεση της Τρανσυλβανίας με επικεφαλής τον Γέργκυ Μπόρμπελυ ο χριστιανικός στρατός κατέλαβε αρκετές πόλεις, αλλά η Τιμισοάρα παρέμεινε απρόσβλητη.[20] Μια άλλη προσπάθεια ανακατάληψης της πόλης έγινε το 1596, όταν ένας στρατός του Σιγισμούνδου Μπάτορυ ξεκίνησε την πολιορκία της πόλης. Μετά από 40 ημέρες μάταιων προσπαθειών οι πολιορκητές υποχώρησαν.[21]

1716–1860: Kυριαρχία των Αψβούργων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη νίκη στο Πετροβαραντίν στις 5 Αυγούστου 1716 ο Αυστριακός στρατός με επικεφαλής τον Πρίγκιπα Ευγένιο της Σαβοΐας αποφάσισε να καταλάβει την Τιμισοάρα. Ο Οθωμανικός στρατός, το κουρούτς (επαναστάτες κατά των Αψβούργων) και ο τουρκικός άμαχος πληθυσμός αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη μετά από μια πολιορκία 48 ημερών που χαρακτηρίστηκε από επαναλαμβανόμενους βομβαρδισμούς που κατέστρεψαν πολλά από τα κτίρια της πόλης.[22] Μετά τη Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) το Βανάτο του Τέμεσβαρ έγινε επαρχία της μοναρχίας των Αψβούργων και ανακηρύχθηκε «κτήση του Στέμματος» με στρατιωτική διοίκηση που κυβέρνησε την Τιμισοάρα μέχρι το 1751, οπότε και αντικαταστάθηκε από πολιτική.

Μετά την κατάληψη του Βανάτου οι αυτοκρατορικές αρχές της Βιέννης ξεκίνησαν μια εκτεταμένη διαδικασία αποικισμού, προσκαλώντας ιδιαίτερα Γερμανούς Καθολικούς από τη Βυρτεμβέργη, τη Σουαβία, το Νασάου κ.λπ. που έγιναν γνωστοί ως Σουαβοί του Βανάτου.[15] Στην Τιμισοάρα οι Σουαβοί εγκαταστάθηκαν κυρίως στο Φάμπρικ, όπου ανέπτυξαν έντονα τη χειροτεχνία. Η κύρια λειτουργία της Τιμισοάρα αυτή την περίοδο ήταν αυτή του στρατιωτικού φρουρίου. Οι υπάρχουσες οχυρώσεις δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις νέες στρατιωτικές τεχνικές, έτσι ολόκληρο το φρούριο ανακατασκευάσθηκη σε μια όψιμη, επίπεδη και ασυνεπή προσαρμογή του ρυθμού Βωμπάν. Είχε έκταση 10 φορές μεγαλύτερη από το μεσαιωνικό τουρκικό φρούριο. Μεταξύ 1728 και 1732 ο ποταμός Μπέγκα διευθετήθηκε, δημιουργώντας ένα πλωτό κανάλι..[15]

Η Μάχη του Tέμεσβαρ (1849) στο τέλος μιας πολιορκίας 107 ημερών

Υπό την πολιτική πίεση της Ουγγρικής Δίαιτας η Αυτοκρατορική Αυλή της Βιέννης δέχθηκε να ενσωματωθούν εκ νέου οι τρεις κομητείες του Βανάτου στο Ουγγρικό Βασίλειο, το 1779.[23] Το 1781 ο Ιωσήφ Β' κήρυξε την Τιμισοάρα ελεύθερη από τις αρχές της κομητεία και, για να αποτρέψει την παρέμβαση των ευγενών στη διοίκηση της πόλης, την αναβάθμισε σε «ελεύθερη βασιλική πόλη».[15]Αυτό το καθεστώς εξασφάλιζε την εσωτερική αυτοδιοίκηση της Τιμισοάρας, το δικαίωμα να έχει εκπροσώπους στη Δίαιτα και να διαθέτει τα δικά της έσοδα. Η πόλη τέθηκε υπό πολιορκία το 1848 για 107 ημέρες. Οι Ούγγροι προσπάθησαν ανεπιτυχώς να καταλάβουν το φρούριο στη Μάχη του Tέμεσβαρ, που ήταν η τελευταία μεγάλη μάχη της Ουγγρικής Επανάστασης του 1848..[24] Με το Σύνταγμα του Μαρτίου η περιοχή ενσωματώθηκε στο Βοεβοδάσιο της Σερβίας και Βανάτο του Τέμεσβαρ, που έγινε χώρα του στέμματος της Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Η νέα αυτοκρατορική επαρχία, η ύπαρξη της οποίας είχε επίσης καθιερωθεί με το αυτοκρατορικό διάταγμα της 18ης Νοεμβρίου 1849, διοικείτο τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά και οι επίσημες γλώσσες ήταν τα γερμανικά και τα «ιλλυρικά» (που αργότερα ονομάστηκαν σερβοκροατικά). Η Τιμισοάρα ορίστηκε ως η κατοικία του κυβερνήτη και η διατήρησε τα προνόμιά της ως ελεύθερη βασιλική πόλη.[15]

Μέγαρο Ντάουερμπαχ
Αγαλμα της Αγ. Μαρίας και του Αγ. Νέπομουκ στην Πλατεία Ελευθερίας της Τιμισοάρα, αποκαταστημένο το 2015
Οπερα
Πολυτεχνικό Πανεπιστήμιο
Πλατεία Ενωσης

Εκσυγχρονισμός της Τιμισοάρας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάπτυξη της πόλης συνεχίστηκε μετά την επιχειρηθείσα επανάσταση 1848/1849. Το 1849 η Τιμισοάρα έγινε πρωτεύουσα της νέας Αψβουργικής επαρχίας, που ονομάστηκε Βοεβοδάτο της Σερβίας και Βανάτο του Τέμεσβαρ. Η επαρχία καταργήθηκε το 1860. Η πόλη έγινε πρωτεύουσα της Επαρχίας Τέμες, μετά τον Αυστροουγγρικό Συμβιβασμό του 1867, που επανένωσε τις διοικήσεις της περιοχής με εκείνες του Βασιλείου της Ουγγαρίας.

Το 1853 εισήχθη στην πόλη η τηλεγραφία και το 1857 η Τιμισοάρα απέκτησε φωτισμό δρόμων με αέριο. Το 1857 κατασκευάσθηκε μια σιδηροδρομική γραμμή, που συνέδεε την Τιμισοάρα με το Σέγκεντ και το 1867 εισήχθησαν στην πόλη ιππήλατα τραμ (δεύτερη στην Ευρώπη και πρώτη στη Ρουμανία). Η Τιμισοάρα ήταν η πρώτη Ευρωπαϊκή πόλη, και η δεύτερη στον κόσμο μετά τη Νέα Υόρκη, που απέκτησε ηλεκτροφωτισμό στους δρόμους το 1884, ενω τα τραμ έγιναν ηλεκτρικά το 1899. Η Τιμισοάρα ήταν επίσης η πρώτη πόλη του Βασιλείου της Ουγγαρίας και αργότερα της Ρουμανίας που είχε σταθμό πρώτων βοηθειών. Τα τείχη της πόλης κατεδαφίστηκαν, ξεκινώντας από το 1892 μέχρι το 1910 και κατασκευάσθηκαν μεγάλες οδικές αρτηρίες για να συνδέσουν τα προάστια με το κέντρο της πόλης, ανοίγοντας το δρόμο για μεγαλύτερη επέκτασή της. Λέγεται ότι ο Γουστάβος Άιφελ, δημιουργός του ομώνυμου Πύργου στο Παρίσι, σχεδίασε μια από τις πεζογέφυρες της Τιμισοάρα πάνω από το Μπέγκα, τη "Μεταλλική Γέφυρα", στην πραγματικότητα όμως σχεδιάστηκε από το Ρόμπερτ Τοτ, επικεφαλής του Τμήματος Γεφυρών, στο εργοστάσιο σιδηροδρόμων της Ρέσιτσα.

20ός αιώνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 31 Οκτωβρίου 1918 οι τοπικές στρατιωτικές και πολιτικές ελίτ ίδρυσαν το "Εθνικό Συμβούλιο του Βανάτου", μαζί με εκπροσώπους των κύριων εθνικών ομάδων της περιοχής : Ρουμάνων, Γερμανών, Σέρβων και Ούγγρων. Τη 1 Νοεμβρίο ανακήρυξαν στην Τιμισοάρα τη βραχύβια Δημοκρατία του Βανάτου. Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η περιοχή του Βανάτου διχοτομήθηκε μεταξύ του Βασίλειου της Ρουμανίας και του Βασίλειου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων και η Τιμισοάρα περιήλθε στη Ρουμανική διοίκηση, μετά από Σερβική κατοχή το 1918–1919. Η πόλη παραχωρήθηκε από την Ουγγαρία στη Ρουμανία με τη Συνθήκη του Τριανόν στις 4 Ιουνίου 1920. Το 1920 ο Βασιλιάς Φερδινάνδος Α΄ απένειμε στην Τιμισοάρα το καθεστώς του Πανεπιστημιακού κέντρου και τα χρόνια του μεσοπολέμου γνώρισε συνεχή οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Την εποχή αυτή έγιναν επίσης αρκετές αντιφασιστικές και αντιρεβιζιονιστικές διαδηλώσεις.

Κατά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η Τιμισοάρα επλήγη από αεροδρομικές επιδρομές τόσο των Συμμάχων όσο και του Άξονα, ιδιαίτερα το δεύτερο μισό του 1944. Στις 24 Αυγούστου 1944 η Ρουμανία, που μέχρι τότε ήταν μέλος του Αξονα, κήρυξε τον πόλεμο στη Ναζιστική Γερμανία και συντάχθηκε με τους Συμμάχους. Αιφνιδιασμένη, η τοπική φρουρά της Βέρμαχτ παραδόθηκε αμαχητί και τα Γερμανικά και Ουγγρικά στρατεύματα προσπάθησαν να ανακαταλάβουν την πόλη όλο το Σεπτέμβριο, αλλά χωρίς επιτυχία.

Μετά τον πόλεμο ανακηρύχτηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Ρουμανίας και η Τιμισοάρα υπέστη Σοβιετοποίηση και στη συνέχεια συστηματοποίηση. Ο πληθυσμός της πόλης τριπλασιάστηκε μεταξύ 1948 και 1992.

Η Ρουμανική Επανάσταση του 1989[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δεκέμβριο του 1989 ξεκίνησε στην Τιμισοάρα μια λαϊκή εξέγερση κατά του Κομμουνιστικού καθεστώτος του Νικολάε Τσαουσέσκου. Ο Ούγγρος Καλβινιστής πάστορας Λάζλο Τόκες διατάχθηκε από τη Σεκουριτάτε να απελαθεί και σε αντίδραση αυτού το σπίτι του περικυκλώθηκε από μέλη της εκκλησίας του. Υποστηρικτές του, μεταξύ αυτών και άνθρωποι Ρουμανικής καταγωγής, συγκεντρώθηκαν στην κεντρική πλατεία (Πλατεία Οπερας). Η Κομμουνιστική διοίκηση διέταξε το στρατό να πυροβολήσει τους συγκεντρωμένους. Ομως μερικοί αξιωματικοί αρνήθηκαν να ανοίξουν πυρ και πήραν το μέρος των διαδηλωτών. Αυτό ήταν η αρχή της Ρουμανικής Επανάστασης του 1989, που κατέλυσε το Κομμουνιστικό καθεστώς μια βδομάδα αργότερα. Η Τιμισοάρα ανακηρύχτηκε η πρώτη Ελεύθερη Πόλη στις 20 Δεκεμβρίου 1989, με απώλειες 1104 καταγεγραμμένους νεκρούς και 3352 τραυματίες κατά τη διάρκεια της εξέγερσης.

Διαδηλωτές στην οδό Eμανοίλ Ουνγκουρεάνου κατά τη Επανάσταση του 1989

Γεωγραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα βρίσκεται στην τομή του 45ου βόρειου παράλληλου με τον 21ο ανατολικό μεσημβρινό. Βρίσκεται στο βόρειο ημισφαίριο, σχεδόν σε ίση απόσταση από το βόρειο πόλο και τον ισημερινό και στο ανατολικό ημισφαίριο και έχει την Ώρα Κεντρικής Ευρώπης. Η τοπική ώρα της πόλης είναι 1 h 25' 8" μπροστά από την Ωρα Γκρίνουιτς και 34' 52" πίσω από την επίσημη ώρα της Ρουμανίας (Ώρα Ανατολικής Ευρώπης).[25]

Η Τιμισοάρα βρίσκεται σε υψόμετρο 90 μέτρων, στο νοτιοανατολικό άκρο της πεδιάδας του Βανάτου, τμήματος της Λεκάνης της Παννονίας, κοντά στο χώρισμα των ποταμών Τίμις και Μπέγκα. Τα νερά των δύο ποταμών σχηματίζουν μια βαλτώδη και συχνά πλημμυρισμένη περιοχή. Η Τιμισοάρα αναπτύχθηκε σε ένα από τα λίγα μέρη, όπου τα έλη ήταν διελεύσιμα. Αυτά συνιστούσαν φυσική προστασία για το φρούριο επί μακρόν, όμως επίσης δημιουργούσαν υγρό και ανθυγιεινό κλίμα, καθώς και την εμφάνιση πανώλης και χολέρας, πράγμα που περιόριζε τον αριθμό των κατοίκων σε χαμηλά επίπεδα και εμπόδιζε σημαντικά την ανάπτυξη της πόλης. Με τον καιρό όμως στα ποτάμια της περιοχής έγιναν έργα αποστράγγισης, εκτροπής και φράγματα. Λόγω των υδραυλικών αυτών έργων που έγιναν το 18ο αιώνα η πόλη δεν βρίσκεται πια στον Ποταμό Τίμις αλλά στο κανάλι του Μπέγκα. Η βελτίωση αυτή των εδαφών έγινε οριστική με την κατασκευή του καναλιού του Μπέγκα (άρχισε το 1728) και την πλήρη αποστράγγιση των γύρω ελών. Εντούτοις το έδαφος όλης της πόλης βρίσκεται πάνω σε υδροφόρο ορίζοντα βάθους μόνο 0,5έως 5 μέτρων, παράγοντας που δεν επιτρέπει την κατασκευή ψηλών κτιρίων. Το πλούσιο μαύρο χώμα και ο σχετικά ψηλός υδροφόρος ορίζοντας την καθιστά γόνιμη γεωργική περιοχή.

Στο σύνολό του το ανάγλυφο της Τιμισοάρα εμφανίζεται ως μια σχετικά επίπεδη, μονότονη επιφάνεια, με την ομαλότητά της να διακόπτεται μόνο από την κοίτη του ποταμού Μπέγκα. Παρατηρούμενο διεξοδικά το ανάγλυφο της πόλης και των περιχώρων της παρουσιάζει μια σειρά από τοπικές ιδιαιτερότητες, κυρίως ερημικούς μαιάνδρους, μικροβυθίσματα και κορυφογραμμές (γενικά κατασκευασμένες από χονδροειδή υλικά). Αυτά είναι το αποτέλεσμα των αποθέσεων στην περιοχή των ποταμών Τίμις και Μπέγκα, πριν από την αποστράγγιση, τη διευθέτηση και τα φράγματά τους (συγκεκριμένα υψομετρικά από μέτρια εξογκώματα, που δεν ξεπερνούν πουθενά τα 2–3 m)..[25]

Σεισμικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα είναι ένα αρκετά ενεργό σεισμικό κέντρο, αλλά από τους πολλούς σεισμούς που έχουν σημειωθεί, λίγοι έχουν ξεπεράσει το μέγεθος των 6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Υπάρχουν δύο ενεργά σεισμικά ρήγματα που διασχίζουν το δυτικό τμήμα της πόλης..[26] Οι σεισμοί που καταγράφονται στην περιοχή είναι κανονικοί, τύπου φλοιού, με εστιακά βάθη μεταξύ 5 και 30 km.[27]

Χλωρίδα και πανίδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Πράσινο Δάσος και η λίμνη Ντουμπραβίτσα

Στο παρελθόν υπήρχαν εκτεταμένα δάση βελανιδιάς μεταξύ του Τίσα και του Τίμις.[28] Με την πάροδο του χρόνου καθαρίστηκαν για να αποκτηθεί η ξυλεία που απαιτείτο για την κατασκευή του φρουρίου και των σπιτιών, καθώς και για την απόκτηση καλλιεργήσιμης γης.[29] Σήμερα, εκτός από τις περιοχές που είναι δασωμένες με βελανιδιές (Πράσινο Δάσος, Δάσος Μπίστρα, Δάσος Τιμισένι-Σαγκ), η περιοχή εμπίπτει στην ανθρωπογενή δασική στέπα που χαρακτηρίζει ολόκληρη τη Λεκάνη της Παννονίας. Το τοπίο διαφοροποιείται από λιβάδια κατά μήκος των κύριων ποταμών, στα οποία κυριαρχούν δέντρα όπως ιτιές, λεύκες και σκλήθρα. Εντός των ορίων της πόλης βρίσκεται το Πράσινο Δάσος (Ρουμανικά: Pădurea Verde), ένας δασικός όγκος με έκταση περίπου 724 εκταρίων, συστηματικά διατεταγμένος σε τετράγωνα 15 εκταρίων.[28] Το δάσος είναι ανθρωπογενές. Τα πρώτα οργανωτικά σχέδια πραγματοποιήθηκαν το 1860 από την Ουγγρική Δασική Υπηρεσία.[28]Περίπου 20 χλμ. νοτιοανατολικά της Τιμισοάρας βρίσκεται το Δενδρολογικό Πάρκο Μπάζος, δασικό καταφύγιο που από το 1994 έχει το καθεστώς της προστατευόμενης περιοχής. Τα πρώτα δέντρα του μεταφέρθηκαν εκεί το 1909 από το φυτώριο του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ. Σήμερα το καταφύγιο περιλαμβάνει 800 διαφορετικά είδη δέντρων και θάμνων και αποτελεί μέλος της Διεθνούς Ένωσης Βοτανικών Κήπων.[30]

Η πανίδα της Τιμισοάρας περιλαμβάνει λίγα θηλαστικά, εντομοφάγα και τρωκτικά. Τα πτηνά από την άλλη είναι πολυάριθμα, μερικά από τα οποία έχουν κυνηγετικά (φασιανός).[29] Η αστική άγρια ζωή, αν και λιγότερο ποικίλη από εκείνη του δάσους, έχει μεγαλύτερο αριθμό κυνηγετικών ειδών (κουνέλι, ελάφι, ορτύκι, πέρδικα, φασιανός, σκαντζόχοιρος κ.λπ.) και ερπετών.[29] Στα πάρκα της Τιμισοάρας υπάρχουν σκαντζόχοιροι, τυφλοπόντικες, δεντροβάτραχοι και πολλά πουλιά.[29] Σε ό,τι αφορά την ιχθυοπανίδα το κυρίαρχο είδος είναι ο κυπρίνος, μαζί με τον οποίο ζουν αβραμίδες, τσιπούρες, λούτσοι, φυσική υποστήριξη για ιχθυοτουρισμό.[29] Η Τιμισοάρα έχει το μοναδικό ζωολογικό κήπο στη δυτική Ρουμανία. Ο νεότερος της Ρουμανίας, ο Ζωολογικός Κήπος της Τιμισοάρας, βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, στο Πράσινο Δάσος, σε μια έκταση 6,34 εκταρίων.[28] Το 2007 ο ζωολογικός κήπος αναδιατάχθηκε σε 16 ενδιαιτήματα που φιλοξενούν 29 είδη και 144 ζώα.[31]

Yδρογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κανάλι του Μπέγκα όπως φαίνεται από τη Γέφυρα του Τραϊανού

Ο κύριος ποταμός είναι ο Μπέγκα, ο νοτιότερος παραπόταμος του Τίσα. Πηγάζοντας από τα Ορη Ποϊάνα Ρούσκα ο Μπέγκα μετατρέπεται σε κανάλι και από την Τιμισοάρα μέχρι την εκροή του είναι δευθετημένος για τη ναυσιπλοΐα (115 χλμ.).[25] Το κανάλι του Μπέγκα κατασκευάσθηκε μεταξύ 1728 και 1760, αλλά η τελική του διευθέτηση έγινε αργότερα.[25] Το κανάλι σχεδιάστηκε για την πρόσβαση φορτηγίδων 600–700 τόνων και ετήσια μεταφορική ικανότητα τριών εκατομμυρίων βαγονιών.[25]

Από το πλήθος των κλάδων του που υπήρχαν μέσα στην πόλη πριν από την καναλοποίηση του Μπέγκα σώζονται μόνο ο Bega Moartă (Νεκρός Μπέγκα, στη γειτονιά Φάμπρικ) και ο Bega Veche (Παλιός Μπέγκα, δυτικά, που διαρρέει το Σάκαλαζ).[25]

Εκτός από τις μόνιμες ροές και αυτές που ξεραίνονται συνήθως το καλοκαίρι στην περιοχή της Τιμισοάρας υπάρχουν πολλές λίμνες: είτε φυσικές, που σχηματίζονται αντί για τους παλιούς μαιάνδρους ή περιοχές καθίζησης, όπως αυτές κοντά στα Κουντς, Τζίροτς, Παντούρεα, Βέρντε, κ.λπ., ή ανθρωπογενείς, όπως οι Φρατέλια, Φρέιντορφ, Τσάρντα Ρόσιε, Στραντούλ Τινερετούλουι κ.λπ.[28]

Κλίμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως όλη η Ρουμανία η Τιμισοάρα έχει εύκρατο ηπειρωτικό κλίμα, χαρακτηριστικό του νοτιοανατολικού τμήματος της Λεκάνης της Παννονίας, με κάποιες υπομεσογειακές επιρροές.[32] Ο υποτύπος της Κλιματικής ταξινόμησης Κέππεν για αυτό το κλίμα είναι Cfb (ωκεάνιο κλίμα).[33]

Την άνοιξη και το καλοκαίρι επικρατούν αέριες μάζες εύκρατες, ωκεάνιας προέλευσης, που φέρνουν σημαντικές βροχοπτώσεις. Συχνά, ακόμη και το χειμώνα, υγρές αέριες μάζες φτάνουν από τον Ατλαντικό, φέρνοντας σημαντικές βροχές και χιόνια και σπανιότερα ψυχρά κύματα. Από το Σεπτέμβριο ως το Φεβρουάριο παρατηρούνται συχνές διεισδύσεις ηπειρωτικών πολικών αέριων μαζών, προερχόμενες από τα ανατολικά. Στο Βανάτο είναι επίσης έντονα αισθητή η επιρροή των κυκλώνων και των θερμών αέριων μαζών από την Αδριατική και τη Μεσόγειο Θάλασσα, που το χειμώνα προκαλούν πλήρη απόψυξη και το καλοκαίρι προκαλούν περιόδους αποπνικτικής ζέστης.[32]

Η μέση ετήσια θερμοκρασία είναι 12,4 °C (2007) και συνεχώς αυξάνεται.[34] Ο θερμότερος μήνας κατά μέσο όρο είναι ο Ιούλιος με μέση θερμοκρασία 21,7 °C. Ο πιο κρύος μήνας κατά μέσο όρο είναι ο Ιανουάριος, με μέση θερμοκρασία -1,7 °C.[33] Η χαμηλότερη θερμοκρασία που έχει καταγραφεί στην Τιμισοάρα ήταν -35,3 °C, στις 24 Ιανουαρίου 1963,[35] ενώ η υψηλότερη θερμοκρασία ήταν 42 °C , που καταγράφηκε τον Αύγουστο του 2017.[36] Ο μέσος αριθμός ημερών παγετού (με ελάχιστες θερμοκρασίες κάτω από 0 °C) είναι 91 και ο μέσος αριθμός ημερών ολικού παγετού (με μέγιστες θερμοκρασίες κάτω από 0 °C) είναι 22,4. Ο μέσος αριθμός τροπικών ημερών (με μέγιστες θερμοκρασίες πάνω από 30 °C) είναι 40.[37]

Κυρίως υπό την επίδραση των θαλάσσιων αέριων μαζών από τα βορειοδυτικά η Τιμισοάρα δέχεται υψηλότερη ποσότητα βροχοπτώσεων από τις πόλεις της Πεδιάδας της Βλαχίας.[32] Η μέση ποσότητα βροχόπτωσης για το έτος στην Τιμισοάρα είναι 649,2 mm (2007).[34]Ο μήνας με τις περισσότερες βροχοπτώσεις είναι ο Ιούνιος με 81,3 mm βροχόπτωσης. Ο μήνας με τη λιγότερη κατά μέσο όρο βροχόπτωση είναι ο Ιανουάριος με μέσο όρο 40,6 mm.[33] Σημειώνονται κατά μέσο όρο 69,1 ημέρες βροχής ετησίως, με τις περισσότερες βροχοπτώσεις να σημειώνονται τον Ιούνιο με 7,6 ημέρες βροχής και τις λιγότερες το Μάρτιο (5).[33]

Κλιματικά δεδομένα Τιμισοάρα
Μήνας Ιαν Φεβ Μάρ Απρ Μάι Ιούν Ιούλ Αύγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ Έτος
Υψηλότερη Μέγιστη °C (°F) 17.4 20.5 28.2 32.0 34.5 38.4 41.1 41.0 39.7 33.8 27.1 20.2 41,1
Μέση Μέγιστη °C (°F) 2
(36)
5
(41)
11
(52)
18
(64)
23
(73)
26
(79)
28
(82)
28
(82)
25
(77)
18
(64)
11
(52)
4
(39)
17
(63)
Μέση Μηνιαία °C (°F) −1
(30)
1
(34)
5
(41)
11
(52)
16
(61)
19
(66)
21
(70)
21
(70)
18
(64)
12
(54)
6
(43)
1
(34)
11
(52)
Μέση Ελάχιστη °C (°F) −5
(23)
−3
(27)
0
(32)
5
(41)
10
(50)
13
(55)
15
(59)
14
(57)
11
(52)
6
(43)
2
(36)
−1
(30)
5
(41)
Χαμηλότερη Ελάχιστη °C (°F) −35.3 −29.2 −20 −5.2 −5 2.2 5.9 5.0 −1.9 −6.8 −15.4 −24.8 −35,3
Υετός mm (ίντσες) 47 44 46 56 71 91 67 53 51 46 57 59 688
υγρασίας 91 87 81 80 77 79 74 75 76 85 92 89 82
Μέσες ημέρες κατακρημνίσεων 12 10 8 10 13 16 12 11 10 9 11 11 145
Μέσες ημέρες βροχόπτωσης 2 3 7 10 13 16 12 11 10 9 7 4 104
Μέσες ημέρες χιονόπτωσης 10 8.5 3 0.1 0 0 0 0 0 0.1 3 7.3 32
Μέσες μηνιαίες ώρες ηλιοφάνειας 62 85 142 180 210 240 280 279 210 155 60 49 1.952
Πηγή #1: Weatherbase [38]
Πηγή #2: http://www.insse.ro/cms/files/pdf/ro/cap1.pdf

Δημογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Eθνοτική σύνθεση της Τιμισοάρας (2011)

  Ρουμάνοι (81.4%)
  Ούγγροι (4.9%)
  Σέρβοι (1.5%)
  Ρομά (0.7%)
  Ουκρανοί (0.2%)
  Σλοβάκοι (0.1%)
  Ιταλοί (0.1%)
  Εβραίοι (0.1%)
  Αλλοι/Αγνωστο (9.4%)

Θρησκευτική σύνθεση της Τιμισοάρας (2011)

  Αδελφοί του Πλύμουθ (0.1%)
  Other/Unknown (11%)
Ιστορική εξέλιξη πληθυσμού
Έτος Πληθ.   ±%  
1787 9.479 —    
1847 18.103 +91.0%
1869 32.725 +80.8%
1900 53.033 +62.1%
1910 72.555 +36.8%
1930 91.580 +26.2%
1948 111.987 +22.3%
1956 142.257 +27.0%
1966 174.243 +22.5%
1977 269.353 +54.6%
1992 334.115 +24.0%
2002 317.660 −4.9%
2011 319.279 +0.5%
Πυκνότητα πληθυσμού κατά γειτονιά το 2009

Από δημογραφική άποψη η Τιμισοάρα ορίζεται, σύμφωνα με το νόμο του Zιπφ, ως πόλη δεύτερης βαθμίδας, μαζί με το Ιάσιο, την Κωνστάντζα, το Κλουζ-Ναπόκα και το Μπρασόβ, με εκτεταμένες μακροεδαφικές λειτουργίες και με τη δεύτερη μεγαλύτερη λειτουργική αστική περιοχή, μετά το Βουκουρέστι, πάνω από 5.000 km2.[39] Το Βουκουρέστι και η Τιμισοάρα είναι επίσης οι μόνες μητροπολιτικές ευρωπαϊκές περιοχές ανάπτυξης (MEGA) της Ρουμανίας.[39] Σε εθνικό επίπεδο η Τιμισοάρα έχει αναγνωριστεί ως το μεγαλύτερο κέντρο-πόλος της δυτικής Ρουμανίας.[40]

Σύμφωνα με την απογραφή του 2011 ο τότε πληθυσμός της Τιμισοάρας ανερχόταν σε 319.279 κατοίκους[41], σημειώνοντας αύξηση 0,5% σε σύγκριση με την προηγούμενη απογραφή του 2002, όταν είχαν καταγραφεί 317.660 κάτοικοι.[42] Ο πληθυσμός της πόλης αποτελεί το 45,07% του πληθυσμού του νομού Τίμις, το 16,07% του πληθυσμού της Δυτικής περιφέρειας και το 1,44% του συνολικού πληθυσμού της Ρουμανίας.[39] Όπως ορίζεται από τη Eurostat η λειτουργική αστική περιοχή της Τιμισοάρας έχει πληθυσμό 364.325 κατοίκους (το 2018).[43]

Σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από την Παγκόσμια Τράπεζα η Τιμισοάρα ήταν μεταξύ 2001 και 2011 η περιφερειακή πόλη της Ρουμανίας που προσέλκυσε το μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών.[44] Η Τιμισοάρα αποτελεί σημαντικό πόλο έλξης του εργατικού δυναμικού άλλων περιοχών της χώρας με δημογραφικό πλεόνασμα, ιδιαίτερα της βόρειας Μολδαβίας, της βορειοδυτικής Τρανσυλβανίας και της Ολτενίας.[39] Η Τιμισοάρα καταφέρνει να προσελκύει περίπου 8.000 νέους κατοίκους ετησίως, οι περισσότεροι των οποίων προέρχονται κυρίως από το νομό της, αλλά και από μικρότερες πόλεις γειτονικών νομών – Κάρας-Σεβερίν, Χουνεντοάρα και Αράντ.[45] Στην πραγματικότητα το 46,2% του σημερινού πληθυσμού της Τιμισοάρα αποτελείται από άτομα που έχουν μετακομίσει εκεί από αλλού.[44] Ο πρώην δήμαρχος Νικολάε Ρόμπου δήλωσε το 2017 ότι στην Τιμισοάρα ζουν πάνω από 100.000 άτομα περισσότερα από όσα δείχνουν τα επίσημα στοιχεία για τον πληθυσμό της, επειδή οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι και άλλες κατηγορίες πολιτών που δεν είναι εγγεγραμμένοι στα στατιστικά δελτία δεν λαμβάνουν πλέον βίζα διαμονής.[46]

Εθνικές μειονότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα έχει ξεχωρίσει από την αρχαιότητα ως μια εθνοτικά διαφορετική πόλη..[47] Το 1910 η μεγαλύτερη κοινότητα ήταν οι Γερμανοί, ακολουθούμενοι από Ούγγρους, Ρουμάνους, Εβραίους, Σέρβους και πολλές άλλες μικρότερες κοινότητες, όπως Τσέχους, Σλοβάκους, Κροάτες, Ρομά, Βούλγαρους, Πολωνους κ.λπ.[48] Τα στοιχεία και οι ποσοστιαίες αναλογίες έχουν αλλάξει πολύ σήμερα, αλλά η πολυεθνική πτυχή της πόλης παραμένει. Σήμερα το 85% των κατοίκων είναι Ρουμάνοι, ενώ οι μειονότητες είναι πολύ πιο διαφορετικές λόγω της παρουσίας Ασιατών, Ιταλών, Μουσουλμάνων και λιγότερο Γερμανών και Ούγγρων.[49] Ωστόσο στην Τιμισοάρα ζουν οι περισσότεροι Γερμανοί στη Ρουμανία ως ποσοστό του πληθυσμού της πόλης.[50] Η παρακμή της γερμανικής και της ουγγρικής κοινότητας οφείλεται κυρίως στην αφομοίωση (για παράδειγμα, το 64% των Ούγγρων στην Τιμισοάρα ζουν σε μεικτούς γάμους), στη μετανάστευση και στα χαμηλά ποσοστά γεννήσεων.[51] Η Τιμισοάρα φιλοξενεί επίσης μια σημαντική σερβική κοινότητα, που το 2011 αριθμούσε σχεδόν 5.000 άτομα. Πολλοί από αυτούς χρησιμοποιούν τα σερβικά ως δεύτερη γλώσσα, προτιμώντας ως κύρια τα ρουμανικά. Τα σερβικά είναι πιο συνηθισμένα στις παλαιότερες γενιές που έχουν εκπαιδευτεί σε αυτά.[52]

Το 2018, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, ζούσαν στην Τιμισοάρα πάνω από 7.000 αλλοδαποί.[53] Ο πραγματικός αριθμός είναι μεγαλύτερος, δεδομένου ότι πολλοί αλλοδαποί που ζουν στην Τιμισοάρα δεν υποβάλλουν αίτηση για μόνιμη διαμονή, ενώ περνούν τον περισσότερο χρόνο τους στην πόλη.

Πληθυσμός κατά εθνοτικές ομάδες υπό ουγγρική και ρουμανική διοίκηση[48]
Aπογραφή Σύνολο Ρουμάνοι Ούγγροι Γερμανοί Εβραίοι Ρομά Ουκρανοί Σέρβοι Κροάτες Τσέχοι Σλοβάκοι Βούλγαροι
1880 38,702 5,037 (13.02%) 7,529 (19.45%) 20,518 (53.02%) N/A N/A 28 (0.07%) 2,415 (6.24%) N/A N/A 405 (1.05%) N/A
1890 45,948 5,594 (12.17%) 11,100 (24.16%) 24,973 (54.35%) N/A N/A 27 (0.06%) 2,363 (5.14%) 52 (0.11%) N/A 332 (0.72%) N/A
1900 60,551 6,312 (10.42%) 19,162 (31.65%) 30,892 (51.02%) N/A N/A 13 (0.02%) 2,730 (4.51%) 130 (0.21%) N/A 288 (0.48%) N/A
1910 74,003 7,593 (10.26%) 28,645 (38.71%) 32,963 (44.54%) N/A N/A 4 (0.01%) 3,490 (4.72%) 149 (0.20%) N/A 341 (0.46%) N/A
1920 86,850 16,047 (18.48%) 27,189 (31.31%) 32,097 (36.96%) 8,307 (9.56%) N/A N/A N/A N/A N/A N/A N/A
1930 102,390 25,207 (24.62%) 31,773 (31.03%) 33,162 (32.39%) 7,264 (7.09%) 379 (0.37%) 56 (0.05%) 2,237 (2.18%) N/A N/A 652 (0.64%) 279 (0.27%)
1941 125,052 46,466 (37.16%) 24,891 (19.90%) 37,611 (30.08%) N/A N/A N/A N/A N/A N/A N/A N/A
1956 142,257 75,855 (53.32%) 29,968 (21.07%) 24,326 (17.10%) 6,700 (4.71%) 122 (0.09%) 56 (0.04%) 3,065 (2.15%) N/A 649 (0.46%) 575 (0.40%) 280 (0.20%)
1966 174,243 109,100 (62.61%) 31,016 (17.80%) 25,058 (14.38%) 2,590 (1.49%) 120 (0.07%) 71 (0.04%) 4,188 (2.40%) N/A 516 (0.30%) 490 (0.28%) 475 (0.27%)
1977 269,353 191,742 (71.19%) 36,724 (13.63%) 28,429 (10.55%) 1,629 (0.60%) 1,109 (0.41%) 299 (0.09%) 6,776 (2.52%) 124 (0.05%) 481 (0.18%) 404 (0.15%) 942 (0.35%)
1992 334,115 274,511 (82.16%) 31,785 (9.51%) 13,206 (3.95%) 549 (0.16%) 2,668 (0.80%) 756 (0.23%) 7,748 (2.32%) 93 (0.03%) 227 (0.07%) 675 (0.20%) 1,314 (0.39%)
2002[54] 317,660 271,677 (85.52%) 24,287 (7.65%) 7,157 (2.25%) 367 (0.12%) 3,062 (0.96%) 762 (0.24%) 6,311 (1.99%) 142 (0.04%) 171 (0.05%) 570 (0.18%) 1,218 (0.38%)
2011[55] 319,279 259,754 (81.36%) 15,564 (4.87%) 4,193 (1.31%) 176 (0.06%) 2,145 (0.67%) 556 (0.17%) 4,843 (1.52%) 101 (0.03%) 124 (0.04%) 385 (0.12%) 859 (0.27%)
Σημείωση: οι απογραφές με πλάγιους χαρακτήρες βασίζονται στη μητρική γλώσσα και όχι στην εθνικότητα..

Θρησκεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συναγωγή Τσετάτε, η μεγαλύτερη της Τιμισοάρας

Αν και πολλά άλλαξαν κατά τη ιστορία της, η θρησκευτική σύνθεση της Τιμισοάρας είναι ποικίλη. Ενώ το 1910 οι περισσότεροι κάτοικοι ήταν Ρωμαιοκαθολικοί[56], το 2011 το 75% δήλωσαν Ρουμάνοι Ορθόδοξοι.

Στην Τιμισοάρα υπάρχουν 80 εκκλησίες, 12 από τις οποίες χτίστηκαν μετά το 1989.[57] 41 ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία, οκτώ στη Ρωμαιοκαθολική και τρεις στην Ελληνόρρυθμη Καθολική.[39]Επιπλέον υπάρχουν τρεις συναγωγές στις συνοικίες Τσετάτε, Φάμπρικ και Ioσεφίν, που χτίστηκαν και οι τρεις πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Εβραίοι αποτελούσαν το 10% του πληθυσμού της πόλης.[58] Σήμερα λειτουργούν μόνο η ορθόδοξη συναγωγή στο Ioσεφίν και η συναγωγή στο Τσετάτε.[59][60] Η Τιμισοάρα είναι η έδρα του Αρχιεπισκοπείου Τιμισοάρα, της Μητρόπολης του Βανάτου, καθώς και της Επισκοπής της Τιμισοάρα, μιας από τις έξι Ρωμαιοκαθολικές επισκοπές της Ρουμανίας.

Πολιτική και διοίκηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Tο Δημαρχείο της Τιμισοάρας

Οι πρώτες ελεύθερες τοπικές εκλογές στη μετακομμουνιστική Τιμισοάρα πραγματοποιήθηκαν το 1992. Νικητής ήταν ο Βιορέλ Οαντσέα του Κόμματος Συμμαχίας Πολιτών (PAC), που αργότερα συγχωνεύθηκε με το Εθνικό Φιλελεύθερο Κόμμα (PNL). Ήταν ο πρώτος αξιωματούχος που μίλησε στο πλήθος των επαναστατών που συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία της Όπερας.[61] Οι εκλογές του 1996 κέρδισαν ο Γκέοργκε Τσουχάντου των Χριστιανοδημοκρατών (PNȚ-CD). Εκανε τέσσερις θητείες, κερδίζοντας επίσης τις εκλογές το 2000, το 2004 και το 2008. Στη συνέχεια ανέλαβε το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα και έθεσε υποψηφιότητα για πρόεδρος της Ρουμανίας το 2004.[62] Ο Νικολάε Ρόμπου (PNL) εξελέγη δήμαρχος το 2012 και το 2016. Το 2020 εξελέγη δήμαρχος ο Ντόμινικ Φριτς, με καταγωγή από τη Γερμανία, για την USR με την υποστήριξη του FDGR (Δημοκρατικό Φόρουμ Γερμανών της Ρουμανίας)..[63] Το Τοπικό Συμβούλιο και ο δήμαρχος της πόλης εκλέγονται κάθε τέσσερα χρόνια από τον πληθυσμό. Οι αποφάσεις συζητούνται και εγκρίνονται από το Τοπικό Συμβούλιο (ρουμανικά: Consiliu Local) που αποτελείται από 27 εκλεγμένους συμβούλους.

Επιπλέον, καθώς η Τιμισοάρα είναι η πρωτεύουσα τoυ ομώνυμου νομού, εκεί βρίσκεται το Νομαρχιακό Μέγαρο, η έδρα του Νομαρχιακού Συμβουλίου (ρουμανικά: Consiliu Județean) και ο νομάρχης, που διορίζεται από την κεντρική κυβέρνηση της Ρουμανίας. Ο νομάρχης δεν επιτρέπεται να είναι μέλος πολιτικού κόμματος και ο ρόλος του είναι να εκπροσωπεί την εθνική κυβέρνηση σε τοπικό επίπεδο, ενεργώντας ως σύνδεσμος και διευκολύνοντας την εφαρμογή εθνικών αναπτυξιακών σχεδίων και κυβερνητικών προγραμμάτων σε τοπικό επίπεδο.

Το 2003 συστάθηκαν συνοικιακά συμβούλια ως μέτρο για τη βελτίωση της διαβούλευσης της τοπικής αυτοδιοίκησης με τους πολίτες σχετικά με τις τοπικές δημόσιες πολιτικές.[64] Από το 2013 η Τιμισοάρα είχε 20 συνοικιακά συμβούλια.[65]

Η Τιμισοάρα είναι η άτυπη πρωτεύουσα της Δυτικής περιφέρειας της Ρουμανίας, που ισοδυναμεί με τις περιφέρειες NUTS-II της Ευρωπαϊκής Ένωσης και χρησιμοποιείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τη ρουμανική κυβέρνηση για στατιστική ανάλυση και συντονισμό έργων περιφερειακής ανάπτυξης. Η Δυτική περιφέρεια δεν είναι διοικητική οντότητα..[66] Η Τιμισοάρα είναι επίσης το μεγαλύτερο οικονομικό, κοινωνικό και εμπορικό κέντρο της Ευρωπεριοχής Δούναβη-Κρις-Μούρες-Τίσα.


Παραδοσιακά η Τιμισοάρα χωρiζόταν σε δέκα εκλογικές περιφέρειες (ρουμανικά: circumscripții‎) που σήμερα δεν έχουν διοικητική λειτουργία::

Εκλογική περιφέρεια Εκταση (ha) Ρουμανικό όνομα Γερμανικό όνομα[67] Ουγγρικό όνομα[68] Ιδρυση[69][70]
I 480 Cetate Innerstadt Belváros 1717
II 1,017 Fabric Fabrikstadt Gyárváros 1744
III 668 Elisabetin Elisabethstadt Erzsébetváros 1896
IV 442 Iosefin Josephstadt Józsefváros 1744
V 205 Mehala Franzstadt Ferencváros 1910
VI 231 Fratelia Neutischold Újtesöld 1919
VII 156 Freidorf Freidorf Szabadfalu 1950
VIII 67 Plopi Kardosch Kolonie[71] Kardostelep 1951
IX 72 Ghiroda Nouă Neugiroda Újgiroda 1951
X 102 Ciarda Roșie Rotterhof Vöröscsárda 1953

Μητροπολιτική περιοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μητροπολιτική περιοχή της Τιμισοάρας καθορίστηκε το 2008 μετά τη συνεργασία των τοπικών αρχών της Τιμισοάρας και 14 γειτονικών κοινοτήτων (Becicherecu Mic, Bucovăț, Dudeștii Noi, Dumbrăvița, Ghiroda, Giarmata, Giroc, Noșașeșo, Maraśniț. Săcălaz, Sânmihaiu Român και Șag).[72][73] Είναι μέλος της Ομοσπονδίας Μητροπολιτικών Περιοχών και Αστικών Συγκροτημάτων της Ρουμανίας (FZMAUR)..[74] Το 2016 η μητροπολιτική περιοχή συγκέντρωνε πάνω από 410.000 κατοίκους σε μια περιοχή οκτώ φορές μεγαλύτερη από την ίδια την πόλη.[75]

Αρκετοί οικισμοί που γειτνιάζουν με την Τιμισοάρα έχουν γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. Οι Ghiroda, Giroc, Dumbrăvița, Chișoda, Mosnița Nouă και Utvin έγιναν προάστια της Τιμισοάρας λόγω της ανάπτυξης εγκαταστάσεων, υπηρεσιών κοινής ωφελείας και υποδομής, ενώνοντας εδαφικά την πόλη. Τα τελευταία 20 χρόνια η Τιμισοάρα έχει επεκτείνει τα σύνορά της κατά περίπου 8%, που σημαίνει περίπου 1.000 εκτάρια, λόγω της κατασκευής νέων συνοικιών ή συγκροτημάτων κατοικιών.[76] Τα όρια της πόλης μετακινήθηκαν προς τα έξω το 2006 κατά σχεδόν 5 km (3,1 mi). Η μεγαλύτερη επέκταση έγινε προς το Șag.[76]

Πολεοδομικό συγκρότημα Τιμισοάρα–Αράντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Αύγουστο του 2016 οι δήμαρχοι Νικολάε Ρόμπου και Γκέοργκε ΦάλτσαGheorghe υπέγραψαν την πράξη ίδρυσης της μητρόπολης Τιμισοάρα–Αράντ,[77] της πρώτης του είδους της στη Ρουμανία, μέρος της ολοκληρωμένης αναπτυξιακής στρατηγικής Οραμα Τιμισοάρα 2030, που πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της Παγκόσμια Τράπεζας, της ADR Vest και της FZMAUR. Το έργο ήταν υπό συζήτηση από το 2006 και αφορούσε την ενοποίηση των μητροπολιτικών περιοχών Τιμισοάρα και Αράντ.[78] Το 2018 ο πληθυσμός της μητρόπολης ήταν 805.000 και αναμένεται να ξεπεράσει το ένα εκατομμύριο μέχρι το 2030.[79]

Οικονομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα υπήρξε σημαντικό οικονομικό κέντρο από το 18ο αιώνα, οπότε εγκαταστάθηκε η διοίκηση των Αψβούργων. Λόγω της Αυστριακής εποίκησης, της εθνοτικής και θρησκευτικής ποικιλομορφίας και των καινοτόμων νόμων, η οικονομία άρχισε να αναπτύσσεται. Οι τεχνίτες και οι βιοτέχνες που εγκαταστάθηκαν στην πόλη ίδρυσαν συντεχνίες και βοήθησαν την οικονομία της πόλης να αναπτυχθεί. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1717 η Τιμισοάρα απέκτησε την πρώτη ζυθοποιία της σημερινής Ρουμανίας.

Κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση εισήχθησαν πολλές σύγχρονες καινοτομίες. Ηταν η πρώτη πόλη της μοναρχίας με φωτισμό στους δρόμους και η πρώτη πόλη στην ηπειρωτική Ευρώπη με ηλεκτρικό φωτισμό. Την εποχή αυτή διευθετήθηκε σε κανάλι ο ποταμός Μπέγκα. Ηταν το πρώτο πλωτό κανάλι στο έδαφος της σημερινής Ρουμανίας. Με τον τρόπο αυτό η Τιμισοάρα είχε επαφή με την Ευρώπη και ακόμη με τον υπόλοιπο κόσμο μέσω της Μαύρης Θάλασσας, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του εμπορίου. Το 19ο αιώνα έφτασε στην Τιμισοάρα το σιδηροδρομικό δίκτυο του Ουγγρικού Βασιλείου.

Περιφερειακό Επιχειρηματικό Κέντρο

Η Τιμισοάρα ήταν η πρώτη πόλη της χώρας με την οικονομική έκρηξη των διεθνών μεταφορών, καθώς έχουν αυξηθεί οι ξένες επενδύσεις, ιδιαίτερα στους τομείς υψηλής τεχνολογίας. Από την άποψη του βιοτικού επιπέδου η Τιμισοάρα κατέχει την τέταρτη θέση σε εθνικό επίπεδο. Σε άρθρο του στα τέλη του 2005 το Γαλλικό περιοδικό L'Expansion ονόμασε την Τιμισοάρα οικονομική βιτρίνα της Ρουμανίας και αναφέρθηκε στον αριθμό των ξένων επενδύσεων ως "δεύτερη επανάσταση".

Εκτός από εγχώριες τοπικές επενδύσεις, έχουν γίνει σημαντικές ξένες επενδύσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ιδιαίτερα τη Γερμανία και την Ιταλία. Η Continental AG παράγει λάστιχα από τη λειτουργία ενός εργοστασίου το 2000. Η Linde Group παράγει τεχνικά αέρια και μέρος των εξαρτημάτων για οχήματα των BMW και Audi παράγεται εδώ από την εταιρεία Dräxlmaier Group. Καλωδιώσεις για τη Volkswagen και άλλα οχήματα παράγονται στη Γερμανική εταιρεία Kromberg & Schubert. Δραστηριοπείται επίσης η Ελβετική εταιρεία FM Logistic και η Nestlé παράγει βάφλες. Μεταξύ των αλυσίδων εστιατορίων καικαφέ είναι οι McDonald's, KFC, Pizza Hut, Subway και Starbucks.

Η πόλη έχει δύο εμπορικά κέντρα : Iulius Mall Timișoara και Shopping City Timișoara. Ενα τρίτο θα ολοκληρωθεί το 2017, το Timișoara Centrum.

Η Αμερικανική εταιρεία Flextronics έχει στα δυτικά της πόλης μια εγκατάσταση για την παραγωγή συσκευών κινητής τηλεφωνίας και κυβερνητικών ελεγκτικών υπηρεσιών. Το 2009 η εταιρεία απέλυσε 640 εργαζόμενους. Η Αμερικανική εταιρεία Procter & Gamble κατασκευάζει στην Τιμισοάρα είδη πλυσίματος και καθαρισμού. Η Smithfield Foods - ο μεγαλύτερος παγκοσμίως μεταποιητής και παραγωγός χοιρινού - έχει δύο θυγατρικές στην Τιμισοάρα και στην Επαρχία Τίμις, τις Smithfield Ferme και Smithfield Prod.

Οπως γενικά η Ρουμανία, η Τιμισοάρα γνώρισε οικονομική επιβράδυνση το 2009, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.

Υποδομές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα είναι σημαντικός περιφερειακός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος, που συνδέει την πόλη με το Βουκουρέστι και άλλες μεγάλες πόλεις, καθώς και τη Ρουμανία με την Ουγγαρία και τη Σερβία και περαιτέρω με τη Δυτική Ευρώπη. Βρίσκεται πάνω στον Πανευρωπαϊκό Διάδρομο IV, που συνδέει τη Γερμανία με την Τουρκία και έχει πρόσβαση, χάρη στο Κανάλι του Μπέγκα, στον Πανευρωπαϊκό Διάδρομο VII. Επιπλέον η Τιμισοάρα διασχίζεται από δύο διαδρόμους του Διευρωπαϊκού Δικτύου Μεταφορών: Orient/East–Med και Ρήνου–Δούναβη (εστίαση σε υδάτινες οδούς).[80]

Οδικές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αυτοκινητόδρομος Α1 κοντά στην Τιμισοάρα

Το οδικό δίκτυο της Τιμισοάρας αποτελείται από 1.278 δρόμους συνολικού μήκους σχεδόν 750 km.[81] Βασίζεται σε ένα ακτινωτό μοντέλο, ενοποιημένο από μια σειρά πέντε ομόκεντρων δακτυλίων, κανένας από τους οποίους δεν είναι πλήρως κατασκευασμένος. Σε αντίθεση με άλλες πόλεις παρόμοιου μεγέθους δεν υπάρχει κύριος άξονας όσον αφορά τον κυκλοφοριακό φόρτο και έτσι αυτός κατανέμεται αρκετά ομοιόμορφα σε μια σειρά ακτινωτών και κυκλικών αρτηριών.[82] Το σχήμα του οδικού δικτύου έξω από την πόλη έχει μορφή ιστού, έτσι όλοι οι κύριοι δρόμοι του νομού συγκλίνουν προς την πρωτεύουσα.

Στο βόρειο τμήμα της πόλης υπάρχει μια παράκαμψη, της οποίας η νότια επέκταση είναι υπό κατασκευή.[83] Η πόλη διασχίζεται στα βορειοανατολικά από τον Αυτοκινητόδρομο Α1, που συνεχίζεται στην Ουγγαρία με τον Αυτοκινητόδρομο Μ43. Ο Α1 συνδέεται κοντά στο Λούγκοϊ με τον Αυτοκινητόδρομο Α6, που είναι υπό κατασκευή.[84]

Η Τιμισοάρα συνδέεται με το ευρωπαϊκό και εθνικό οδικό δίκτυο με τους ακόλουθους δρόμους:

  • Ευρωπαϊκή οδός E70 – στα σύνορα με τη Σερβία μέσω του τελωνείου Μοράβιτσα.
  • Ευρωπαϊκή οδός E671 Τιμισοάρα–Σάτου Μάρε.
  • εθνική οδός 6 – στα σύνορα με την Ουγγαρία μέσω του τελωνείου Τσέναντ.
  • εθνική οδός 59 – με τον κλάδο DN59A, στα σύνορα με τη Σερβία μέσω του τελωνείου Γιμπόλια.
  • εθνική οδός 69 Τιμισοάρα–Αράντ.

Σε τοπικό επίπεδο οι μεταφορές με αυτοκίνητο γνώρισαν έκρηξη μετά το 1990, έτσι ώστε το 2017 ο βαθμός μηχανοκίνησης στην Τιμισοάρα ήταν από τους υψηλότερους στη Ρουμανία, με ένα αυτοκίνητο για κάθε 2,66 κατοίκους..[85] Η Τιμισοάρα διαθέτει από τις πιο εκτεταμένες υποδομές για τη φόρτιση ηλεκτρικών και επαναφορτιζόμενων υβριδικών αυτοκινήτων στη Ρουμανία[86].[87]

Δημόσιες μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λεωφορείο, τρόλεϊ και τραμ σε χαρακτηριστικό λευκό και μωβ

Το δίκτυο δημόσιων συγκοινωνιών της Τιμισοάρας αποτελείται από εννέα γραμμές τραμ, οκτώ γραμμές τρόλεϊ και 31 γραμμές λεωφορείων και λειτουργεί της STPT (Societatea de Transport Public Timișoara).[88] Το δίκτυο καλύπτει όλες τις σημαντικές περιοχές της πόλης και συνδέει επίσης την Τιμισοάρα με μερικές από τις κοινότητες της μητροπολιτικής περιοχής. Το 45% των αστικών δημόσιων συγκοινωνιών εξυπηρετείται με τραμ, το 22% με τρόλεϊ, το 18% με λεωφορεία και το υπόλοιπο 15% με θαλάσσια λεωφορεία και εναλλακτικά μέσα μεταφοράς.[89] Το 2019 η Τιμισοάρα έγινε η δεύτερη πόλη στη Ρουμανία που εισήγαγε τα δημόσια σχολικά μέσα μεταφοράς, μετά το [Κλουζ-Ναπόκα]][90] και το 2020 εξυπηρετούντο από 14 γραμμές.[91]

Η Τιμισοάρα έχει μια καλά ανεπτυγμένη αγορά υπηρεσιών ταξί.[192] Υπάρχουν επίσης αρκετές εταιρείες ενοικίασης αυτοκινήτων.[193] Εναλλακτικά στην Τιμισοάρα λειτουργούν πλατφόρμες συνεπιβατισμού για μικρές και μεγάλες αποστάσεις, όπως οι Uber, Bolt]] και BlaBlaCar.

Για τις εσωτερικές μεταφορές με πούλμαν υπάρχουν αρκετοί σταθμοί λεωφορείων, οι περισσότεροι γύρω από το Βόρειο σιδηροδρομικό σταθμό και στην οδό Stan Vidrighin.[194] Υπάρχουν επίσης καθημερινά δρομολόγια με πούλμαν για προορισμούς στην Ευρώπη, που εξυπηρετούνται από ιδιωτικές εταιρείες μεταφορών επιβατών, όπως οι Atlassib, Eurolines και Flixbus.[92]

Σιδηροδρομικές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βόρειος σιδηροδρομικός σταθμός της Τιμισοάρας

Η Τιμισοάρα έχει το παλαιότερο και το πυκνότερο σιδηροδρομικό δίκτυο της Ρουμανίας, με πάνω από 91,9 km γραμμών ανά 1.000 km2 εδάφους, αν και ορισμένα τμήματά του δεν λειτουργούν πλέον λόγω χαμηλής ζήτησης και έλλειψης συντήρησης.[93] Επομένως η Τιμισοάρα είναι ο σημαντικότερος σιδηροδρομικός κόμβος του ομώνυμου νομού και της δυτικής Ρουμανίας. Οι περισσότερες από τις σιδηροδρομικές γραμμές που τέμνονται στην Τιμισοάρα είναι δευτερεύουσες. Οι πιο σημαντικές είναι η γραμμή 900 από το Βουκουρέστι, με διεθνή σύνδεση με τη Σερβία και η κύρια γραμμή Τιμισοάρα–ΑράντΟραντέα, που εξασφαλίζει τη σύνδεση με τη γραμμή 200 (ΜπράσοβΣιμπίουΑράντ–Κουρτίτσι) και άτυπα με την Ουγγαρία.[39]

Η πόλη έχει πέντε σταθμούς (Βόρειας, Δυτικής, Νότιας, Ανατολικής και Τιμισοάρας CET) και ένα σταθμό διαλογής (Ronaț Triaj). Ο κύριος επιβατικός σταθμός είναι ο Βόρειος, που κατασκευάσθηκε το 1897 και υποβάλλεται σε εκτεταμένη αποκατάσταση από το 2021..[94]Το παλιό κτίριο του σταθμού, χτισμένο σε νεοκλασικό ρυθμό υπέστη σοβαρές ζημιές από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων το 1944, και έτσι κατασκευάσθηκε σε σοσιαλιστικό κλασικό ρυθμό.[95] Ο Βόρειος σταθμός της Τιμισοάρας είναι ένας από τους πιο πολυσύχναστους της Ρουμανίας, με μέσο όρο 174 επιβατικά τρένα/ημέρα και ροή 5.530 επιβατών/ημέρα.[96]

Αν και η φύση της εμπορευματικής κυκλοφορίας έχει αλλάξει, μειώνοντας την απαίτηση για ελιγμούς και ανασύνθεση τρένων, η Τιμισοάρα είναι ένα σημαντικό κέντρο σιδηροδρομικών εμπορευματικών μεταφορών. Υπάρχουν πολλές μεγάλες βιομηχανικές εταιρείες που παραλαμβάνουν και αποστέλλουν εμπορεύματα με τρένο.[82]

Aερομεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Διεθνές Αεροδρόμιο της Τιμισοάρας Traian Vuia

Σε απόσταση 12 χλμ. από την Τιμισοάρα, στο βορειοανατολικό τμήμα της πόλης, το Διεθνές Αεροδρόμιο Traian Vuia είναι το τέταρτο αεροδρόμιο της Ρουμανίας όσον αφορά τον αριθμό επιβατών (~1,2 εκατομμύρια το 2022)[97] και ο σημαντικότερος αεροπορικός κόμβος της Ευρωπεριοχής Δούναβη-Κρις-Μούρες-Τίσα. Το 2017 έγινε το πρώτο αεροδρόμιο της Ρουμανίας που πιστοποιήθηκε από τον EASA.[98] Το 2018 το Διεθνές Αεροδρόμιο Traian Vuia προσέλκυσε το 15,1% του συνολικού αριθμού επιβατών που επιβιβάστηκαν στα αεροδρόμια της Ρουμανίας, το 32,8% των συνολικών τόνων εμπορευμάτων που φορτώθηκαν και το 13,2% του συνολικού αριθμού πτήσεων.[99] Λειτουργεί ως επιχειρησιακή βάση για την Wizz Air. Από το 2021 το αεροδρόμιο τελεί υπό επέκταση για την προσθήκη δύο τερματικών σταθμών – εσωτερικών αφίξεων και εξωτερικών αναχωρήσεων – και τη δημιουργία ενός διαμεσικού κέντρου εμπορευματικών μεταφορών.[100]

Το πρώτο αεροδρόμιο της πόλης, το Cioca Aerodrome, είχε παραμείνει σε χρήση για ψυχαγωγικές και χρηστικές αερομεταφορές.[101]

Υδάτινες μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βαπορέτο και κανό στον Μπέγκα

Το Κανάλι του Μπέγκα είναι το πρώτο πλωτό κανάλι που κατασκευάστηκε στη Ρουμανία, συνδέοντας την Τιμισοάρα με τη σερβική πόλη Tίτελ. Το συνολικό πλωτό μήκος του ήταν 114 km , εκ των οποίων τα 33 km στο ρουμανικό έδαφος.[102] Το 2018 ξεκίνησαν εργασίες επισκευής στην υποδομή ναυσιπλοΐας του καναλιού, που θα επέτρεπε την επανέναρξη της ναυτικής κυκλοφορίας μεταξύ Τιμισοάρας και Σερβίας, που σταμάτησε το 1967.[103]

Από το 2018 η Τιμισοάρα είναι η πρώτη πόλη της Ρουμανίας με υδάτινη αστική δημόσια συγκοινωνία, που γίνεται με βάρκες που μοιάζουν με βαπορέτο σε μία γραμμή με έξι σταθμούς.[104]

Εναλλακτικές μεταφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σταθμός κοινής χρήσης ποδηλάτων VeloTM στην Τιμισοάρα

Η Τιμισοάρα έχει το πιο ανεπτυγμένο ολοκληρωμένο σύστημα ποδηλασίας στη Ρουμανία. Οι ποδηλάτες έχουν πρόσβαση σε περισσότερα από 100 km ποδηλατόδρομων,[105] συμπεριλαμβανομένων 37 km έξω από την πόλη μέσω του ποδηλατόδρομου του Καναλιού του του Μπέγκα, που συνδέει τη Ρουμανία με τη Σερβία,[106] παρέχοντας απευθείας σύνδεση με το ευρωπαϊκό δίκτυο ποδηλατικών διαδρομών – EuroVelo..[107] Η Τιμισοάρα είναι η πρώτη πόλη στη Ρουμανία με δημόσιο σύστημα κοινής χρήσης ποδηλάτων, το VeloTM, που εγκαινιάστηκε το 2015. Το σύστημα διαθέτει 440 ποδήλατα στους 25 σταθμούς της πόλης[108] στα οποία, ανάλογα με την εποχή, έχουν πρόσβαση 1.000–1.500 άτομα καθημερινά.

Το 2019 η Τιμισοάρα εισήγαγε τις δημόσιες συγκοινωνίες με ηλεκτρικά σκούτερ.[109]

Αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα έχει το μεγαλύτερο αρχιτεκτονικό σύνολο ιστορικών κτιρίων στη Ρουμανία (περίπου 14.500),[25][110] που αποτελείται από την αστική κληρονομιά των συνοικιών Τσετάτε, Φάμπρικ, Ioσεφίν και Ελισαβετίν.[111] Τα περισσότερα από αυτά τα κτίρια αποτελούν μέρος της αυτοκρατορικής κληρονομιάς, μιας περιόδου οικονομικής ακμής που άφησε το στίγμα της στην πόλη.[112] Η αρχιτεκτονική ποικιλομορφία, που αντιπροσωπεύεται από το μπαρόκ, τον ιστορικισμό, το νεοκλασικισμό, την Αρ Νουβό και το Βιεννέζικο Ζετσεσιονισμό, χάρισε στον Τιμισοάρα το προσωνύμιο «Μικρή Βιέννη».[113] Το παλαιότερο κτήριο στην Τιμισοάρα είναι το Κάστρο του Ουνυάδη, που σήμερα στεγάζει το Μουσείο του Βανάτου. Το κάστρο καταστράφηκε κατά την πολιορκία του 1849, ξαναχτίστηκε αργότερα, αλλά εξακολουθεί να διατηρεί στοιχεία του αρχικού κάστρου που χτίστηκε από τον Ιωάννη Ουνυάδη μεταξύ 1443 και 1447, αλλά και στοιχεία από την περίοδο του Καρόλου Α' της Ουγγαρίας.[111]

Η Τιμισοάρα είναι μια πόλη με πολυπυρηνική αστική δομή. Η σημερινή αστική δομή, αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης, είναι σχετικά ξεκάθαρη: στη μέση του αστικού οικισμού βρίσκεται το ιστορικό κέντρο (συνοικία Τσετάτε) γύρω από το οποίο αναπτύσσονται οι άλλες συνοικίες. Λόγω της ανεξάρτητης ανάπτυξής τους, έχουν διακριτά χαρακτηριστικά τόσο λειτουργικά όσο και αρχιτεκτονικά.[114] Το κέντρο της σημερινής Τιμισοάρας είναι ο «διάδοχος» του αυστριακού στρατιωτικού φρουρίου που χτίστηκε κυρίως μεταξύ 1732 και 1761.[115] Σήμερα σώζονται μόνο λίγα τμήματα του παλιού τείχους της πόλης, δηλαδή ο Προμαχώνας της Θηρεσίας στα ανατολικά και λίγοι ακόμη στο δυτικό όριο του παλιού τείχους της πόλης.[116] Αυτοί αργότερα καταχωρήθηκαν ως μέρος της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Τιμισοάρας.

Ιστορικές συνοικίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τσετάτε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλατεία της Ενωσης
Πλατεία της Νίκης
Πλατεία της Ελευθερίας

Η συνοικία Τσετάτε, το πολιτικό, διοικητικό και πολιτιστικό κέντρο της Τιμισοάρας, χωρίζεται σε δύο διακριτές αστικές περιοχές. Η πρώτη περιοχή είναι η «εσωτερική πόλη» του 18ου και του 19ου αιώνα.[117] Ολόκληρη η περιοχή έχει το καθεστώς της πολιτιστικής κληρονομιάς.[118] Στην περιοχή στεγάζονται τα παλαιότερα κτίρια της πόλης, που χρονολογούνται από το 18ο αιώνα..[119] Η δεύτερη περιοχή ιδρύθηκε μετά το 1900 στα εδάφη που απελευθερώθηκαν με την κατεδάφιση των οχυρώσεων.[117] Οι κατασκευές σε αυτήν την περιοχή ακολούθησαν την τάση εκείνης της εποχής, το ρυθμό fin de siècle. Η αποσχιστική σχολή του Ζετσεσιονισμού του Βανάτου επηρεάστηκε τόσο από τον αυστριακό όσο και από τον ουγγρικό ρυθμό, ως αποτέλεσμα της άμεσης συμμετοχής ορισμένων αρχιτεκτόνων από τη Βουδαπέστη σε διάφορα αντιπροσωπευτικά κτίρια.[120] Αυτός ο ρυθμός πέρασε από δύο διαφορετικά στάδια: το πρώτο εμφανίστηκε περίπου μεταξύ 1900 και 1908 και ήταν παρόμοιο με την Αρ Νουβό, με ανθικές και καμπυλόγραμμες διακοσμήσεις, ενώ το δεύτερο, που συνεχίστηκε μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, είχε πιο απλά, μεγαλύτερα κτίρια με γεωμετρικά σχέδια, παρόμοια με τη βιεννέζικη αρχιτεκτονική εκείνης της εποχής.[120] Λόγω του γεγονότος ότι ο Ζετσεσιονισμός υπήρχε στην Τιμισοάρα μόνο μεταξύ 1900 και 1914, η επιρροή του σε πιο λιτά κτίρια δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο αυτή του εκλεκτικισμού. Αν ο εκλεκτικισμός έγινε αληθινή τέχνη των μαζών, που χρησιμοποιήθηκε σε όλα τα κτίρια, ο Ζετσεσιονισμός παρέμεινε ένας ρυθμός των ελίτ, που διείσδυσε στο Βανάτο μέσω της λατρευτικής αρχιτεκτονικής.[121]

Το ιστορικό κέντρο της Τιμισοάρας έχει ένα σύστημα που αποτελείται από τρεις αστικές πλατείες, μοναδικές στη Ρουμανία, με κάθε μια τους να παρουσιάζει διαφορετικό μέγεθος πλαστική λύση και αρχιτεκτονικό ρυθμό.[122] Η Πλατεία της Ενωσης (Ρουμανικά: Piața Unirii), σε στυλ μπαρόκ, είναι η παλαιότερη πλατεία της πόλης. Ονομάζεται και Πλατεία του Κυρίου (Ρουμανικά: Piața Domului), επειδή στεγάζει το Ρωμαιοκαθολικό Καθεδρικό, που χτίστηκε το 1774.[122] Στη μέση της πλατείας δεσπόζει η Στήλη της Πανούκλας. Στη νότια πλευρά της πλατείας βρίσκεται το Μπαρόκ Ανάκτορο, σχεδιασμένο κατά το Ανάκτορο Κίνσκυ της Βιέννης, που σήμερα στεγάζει το Μουσείο Τέχνης.[123] Στη δυτική πλευρά βρίσκονται ο Σερβικός Ορθόδοξος Καθεδρικός Ναός και το Σερβικό Ορθόδοξο Επισκοπικό Μέγαρο, αντιπροσωπευτικό του νεοσερβικού ρυθμού.[124]

Η Πλατεία της Νίκης (ρουμανικά: Piața Victoriei), γνωστή και ως Πλατεία Όπερας (Ρουμανικά: Piața Operei), είναι η κεντρική πλατεία της Τιμισοάρας. Ολόκληρη η πλατεία σχεδιάστηκε από τον τότε εξέχοντα αρχιτέκτονα Λάσλο Σέκελυ, με σπουδές στη Βουδαπέστη, αλλά μεγάλο θαυμαστή της αυστριακής αρχιτεκτονικής.[125] Η πλατεία πεζοδρομήθηκε πλήρως στα τέλη της δεκαετίας του 1980, με την αφαίρεση των σιδηροτροχιών του τραμ.[122] Χωροταξικά η πλατεία εκτείνεται μεταξύ του Μητροπολιτικού Καθεδρικού Ναού και του Πολιτιστικού Μεγάρου, που στεγάζει το Εθνικό Θέατρο και την Όπερα. Αν και χτίστηκαν περίπου την ίδια εποχή ανήκουν σε εκ διαμέτρου αντίθετους ρυθμούς. Το κτίριο της Όπερας χτίστηκε σε αναγεννησιακό ρυθμό. Σήμερα μόνο οι πλευρές του διατηρούν αυτό το ρυθμό, η πρόσοψη ξαναχτίστηκε μετά από πυρκαγιά στο νεοβυζαντινό ρυθμό που χαρακτηρίζει τη ρουμανική αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου.[126] Ο Μητροπολιτικός Καθεδρικός Ναός είναι το μεγαλύτερο θρησκευτικό κτήριο στην Τιμισοάρα και η δεύτερη ψηλότερη εκκλησία στη Ρουμανία, μετά τον Καθεδρικό Ναό της Σωτηρίας του Ρουμανικού Λαού στο Βουκουρέστι. Ξεχωρίζει για τον όγκο του, έχοντας τουλάχιστον 11 καμπαναριά και αρχιτεκτονικό ρυθμό, ασυνήθιστο για κτίριο του 20ου αιώνα, εμπνευσμένο από την αρχιτεκτονική των μοναστηριών της Μολδαβίας.[127] Η πλευρά περιπάτου από την Όπερα ως τον Καθεδρικό ναό ονομάζεται Corso και στεγάζει πολλά μέγαρα ρυθμού του 1900 (Lloyd, Neuhaus, Merbl, Dauerbach, Hilt και Széchenyi). Η απέναντι πλευρά, Surogat, στεγάζει δύο μέγαρα (Löffler και Εμπορικό Επιμελητήριο) και αρκετές μοντερνιστικές πολυκατοικίες.[117] Στη μέση της πλατείας βρίσκεται το άγαλμα της Λύκαινας του Καπιτωλίου και το σιντριβάνι με τα ψάρια.

Στα βόρεια της Πλατείας της Νίκης βρίσκεται η Πλατεία Ελευθερίας (Ρουμανικά: Piața Libertății). Παλαιότερα ονομαζόταν Πλατεία της Παρέλασης (Ρουμανικά: Piața de Paradă) και στεγάζει πολλά κτίρια με στρατιωτικές λειτουργίες: τη Διοίκηση της Φρουράς, την πρώην Καγκελαρία του Πολέμου, τη Στρατιωτική Λέσχη κ.λπ.[122] Η Στρατιωτική Λέσχη είναι χτισμένη σε στυλ μπαρόκ με κάποιες επιρροές ροκοκό.[128]Τα άλλα κτίρια είναι σε κλασικό ρυθμό, σε ρυθμό του 1900 – Αρ Νουβό και άλλους ρυθμούς. Η Πλατεία Ελευθερίας είναι ο πεζοδρομημένος σύνδεσμος μεταξύ της Πλατείας της Ενωσης και της Πλατείας Νίκης. Στην προέκταση της Πλατείας της Ελευθερίας υπάρχει μια μικρότερη πλατεία, η Πλατεία του Αγίου Γεωργίου (Ρουμανικά: Piața Sfântul Gheorghe), γνωστή στο παρελθόν ως Πλατεία της Θελογικής (Ρουμανικά: Piața Seminarului). Η ανατολική πλευρά του σχηματίστηκε από την Εκκλησία των Ιησουιτών[129], που μετατράπηκε σε τζαμί επί Τουρκοκρατίας[130] και κατεδαφίστηκε κατά τις εργασίες εκσυγχρονισμού που προβλέπονταν στο πολεοδομικό σχέδιο του 1911 (στη θέση της κτίστηκε η Τράπεζα Szana).[117] Οι τοίχοι της πρώην εκκλησίας ήρθαν στην επιφάνεια το 2014.[131]Στην πλατεία δεσπόζει το έφιππο άγαλμα του Αγίου Γεωργίου που σκοτώνει το δράκο, που χτίστηκε το 1996.[132] Είναι ένα από τα πολλά μνημεία που ανεγέρθηκαν τη δεκαετία του 1990 σε μέρη της πόλης όπου σκοτώθηκαν άνθρωποι κατά τη Ρουμανική Επανάσταση. Σε αυτή την πλατεία τέθηκε σε κίνηση το πρώτο ιππήλατο τραμ τον Ιούλιο του 1869.[132]

Φάμπρικ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Από αριστερά: Πλατεία του Τραϊανού, άγαλμα στο Μέγαρο του Ερμή και Εκκλησία της Χιλιετίας.

Η συνοικία Φάμπρικ έχει πάρει το όνομά της από τα πολλά εργοστάσια, εργαστήρια και συντεχνίες που ιδρύθηκαν εδώ.[133] Συνορεύει με τα Λουτρά του Ποσειδώνα, τον ανατολικό σιδηροδρομικό σταθμό της Τιμισοάρας, το υδραγωγείο και τη ζυθοποιία της πόλης.[133] Στο κέντρο της βρίσκεται η Πλατεία του Τραϊανού (ρουμανικά: Piața Traian). Αυτή είναι ένα μικρότερο αντίγραφο της Πλατείας της Ενωσης : και οι δύο είναι ορθογώνιες και πλαισιώνονται στην ανατολική πλευρά τους από θρησκευτικό κτήριο. Το παλαιότερο κτίριο στην Πλατεία του Τραϊανού είναι η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία, που χτίστηκε μεταξύ 1745 και 1755 σε κλασικό ρυθμό.[117] Τα περισσότερα από τα κτίρια της πλατείας χτίστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα και ανήκουν σε διαφορετικά κινήματα της Αρ Νουβό.[117] Στην Πλατεία των Ρωμαίων (ρουμανικά: Piața Romanilor) βρίσκεται η Εκκλησία της Χιλιετίας, ένα ιστορικό κτίριο με νεογοτθικά και νεορομανικά στοιχεία.[117]

Ioσεφίν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ζετσεσιονιστικός Υδατόπυργος στη συνοικία Ioσεφίν

Aρχικά η συνοικία Ioσεφίν είχε αγροτικό χαρακτήρα, με απομονωμένα σπίτια, παρόμοια με τα χωριά της πεδιάδας των Σουηβών του Βανάτου. Τα σπίτια είχαν μόνο έναν όροφο και, ως επί το πλείστον, είχαν προσόψεις διακοσμημένες με αετώματα.[117] Ο αγροτικός χαρακτήρας της συνοικίας διατηρήθηκε μέχρι το 1857, όταν η Τιμισοάρα συνδέθηκε με το σιδηροδρομικό σύστημα της Κεντρικής Ευρώπης. Τότε στο βόρειο τμήμα του Ioσεφίν κατασκευάστηκε ο πρώτος σιδηροδρομικός σταθμός της πόλης.[117] Εκτός από την Καθολική Εκκλησία της Αγίας Μαρίας, που κατασκευάστηκε μεταξύ 1774 και 1775, όλα τα κτίρια του Ioσεφίν κατασκευάστηκαν μετά το 1868, τα περισσότερα γύρω στο 1900.[119] Έτσι σε αυτή την περιοχή υπάρχουν πολλά κτίρια εκλεκτικιστικού ιστορικού ρυθμού, ειδικά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, καθώς και αρκετά αρχιτεκτονικά σύνολα στο ρυθμό του 1900 με τις ιδιαίτερες στιλιστικές του παραλλαγές – Αρ Νουβό, ΓιούγκεντστιλJ ή Ζετσεσιονισμός.[119] Αντιπροσωπευτικά αυτού του ρυθμού είναι τα ιστορικά μνημεία από τα αστικά σύνολα IV και V: το Υδατομέγαρο, η Λέσχη Ντελβίντεκι, το πρώην Ταμιευτήριο, το Μέγαρο της Αγκυρας, τα δίδυμα μέγαρα Νάντορ και Τάμας Τσέρμακ, η Εκκλησία Νοτρ Νταμ, ο Υδατόπυργος κ.λπ.[134][135]

Η Λεωφόρος 16 Δεκεμβρίου 1989 αποτελεί το παραδοσιακό ιστορικό σύνορο μεταξύ των συνοκιών Ioσεφίν και Eλισαβετίν. Κατά μήκος της βρίσκονται μια σειρά από μέγαρα Αρ Νουβό (Besch–Piffl, Kuncz, Menczer, κ.λπ.), καθώς και ο Πυροσβεστικός Σταθμός του 1900.[136] Η λεωφόρος χωρίζει την Πλατεία Αλεξάντρου Μοτσιλονι (ρουμανικά: Piața Alexandru Mocioni) σε δύο άνισα μέρη, από τα οποία το τριγωνικό (παλαιότερα ονομαζόταν Πλατεία Kυτλ και Πλατεία Σινάια) ανήκει στο Ioσεφίν.[137] Η πλατεία πλαισιώνεται από την Ορθόδοξη Εκκλησία, χτισμένη σε νεοβυζαντινό ρυθμό και εμπνευσμένη από την Αγία Σοφία[239], σε αντίθεση με την Αρ Νουβό αρχιτεκτονική των γύρω κτηρίων.

Eλισαβετίν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μνημείο της Παναγίας στην Πλατεία της Αγίας Μαρίας. Στο βάθος το Μέγαρο της Καλβινιστικής Κοινότητας

Όπως και η συνοικία Ioσεφίν το Eλισαβετίν είχε επί μακρόν αγροτικό χαρακτήρα.[117] Μόνο μετά το 1892, με την καθαίρεση του στρατιωτικού φρουρίου, το Eλισαβετίνγνώρισε έντονη ανάπτυξη. Μόνο δύο κτίρια έχουν διατηρηθεί εκεί από το 18ο αιώνα: Η Κατοικία Ντίσελ και η Ορθόδοξη Εκκλησία στην πλατεία της Εκκλησίας, η παλαιότερη ρουμανική εκκλησία στην Τιμισοάρα.[117] Αν και είναι προστατευόμενη ιστορική περιοχή, το αστικό σύνολο I του Eλισαβετίν επηρεάζεται από τη λεγόμενη αστική εξάπλωση. Πολλές αστικές κατοικίες, τυπικές της ιστορικής αστικής μορφολογίας της συνοικίας έχουν μετατραπεί σε πολυώροφα κτίρια.[117] Τα κτίρια στο αστικό σύνολο VIII χρονολογούνται από το 1890 ως το 1900. Ορισμένα ανήκουν στο κλασικό ρυθμό, ενώ άλλα στον εκλεκτικιστικό ιστορικό ρυθμό, ειδικά στο κίνημα του νεομπαρόκ.[117]

Μια από τις ιστορικής σημασίας πλατείες του Eλισαβετίν είναι η Πλατεία της Αγίας Μαρίας (Ρουμανικά: Piața Maria), όπου δεσπόζει το νεορωμανικό μνημείο της Αγίας Μαρίας.[22] Σύμφωνα με την παράδοση σε αυτό το μέρος μαρτύρησε ο Γκέργκι Ντόζα, αρχηγός της αγροτικής εξέγερσης του 1514.[138] Άλλες πλατείες του Eλισαβετίν είναι η Πλατεία Νικολάε Μπαλτσέσκου (ρουμανικά: Piața Nicolae Bălcescu) με την Καθολική Εκκλησία ύψους 57 μέτρων[139] και η μικρότερη Πλατεία Πλέβεν (Ρουμανικά: Piața Plevnei), που περιβάλλεται από ένα σύνολο Αρ Νουβό κατοικίων (το Σπίτι με τα παγώνια, το Σπίτι των Σίλαρντ, το Σπίτι με την Όμορφη Πύλη κ.λπ.).[117]

1919–1947: Νεορουμανική αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στις ιστορικές συνοικίες κυριαρχούν οι γειτονιές των μεμονωμένων επαύλεων, οι πολυκατοικίες και τα θρησκευτικά και κοινωνικοπολιτιστικά κληροδοτήματα που χρονολογούνται από το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα από το Μεσοπόλεμο, δίνοντας στις αντίστοιχες περιοχές την όψη μιας κηπούπολης.[117]

Η αρχιτεκτονική των νέων κτιρίων που ανεγέρθηκαν το Μεσοπόλεμο κράτησε ορισμένα διακοσμητικά στοιχεία ευρέως διαδεδομένα στις αρχές του 20ου αιώνα, αλλά ο νεορουμανικός ρυθμός και στη συνέχεια ο μοντερνιστικός και ο κυβιστικός έγιναν όλο και πιο δημοφιλείς.[140][141] Όλο και περισσότερα έργα έχουν ανατεθεί σε Ρουμάνους αρχιτέκτονες, από την Τιμισοάρα ή το Βουκουρέστι. Έξω από τα πρώην τείχη του φρουρίου και στο Eλισαβετίν χτίστηκαν πολλές βίλες στις οποίες κυριαρχεί η επιρροή του μοντέρνου ρυθμού, του Μπρανκόβενετς καθώς και γαλλικές επιρροές, αλλά και δημόσια κτίρια, εμβληματικά για τη νέα αρχιτεκτονική τους γραμμή.[140] Στα χρόνια του Μεσοπολέμου χτίστηκαν σημαντικά κτίρια της πόλης σύμφωνα με τα σχέδια του αρχιτέκτονα του Βουκουρεστίου Ντουίλιου Μάρκου: η νέα πρόσοψη του Θεάτρου, το κεντρικό κτίριο, η φοιτητική εστία και τα εργαστήρια του Πολυτεχνείου, ο κινηματογράφος Capitol κ.λπ.[140]

Ο νεορουμανικός ρυθμός προωθήθηκε συνειδητά από το κράτος. Όπως και ο Ζετσεσιονισμός ο νεορουμανικός ρυθμός παρέμεινε ελιτίστικος, που δεν επηρέασε με κανένα τρόπο την αρχιτεκτονική του πλήθους των πιο μετριοπαθών κτιρίων που χτίστηκαν την περίοδο του Μεσοπολέμου.[121]

1947–1989: Σοσιαλιστικός κλασικισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Continental Hotel λειτούργησε το 1971 και είναι το πρώτο πολύ υψηλό κτήριο της Τιμισοάρας

Κατά την κομμουνιστική περίοδο, όπως και άλλες πόλεις της Ρουμανίας, η Τιμισοάρα ακολούθησε αυστηρά το σοβιετικό ρυθμό. Οι αρχιτέκτονες δεν είχαν δημιουργική ελευθερία, γιατί το υπουργείο επέβαλε αυστηρό έλεγχο και καθεστώς λιτότητας, με μικρούς προϋπολογισμούς.[142] Η εξέλιξη της μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής της πόλης επηρεάστηκε έντονα από τη δραστηριότητα του αρχιτέκτονα Χανς Φάκελμαν, που σχεδίασε, μεταξύ άλλων, το Δυτικό Πανεπιστήμιο, μια από τις πρώτες σύγχρονες κατασκευές στη Ρουμανία, και το Εθνικό Κολλέγιο Τέχνης Ιον Βίντου.[143]

Παρά την κεντρική πολιτική της αστικής συστηματοποίησης, που επέβαλε την κατεδάφιση ολόκληρων ιστορικών συνοικιών, όπως η συνοικία Ουρανός στο Βουκουρέστι, οι αρχές της Τιμισοάρα δεν κατεδάφισαν παλιά κτίρια, αλλά μόνο «γέμισαν» τα κενά, όπου δεν υπήρχαν κτίρια.[244]Έτσι χτίστηκαν τα δύο τετράγωνα που κλείνουν το μέτωπο της Πλατείας Νίκης, στην ανατολική πλευρά της, προς τον Μητροπολιτικό Ναό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 το Κομμουνιστικό Κόμμα επέβαλε την κατασκευή ορισμένων εμπορικών κέντρων, ξενοδοχείων, πολιτιστικών κέντρων, σταδίων και αθλητικών αιθουσών στις μεγάλες πόλεις. Ήταν η περίοδος που χτίστηκαν στην πόλη το κατάστημα Μπέγκα, τα ξενοδοχεία Continental και Timişoara, το Σπίτι Νεολαίας, ο οίκος μόδας Modex, η αίθουσα Olimpia και άλλα.[244]

Στην κομμουνιστική εποχή σημειώθηκε επίσης αύξηση του πληθυσμού της Τιμισοάρας, με τη μεταφορά εκεί εργατών που από όλη τη χώρα. Έτσι προέκυψε η ανάγκη για νέες συνοικίες. Μεταξύ 1974 και 1988 κατασκευάσθηκαν τεράστιες γειτονιές-υπνωτήρια, αποτελούμενες από πολυκατοικίες με τέσσερις, οκτώ ή δέκα ορόφους, κατασκευασμένες από μεγάλα προκατασκευασμένα πάνελ. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού της Τιμισοάρα ζούσαν σε τέτοια προάστια: Circumvalațiunii, Șagului, Lipovei, κ.λπ. Οι πολυκατοικίες διέθεταν τις τεχνικές-δημοτικές εγκαταστάσεις που ήταν απαραίτητες για τη στέγαση, αλλά η κατασκευή τους δεν ήταν καλή σε συνθήκες έντονης οικονομικής παρακμής.[117]

1990–σήμερα: Σύγχρονη αρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιφερειακό Επιχειρηματικό Κέντρο

Η επανασύνδεση, μετά το 1989, της ρουμανικής αρχιτεκτονικής με τον ευρωπαϊκό αρχιτεκτονικό πολιτισμό αποδείχθηκε πολύ δύσκολη. Τα περισσότερα έργα και κατασκευές δεν είχαν ακόμη αρκετή ουσία ή συνέχιζαν αδρανειακά το διακοσμητισμό της προηγούμενης περιόδου.[144] Η Αρχιτεκτονική Σχολή της Τιμισοάρας, που ιδρύθηκε ξανά το 1990 ως τμήμα της Σχολή Κατασκευών, συγκέντρωσε αρχιτέκτονες από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, που, ασπαζόμενοι το θεωρητικό λόγο του μεταμοντερνισμού, διαιώνισαν τη φιλοσοφία των τεχνών και της τεχνικής της προηγούμενης γενιάς, είτε με μια αδιόρατη επιστροφή στην ιστορική παράδοση (Σέρμπαν Στούρτζα, Μίχαϊ Μποτέσκου ή Ράντου Ράντοσλαβ), ή μέσω μιας κριτικής περιφερειακής προσέγγισης (Βλαντ Γκαϊβορόνσι, Ιοάν Αντρεέσκου ή Φλορίν Ιονάσιου).[145]Κατασκευές όπως η Αυστριακή Κατοικία (Μίχαϊ Μποτέσκου), ο Πύργος BRD (Ράντου Ράντοσλαβ), το Επιχειρηματικό Κέντρο της Πόλης (Βλαντ Γκαϊβορόνσι) ή το Reghina Blue Hotel (Ιοάν Αντρεέσκου) συνδέονται με τα ονόματά τους.[146][147]

Παρόμοια με άλλες πόλεις της Ρουμανίας η Τιμισοάρα υποβλήθηκε σε μεγάλης κλίμακας αποβιομηχάνιση και τριτογενοποίηση μετά το 1989, που διαμόρφωσαν το σημερινό αστικό της τοπίο.[148] Η κρίση ακινήτων 2008-2009 οδήγησε σε αλλαγή στην οικονομική συμπεριφορά τόσο των επενδυτών όσο και των αγοραστών κατοικιών. Μετά την κρίση ορισμένα έργα περιφερειακών ακινήτων έχουν εγκαταλειφθεί και οι επενδυτές και οι αγοραστές κατοικιών έχουν μετατοπίσει το ενδιαφέρον τους στα διαθέσιμα οικόπεδα εντός της πόλης.[149] Αποτέλεσμα της διαδικασίας οικονομικής αναδιάρθρωσης κατά τη δεκαετία του 2000 ήταν πολλές βιομηχανικές περιοχές ή απομονωμένα εργοστάσια να κατεδαφιστούν και τη θέση τους να πάρουν συγκροτήματα κατοικιών και εμπορικά κέντρα.[149]

ISHO[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ωστόσο τη δεκαετία του 2010 η πόλη γνώρισε μια περίοδο αναγέννησης της αστικής ανάπτυξης. Έργα όπως το Iulius Town και το ISHO τέθηκαν στο χάρτη με τη μορφή μητροπολιτικών προαστίων, που υπογραμμίζουν την ανάπτυξη του αστικού ιστού και έμμεσα των εγκαταστάσεων της πόλης. Το ISHO είναι ένα μητροπολιτικό προάστιο ανάπτυξης μικτών χρήσεων. Το έργο σχεδιάστηκε από την αρχή για να ενσωματώσει το συγκρότημα κατοικιών, το ξενοδοχείο και τις λειτουργίες λιανικού εμπορίου και ψυχαγωγίας.[150] Το συνολικό έργο περιλαμβάνει, εκτός από τις προηγούμενες εγκαταστάσεις, ένα πάρκο 7.500 m2, αίθουσες εκδηλώσεων, γραφεία, έναν πολυώροφο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτων και ένα εκθεσιακό περίπτερο.[151] Η ακαθάριστη έκταση ανέρχεται σε περίπου 200.000 m2 με ενοικιαζόμενη έκταση περίπου 135.000 m2. Το συγκρότημα περιλαμβάνει τα ψηλότερα κτίρια κατοικιών της Τιμισοάρας (Tower Riverside A – 75 m και Tower Parkside D – 70 m).[152]

Πέρα από διαμερίσματα και γραφεία νέας γενιάς, το συγκρότημα παρέχει ένα συνεδριακό κέντρο και ένα χώρο συνεργασίας. Εξυπηρετεί συνολικά 2.000 θέσεις στάθμευσης, γυμναστήριο, λουτρό, πισίνα και πάρκο άνω των 7.500 τετραγωνικών μέτρων, με πίστα τρεξίματος. Θα παρέχει επίσης την ανάπτυξη ορισμένων παιδικών χαρών, θα εξυπηρετείται από δευτεροβάθμιο σχολείο, αλλά και από αρκετά καλά αξιολογημένα σχολεία και νηπιαγωγεία, που βρίσκονται στην περιοχή. Το έργο συμπληρώνεται με σούπερ μάρκετ, ιατρικό κέντρο, φαρμακείο, τράπεζες και άλλες συμπληρωματικές εμπορικές λειτουργίες. Τέλος ο πεζόδρομος του συγκροτήματος θα έχει εστιατόρια, καφετέριες, βεράντες και άλλους χώρους κοινωνικοποίησης και χαλάρωσης.[153]


Δημαρχείο

Πολιτισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρωμαιοκαθολικός Ναός του Αγίου Γεωργίου
Λογότυπο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης 2023

Εικαστικές τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Τιμισοάρα υπάρχουν οκτώ πινακοθήκες σύγχρονης τέχνης, πέντε από τις οποίες χρηματοδοτούνται από το δημόσιο: η Πινακοθήκη Πυγμαλίων (Οίκος των Τεχνών), η Πινακοθήκη geamMAT του Μουσείου Τέχνης, η Πινακοθήκη Hλιος (Ένωση Καλλιτεχνών), η Πινακοθήκη Mansarda (Σχολή Τεχνών και Σχεδιασμού) και η Πινακοθήκη του Δημαρχείου.[112]

Παραστατικές τέχνες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερμανικό Κρατικό Θέατρο

Η Τιμισοάρα είναι η μόνη πόλη στην Ευρώπη που έχει τρία κρατικά θέατρα με τρεις διαφορετικές γλώσσες – το Εθνικό Θέατρο Μιχαήλ Εμινέσκου, το Γερμανικό Κρατικό Θέατρο και το Ουγγρικό Κρατικό Θέατρο Τσίκυ Γκέργκελυ. Τα τρία θέατρα και η Εθνική Λυρική Σκηνή στεγάζονται στο Πολιτιστικό Μέγαρο, που χτίστηκε μεταξύ 1871 και 1875 σύμφωνα με τα σχέδια των Βιεννέζων αρχιτεκτόνων Φέρντιναντ Φέλνερ και Χέρμαν Χέλμερ, που σχεδίασαν, μεταξύ άλλων, το Δημοτικό Θέατρο της Βιέννης, το Νέπσινχαζ της Βουδαπέστης και το Θέατρο Όπερας της Οδησσού.[126] Το 2012 το Εθνικό Θέατρο κατασκεύασε και έθεσε σε λειτουργία το Set Factory, την πρώτη επαγγελματική γραμμή παραγωγής θεατρικού εξοπλισμού και σκηνικών στη Ρουμανία.[112] Από το 2019 το σεβόγλωσσο θέατρο λειτουργεί στο πλαίσιο του Θεάτρου Κουκλοθεάτρου και Νέων Μέρλιν.[154]

Η Εθνική Λυρική Σκηνή της Ρουμανίας ως θεσμός στη σημερινή της μορφή υπάρχει από το 1947, όταν η όπερα Αΐντα του Τζουζέπε Βέρντι εγκαινίασε την πρώτη της σεζόν, στις 27 Απριλίου.[155]

Λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λογοτεχνική ζωή έχει αναζωογονηθεί στην Τιμισοάρα την τελευταία δεκαετία: οι ανοιχτές, δημόσιες αναγνώσεις πεζογραφίας και ποίησης έχουν μετατραπεί σε κοινωνικολογοτεχνικά πειράματα και δύο νέα λογοτεχνικά φεστιβάλ έχουν ξεκινήσει – το LitVest και το Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ της Τιμισοάρας..[156]

Η λογοτεχνική εταιρεία Aktionsgruppe Banat, που ιδρύθηκε από γερμανόφωνους συγγραφείς της μειονότητας των Σουηβών του Βανάτου, δραστηριοποιήθηκε στην Τιμισοάρα μεταξύ 1972 και 1975.[157] Πολλά από τα μέλη της δραστηριοποιήθηκαν επίσης στον Κύκλο Adam Müller-Guttenbrunn, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, τους Χέρτα Μύλερ που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2009[156], Χορστ Σάμσον και Βέρνερ Σόλνερ.[158]

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν αποκτήσει μια κυρίως μουσικής εταιρεία, στην Τιμισοάρα υπήρχε η χορωδιακή ένωση Temeswarer Männergesangverein, που ιδρύθηκε το 1845. Το ρεπερτόριο αυτής της χορωδίας περιλάμβανε έργα μεγάλης δημοτικότητας, που ανήκαν κυρίως στη γερμανική ρομαντική μουσική.[159] Η Φιλαρμονική ιδρύθηκε αργότερα, το 1871, ως ανδρική χορωδία. Η εναρκτήρια συναυλία πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου και περιλάμβανε τις μπαλάντες Die Frithjof-Saga του Μαξ Μπρουχ και Der Taucher του Χάινριχ Βάιντ.[159] Κατά καιρούς προσκλήθηκαν από τη Φιλαρμονική να εμφανιστούν στην Τιμισοάρα μουσικοί όπως οι Φραντς Λιστ, Γιόχαν Στράους ο νεότερος, Γιόζεφ Χάυντν, Πάμπλο ντε Σαρασάτε, Χένρικ Βιενιάφσκι, Γιοχάνες Μπραμς και Μπέλα Μπάρτοκ.[159][160] Η σημερινή Φιλαρμονική Μπανατούλ ιδρύθηκε το 1947 με βασιλικό διάταγμα.[161] Η Φιλαρμονική διοργανώνει από το 1968 το Διεθνές Μουσικό Φεστιβάλ της Τιμισοάρας, το μακροβιότερο πολιτιστικό φεστιβάλ της πόλης.[112]

Mουσεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Εθνικό Μουσείο Τέχνης της Τιμισοάρας και η Κατοικία Μπρυκ, όπως φαίνονται μαζί
Ξύλινη εκκλησία του Τόπλα στο Μουσείο Χωριού του Βανάτου

Το Μουσείο Τέχνης στεγάζεται στο Μπαρόκ Ανάκτορο, ένα κτήριο ύστερου μπαρόκ στην Πλατεία της Ενωσης. Ο εκθεσιακός χώρος περιλαμβάνει συλλογές σύγχρονης, διακοσμητικής και ευρωπαϊκής τέχνης..[162] το Εθνικό Μουσείο του Βανάτου, που ιδρύθηκε το 1877 και στεγάζεται στο Κάστρο Ουνυάδη, έχει ως αντικείμενό του την ιστορία και την αρχαιολογία.[163] Στο ισόγειο του μουσείου υπάρχει ανακατασκευή του Νεολιθικού Ιερού της Πάρτσα, που χρονολογείται από την 6η χιλιετία π.Χ.[164] Το Μουσείο Χωριού του Βανάτου έχει σχεδιαστεί ως ένα παραδοσιακό χωριό του Βανάτου, ένα ζωντανό μουσείο και ένα υπαίθριο καταφύγιο λαϊκής αρχιτεκτονικής που βρίσκεται στο Πράσινο Δάσος. Περιλαμβάνει ρουστίκ νοικοκυριά που ανήκουν σε διάφορες εθνότητες του Βανάτου, κτίρια με κοινωνική λειτουργία του παραδοσιακού χωριού (δημαρχείο, σχολείο και εκκλησία), τεχνικές εγκαταστάσεις και εργαστήρια..[112] Το Μουσείο Δημοσίων Συγκοινωνιών Κορνέλιου Μίκλοσι υπάγεται στην τοπική εταιρεία δημόσιων μεταφορών. Εκτίθενται διάφοροι τύποι τραμ, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου ιππήλατου και του πρώτου ηλεκτρικού της πόλης, καθώς και λεωφορείων, τρόλεϊ και εξοπλισμού συντήρησης οχημάτων.[165]Υπάρχουν σχέδια για την ενσωμάτωση του μουσείου σε ένα κέντρο τέχνης, τεχνολογίας και πειραμάτων – MultipleXity.[166] Το Στρατιωτικό Μουσείο, που ιδρύθηκε το 1964, λειτουργεί στη Στρατιωτική Λέσχη στην Πλατεία Ελευθερίας. Η κληρονομιά του μουσείου αποτελείται από περισσότερα από 2.000 εκθέματα: χάρτες, έγγραφα, μακέτες ιστορικών μνημείων, φωτογραφίες, όπλα και στρατιωτικές στολές.[167] Στις συλλογές των μουσείων που ανήκουν στη Μητρόπολη του Βανάτου, στη Σερβική Ορθόδοξη Επισκοπή και στη Ρωμαιοκαθολική Επισκοπή υπάρχουν λατρευτικά αντικείμενα, εικόνες σε ξύλο και γυαλί από το 16ο–19ο αιώνα, βιβλία, χειρόγραφα και παλιά εκκλησιαστικά αντικείμενα.[112] Ένα μελλοντικό μουσείο αφιερωμένο στη Ρουμανική Επανάσταση θα οργανωθεί στο κτίριο της πρώην Στρατιωτικής Φρουράς.[168] Επί του παρόντος υπάρχει Μνημείο της Επανάστασης, στη συλλογή του οποίου υπάρχουν γραπτές, ηχητικές και βίντεο πληροφορίες για τα γεγονότα του 1989.[169]

Επιπλέον υπάρχουν πολλά ανεξάρτητα μουσεία στην Τιμισοάρα, όπως το Μουσείο του Κομμουνιστικού Καταναλωτή, που έχει διαρρυθμιστεί ως τυπικό σπίτι της Χρυσής Εποχής,[170] το μουσείο αφιερωμένο στο Ρουμάνο σκιτσογράφο Popa's[171] και το Μουσείο Kindlein, μια αναπαράσταση του καταστήματος κοσμημάτων και ρολογιών του Peter Kindlein και του εργαστηρίου του.

Φεστιβάλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Οδός Άλμπα Ιούλια] κατα τα Timfloralis

Το 2013 διοργανώθηκαν στην Τιμισοάρα περίπου 400 πολιτιστικές εκδηλώσεις (παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις, σαλόνια τέχνης και λογοτεχνίας, φεστιβάλ κ.λπ.).[1]

Αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ορθόδοξος Καθεδρικός Τριών Ιεραρχών
  • Ρωμαιοκαθολικός Καθεδρικός Αγίου Γεωργίου
  • Πλατεία Βικτοριέϊ (Piața Victoriei)
  • Συναγωγή του Φρουρίου (Sinagoga din Cetate)
  • Πλατεία Ελευθερίας (Piața Libertǎții)
  • Μέγαρο Ντεσάν
  • Μπαρόκ Μέγαρο
  • Κάστρο Ουνυάδη
  • Συγκρότημα Πιαρίστ
  • Προμαχώνας του Φρουρίου
  • Δικαστικό Μέγαρο
  • Κανάλι του Μπέγκα
  • Μουσείο της Επανάστασης του Δεκεμβρίου 1989
  • Εκκλησία της Χιλιετηρίδας
  • Πάρκα

Π==άρκα και χώροι πρασίνου== Η Τιμισοάρα είναι γνωστή ως η «πόλη των πάρκων» για τα πάρκα και τους χώρους πρασίνου της.[123] Αυτά βρίσκονται κυρίως γύρω από την παλιά πόλη, σχηματίζοντας μια πράσινη ζώνη κατά μήκος του καναλιού του Μπέγκα.[172] Στα τέλη του 2009 η έκταση των πάρκων της πόλης ήταν 117,57 εκτάρια.[173] Το 2015 η Τιμισοάρα είχε μόνο 16 m2 χώρων πρασίνου κατά κεφαλή, με σύσταση της ΕΕ για 26 m2.[174]

Ένα από τα πιο διάσημα πάρκα της Τιμισοάρας είναι το Κεντρικό Πάρκο Αντον Σκούντιερ, που ιδρύθηκε το 1850.[175] Από το 2009 το πάρκο έχει μια Αλέα Προσωπικοτήτων με 24 χάλκινα αγάλματα τοπικών προσωπικοτήτων.[176] Το 2019 το πάρκο επανασχεδιάστηκε στο στυλ των Κήπων του Σενμπρούν της Βιέννης.[177] Επίσης κοντά στο κέντρο της πόλης βρίσκεται το Πάρκο των Ρόδων, που στις αρχές του 20ου αιώνα χάρισε στην Τιμισοάρα το προσωνύμιο «πόλη των τριαντάφυλλων».[123]Το πάρκο εγκαινιάστηκε το 1891 με αφορμή μια αγροτοβιομηχανική έκθεση και όλες οι διευθετήσεις έγιναν από τον αρχιτέκτονα τοπίου Βίλχελμ Μύλε.[178] Ο κήπος αγγλικού και γαλλικού στυλ εκτεινόταν σε 9 εκτάρια και τον επισκέφτηκε ο Αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ στις 16 Σεπτεμβρίου 1891.[179] Το σημερινό πάρκο οργανώθηκε μεταξύ 1928 και 1934, όταν ήταν ο μεγαλύτερος ροδώνας στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με 1.200 είδη και ποικιλίες Τριανταφυλλιάς.[179] Στο πάρκο υπάρχει και η σκηνή του θερινού θεάτρου όπου γίνονται πολλά φεστιβάλ, συναυλίες και παραστάσεις. Απέναντι από το Πάρκο των Ρόδων βρίσκεται το Παιδικό Πάρκο Ioν Κρεάνγκα. Εγκαινιάστηκε την ίδια χρονιά με το Πάρκο των Ρόδων.[180] Η οριοθέτηση των δύο πάρκων έγινε αργότερα, όταν την περιοχή διέσχιζε η σημερινή οδός Μιχαήλ Αγγέλου. Το 2012 επανασχεδιάστηκε ως η μεγαλύτερη παιδική χαρά της πόλης.[181]

Το Πάρκο της Βασίλισσας Μαρίας, παλαιότερα γνωστό ως Λαϊκό Πάρκο, είναι το παλαιότερο της πόλης και ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του κυβερνήτη του Βοεβοδάτου Σερβίας και Βανάτου Τέμεσβαρ Κόμη Γιόχαν φον Κορονίνι-Κρόνμπεργκ το 1852.[173] Το Βοτανικό Πάρκο, που οι ντόπιοι αποκαλούν Βοτανικό Κήπο, θεωρείται δενδρολογικό πάρκο και εγκαινιάστηκε το 1986, με σχέδια της αρχιτέκτονας Σίλβια Γκρουμέζα.[173] Το πάρκο περιέχει είδη ομαδοποιημένα σε οκτώ τομείς, ανάλογα με την περιοχή προέλευσης του φυτού.[182] Ένα από τα νεότερα πάρκα το Δημοτικό Πάρκο οργανώθηκε πάνω από τους πρώην στρατώνες, που κατεδαφίστηκαν μεταξύ 1956 και 1959.[183] Το κύριο αξιοθέατο του πάρκου είναι το λουλουδάτο ρολόι, που κατασκευάστηκε το 1971.

Εκπαίδευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Τιμισοάρα έχει τέσσερα δημόσια και τέσσερα ιδιωτικά πανεπιστήμια

Δημόσια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Δυτικό Πανεπιστήμιο
  • "Πολυτεχνικό" Πανεπιστήμιο της Τιμισοάρα
  • Πανεπιστήμιο Ιατρικής και Φαρμακευτικής "Βικτόρ Μπάμπες"
  • Πανεπιστήμιο Γεωπονικών Επιστημών και Κτηνιατρικής του Βανάτου

Ιδιωτικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Mαζικά μέσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εντυπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκδοση της 24 Ιουνίου 1772 της Temeswarer Nachrichten, της πρώτης εφημερίδας που εκδόθηκε στην Τιμισοάρα

Η πρώτη εφημερίδα που εκδόθηκε στην Τιμισοάρα το 1771, που επιμελήθηκε ο τυπογράφος Ματίας Γιόζεφ Χάιμερλ, ονομαζόταν Temeswarer Nachrichten και έκανε 13 εκδόσεις.[184] Μεταξύ 1830 και 1849 εμφανίστηκε η Temeswarer Wochenblatt, με εκδότη τον Γιόζεφ Κλάπκα, ιδρυτή της πρώτης δανειστικής βιβλιοθήκης στη Μοναρχία των Αψβούργων (1815) και δήμαρχο της Τιμισοάρας μεταξύ 1819 και 1833. Μεταξύ 1872 και 1918 εμφανίστηκαν οι ουγγρόφωνες εφημερίδες Délmagyarország και Temesvári hirlap. Η σερβική μειονότητα εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην τοπική αγορά των μέσων ενημέρωσης το 1829 με το Banatski almanah (Банатски алманах).[185]Οι πρώτες ρουμανόφωνες εφημερίδες που εκδόθηκαν στο Βανάτο τυπώνονταν στη Βιέννη και στη συνέχεια στην Πέστη, όπως συνέβη με το Luminatorul με επικεφαλής τον Βιντσέντσιου Μπάμπες. Στα μέσα του 19ου αιώνα υπήρχε στην πόλη υποκατάστημα του κρατικού τυπογραφείου της Βιέννης και το 1878 ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος Καραγεώργεβιτς, που κατέφυγε εκεί από τη Σερβία, άνοιξε ένα τυπογραφείο στο Ioσεφίν, που το χρησιμοποιούσε αποκλειστικά για πολιτικούς σκοπούς.[186] Η τυπογραφική δραστηριότητα ενισχύθηκε στα τέλη του αιώνα, όταν οι χειροκίνητες τυπογραφικές μηχανές, που κινούνταν από τροχό διανομής, αντικαταστάθηκαν από αυτές που κινούνταν με ηλεκτρισμό, μετά την ίδρυση του σταθμού ηλεκτροπαραγωγής. Το πρώτο μηχάνημα αυτού του είδους στην Τιμισοάρα ήταν ένα πιεστήριο που ανήκε στο επισκοπικό τυπογραφείο της Επισκοπής του Τσέναντ, που εγκαινιάστηκε το 1891.[186]Το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου οδήγησε σε στασιμότητα της τυπογραφικής δραστηριότητας, αλλά μετά την κατάληψη της πόλης από τις ρουμανικές αρχές αναβίωσε. το 1920 υπήρχαν στην Τιμισοάρα εννέα τυπογραφεία.[186]

Τα χρόνια του Μεσοπολέμου εκδίδονταν πολλά περιοδικά πολιτικά, χιουμοριστικά, ιατρικά, πολιτιστικά, οικονομικά, θρησκευτικά, γεωργικά, εμπορικά ή καζαμίες.[186]Επίσης στο Μεσοπόλεμο εμφανίστηκαν πολλές δίγλωσσες ή και τρίγλωσσες εκδόσεις. Η πρώτη έκδοση στα ρουμανικά, γερμανικά και ουγγρικά ήταν το μηνιαίο Apicultorul – Bienenzüchter – Méhész.[186] Εκτός από τις εκδόσεις στις γλώσσες που ομιλούντο στην Τιμισοάρα, μεταξύ 1930 και 1936 εμφανίστηκε το τριμηνιαίο Urmiginta Statoj de Europe στην Εσπεράντο με επιμέλεια του Γιόζεφ Ζάουνερ και το 1932 καταχωρήθηκε η έκδοση Tel-Chaj (טל צ׳ג), ένα εβραϊκό διμηνιαίο στα ουγγρικά.[186] Από ένα κατάλογο των Φλόριαν Μόλντοβαν και Αλεξάντερ Κρίσαν στα αρχεία της Νομαρχιακής Βιβλιοθήκης της Τιμισοάρας ήταν καταχωρημένα στις αρχές της δεκαετίας του 1970 τουλάχιστον 143 τίτλοι εφημερίδων και περιοδικών, εκ των οποίων 60 ήταν ρουμανικά, 39 ουγγρικά και 40 γερμανικά.[187]

Μετά το 1945, αλλά κυρίως από το 1948, ο αριθμός των εφημερίδων και των περιοδικών μειώθηκε σε λίγες, που όλα εκδίδονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα ή υπό τον πολιτικό έλεγχό του. Υπήρχαν οι ακόλουθες εφημερίδες στην Τιμισοάρα μεταξύ 1970 και 1977: Drapelul roșu, Neue Banater Zeitung (γερμανική), Szabad szó (ουγγρική), Banatske novine (περιοδικό, σερβικό) και η λογοτεχνική επιθεώρηση Orizont, όλες με σημαντική κυκλοφορία.[188] Ακόμα κι αν τα έτη 1965–1971 είναι περισσότερο γνωστά ως σχετικής πολιτικής ελευθερίας, ο Τύπος στη Ρουμανία ήταν τον έλεγχο του PCR. Τα ΜΜΕ ήταν υποχρεωμένα τόσο να προβάλλουν τη σοσιαλιστική πραγματικότητα στη Ρουμανία όσο και να καταπολεμούν τις ιδεολογικές αστικές επιρροές και την νοοτροπία της επιστροφής στο παρελθόν.[189] Οι πολιτιστικές επιθεωρήσεις έπρεπε να προωθούν τις «εμπλεκόμενες» στρατευμένες σοσιαλιστικές τέχνες και λογοτεχνία και να ασκούν κριτική στις τάσεις διαχωρισμού της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τη σοσιαλιστική πραγματικότητα. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο ρουμανικός τύπος έγινε όργανο του PCR.[189]

Εκτός από τα έντυπα που λογοκρίνονταν προηγουμένως υπό την κομμουνιστική κυριαρχία, που άλλαξαν γρήγορα τον προσανατολισμό τους με νέα ονόματα, τους πρώτους μήνες μετά τη Ρουμανική Επανάσταση, ο αριθμός των τίτλων εφημερίδων και περιοδικών στην τοπική αγορά Τύπου αυξήθηκε θεαματικά.

Σήμερα στην Τιμισοάρα εκδίδονται:[190]

  • καθημερινά: στα ρουμανικά: Renașterea bănățeană (διάδοχος του Drapelul roșu), Timiș Expres και Ziua de Vest και στα ουγγρικά: Nyugati jelen
  • δύο φορές την εβδομάδα: Timpolis
  • τρεις φορές την εβδομάδα: 'Timișoara
  • εβδομαδιαίες: στα ρουμανικά: Opinia Timișoarei και Bănățeanul, στα γερμανικά: Banater Zeitung (εβδομαδιαίο συμπλήρωμα της Allgemeine Deutsche Zeitung für Rumänien), στα ουγγρικά: Heti új szó και στα σερβικά: Naša reč
  • μηνιαία: στα ρουμανικά: Orizont, Monitorul Primăriei municipiului Timișoara και Agenda Consiliului Județean Timiș, στα ουγγρικά: Irodalmi jelen και στα ιταλικά: Azienda Italia
  • τριμηνιαία: στα ρουμανικά: Orient Latin και Anotimpuri literare και στα σερβικά: Književni život
  • ετήσια: στα ρουμανικά: Almanahul Agenda, στα ουγγρικά: Mindenki kalendáriuma και στα γερμανικά: Die Stafette
  • σποραδική περιοδικότητα: περιοδικό Helion της ομώνυμης λέσχης επιστημονικής φαντασίας.

Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα έντυπα εγκαταλείπουν την έντυπη έκδοση, συνεχίζοντας τη δραστηριότητά τους μόνο στην ηλεκτρονική.

Οπτικοακουστικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ραδιοσταθμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μέγαρο της Credit Bank, σήμερα έδρα του West City Radio[301][191]

Το Radio Timișoara, ένας δημόσιος σταθμός, ανήκει στο Radio România Regional, το δίκτυο των τοπικών και περιφερειακών δημόσιων ραδιοφώνων της Ρουμανικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας. Η ιδέα της κατασκευής ενός ραδιοφωνικού σταθμού στην Τιμισοάρα προωθήθηκε για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1930. Η πρώτη εκπομπή του Radio Timișoara χρονολογείται από τις 5 Μαΐου 1955, με εκφωνητές τον Αντρέι Ντάνγκα και την Εμίλια Κουλέα.[192] Σήμερα εκπέμπει σε 10 γλώσσες και σε τέσσερις συχνότητες που καλύπτουν μεγάλο μέρος των νομών της δυτικής Ρουμανίας.[192] Το West City Radio εκπέμπει από το 1995, όταν έλαβε την πρώτη άδεια εκπομπής στη δυτική Ρουμανία. Ο σταθμός απευθύνεται σε κοινό ηλικίας μεταξύ 24 και 48 ετών.[193] Ένας άλλος τοπικός ιδιωτικός ραδιοφωνικός σταθμός είναι ο Radio Europa Nova, που ιδρύθηκε τον Ιούλιο του 1995. Η περιοχή εκπομπής του καλύπτει 20–30 km γύρω από την πόλη.

Τα τελευταία χρόνια έχουν εμφανιστεί πολλοί τοπικοί σταθμοί ορισμένων εθνικών σταθμών, όπως οι Digi FM, Europa FM, Virgin Radio, Radio Impuls, Radio ZU, RFI România, Pro FM, Kiss FM, Radio Guerrilla κ.λπ.[194]

Τηλεοπτικοί σταθμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το TVR Timișoara είναι ένα από τα τέσσερα περιφερειακά στούντιο της Τηλεόρασης της Ρουμανίας. Εκπέμπει από τις 17 Οκτωβρίου 1994 και καλύπτει το δυτικό τμήμα της Ρουμανίας (νομοί Tίμις, Αράντ, Κάρας-Σεβέριν και Χουνεντοάρα), καθώς και τις ρουμανικές κοινότητες στη Βοϊβοντίνα (Σερβία) και τη νοτιοανατολική Ουγγαρία.[195] Το TVR Timișoara είναι μέλος του CIRCOM Regional (μέλη του είναι τα ελληνικά κανάλια ΕΡΤ3, TV 100 και Attica TV) και έχει συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια με περιφερειακές δημόσιες τηλεοράσεις του Νόβι Σαντ (Σερβία), του Σέγκεντ (Ουγγαρία) και του Ούζχοροντ (Ουκρανία).[195] Το Teleuniversitatea (Τηλεπανεπιστήμιο) έχει την ιδιότητα του τμήματος του Πολυτεχνείου καιο έλαβε άδεια εκπομπής το 1994. Το Το Teleuniversitatea είναι τηλεοπτικός σταθμός με εκπαιδευτικούς στόχους, που λειτουργεί αφιλοκερδώς, χωρίς κονδύλια προϋπολογισμού. Ο TV Europa Nova είναι ο μόνος τοπικός ιδιωτικός τηλεοπτικός σταθμός. Εξέπεμψε για πρώτη φορά την 1η Μαΐου 1994.

Ανθρωποι από την Τιμισοάρα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιλαμβάνονται ιθαγενείς καθώς και μόνιμοι ή/και προσωρινοί κάτοικοι.

Aρχιτεκτονική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κάρολι Κος (1883-1977), αρχιτέκτονας, συγγραφέας, γραφίστας, εθνογράφος και πολιτικός

Λογοτεχνία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ιοάν Σλάβιτς (1848–1925), συγγραφέας και δημοσιογράφος, φοίτησε στο γερμανόφωνο γυμνάσιο της Τιμισοάρας
  • Μίλος Τσρνιάνσκι (1893–1977), συγγραφέας και διπλωμάτης, μεγάλωσε στην Τιμισοάρα
  • Καμίλ Πετρέσκου (1894–1957), θεατρικός συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, φιλόσοφος και ποιητής. δίδαξε στην Ανώτατη Εμπορική Σχολή της Τιμισοάρας
  • Αννα Μπλάντιανα (γ. 1942), ποιήτρια, δοκιμιογράφος και ακτιβίστρια πολιτικών δικαιωμάτων
  • Ρίχαρντ Βάγκνερ (γ. 1952), μυθιστοριογράφος, έζησε στην Τιμισοάρα
  • Χέρτα Μύλερ (γ. 1953), μυθιστοριογράφος, ποιήτρια, δοκιμιογράφος, πήρε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2009, έζησε στην Τιμισοάρα

Zωγραφική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αντολφ Χίρεμυ-Χιρσλ (1860–1933), ζωγράφος

Επιχειρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Φραντσέσκο Ιλλυ (1892–1956), εφευρέτης της μηχανής εσπρέσο και ιδρυτής της Ιlly

Κληρικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ανταλμπερτ Μπόρος (1908–2003), βοηθός επίσκοπος της Ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής της Τιμισοάρας
  • Μαρτίν Ρόος (γ. 1942), επίσκοπος της Ρωμαιοκαθολικής Επισκοπής της Τιμισοάρας
  • Λάσλο Τέκες (γ. 1952), πάστορας και πολιτικός· ήταν βοηθός πάστορας στην Τιμισοάρα

Κινηματογράφος, θέατρο και τηλεόραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ρόμπερτ Ντόρνχελμ (γ. 1947), σκηνοθέτης κινηματογράφου και τηλεόρασης

Mουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ioν Ιβάνοβιτς (1845–1902), μαέστρος στρατιωτικής μπάντας και συνθέτης
  • Μάργκαρετ Ματσενάουερ (1881–1963), μέτζο-σοπράνο
  • Τσαρλς Μπρουκ (1911–1995), συνθέτης
  • Ερβιν Ατσέλ (1935–2006), συνθέτης

Στρατιωτικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πίππο Σπάνο (1369–1426), κοντοτιέρος και έμπορος, ισπάν (ηγεμόνας) της Κομητείας Tέμες μεταξύ 1404 και 1424
  • Ιωάννης Ουνυάδης (1407–1456), στρατηγός και κυβερνήτης της Ουγγαρίας, ισπάν της Κομητείας Tέμες από το 1441
  • Παλ Κίνιζι (1432–1494), στρατηγός, ισπάν της Κομητείας Tέμες μεταξύ 1478 και 1494
  • Γκέργκι Ντόζα (1470–1514), ευγενής, τυχοδιώκτης και ηγέτης της ομώνυμης εξέγερσης του 1514. βασανίστηκε και εκτελέστηκε αφού προσπάθησε ανεπιτυχώς να πολιορκήσει το Φρούριο της Τιμισοάρας
  • Ευγένιος της Σαβοΐας (1663–1736), αρχιστράτηγος, απελευθερωτής της Τιμισοάρας από την Οθωμανική κατοχή (1716)
  • Κόμης Κλωντ Φλοριμόν ντε Μερσύ (1666–1734), αρχιστράτηγος, πρώτος κυβερνήτης Βανάτου του Τέμεσβαρ
  • Ερνε Κις (1799–1849), αντιστράτηγος και ένας από τους 13 Μάρτυρες του Αράντ
  • Γκέργκι Κλάπκα (1820–1892), στρατηγός
  • Χέρμαν Κέβες φον Κέβεσχαζα (1854–1924), τελευταίος αρχιστράτηγος του Αυστροουγγρικού Στρατού

Πολιτικοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Κάρολος Ροβέρτος (1288–1342), Βασιλιάς της Ουγγαρίας και της Κροατίας, μετέφερε την κατοικία του στην Τιμισοάρα μεταξύ 1316 και 1323
  • Βιντσέντσιου Μπάμπες (1821–1907), δικηγόρος, δάσκαλος, δημοσιογράφος και πολιτικός, φοίτησε στο γερμανόφωνο γυμνάσιο της Τιμισοάρας
  • Αντον Αντον (γ. 1949), μηχανικός και πολιτικός

Λόγιοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αλφρεντ φον Ντομασέβσκι (1856–1927), ιστορικός
  • Αρνολντ Χάουζερ (1892–1978), ιστορικός τέχνης και κοινωνιολόγος
  • Καρλ Κερένυι (1897–1973), φιλόλογος και πατέρας των σπουδών για την ελληνική μυθολογία
  • Τζεόρτζε Καλινέσκου (1899–1965), κριτικός λογοτεχνίας και ιστορικός, συγγραφέας, δημοσιολόγος και ακαδημαϊκός, δίδαξε στο Εθνικό Κολέγιο C.D.L. της Τιμισοάρας

Επιστήμες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Γιάνος Μπόιγιαϊ (1802–1860), μαθηματικός και πατέρας της μη Ευκλείδειας γεωμετρίας, έκανε τη στρατιωτική του θητεία στην Αυστριακή φρουρά στη σημερινή πλατεία Ελευθερίας
  • Τραϊάν Λαλέσκου (1882–1929), μαθηματικός; δίδαξε στο Πολυτεχνείο της Τιμισοάρας
  • Ερβιν Ρίνγκελ (1921–1994), ψυχίατρος, νευρολόγος και ιδρυτής της Διεθνούς Ένωσης για την Πρόληψη των Αυτοκτονιών
  • Ζβι Λαρόν (γ. 1927), ενδοκρινολόγος, παρακολούθησε το Πανεπιστήμιο Ιατρικής της Τιμισοάρα
  • Πέτερ Φρέουντ (1936–2018), θεωρητικός φυσικός
  • Πέτερ Λ. Χάμερ (1936–2006), μαθηματικός

Αθλητισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αντρε Σπίτσερ (1945–1972), πρωταθλητής και προπονητής ξιφασκίας, ένας από τους 11 αθλητές και προπονητές που σκοτώθηκαν από τρομοκράτες κατά τη Σφαγή του Μονάχου
  • Στέφαν Κόβατς (1920–1995), ποδοσφαιριστής και προπονητής, μεταξύ άλλων και του Παναθηναϊκού 1981–1983
  • Αβραάμ Κλάιν (γ. 1934), διαιτητής ποδοσφαίρου
  • Γιολάντα Μπάλας (1936–2016), χρυσή ολυμπιονίκις του άλματος σε ύψος
  • Τζόνι Βαϊσμίλερ (1904–1984), χρυσός ολυμπιονίκης στην κολύμβηση, υδατοσφαιριστής και ηθοποιός
  • Εντίνα Γκάλοβιτς (γ. 1984), τενίστρια

Διεθνείς σχέσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αδελφοποιήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προξενεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Επίτιμο Αυστρίας
  • Επίτιμο Τσεχίας
  • Επίτιμο Γαλλίας
  • Γενικό Γερμανίας
  • Επίτιμο Ουγγαρίας
  • Επίτιμο Ινδίας
  • Γενικό Ιταλίας
  • Επίτιμο Ν. Κορέας
  • Επίτιμο π.Γ.Δ.Μακεδονίας
  • Επίτιμο Μολδαβίας
  • Επίτιμο Ολλανδίας
  • Επίτιμο Περού
  • Γενικό Σερβίας
  • Επίτιμο Σουηδίας
  • Επίτιμο Τυνησίας

Φωτογραφίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανόραμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πανόραμα της Τμισοάρα από την ταράτσα του Sky Restaurant στο Επιχειρηματικό Κέντρο της Πόλης στη Συνοικία 700 τον Απρίλιο του 2016. Βλέπε μεγαλύτερη εικόνα για τα αξιοθέατα με ετικέτες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Strategia de dezvoltare integrată a polului de creștere Timișoara 2015–2020» (PDF). Primăria municipiului Timișoara. 2016. 
  2. Glăvan, Ciprian (2013). «Defortificarea cetății Timișoara». Analele Banatului, Arheologie–Istorie XXI: 421–430. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-11-16. https://web.archive.org/web/20211116110008/http://www.bcut.ro/dyn_img/Analele%20Banatului%20Arheologie-Istorie/Analele%20Banatului%20S.N.%20XXI%20%E2%80%93%202013/25%20glavan.pdf. Ανακτήθηκε στις 2023-05-23. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 «Premiere ale orașului Timișoara». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Νοεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 23 Μαΐου 2023. 
  4. Chapple, Amos (18 Δεκεμβρίου 2018). «Romania's Revolution, Then And Now». Radio Free Europe/Radio Liberty. 
  5. Deaconescu, Roxana (28 Οκτωβρίου 2014). «Turism medical în Timișoara: cât de pregătiți suntem să primim bolnavi străini și ce le putem oferi? FOTO!». Opinia Timișoarei. 
  6. «Romanian city comes out first in the world in Internet download speed ranking». Romania-Insider.com. 3 Ιουλίου 2013. 
  7. Deaconescu, Roxana (5 Μαΐου 2014). «Parcurile din Timișoara, promovate pe Youtube. Tu știi câte parcuri există în capitala Banatului?». Opinia Timișoarei. 
  8. «Cities». Art Nouveau European Route. 
  9. «Timișoara». Eurocities. 
  10. «Coronavirus: Commission proposes to extend 2020 European Capitals of Culture into 2021». European Commission. 18 Αυγούστου 2020. 
  11. 11,0 11,1 11,2 Kiss, Lajos (1983). Földrajzi nevek etimológiai szótára. Budapest: Akadémiai Kiadó. σελ. 637. ISBN 963-05-3346-4. 
  12. Crețan, Remus (2007). «Banat toponimy – a short view on the origins of settlements in the eastern part of Timișoara». Review of Historical Geography and Toponomastics II (3–4): 45–56. ISSN 1842-8479. https://www.researchgate.net/publication/278018535. 
  13. Hochstrasser, Gerhard (2001). Historische und Philologische Untersuchung des Ortsnames Temeschburg – Temesvár – Timișoara. Editura Eurobit. σελ. 7. 
  14. Răuț, Octavian (1976). «Originea toponimului Timișoara și a hidronimului Bega». Studii de limbă, literatură și folclor III: 141–156. 
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 15,4 15,5 [Αναξιόπιστη πηγή ;] «Istoria Timișoarei». Enciclopedia României. 
  16. «Vestigii ale dacilor ies la iveală. Localitate antică pomenită de Ptolemeu, descoperită în Banat». Digi24. 1 Αυγούστου 2015. 
  17. Pârvan, Vasile (1982). Getica. O protoistorie a Daciei (2nd έκδοση). Bucharest: Editura Meridiane. σελ. 154. 
  18. Both, Ștefan (28 Ιουλίου 2012). «Aniversare tristă pentru Timișoara: în 1552 s-a lăsat întunericul dominației otomane în Banat». Adevărul. 
  19. Kornauth, Friedrich· Kreutel, Richard Franz, επιμ. (1966). «Zwischen Paschas und Generälen. Bericht des Osman Aga aus Temeschwar, über die Höhepunkte seines Wirkens als Diwansdolmetscher und Diplomat». Osmanische Geschichtsschreiber. V. Verlag Styria. ISSN 0473-5129. 
  20. Dragalina, Patriciu (1900). Din istoria Banatului de Severin. II. Biblioteca Noastră. σελίδες 44–45. 
  21. Griselini, Francesco (2006). Încercare de istorie politică și naturală a Banatului Timișoarei (2nd έκδοση). Editura de Vest. ISBN 978-973-36-0422-8. 
  22. 22,0 22,1 Ilieșiu, Nicolae (2006). Timișoara: monografie istorică (3rd έκδοση). Planetarium. ISBN 973-7836-92-8. 
  23. «Istorie și urbanism». Timisoara-Info.ro. 
  24. «Timișoara». Encyclopedia Britannica. https://www.britannica.com/place/Timisoara. 
  25. 25,0 25,1 25,2 25,3 25,4 25,5 25,6 «Statutul municipiului Timișoara» (PDF). Primăria municipiului Timișoara. 
  26. Moșoarcă, Marius (2019). «Seismic vulnerability assessment for the historical areas of the Timișoara city, Romania». Engineering Failure Analysis 101: 86–112. doi:10.1016/j.engfailanal.2019.03.013. https://www.sciencedirect.com/science/article/abs/pii/S1350630718314900. 
  27. Georgescu, Emil-Sever· Dobre, Daniela· Dragomir, Claudiu-Sorin· Borcia, Ioan Sorin. «Timișoara și seismele bănățene» (PDF). ROEDUSEIS. 
  28. 28,0 28,1 28,2 28,3 28,4 Cadrul natural și peisagistic al municipiului Timișoara (PDF). I. Primăria municipiului Timișoara. 2010. 
  29. 29,0 29,1 29,2 29,3 29,4 Ciupa, Vasile (2011). «Cadrul natural, peisagistic și calitatea mediului în municipiul Timișoara». Buletinul AGIR (2): 3–13. https://www.agir.ro/buletine/986.pdf. 
  30. Piticariu, Bogdan (6 Μαρτίου 2014). «Parcul Dendrologic Bazoș – de la câini spânzurați la Ziua Consulatelor». Timpolis. 
  31. «Prezentare». CarpatZoo. 
  32. 32,0 32,1 32,2 «Strategia locală privind schimbările climatice în municipiul Timișoara» (PDF). Direcția de Mediu a municipiului Timișoara. 2010. σελίδες 9–10. 
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 «Timișoara, Romania». weatherbase. 
  34. 34,0 34,1 «Geografie, meteorologie și mediu înconjurător» (PDF). Institutul Național de Statistică. 2007. 
  35. «Ce așteaptă meteorologii în ianuarie, luna cu cea mai scăzută temperatură din România, dar și cu maxime de 22 de grade». Digi24. 6 Ιανουαρίου 2020. 
  36. «Valul de caniculă "Lucifer" a făcut deja victime în România. Ce ne așteaptă în zilele următoare». Știrile Pro TV. 4 Αυγούστου 2017. 
  37. Munteanu, Ioan· Munteanu, Rodica (2002). Timișoara. Monografie. Timișoara: Editura Mirton. ISBN 973-585-650-6. 
  38. «Weatherbase: Weather for Timișoara, Romania». Weatherbase. 2011.  Retrieved on November 22, 2011.
  39. 39,0 39,1 39,2 39,3 39,4 39,5 «Starea economică, socială și de mediu a municipiului Timișoara». Primăria municipiului Timișoara. 2013. 
  40. «HOTĂRÂRE nr. 998 din 27 august 2008». Portal Legislativ. 
  41. «Tab3. Populația stabilă pe sexe și grupe de vârstă – județe, municipii, orașe, comune». Institutul Național de Statistică. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Δεκεμβρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2021. 
  42. «62. Populația pe sexe și grupe de vârste – județe, medii, municipii, orașe și comune». Institutul Național de Statistică. 
  43. «Population on 1 January by age groups and sex – functional urban areas». Eurostat. 
  44. 44,0 44,1 Cristea, Marius· και άλλοι. (2017). Magnet Cities: Migration and Commuting in Romania (PDF). Bucharest: The World Bank. ISBN 978-973-0-24659-9. 
  45. «Studiu Banca Mondială: Aproape jumătate din locuitorii Timișoarei sunt născuți în alte părți». TION. 18 Δεκεμβρίου 2017. 
  46. Zorfie, Raluca (30 Ιουλίου 2017). «Timișoara a crescut miraculos ca număr de locuitori! Cine spune acest lucru». Banatul Azi. 
  47. Neumann, Victor (2007). «Multiculturality and interculturality: The case of Timișoara». Hungarian Studies 21 (1): 3–18. doi:10.1556/HStud.21.2007.1-2.1. https://www.researchgate.net/publication/250008941. 
  48. 48,0 48,1 Varga, E. Árpád. «Temes megye településeinek etnikai (anyanyelvi/nemzetiségi) adatai 1880–1992» (PDF). A Kulturális Innovációs Alapítvány Könyvtára. σελ. 2. 
  49. Danciu, Liliana; Runcan, Patricia Luciana (2013). «Timișoara: A Multi-Cultural, Multi-Ethnic, Multi-Confessional and Tolerant Community (Tradition and Modernity)». Scientific Annals of Alexandru Ioan Cuza University of Iași 6 (1): 145–159. https://anale.fssp.uaic.ro/index.php/asas/article/view/70. 
  50. «RAPORT DE ȚARĂ. Timișoara, orașul multiculturalității și al premierelor». Digi24. 28 Μαρτίου 2013. 
  51. «Numărul ungurilor din Timiș e în scădere. Soarta comunităților maghiare dispersate, dezbătută la Timișoara». TION. 15 Νοεμβρίου 2015. 
  52. Pavlović, Mirjana (2004). «Матерњи језик као један од етничких симбола срба у Темишвару». Glasnik Etnografskog instituta SANU LII (52): 117–127. doi:10.2298/GEI0452117P. http://www.doiserbia.nb.rs/img/doi/0350-0861/2004/0350-08610452117P.pdf. 
  53. «533 de străini depistați în situații ilegale, în primul trimestru al anului 2018». Inspectoratul General pentru Imigrări. 10 Απριλίου 2018. 
  54. «Structura etno-demografică pe arii geografice». Centrul de Resurse pentru Diversitate Etnoculturală. 
  55. «Tab8. Populația stabilă după etnie – județe, municipii, orașe, comune». Institutul Național de Statistică. 
  56. Neumann, Victor (2013). «Timișoara between "Fictive Ethnicity" and "Ideal Nation". The Identity Profile during the Interwar Period». Balcanica (44): 391–412. doi:10.2298/BALC1344391N. http://www.doiserbia.nb.rs/img/doi/0350-7653/2013/0350-76531344391N.pdf. 
  57. «Numărul bisericilor în Timișoara s-a dublat după Revoluție! Vezi câte lăcașe de cult s-au ridicat în ultimii 22 de ani!». Opinia Timișoarei. 18 Μαΐου 2012. 
  58. Haraszti, György. «Timișoara». The YIVO Encyclopedia of Jews in Eastern Europe. https://yivoencyclopedia.org/article.aspx/Timisoara. 
  59. Both, Ștefan (24 Σεπτεμβρίου 2015). «Povestea sinagogii ortodoxe din Timișoara, singurul loc din capitala Banatului în care se mai roagă evreii». Adevărul. 
  60. «Sinagoga din Cetate, reinaugurată în stil mare». Adevărul. 6 Μαΐου 2022. 
  61. Milin, Miodrag (1990). Timișoara, 15–21 decembrie '89. Întreprinderea Poligrafică Banat. σελ. 162. 
  62. Lansford, Tom, επιμ. (2019). Political Handbook of the World 2018–2019. 1. CQ Press. σελ. 2040. ISBN 978-1-5443-2712-9. ISSN 0193-175X. 
  63. Iedu, Liliana (28 Σεπτεμβρίου 2020). «ALEGERI LOCALE 2020 – Dominic Fritz, noul primar al municipiului Timișoara, cu peste 52% din voturi – Rezultate parțiale». News.ro. 
  64. «Hotărârea 195/16.09.2003 privind constituirea Consiliilor Consultative de Cartier». Timișoara HCL. 
  65. «Hotărârea 586/21.11.2013 privind reorganizarea pe zone a Consiliilor consultative de cartier din municipiul Timișoara». Timișoara HCL. 
  66. «LEGE nr. 215 din 23 aprilie 2001». Camera Deputaților. 
  67. «Banat (Ost-Banat)». Exonyme – Vergessene Ortsnamen NG. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Ιουνίου 2013. 
  68. Szabó, Attila M. (2003). Erdély, Bánság és Partium történeti és közigazgatási helységnévtára. Miercurea Ciuc: Pro-Print. ISBN 973-8468-01-9. 
  69. «Timișoara». Stefan Jäger Archiv. 
  70. Mladin, Maria (1 Απριλίου 2013). «Fișa Primăriei municipiului Timișoara pe anul 2013». Consiliul Județean Timiș. 
  71. Petzoldt, Silvia (2021). «Banater Theater- und Familiengeschichte im Spiegel einer Reiseerzählung». Deutsch-Rumänische Hefte 25 (1): 39. ISSN 1618-1980. https://www.deruge.org/wp-content/uploads/2021/10/2021_Sommer.pdf. 
  72. «Timișoara își pregătește zona metropolitană». Ziarul Financiar. 24 Ιουλίου 2008. 
  73. «Modele de cooperare interjurisdicțională» (PDF). The World Bank. 2018. σελίδες 152–153. 
  74. Mitrică, Bianca· Grigorescu, Ines (2016). «Dezvoltarea urbană și ariile metropolitane». Στο: Bălteanu, Dan· και άλλοι. România. Natură și societate. Editura Academiei Române. σελίδες 250–291. 
  75. «Populația României pe localități la 1 ianuarie 2016 (după domiciliu)» (PDF). Institutul Național de Statistică. 2016. ISSN 2066-2181. 
  76. 76,0 76,1 «În ultimii 20 de ani, Timișoara s-a extins cu 1.000 de hectare! Vezi aici în ce direcții și cum anume a crescut orașul!». Opinia Timișoarei. 25 Νοεμβρίου 2011. 
  77. «A fost semnat actul de naștere al metropolei Timișoara-Arad. Cum se vor dezvolta cele două municipii împreună?». Opinia Timișoarei. 2 Αυγούστου 2016. 
  78. Toma, Bianca (8 Αυγούστου 2006). «Zona Metropolitană a Aradului se va uni cu cea a Timișoarei». Evenimentul zilei. 
  79. Mîț, Adriana (13 Ιανουαρίου 2018). «De ce Timișoara trebuie să "facă pace" cu Aradul». pressalert.ro. 
  80. «TENtec Interactive Map Viewer». European Commission. 
  81. «Nomenclatorul stradal al municipiului Timișoara». Primăria municipiului Timișoara. 
  82. 82,0 82,1 «Planul de Mobilitate Urbană Durabilă pentru polul de creștere Timișoara» (PDF). Primăria municipiului Timișoara. 2015. σελ. 21. 
  83. Cozmei, Victor (25 Μαρτίου 2020). «Varianta de ocolire Timișoara Sud – 26 km, o singură bandă pe sens: A fost emis ordinul de începere al lucrărilor». HotNews.ro. 
  84. Cozmei, Victor (18 Δεκεμβρίου 2013). «Ziua marilor inaugurări: de la autostrada care ocolește Sebeșul, la tronsonul care se termină brusc în câmp». HotNews.ro. 
  85. «Robu anunță că sunt peste 125.000 de autovehicule înmatriculate în Timișoara, dar a uitat ceva...». TION. 15 Νοεμβρίου 2017. 
  86. Deaconescu, Roxana (9 Μαΐου 2020). «Unde vor fi stații de încărcare pentru mașini electrice, în Timișoara». TION. 
  87. «LEKTRI.CO se pregătește de inaugurarea Charging Plaza Hub700—cea mai mare infrastructură publică de încărcare a mașinilor electrice din România». LEKTRI.CO. 3 Οκτωβρίου 2019. 
  88. «Rețeaua traseelor STPT». Societatea de Transport Public Timișoara. 
  89. «Secții ale STPT». Societatea de Transport Public Timișoara. 
  90. «Timișoara | Transport public școlar, trafic mai redus». Digi24. 15 Ιανουαρίου 2019. 
  91. Deaconescu, Roxana (11 Σεπτεμβρίου 2020). «Traseele STPT pentru transportul școlar în 2020: 14 minibuze îi duc pe elevi la școli». TION. 
  92. «Acces cu autobuzul». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 11 Δεκεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  93. Moț, Manuela; Bose, Ranjan; Burduja, Sebastian; Ionescu-Heroiu, Marcel (4 November 2016). «Improving Energy Efficiency in Timișoara, Romania». ESMAP Papers. doi:10.1596/24362. https://www.esmap.org/sites/esmap.org/files/DocumentLibrary/TRACE_Romania_TIMISOARA_Optimized.pdf. 
  94. Both, Ștefan (15 Νοεμβρίου 2020). «Licitație adjudecată și contract semnat pentru reabilitarea clădirii Gării de Nord din Timișoara». Adevărul. 
  95. Both, Ștefan (23 Οκτωβρίου 2013). «Gara Mare din Timișoara a fost bijuterie arhitectonică. Astăzi este o clădire de tristă amintire». Adevărul. 
  96. «Anexa nr. 4. Centralizator fișe observații» (PDF). Consiliul Național de Supraveghere din Domeniul Feroviar. 2017. σελ. 12. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 27 Οκτωβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  97. «Traficul de pasageri pe aeroporturile din România a crescut în anul 2022 cu 87,53%». airportaar.ro. 27 Ιανουαρίου 2023. 
  98. «Aeroportul Internațional Timișoara, La Final De An». Aerotim. 21 Δεκεμβρίου 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Ιανουαρίου 2022. 
  99. Sîrbu, Anca· Țurcanu, Alida (2018). Transportul aeroportuar de pasageri și mărfuri. Semestrul I 2018 (PDF). Institutul Național de Statistică. σελ. 7. ISSN 2065-7129. 
  100. «Aeroportul Internațional Timișoara Continuă Procesul De Dezvoltare Și Modernizare». Aerotim. 3 Δεκεμβρίου 2020. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  101. Both, Ștefan (17 Φεβρουαρίου 2016). «Povestea Aeroportului "Cioca", visul neîmplinit al Timișoarei interbelice». Adevărul. 
  102. Herbst-Rădoi, Atena (1969). Geografia economică a Republicii Socialiste România. Editura Didactică și Pedagogică. σελ. 255. 
  103. «Proiect transfrontalier de 14 milioane de euro. Anul 2021 ar putea aduce reluarea circulației navale pe Bega, între Timișoara și Serbia». TION. 22 Νοεμβρίου 2018. 
  104. «V1 M. Viteazul – Ardealul» (PDF). Societatea de Transport Public Timișoara. 
  105. Ionescu, Stejărel (28 Ιουλίου 2017). «Timișoara va deveni primul oraș din România cu 100 de kilometri de piste pentru bicicliști». Banatul Azi. 
  106. Deaconescu, Roxana (25 Μαρτίου 2015). «E gata! Cea mai lungă pistă de biciclete din România ne duce din Timișoara în Serbia, pe malul Begăi. De când vom putea închiria biciclete?». Opinia Timișoarei. 
  107. «Romania». EuroVelo. 
  108. Mîț, Adriana (6 Σεπτεμβρίου 2017). «Primăria Timișoara a mai cumpărat 140 de biciclete pentru sistemul VeloTM. Ce le transmite primarul bicicliștilor». pressalert.ro. 
  109. Dichiș, Bianca (1 Απριλίου 2019). «Liber la trotinetele electrice gratuite la Timișoara. Prima a fost preluată din rastel de primarul Nicolae Robu. Foto și video». Opinia Timișoarei. 
  110. «Lista monumentelor istorice din județul Timiș». Direcția Județeană pentru Cultură Timiș. 
  111. 111,0 111,1 «Timișoara, construită ca un oraș ideal. Ce-l face atât de special?». TION. 16 Φεβρουαρίου 2017. 
  112. 112,0 112,1 112,2 112,3 112,4 112,5 «Strategia culturală a municipiului Timișoara 2014 – 2024» (PDF). Primăria municipiului Timișoara. 
  113. Kovácsházy, Cécile (2008). «Timișoara, la petite Vienne du Banat». Germanica 43 (43): 105–114. doi:10.4000/germanica.565. 
  114. «Partea III. Profilul spațial». Strategia Integrată de Dezvoltare Urbană 2015–2020 (PDF). Primăria municipiului Timișoara. σελίδες 275–302. 
  115. Bocicai, Adina (2014). «Fișa istorică a municipiului Timișoara – atașată PUG» (PDF). Primăria municipiului Timișoara. σελίδες 13–14. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 17 Ιανουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  116. Cuțara, Alexandru (1998). Timișoara: monografie artistică. Editura Amarcord. σελ. 49. ISBN 9789739244350. 
  117. 117,00 117,01 117,02 117,03 117,04 117,05 117,06 117,07 117,08 117,09 117,10 117,11 117,12 117,13 117,14 117,15 Junie, Aurelia· Opriș, Mihai. «Zone construite protejate – Timișoara 2011». Primăria municipiului Timișoara. 
  118. «Lista monumentelor istorice 2015 – județul Timiș» (PDF). Institutul Național al Patrimoniului. σελ. 6. 
  119. 119,0 119,1 119,2 Opriș, Mihai· Botescu, Mihai (2014). Arhitectura istorică din Timișoara. Editura Tempus. ISBN 978-973-1958-28-6. 
  120. 120,0 120,1 «Timișoara». Art Nouveau European Route. 
  121. 121,0 121,1 Székely, Gabriel (2006). «Arhitectura vernaculară și cea cultă din Timișoara și Arad 1700–1918». Patrimonium Banaticum V: 149–155. https://biblioteca-digitala.ro/reviste/Patrimonium-Banaticum/dl.asp?filename=Patrimonium-Banaticum-V-2006-11.pdf. 
  122. 122,0 122,1 122,2 122,3 «Piețele de poveste ale Timișoarei. Centrul istoric, unic în România». TION. 28 Δεκεμβρίου 2015. 
  123. 123,0 123,1 123,2 Strutz, Rudolf J. (2013). Timișoara. JR-Design. 
  124. «Palatul Episcopal Ortodox Sârb». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  125. Both, Ștefan (30 Μαΐου 2015). «Clădirile spectaculoase ale Timișoarei au fost opera unui singur arhitect. Cum a schimbat definitiv Székely László fața capitalei Banatului». Adevărul. 
  126. 126,0 126,1 «Istoric și premierele instituției». Opera Națională Română Timișoara. 
  127. «Catedrala Mitropolitană». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 31 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  128. «Piața Libertății». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  129. Glăvan, Ciprian (2006). «Istoria și așezămintele ordinelor religioase din Banat în secolul al XVIII-lea». Patrimonium Banaticum V: 71–79. https://biblioteca-digitala.ro/reviste/Patrimonium-Banaticum/dl.asp?filename=Patrimonium-Banaticum-V-2006-04.pdf. 
  130. Petrovics, István (2013). «The Bishopric of Csanád/Cenad and the Ecclesiastical Institutions of Medieval Temesvár/Timișoara». Transylvanian Review XXII (suppl. 4): 240–252. https://www.researchgate.net/publication/281490909. 
  131. Stanici, Georgeta (14 Φεβρουαρίου 2014). «Arheologii au deslușit misterul bisericilor din Piața Sf. Gheorghe după două luni și jumătate de săpături. Câte orașe sunt sub actualul municipiu». pressalert.ro. 
  132. 132,0 132,1 «Piața Sf. Gheorghe». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 26 Μαΐου 2023. 
  133. 133,0 133,1 Păun, Liana (18 Μαΐου 2014). «Fabric, cartierul breslelor și al meșteșugurilor (I). Prin ce transformări au trecut, de-a lungul timpului, faimoasele Băi Neptun». pressalert.ro. 
  134. Păun, Liana (4 Μαΐου 2014). «Iosefin, cartierul premierelor. Ce mistere ascund clădirile construite de mari arhitecți ai lumii». pressalert.ro. 
  135. «Cartierele Iosefin, Elisabetin». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιουλίου 2019. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2023. 
  136. «Clădiri». Heritage of Timișoara. 
  137. Opriș, Mihai· Botescu, Mihai (2011). XIII Piața Alexandru Mocioni. Monitorul Primăriei municipiului Timișoara. 
  138. Păun, Liana (15 Σεπτεμβρίου 2013). «Legende urbane de-a lungul timpului». pressalert.ro. 
  139. «Biserica Romano-Catolică Elisabetin». Emporis. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Σεπτεμβρίου 2019. 
  140. 140,0 140,1 140,2 Păun, Liana (5 Οκτωβρίου 2014). «Clădirile construite în perioada interbelică în centrul orașului. Ce arhitect bucureștean și-a pus amprenta asupra urbei moderne». pressalert.ro. 
  141. Brătuleanu, Anca (2016). Timișoara interbelică. Urbanism și arhitectură. Artpress. 
  142. Both, Ștefan (12 Σεπτεμβρίου 2017). «Povestea unui faimos arhitect care a proiectat blocuri în "Epoca de Aur". Continental – cea mai înaltă clădire din Timișoara socialistă». Adevărul. 
  143. Opriș, Mihai (4 Μαρτίου 2013). «În traducere, Fackelmann înseamnă "bărbat făclie"». Arhitectura. 
  144. «Istoria arhitecturii». Centrul Cultural META. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Μαΐου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2023. 
  145. Blidariu, Cristian (15 Ιουλίου 2011). «Școala timișoreană de arhitectură». Arhitectura. 
  146. «Vlad Gaivoronschi». ArhiForum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 24 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2023. 
  147. «Ioan Andreescu». ArhiForum. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 29 Μαΐου 2023. 
  148. Pavel, Sorin; Jucu, Ioan Sebastian (2020). «Urban transformation and cultural evolution of post-socialist European cities. The case of Timisoara (Romania): From 'Little Vienna' urban icon to European Capital of culture (ECoC 2021)». City, Culture and Society 20: 100296. doi:10.1016/j.ccs.2019.100296. https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S187791661930027X. 
  149. 149,0 149,1 «On Housing. Collective Housing: In-Between Product and Process». BETA Exhibition Catalogue. 2018. σελ. 55. 
  150. «Ovidiu Sandor demareaza constructia unui nou proiect imobiliar in Timisoara: cum arata Isho Offices». wall-street.ro (στα Romanian). Patrick Vrabie via Wall-Street.ro. 24 Νοεμβρίου 2016. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2023. CS1 maint: Μη αναγνωρίσιμη γλώσσα (link)
  151. «Noul centru vibrant al Timișoarei - ISHO». isho.ro. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2023. 
  152. «ISHO MIXED USE - Residential - Office - Hotel». andreescu-gaivoronski.com. Andreescu and Gaivoronschi Associated Architects. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2023. 
  153. «ISHO - un stil de viață cu adevărat diferit, în inima Timișoarei. Ultimele apartamente disponibile în clădirile Riverside A și Parkside D». tion.ro. Tion. 10 Νοεμβρίου 2020. Ανακτήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2023. 
  154. Both, Ștefan (2 Απριλίου 2019). «Orașul din România care se află la un pas de Guinness Book. Patru teatre de stat, în patru limbi diferite». Adevărul. 
  155. Halunga, Otilia (9 Φεβρουαρίου 2018). «#UnicInEuropa – Teatrul Național din Timișoara a renăscut mereu din propria-i cenușă, asemeni păsării Phoenix». AGERPRES. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2020. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  156. 156,0 156,1 Crețu, Tudor (2020). «Editorial». The Romanian Riveter (PDF) (8th έκδοση). European Literature Network. 
  157. Kienlechner, Sabina (2010). «'Unter dem Einfluß der bürgerlichen Ideologie'. Die 'Aktionsgruppe Banat' in den Akten der Securitate». Sinn und Form 6: 746–769. https://sinn-und-form.de/?tabelle=leseprobe&titel_id=4320. 
  158. Sora, Alexandra (11 Φεβρουαρίου 2010). «EXCLUSIVITATE: Scriitorul Richard Wagner despre Securitate, istorie și adevăr». DW. 
  159. 159,0 159,1 159,2 Bratu, Lava (2007). «Evoluția vieții muzicale timișorene în perioada antebelică». Analele Banatului, Arheologie–Istorie XV: 215–229. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-01-28. https://web.archive.org/web/20210128025416/http://www.bcut.ro/dyn_img/Analele%20Banatului%20Arheologie-Istorie/Analele%20Banatului%20XV%202007/l_bratu.pdf. Ανακτήθηκε στις 2023-05-30. 
  160. «Istoricul Filarmonicii Banatul Timișoara». Filarmonica Banatul Timișoara. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Δεκεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  161. Both, Ștefan (8 Μαρτίου 2016). «Legătura sufletească între Regele Mihai și Timișoara. A ctitorit Catedrala, a înființat Universitatea de Vest și Filarmonica Banatului». Adevărul. 
  162. «Expoziții permanente». Muzeul de Artă Timișoara. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 15 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  163. «Istoricul Muzeului». Muzeul Național al Banatului. 
  164. Gimbutas, Marija (2007). The Goddesses and Gods of Old Europe, 6500 – 3500 BC: Myths and Cult Images (3rd έκδοση). Berkeley, CA: University of California Press. σελ. 250. ISBN 978-0-520-25398-8. LCCN 72-82323. 
  165. «Muzeul de Transport Public "Corneliu Miklosi"». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Απριλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  166. «Centrul pentru Artă, Tehnologie și Experiment, MultipleXity». Ordinul Arhitecților din România. 
  167. «Muzeul Militar Timișoara». Muzee și Colecții din România. Institutul Național al Patrimoniului. 
  168. «Un nou pas făcut pentru realizarea Muzeului Național al Revoluției Anticomuniste din Decembrie 1989 de la Timișoara». TION. 27 Φεβρουαρίου 2020. 
  169. «Memorialul Revoluției din Decembrie 1989». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  170. «Muzeul Consumatorului Comunist». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Ιουνίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  171. «Muzeul Popa's». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Ιανουαρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 30 Μαΐου 2023. 
  172. Szekely, Gabriel (2017). «Changes and evolution of the urban landscape of Timișoara and its Metropolitan Region». Journal of Horticulture, Forestry and Biotechnology 21 (4): 77–81. https://journal-hfb.usab-tm.ro/2017/Lucrari%20PDF%2021(4)/16Szekely%20Gabriel.pdf. 
  173. 173,0 173,1 173,2 Tigirlas, Sergiu (2010). Cadrul natural și peisagistic al municipiului Timișoara. II. Primăria municipiului Timișoara. 
  174. Păun, Liana (11 Σεπτεμβρίου 2017). «Timișoara și Aradul, în coada clasamentului spațiilor verzi între orașele din România». pressalert.ro. 
  175. Marcus, Rică (1958). Parcuri și grădini în România. Bucharest: Editura Tehnică. 
  176. «Hotărârea 132/24.03.2009 privind conferirea unei identități culturale, artistice, turistice și educative Timișoarei prin realizarea în Parcul Central a unei Alei a Personalităților de către Consiliul Local al Municipiului Timișoara». Timișoara HCL. 
  177. Dichiș, Bianca (2 Αυγούστου 2019). «Liber la plimbare și stat pe iarbă în Parcul Central din Timișoara. Fântâni iluminate, pianine în foișor și zeci de mii de flori. Foto și video». Opinia Timișoarei. 
  178. «Istoria parcurilor din Timișoara. Vezi ce povești au în spate locurile de promenadă din oraș». Știrile Pro TV. 19 Νοεμβρίου 2012. 
  179. 179,0 179,1 «Parcul Rozelor». Timisoara-Info.ro. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Σεπτεμβρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2023. 
  180. «Istoria uitată a parcurilor din Timișoara». ArcGIS. 
  181. Deaconescu, Roxana (1 Ιουνίου 2012). «Parcul Copiilor a fost redeschis. Prichindeii timișoreni au avut parte de cea mai frumoasă surpriză de 1 iunie! FOTO!». Opinia Timișoarei. 
  182. «Grădina Botanică». Direcția de Mediu a municipiului Timișoara. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 20 Σεπτεμβρίου 2021. Ανακτήθηκε στις 31 Μαΐου 2023. 
  183. Dichiș, Bianca (22 Νοεμβρίου 2019). «Schimbarea la față a Parcului Civic din Timișoara. Vor apărea o fântână decorativă, o mulțime de flori și arbuști. Pornește șantierul în câteva zile». Opinia Timișoarei. 
  184. Glăvan, Ciprian (2011). «Premisele, geneza și evoluția presei de limbă germană din Banat între anii 1771–1867». Analele Banatului, Arheologie–Istorie XIX: 359–376. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-01-22. https://web.archive.org/web/20210122192754/http://www.bcut.ro/dyn_img/Analele%20Banatului%20Arheologie-Istorie/Analele%20Banatului%20S.N.%20XX%20%E2%80%93%202012/21_Glavan.pdf. Ανακτήθηκε στις 2023-05-31. 
  185. «Banatski almanah». Digitalna biblioteka Srba u Rumuniji. 
  186. 186,0 186,1 186,2 186,3 186,4 186,5 Păun, Liana (31 Αυγούστου 2013). «Tipografii și ziare de la habsburgi până la comuniști». pressalert.ro. 
  187. Krischan, Alexander (1987). Die deutsche periodische Literatur des Banats: Zeitungen, Zeitschriften, Kalender 1771–1971. Munich: Das Südostdeutsche Kulturwerk. ISBN 978-3883560380. 
  188. Szabo, Lucian-Vasile (2019). «De la presa comunistă la presa timișoreană liberă». Στο: Tolcea, Marcel. Timișoara: 30 de ani de la Revoluția Română din Decembrie 1989. Editura Universității de Vest din Timișoara. σελίδες 55–72. ISBN 9789731257266. 
  189. 189,0 189,1 Rămneanțu, Vasile (2019). «Controlul Partidului Comunist Român asupra mediei timișorene în anii '70 ai secolului al XX-lea». Banatica 2 (29): 443–473. 
  190. «Instituții de presă». Oficiul de Cadastru și Publicitate Imobiliară Timiș. 
  191. «Contact». West City Radio. 
  192. 192,0 192,1 «Din istoria Radio Timișoara». Radio România Timișoara. 30 Μαΐου 2018. 
  193. «Despre noi». West City Radio. 
  194. «Posturi de radio în Timișoara». Radiomap.eu. 
  195. 195,0 195,1 «Despre TVR Timișoara». TVR Timișoara.