Τζαμί Τζισταράκη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°58′33.424″N 23°43′33.305″E / 37.97595111°N 23.72591806°E / 37.97595111; 23.72591806

Τζαμί Τζισταράκη
Το Τζαμί όπως φαίνεται από την πλατεία Μοναστηρακίου
Χάρτης
Είδοςτζαμί και μουσείο τέχνης
ΑρχιτεκτονικήΟθωμανική αρχιτεκτονική
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°58′33″N 23°43′33″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Αθηναίων
ΤοποθεσίαΜοναστηράκι και Πλάκα
ΧώραΕλλάδα
Έναρξη κατασκευής1759
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα
Commons page Πολυμέσα
Το Τζαμί Τζισταράκη από πιο κοντινή απόσταση

Το Τζαμί Τζισταράκη (ή Τζισδαράκη) είναι οθωμανικό τζαμί το οποίο κατασκευάστηκε το 1759 στην πλατεία Μοναστηρακίου, στο κέντρο της Αθήνας. Σήμερα λειτουργεί ως παράρτημα του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και στεγάζει τη Συλλογή Κεραμικής του Β. Κυριαζόπουλου.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τζαμί κατασκευάστηκε το 1759 από το βοεβόδα (Οθωμανό διοικητή) της Αθήνας, Μουσταφά Αγά Τζισταράκη. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Τζισταράκης χρησιμοποίησε έναν από τους κίονες του Ναού του Ολυμπίου Διός για να φτιάξει ασβέστη για την κατασκευή του κτιρίου, αλλά είναι πιο πιθανό να χρησιμοποίησε έναν από τους κίονες της βιβλιοθήκης του Αδριανού που βρίσκεται δίπλα. Στο Χρονικό του Ανθίμου αναφέρεται ότι προήλθε από «μίαν κολόναν απ' εκείνας του Αδριανού», την οποία και ανατίναξαν. Αυτή η πράξη οδήγησε στην καθαίρεσή του από τους Τούρκους, καθώς θεωρήθηκε ιεροσυλία η οποία απελευθέρωσε κατάρες: μια επιδημία πανώλης τον επόμενο χρόνο αποδόθηκε σε αυτό το γεγονός.[1][2][3]

Το τζαμί ήταν επίσης γνωστό ως Τζαμί του Κάτω Σιντριβανιού ή Τζαμί του Κάτω Παζαριού εξαιτίας της εγγύτητάς του στην αρχαία Αγορά.[3][4] Κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, το κτίριο χρησιμοποιήθηκε σαν αίθουσα συνεδριάσεων για την τοπική δημογεροντία. Μετά την ανεξαρτησία της Ελλάδας χρησιμοποιήθηκε ποικιλοτρόπως: εκεί διεξάχθηκε χορός προς τιμήν του βασιλιά Όθωνα το Μάρτιο του 1834 και μετά χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας, φυλακή και αποθήκη.[3]

Το 1915 ανακατασκευάστηκε εν μέρει υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Ορλάνδου και χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει το «Μουσείον Ελληνικών Χειροτεχνημάτων»· από το 1918 (μετονομάστηκε σε «Εθνικόν Μουσείον Κοσμητικών Τεχνών») μέχρι το 1973.[3][4] Το 1966 έγιναν μετατροπές στο τζαμί ώστε να προσευχηθεί ο εξόριστος βασιλιάς της Σαουδικής Αραβίας Σαούντ.[1][3]

Το 1973 η μόνιμη έκθεση και τα γραφεία του Μουσείου Ελληνικής Τέχνης μεταφέρθηκαν στην οδό Κυδαθηναίων 17, ενώ στο τζαμί παρέμεινε συλλογή κεραμικών τα οποία είχαν δωριθεί από τον Β. Κυριαζόπουλο. Το κτίριο υπέστη ζημιές από σεισμό το 1981 και άνοιξε πάλι για το κοινό το 1991.[3][4]

Λέγεται ότι το τζαμί συνδέεται με την καταστροφή της δέκατης έβδομης κολώνας του Ναού του Ολυμπίου Διός (ο ναός είχε αρχικά 104, αλλά είχαν μείνει ελάχιστες με το πέρασμα των αιώνων), μια και ο Τζισταράκης έδωσε εντολή να την γκρεμίσουν προκειμένου να προμηθευτεί ασβέστη για το μαρμαροκονίαμα των τοίχων του τζαμιού. Μία άλλη εκδοχή, αναφέρει ότι γκρέμισαν κολώνα από την παρακείμενη ρωμαϊκή βιβλιοθήκη του Αδριανού.

Όπως και να 'χει, η πράξη αυτή προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις τόσο από τους Έλληνες όσο και τους Τούρκους. Πίστευαν δε τότε ότι κάθε αρχαία κολώνα που πέφτει απελευθερώνει και μία συμφορά που είναι από κάτω της και αυτό φέρνει «θανατικά» στους κατοίκους της. Έτσι, στον βανδαλισμό αυτής της κολώνας αποδόθηκε η επιδημία της πανούκλας που έπληξε την πόλη εκείνη τη χρονιά. Ο Τζισταράκης τιμωρήθηκε από τον Πασά του Ευρίπου, έχασε τον τίτλο του και διώχθηκε από την πόλη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Τζαμί Τζισταράκη». Αρχαιολογία της Πόλης των Αθηνών. Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2014. 
  2. Γιώτα Συκκά (28 Μαρτίου 2009). «Αυτή η Ελλάδα, η άγνωστη...». Η Καθημερινή. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Γιοχαλάς, Θανάσης· Καφετζάκη, Τόνια (2013). Αθήνα. Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία. Αθήνα: Εστία. σελ. 109. ISBN 978-960-05-1559-6. 
  4. 4,0 4,1 4,2 «Τζαμί: Γενικά / ιστορικά στοιχεία κτιρίου». Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Νοεμβρίου 2012. Ανακτήθηκε στις 22 Ιουνίου 2014.