Τίρυνθα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 37°35′58″N 22°47′59″E / 37.59944°N 22.79972°E / 37.59944; 22.79972

Τίρυνθα
Τίρυνθα
Χάρτης
Είδοςαρχαιολογική θέση και πόλις[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες37°35′58″N 22°47′59″E
Διοικητική υπαγωγήΔήμος Ναυπλιέων
ΤοποθεσίαΤίρυνθα Αργολίδας
ΧώραΕλλάδα
Προστασίααρχαιολογικός χώρος στην Ελλάδα και τμήμα μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς (από 1999)
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Η Τίρυνθα (αρχαία ελληνικά: Τίρυνς‎‎) είναι μυκηναϊκός αρχαιολογικός χώρος στην Αργολίδα της Πελοποννήσου.

Η Τίρυνθα ήταν ένα φρούριο πάνω σε έναν λόφο, εγκαταλελειμένο επτά χιλιάδες χρόνια, πριν από την αρχή της Εποχής του Χαλκού. Έφτασε στο απόγειο της μεταξύ 1400 και 1200 π.Χ., όταν έγινε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου, και ειδικότερα της Αργολίδας. Τα πιο αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της ήταν το ανάκτορό της, οι κυκλώπειες σήραγγες και ιδιαίτερα τα κυκλώπεια τείχη της, που έδωσαν στην πόλη το ομηρικό της επίθετο «ισχυρή τειχισμένη Τίρυνθα». Η Τίρυνθα συνδέθηκε με τους μύθους γύρω από τον Ηρακλή, καθώς η πόλη ήταν η κατοικία του ήρωα κατά τη διάρκεια των άθλων του, και ορισμένες πηγές την αναφέρουν ως γενέτειρά του.[2]

Το περίφημο μέγαρο του ανακτόρου της Τίρυνθας διαθέτει μεγάλη αίθουσα δεξιώσεων, η κύρια αίθουσα της οποίας είχε θρόνο τοποθετημένο στον δεξιό τοίχο και κεντρική εστία, που οριοθετείται από τέσσερις ξύλινους κίονες μινωικού τύπου, που χρησίμευαν ως στηρίγματα της στέγης. Δύο από τους τρεις τοίχους του μεγάρου ενσωματώθηκαν σε αρχαϊκό ναό της Ήρας. Η τοποθεσία παρήκμασε στο τέλος της μυκηναϊκής περιόδου και ερήμωσε εντελώς την εποχή που την επισκέφτηκε ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ.

Το 1300 π.Χ. η ακρόπολη και η κάτω πόλη είχαν πληθυσμό 10.000 κατοίκων που κάλυπταν 20–25 εκτάρια. Παρά την καταστροφή του παλατιού το 1200 π.Χ., ο πληθυσμός της πόλης συνέχισε να αυξάνεται και μέχρι το 1150 π.Χ., είχε πληθυσμό 15.000 κατοίκων.[3][4][5]

Η UNESCO χαρακτήρισε την Τίρυνθα ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς το 1999.[6]

Θρύλος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

αναπαράσταση της Τίρυνθας απο ψηλά

Η Τίρυνθα αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Όμηρο, ο οποίος ύμνησε τα τεράστια τείχη της.[7] Η αρχαία παράδοση υποστήριζε ότι τα τείχη χτίστηκαν από τους Κύκλωπες επειδή μόνο γίγαντες υπεράνθρωπης δύναμης θα μπορούσαν να είχαν σηκώσει τις τεράστιες πέτρες.[8] Μετά την παρατήρηση των τειχών της ερειπωμένης ακρόπολης τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο γεωγράφος Παυσανίας έγραψε ότι δύο μουλάρια που έλκονταν μεταξύ τους δεν μπορούσαν να μετακινήσουν ούτε τις μικρότερες πέτρες.[9]

Η παράδοση συνδέει επίσης τα τείχη με τον Προίτο, αδελφό του Ακρίσιου, βασιλιά του Άργους. Σύμφωνα με τον μύθο ο Προίτος, καταδιωκόμενος από τον αδελφό του, κατέφυγε στη Λυκία. Με τη βοήθεια των Λυκίων κατάφερε να επιστρέψει στην Αργολίδα. Εκεί ο Προίτος κατέλαβε την Τίρυνθα και την οχύρωσε με τη βοήθεια των Κυκλώπων. Έτσι, ο ελληνικός μύθος συνδέει τα τρία Αργολικά κέντρα με τρεις μυθικούς ήρωες: τον Ακρίσιο, ιδρυτή της δωρικής αποικίας του Άργους, τον αδελφό του Προίτο, ιδρυτή της Τίρυνθας, και τον εγγονό του Περσέα, ιδρυτή των Μυκηνών. Όμως, αυτή η παράδοση γεννήθηκε στις αρχές της ιστορικής περιόδου, όταν το Άργος πάλευε να γίνει ηγεμονική δύναμη στην περιοχή και χρειαζόταν ένα ένδοξο παρελθόν για να ανταγωνιστεί τις άλλες δύο πόλεις.[εκκρεμεί παραπομπή]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νεολιθική εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περιοχή κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια. Ένας μικρός νεολιθικός οικισμός άκμασε.

Πρωτοελλαδική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα μέσα της 3ης χιλιετίας π.Χ. ήταν ένας ακμάζων πρώιμος προελληνικός οικισμός, που βρισκόταν περίπου 15 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά των Μυκηνών, σε λόφο μήκους 300 μέτρα, πλάτους 45-100 μέτρα και ύψους όχι περισσότερο από 18 μέτρα. Από αυτή την περίοδο σώζεται κάτω από την αυλή ενός μυκηναϊκού ανακτόρου, μια επιβλητική κυκλική κατασκευή 28 μέτρα σε διάμετρο, που φαίνεται να ήταν οχυρό καταφύγιο για τους κατοίκους της πόλης σε καιρό πολέμου ή/και κατοικία ενός βασιλιά. Η βάση του ήταν ισχυρή και ήταν κατασκευασμένη από δύο ομόκεντρους πέτρινους τοίχους, μεταξύ των οποίων υπήρχαν και άλλοι εγκάρσιοι, έτσι ώστε το πάχος να έφτανε τα 45 μέτρα. Η ανωδομή ήταν πήλινη και η στέγη από κεραμίδια ψημένα στη φωτιά.

Μεσοελλαδική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτοι Έλληνες κάτοικοι (οι δημιουργοί του μεσοελλαδικού πολιτισμού και του μυκηναϊκού πολιτισμού μετά) εγκαταστάθηκαν στην Τίρυνθα, στις αρχές της Μεσοελλαδικής περιόδου (2000–1600 π.Χ.).

Υστεροελλαδική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην υστεροελλαδική περίοδο, η πόλη γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή της, γνωστή και ως μυκηναϊκή περίοδος. Η Ακρόπολη κατασκευάστηκε σε τρεις φάσεις, η πρώτη στο τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙ περιόδου (1500–1400 π.Χ.), η δεύτερη στην Υστεροελλαδική ΙΙΙ (1400–1300 π.Χ.) και η τρίτη στο τέλος της Υστεροελλαδικής ΙΙΙ Β (1300–1200 π.Χ.). Τα σωζόμενα ερείπια της μυκηναϊκής ακρόπολης χρονολογούνται στο τέλος της τρίτης περιόδου.[10] Η πόλη περιέβαλλε την ακρόπολη στον κάμπο από κάτω.

Η καταστροφή που έπληξε τα μυκηναϊκά κέντρα στα τέλη της Εποχής του Χαλκού έπληξε την Τίρυνθα, αλλά είναι βέβαιο ότι η περιοχή του ανακτόρου κατοικούνταν συνεχώς μέχρι την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο, μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. (λίγο αργότερα ναός χτίστηκε στα ερείπια του παλατιού).

Στις αρχές της κλασικής περιόδου, η Τίρυνθα, όπως και οι Μυκήνες, έγινε μια σχετικά ασήμαντη πόλη. Όταν ο Κλεομένης Α΄ της Σπάρτης νίκησε τους Αργείους, οι σκλάβοι τους κατέλαβαν την Τίρυνθα για πολλά χρόνια, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.[11] Ο Ηρόδοτος αναφέρει επίσης ότι η Τίρυνθα πήρε μέρος στη Μάχη των Πλαταιών το 480 π.Χ. με 400 οπλίτες.[12] Ακόμη και σε παρακμή, οι Μυκήνες και η Τίρυνθα ενοχλούσαν τους Αργείους, οι οποίοι με την πολιτική τους προπαγάνδα ήθελαν να μονοπωλήσουν τη δόξα των θρυλικών (και μυθικών) προγόνων. Το 468 π.Χ. το Άργος κατέστρεψε ολοσχερώς τόσο τις Μυκήνες, όσο και την Τίρυνθα και, σύμφωνα με τον Παυσανία, μετέφερε τους κατοίκους στο Άργος, για να αυξήσει τον πληθυσμό της πόλης. Ωστόσο, ο Στράβων λέει ότι πολλοί Τίρυνθιοι μετακόμισαν για να ιδρύσουν την πόλη Χαλιέις, το σύγχρονο Πόρτο Χέλι.[13] [14]

Παρά τη σημασία της, ελάχιστη αξία δόθηκε στην Τίρυνθα και στους μυθικούς ηγεμόνες και παραδόσεις της από τα έπη και το δράμα. Ο Παυσανίας αφιέρωσε ένα σύντομο κομμάτι (2.25.8) στην Τίρυνθα και οι νεότεροι περιηγητές, που ταξίδευαν στην Ελλάδα αναζητώντας μέρη όπου ζούσαν οι ήρωες των αρχαίων κειμένων, δεν κατάλαβαν τη σημασία της πόλης.

Ανασκαφές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ακρόπολη ανασκάφηκε για πρώτη φορά από τον Α.Ρ. Ραγκαβέ (A.R. Rangabe) και τον Γερμανό μελετητή Ειρηναίο Θείρσιο το 1831.[15] Μετά από δοκιμαστικές ανασκαφές τον Αύγουστο του 1876, ο Ερρίκος Σλήμαν θεώρησε το παλάτι της Τίρυνθας μεσαιωνικό, έτσι έφτασε πολύ κοντά στην καταστροφή των ερειπίων για να ανασκάψει βαθύτερα για τους μυκηναϊκούς θησαυρούς. Επέστρεψε το 1884 με περισσότερη αρχαιολογική εμπειρία και εργάστηκε εκεί για 5 μήνες.[16] Ωστόσο, η επόμενη περίοδος ανασκαφών ήταν υπό τον Βίλελμ Ντέρπφελντ, διευθυντή του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου. Αυτήν τη φορά, τα ερείπια εκτιμήθηκαν σωστά.[17][18]

Οι ανασκαφές επαναλήφθηκαν αργότερα από τον Ντέρπφελντ με τη συνεργασία άλλων Γερμανών αρχαιολόγων, οι οποίοι συνέχισαν το έργο του μέχρι το 1938. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1939-1945), το έργο συνεχίστηκε από το Ινστιτούτο και την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία. Συγκεκριμένα, έγιναν ανασκαφές το 1977, το 1978/1979 και ξανά το 1982/83.[19] [20] [21]

Αρχαιολογικός χώρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νωπογραφία με παράσταση κυνηγιού αγριόχοιρου (από το μεταγενέστερο ανάκτορο της Τίρυνθας)

Τα τείχη εκτείνονται σ' όλη την περιοχή της κορυφής του λόφου. Οι βάσεις τους επιβιώνουν σε όλο τους το μήκος και το ύψος τους σε ορισμένα σημεία φτάνει τα 7 μέτρα, λίγο πιο κάτω από το αρχικό ύψος, που υπολογίζεται στα 9-10 μέτρα. Τα τείχη είναι αρκετά παχιά, συνήθως 6 μέτρα, και μέχρι 17 μέτρα στα σημεία που περνούν οι σήραγγες. Ένα ισχυρό εγκάρσιο τείχος χωρίζει την ακρόπολη σε δύο τμήματα, το νότιο περιλαμβάνει τα ανακτορικά κτίρια, ενώ το βόρειο προστατεύει μόνο την κορυφή του λόφου. Σε αυτό το δεύτερο τμήμα, που χρονολογείται στο τέλος της μυκηναϊκής εποχής, ανοίγονται κατά καιρούς μικρές πύλες και πολλές σήραγγες, καλυμμένες με τριγωνική στέγη, που χρησίμευε ως καταφύγιο για τους κατοίκους της κάτω πόλης σε περιόδους κινδύνου.[22]

Η είσοδος της ακρόπολης ήταν πάντα στην ανατολική πλευρά, αλλά είχε διαφορετική θέση και μορφή σε καθεμία από τις τρεις οικοδομικές φάσεις. Στη δεύτερη φάση, η πύλη είχε τη μορφή της Πύλης των Λεόντων των Μυκηνών. Αριστερά υπήρχε ένας πύργος και δεξιά ο βραχίονας του τείχους, οπότε η πύλη ήταν καλά προστατευμένη, αφού οι επιτιθέμενοι αναγκάζονταν να διασχίσουν έναν πολύ στενό διάδρομο, ενώ η άμυνα μπορούσε να τους χτυπήσει από ψηλά και από τις δύο πλευρές. Στην τρίτη φάση η πύλη μεταφέρθηκε πιο έξω. Το ανάκτορο του βασιλιά, μέσα στην ακρόπολη, παρόμοιο μ' αυτό των Μυκηνών (διαστάσεις 11,8 × 9,8 μ.) αποτελείται από τρεις χώρους: την εξωτερική στοά (με τους δύο κίονες), τον πρόδομο (προθάλαμο) και τον δόμο (κύριο δωμάτιο) με το κυκλικό τζάκι, που περιβαλλόταν από τέσσερις ξύλινες κολώνες. Τα πλευρικά διαμερίσματα του ανακτόρου φαίνεται να έχουν δεύτερο όροφο.

Πλούσια ήταν η διακόσμηση των τοίχων της εξωτερικής στοάς. Είχαν μία ζώνη στο κάτω μέρος από πλάκες από αλάβαστρο με ανάγλυφες ρόδακες και λουλούδια. Το υπόλοιπο ήταν διακοσμημένο με τοιχογραφίες. Τρεις πόρτες οδηγούν στον πρόδομο και μετά μία άλλη στον δόμο. Στο μέσο του ανατολικού τοίχου φαίνεται στο δάπεδο η θέση, που αντιστοιχούσε στον βασιλικό θρόνο. Το δάπεδο ήταν πλούσια διακοσμημένο με διαφορετικά θέματα στον χώρο, γύρω από τους τοίχους και τον χώρο ανάμεσα στις κολώνες του τζακιού. Φυσικά, εκεί οι τοίχοι ήταν διακοσμημένοι με πίνακες ζωγραφικής.

Στα ερείπια του αρχοντικού, που κάηκε τον 8ο αιώνα π.Χ., χτίστηκε δωρικός ναός κατά τη γεωμετρική εποχή. Ήταν μικρότερο από το αρχοντικό και αποτελούνταν από δύο μέρη, τον πρόδομο και το σηκό. Το πλάτος του ναού ήταν λίγο μεγαλύτερο από το μισό του αρχοντικού, ενώ ο πίσω τοίχος του ναού έφτανε στο ύψος των πίσω κιόνων του τζακιού. Τρεις πηγές τροφοδοτούσαν το συγκρότημα, μία στη δυτική πλευρά της μεγάλης αυλής, στην οποία ήταν προσβάσιμη από μία μυστική είσοδο, και δύο στο άκρο της βόρειας πλευράς του τείχους, προσβάσιμες μέσω δυο σηράγγων στον τοίχο. Αυτές και παρόμοιες κατασκευές που βρέθηκαν σε άλλα καταφύγια μαρτυρούν τη μέριμνα που δόθηκε εδώ, όπως και σε άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις, στο βασικό πρόβλημα της πρόσβασης στο νερό σε περίοδο πολιορκίας.

Πινακοθήκη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «An Inventory of Archaic and Classical Poleis». (Αγγλικά) Inventory of Archaic and Classical Poleis. 2004.
  2. «Tiryns, Greek Mythology Link». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 7 Αυγούστου 2002. Ανακτήθηκε στις 7 Αυγούστου 2002. 
  3. Yasur-Landau, Assaf (16 Ιουνίου 2014). «The Philistines and Aegean Migration at the End of the Late Bronze Age». Cambridge University Press – μέσω Google Books. 
  4. Centre, UNESCO World Heritage. «Archaeological Sites of Mycenae and Tiryns». 
  5. Ring, Trudy· Salkin, Robert M.· Boda, Sharon La (1 Ιανουαρίου 1994). «International Dictionary of Historic Places: Southern Europe». Taylor & Francis – μέσω Google Books. 
  6. «World Heritage List». UNESCO. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2019. 
  7. Όμηρος - Ιλιάδα, ραψωδία B, 559
  8. Παυσανίας Περιγραφή της Ελλάδας - Βοιωτία 9.36.5
  9. Παυσανίας Περιγραφή της Ελλάδας - Κόρινθος 2.25.8
  10. Davis, Brent, Maran, Joseph and Wirghová, Soňa. "A new Cypro-Minoan inscription from Tiryns: TIRY Avas 002" Kadmos, vol. 53, no. 1-2, 2014, pp. 91-109
  11. Ηρόδοτος Βιβλίο 6, 83
  12. Ηρόδοτος Βιβλίο 9, 28
  13. Στράβων 8, 373
  14. «A Brief History of Halieis». Geocities. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 21 Οκτωβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 11 Ιανουαρίου 2019. 
  15. F. Thiersch, "Thiersch's Leben", Leipzig, 1866
  16. [1] Heinrich Schliemann et. al., "Tiryns: The prehistoric palace of the kings of Tiryns, the results of the latest excavations", Charles Scribner's Sons, London, 1885
  17. Jebb, Richard Claverhouse. "The Homeric House, in relation to the Remains at Tiryns." The Journal of Hellenic Studies 7 (1886): 170-188
  18. Middleton, J. Henry. "A Suggested Restoration of the Great Hall in the Palace of Tiryns." The Journal of Hellenic Studies 7 (1886): 161-169
  19. Kilian, K. 1979. Ausgrabungen in Tiryns 1977: Bericht zu den Grabungen, Archäologischer Anzeiger 1979, 379–411
  20. Kilian, K. 1981. Ausgrabungen in Tiryns 1978/1979: Bericht zu den Grabungen, Archäologischer Anzeiger 1981, 149–194
  21. Kilian, K. 1988. Ausgrabungen in Tiryns 1982/83: Bericht zu den Grabungen, Archäologischer Anzeiger 1988, 105–151
  22. Zangger, Eberhard. "Landscape changes around Tiryns during the Bronze Age." American Journal of Archaeology 98.2 (1994): 189-212

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]