Τέμπερα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η τέμπερα είναι τεχνική στη ζωγραφική. Σύμφωνα με αυτήν, αντί για λάδι, ως συγκολλητική ουσία των χρωμάτων, χρησιμοποιείται ζωική κόλλα, αυγό, ιχθυόκολλα, γάλα, γόμα διαλυμένη σε νέφτι, κερί κλπ. Αν η συγκολλητική ουσία είναι το αβγό τότε ονομάζεται αυγοτέμπερα. Για την παρασκευή της αβγοτέμπερας χρειάζεται ένας κρόκος φρέσκου αβγού κότας, ο οποίος αφού καθαριστεί καλά από το ασπράδι που είναι κολλημένο πάνω του, αναμειγνύεται με μια ή δυο κουταλιές της σούπας κρύο νερό και δυο ή τρεις σταγόνες ξίδι. Αυτό δρα ως συντηρητικό και καθιστά το μείγμα λιγότερο λιπαρό, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο εύκολο στη χρήση του.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η τέμπερα πρωτοεμφανίζεται στις διακοσμητικές τοιχογραφίες ετρουσκικών τάφων του 6ου αι. π.Χ. (κυρίως στην Ταρκυνία, όπου εικόνες με τέμπερα συναντώνται πάνω σε πυρόλιθο). Αργότερα, στη ρωμαϊκή εποχή, συναντάται μια παραλλαγή της, που συνδυάζεται με τη νωπογραφία. Ευρύτερη χρήση της τέμπερας άρχισε το 2ο αι. μ.Χ. Ως συγκολλητική ουσία χρησιμοποιούσαν ένα μείγμα αβγού και γάλακτος. Η τέμπερα σε ολόκληρη τη διάρκεια του Μεσαίωνα αποτελούσε το κύριο ζωγραφικό υλικό, μέχρι την αντικατάστασή της από το ελαιόχρωμα τον 15ο αι., το οποίο πρωτοχρησιμοποίησαν ο Σάντρο Μποτιτσέλι και ο Αντρέα Μαντένια, με ρητίνη και βερνίκι πάνω σε καμβά. Ο Τζόρτζιο Βαζάρι αναφέρει ότι ο Τσιμαμπούε, δάσκαλος του Τζιότο, έμαθε την τέχνη της χρήσης αβγοτέμπερας από Έλληνες.

Σήμερα η τέμπερα βασίζεται στη ζωική κόλλα. Το κύριο πλεονέκτημά της βρίσκεται στην ευκολία της εκτέλεσης, παρότι με τον καιρό αλλοιώνονται οι αποχρώσεις. Τώρα όμως και αυτό το μειονέκτημα έχει αντιμετωπιστεί από τη σύγχρονη βιομηχανία χρωμάτων.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Giorgio Vasari, Καλλιτέχνες της Αναγέννησης, εκδ. Κανάκη 1995, σελ. 32, ISBN 9789607420190
  • Daniel V. Thompson, Αβγοτέμπερα: Θεωρία & Πρακτική, Εκδ. Αρμός, σελ. 167, ISBN 9605270455