Συμπεριφορισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο συμπεριφορισμός είναι ένα από τα κύρια ρεύματα της ψυχολογίας. Υπάρχουν διαφορετικές μορφές συμπεριφορισμού, οι πιο γνωστές εκ των οποίων είναι ο μεθοδολογικός και ο θεμελιώδης συμπεριφορισμός.

Μεθοδολογικός Συμπεριφορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μεθοδολογικός Συμπεριφορισμός, θεμελιωτής του οποίου υπήρξε ο Τζον Γουάτσον (ψυχολόγος), αποτελεί μια πρώιμη μορφή του ρεύματος, με σημαντικές συνεισφορές, αλλά και πολλούς περιορισμούς.[1] Σύμφωνα με την οπτική αυτή, αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης θα έπρεπε να είναι μόνο η δημόσια παρατηρήσιμη δραστηριότητα των ατόμων. Έτσι, ο μεθοδολογικός συμπεριφορισμός παραμέλησε συστηματικά τόσο τη βιολογική πλευρά των ατόμων όσο και την ιδιωτικά παρατηρούμενη λειτουργία του (π.χ. σκέψεις, φαντασία, όνειρα, κλπ). Αυτό συνέβη, όπως καταδεικνύει το όνομα της προσέγγισης αυτής, για μεθοδολογικούς σκοπούς, καθώς μόνο οι δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές θα μπορούσαν να εξεταστούν "αντικειμενικά".

Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περιορισμοί του μεθοδολογικού συμπεριφορισμού οδήγησαν στην ανάπτυξη μιας νέας οπτικής από τον Μπ. Φ. Σκίνερ που ονομάστηκε θεμελιώδης συμπεριφορισμός (radical behaviorism). Μια από τις βασικές επιδιώξεις του Σκίνερ ήταν η ερμηνεία της ιδιωτικά παρατηρούμενης δραστηριότητας των ατόμων μέσα από στέρεα θεμελιωμένες επιστημονικές αρχές[2]. Τα κύρια χαρακτηριστικά του Θεμελιώδους Συμπεριφορισμού είναι η δέσμευση στον Πραγματισμό και τη Φυσική Επιλογή, η μελέτη ολόκληρου του φάσματος της δραστηριότητας (ή συμπεριφοράς) του ατόμου και η άρνηση της ουσιαστικοποίησης (ή ουσιοποίησης) και του γνωστικισμού.

Δέσμευση στον Πραγματισμό και τη Φυσική Επιλογή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός έχει μεγάλη συγγένεια με τον Πραγματισμό του Τ. Σ. Πιρς[3][4] και συγκεκριμένα με την έμφαση στις συνέπειες μιας συμπεριφοράς. Σύμφωνα με τον Σκίνερ, οι συναρτήσεις επιβίωσης (π.χ. γεωλογικές συνθήκες, άλλα είδη, θηρευτές, κλπ) έχουν επιλέξει εκτός από ανατομικά χαρακτηριστικά και πρότυπα συμπεριφοράς.[5][6] Τα αντανακλαστικά που μελέτησε ο Παβλόφ και ο Γουάτσον είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, όπου ένα αμέσως πρότερο ερέθισμα προκαλεί μια αντίδραση (Ε -> Α). Η διεργασία αυτή ονομάστηκε προκαλούμενη συμπεριφορά. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας, ωστόσο, οφείλεται στην επιλογή από τις συνέπειες προηγούμενων παρόμοιων δραστηριοτήτων. Έτσι, οι συναρτήσεις επιβίωσης (φυσική επιλογή) συμπληρώνονται από τις συναρτήσεις ενίσχυσης που βιώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας.[7] Σε ένα τυπικό πείραμα, ένα περιστέρι ραμφίζει ένα πλήκτρο πιο συχνά όταν η δράση του ακολουθείται από πρόσβαση στην τροφή. Εδώ λέμε πως οι συνέπειες (τροφή) της δράσης (ράμφισμα) έχουν επιλέξει ή ενισχύσει τη δράση αυτή. Το μεγαλύτερο μέρος της δραστηριότητάς μας αποτελείται από δράσεις που επιλέγονται συστηματικά από τις συνέπειές τους. Η ενίσχυση είναι η πιο σημαντική αρχή στην επιστήμη της Ανάλυσης Συμπεριφοράς.

Μελέτη ολόκληρου του φάσματος της Συμπεριφοράς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, ο άνθρωπος είναι ένας βιολογικός οργανισμός και ολόκληρη η δραστηριότητά του ονομάζεται συμπεριφορά (περπάτημα, ομιλία, κινήσεις, σκέψη, φαντασία, όνειρα, κλπ). Η συμπεριφορά των ατόμων θεμελιώνεται, αλλάζει και διατηρείται από τη συνδυασμένη δράση: α) των συναρτήσεων επιβίωσης και β) των συναρτήσεων ενίσχυσης.[8] Στη φιλοσοφία του Θεμελιώδη Συμπεριφορισμού, η συμπεριφορά είναι το υπό μελέτη φαινόμενο και οι παράγοντες που την επηρεάζουν εντοπίζονται στην επιλογή της από τις συνέπειες που είχε στο παρελθόν. Ως προς την επιλογή από τις συναρτήσεις επιβίωσης, οι πεπτικές αντιδράσεις στην παρουσία τροφής, το βλεφάρισμα στην παρουσία σκόνης, το τράβηγμα του χεριού στην παρουσία καυτής επιφάνειας, η σεξουαλική διέγερση στην παρουσία συντρόφου, η φοβική αντίδραση στην παρουσία κινδύνου, κλπ αποτελούν συμπεριφορές επιλεγμένες από τις συνέπειές τους, δηλαδή από την επιβίωση των ατόμων που τις εκδήλωναν. Ως προς τις συναρτήσεις ενίσχυσης, μπορούμε να πούμε πως το περπάτημα επιλέγεται από τον εκάστοτε προορισμό, η συνομιλία με ένα φίλο από την αλληλεπίδραση μαζί του, το άνοιγμα του ψυγείου από την πρόσβαση σε φαγητό, η σκέψη από την εκδήλωση πιο αποτελεσματικής δράσης, η φαντασία από την παραγωγή πρωτότυπων φαινομένων, κλπ.

Άρνηση της ουσιαστικοποίησης και του γνωστικισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεμελιώδης Συμπεριφορισμός απορρίπτει τις εξηγήσεις που χαρακτηρίζονται από ουσιαστικοποίηση ή γνωστικισμό. Ουσιαστικοποίηση (ή ουσιοποίηση) ονομάζεται η αιτιώδης απόδοση ενός φαινομένου σε μια υπερκείμενη ουσία ή χαρακτηριστικό.[9][10] Για παράδειγμα, θα μπορούσε κανείς να πει πως ένας πληθυσμός ατόμων μοιράζεται κοινά χαρακτηριστικά επειδή ανήκει σε ένα είδος, κι επομένως τα κουνέλια έχουν μεγάλα αυτιά και χνουδωτή ουρά επειδή είναι κουνέλια. Ο εξέχων βιολόγος Ernst Mayr εξήγησε πως η οπτική αυτή είναι λανθασμένη, καθώς τα άτομα ενός είδους εμφανίζουν κοινά χαρακτηριστικά όχι επειδή ανήκουν στο είδος αυτό, αλλά επειδή τα εν λόγω χαρακτηριστικά οφείλονται στη φυσική επιλογή.[11] Το είδος είναι μια περιγραφική έννοια που συνοψίζει αυτά τα χαρακτηριστικά και όχι η αιτία τους. Μεταφέροντας την ουσιαστικοποίηση στο επίπεδο της συμπεριφοράς, συχνά λέμε πως κάποιος δεν κερνάει ποτέ, δε δίνει χαρτζιλίκι στο παιδί του, κλπ επειδή είναι τσιγκούνης, αποδίδοντας έτσι επιμέρους συμπεριφορές σε μια κατηγορία ή ουσία, τη τσιγκουνιά. Ωστόσο, η τσιγκουνιά είναι μια περιγραφική ταμπέλα που βάλαμε εμείς και όχι αιτία των συμπεριφορών. Αιτία των συμπεριφορών είναι οι συναρτήσεις που τις έχουν επιλέξει, δηλαδή η ενίσχυση. Ουσιαστικοποίηση παρατηρείται και στην ψυχοπαθολογία, όταν λέμε πως κάποιος νιώθει θλιμμένος, μένει στο σπίτι, δεν τρώει κλπ επειδή έχει κατάθλιψη. Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, η κατάθλιψη δεν είναι κάποια ουσία ή χαρακτηριστικό που εξηγεί τις συμπεριφορές, αλλά μια ονομασία που τις περιγράφει περιληπτικά. Οι αιτίες των εν λόγω συμπεριφορών θα πρέπει να αναζητηθούν στις συνθήκες ζωής του ατόμου που τις επέλεξαν.

Η ουσιαστικοποίηση είναι στενά συνδεδεμένη με τις γνωστικές ερμηνείες της συμπεριφοράς.[12] Για τη γνωστική ψυχολογία, οι δημόσια παρατηρήσιμες συμπεριφορές είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα γνωστικών μηχανισμών ή δομών. Έτσι, μιλάμε επειδή διαθέτουμε ένα μηχανισμό παραγωγής γραμματικής, θυμόμαστε επειδή διαθέτουμε μια δομή μνήμης, καταλαβαίνουμε εξαιτίας ενός μηχανισμού αντίληψης, κ.ο.κ. Για το Θεμελιώδη Συμπεριφορισμό, το να μιλάς, να θυμάσαι, να καταλαβαίνεις κλπ, δεν είναι παρά συμπεριφορές που έχουν επιλεχθεί από τη συνδυασμένη δράση των συναρτήσεων επιβίωσης και ενίσχυσης.[13] Για παράδειγμα, οι συναρτήσεις επιβίωσης επέλεξαν την έκρηξη φωνημάτων στην ηλικία περίπου του 1 έτους του ανθρώπινου είδους, και στη συνέχεια, οι συναρτήσεις ενίσχυσης (π.χ. γονική επιβράβευση, μίμηση, κλπ) διαμόρφωσαν σταδιακά το λεκτικό ρεπερτόριο ενός ενήλικα. Οι θεμελιώδεις συμπεριφοριστές υποστηρίζουν πως τα εργαλεία κατανόησης της συμπεριφοράς που βασίζονται στην επιλογή, εξηγούν καλύτερα και πιο οικονομικά τις ιδιωτικά παρατηρούμενες συμπεριφορές σε σύγκριση με τη γνωστική ψυχολογία.[14][15]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Skinner, B. F. (2013). Περί Συμπεριφορισμού. Πεδίο, Αθήνα. 
  2. Μέλλον, Ρ. (2013). Ψυχολογία της Συμπεριφοράς. Πεδίο, Αθήνα. 
  3. Moxley, Roy A. (2004). «Pragmatic selectionism: The philosophy of behavior analysis.» (στα αγγλικά). The Behavior Analyst Today 5 (1): 108–125. doi:10.1037/h0100137. ISSN 1539-4352. http://dx.doi.org/10.1037/h0100137. 
  4. Moxley, Roy A. (2001-10-01). «Sources for Skinner’s pragmatic selectionism in 1945» (στα αγγλικά). The Behavior Analyst 24 (2): 201–212. doi:10.1007/BF03392031. ISSN 2196-8918. https://doi.org/10.1007/BF03392031. 
  5. Skinner, B. F. (1975-07). «The shaping of phylogenic behavior». Journal of the Experimental Analysis of Behavior 24 (1): 117–120. doi:10.1901/jeab.1975.24-117. ISSN 0022-5002. PMID 16811859. PMC PMC1333387. https://doi.org/10.1901/jeab.1975.24-117. 
  6. Skinner, B. F. (2013). Περί Συμπεριφορισμού. Πεδίο, Αθήνα. 
  7. Skinner, B. F. (1984/12). «Selection by consequences» (στα αγγλικά). Behavioral and Brain Sciences 7 (4): 477–481. doi:10.1017/S0140525X0002673X. ISSN 1469-1825. https://www.cambridge.org/core/journals/behavioral-and-brain-sciences/article/selection-by-consequences/0F69B44DBC37419B8EBD90B5667738ED. 
  8. Skinner, B. F. (1953). Science & human behavior. Oxford, England: Macmillan. 
  9. Mayr, Ernst (1969-09-01). «The biological meaning of species» (στα αγγλικά). Biological Journal of the Linnean Society 1 (3): 311–320. doi:10.1111/j.1095-8312.1969.tb00123.x. ISSN 0024-4066. https://academic.oup.com/biolinnean/article/1/3/311/2682522. 
  10. Μέλλον, Ρ. (2013). Ψυχολογία της Συμπεριφοράς. Αθήνα, Πεδίο. 
  11. Mayr, Ernst (1969-09-01). «The biological meaning of species» (στα αγγλικά). Biological Journal of the Linnean Society 1 (3): 311–320. doi:10.1111/j.1095-8312.1969.tb00123.x. ISSN 0024-4066. https://academic.oup.com/biolinnean/article/1/3/311/2682522. 
  12. Palmer, David C.; Donahoe, John W. (1992). «Essentialism and selectionism in cognitive science and behavior analysis.» (στα αγγλικά). American Psychologist 47 (11): 1344–1358. doi:10.1037/0003-066x.47.11.1344. ISSN 1935-990X. http://dx.doi.org/10.1037/0003-066X.47.11.1344. 
  13. Skinner, B. F. (2013). Περί Συμπεριφορισμού. Πεδίο, Αθήνα. 
  14. Skinner, B. F. (1977). «Why I Am Not a Cognitive Psychologist». Behaviorism 5 (2): 1–10. ISSN 0090-4155. https://www.jstor.org/stable/27758892. 
  15. Donahoe, J. W., & Palmer, D. C. (1994). Learning and complex behavior. US: Allyn & Bacon. CS1 maint: Πολλαπλές ονομασίες: authors list (link)