Στεατικό οξύ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Στεατικό οξύ
Γενικά
Όνομα IUPAC Δεκαοκτανοϊκό οξύ
Άλλες ονομασίες Στεατικό οξύ
C18:0 (Ονοματολογία λιπαρών οξέων)
Στεαρικό οξύ
Χημικά αναγνωριστικά
Χημικός τύπος C18H36O2
Μοριακή μάζα 284,48 amu
Σύντομος
συντακτικός τύπος
CH3(CH2)16COOH
Αριθμός CAS 57-11-4
SMILES CCCCCCCCCCCCCCCCCC(=O)O
Φυσικές ιδιότητες
Σημείο τήξης 69,6 °C
Σημείο βρασμού 383 °C
Πυκνότητα 0,847 kg/m3 (70 °C)
Διαλυτότητα
στο νερό
3 mg/L (20 °C)
Δείκτης διάθλασης ,
nD
1,4299
Εμφάνιση λευκό στερεό
Χημικές ιδιότητες
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa).

To στεατικό οξύ[1] (αγγλ.: stearic acid· από «το στέαρ», γεν. «του στέατος»), εσφαλμένα αποκαλούμενο και στεαρικό οξύ, είναι κεκορεσμένο λιπαρό οξύ με αλυσίδα 18 ατόμων άνθρακα, το οποίο κατά IUPAC έχει την ονομασία δεκαοκτανοϊκό οξύ. Πρόκειται για ένα κηρώδες στερεό και ο μοριακός του τύπος είναι CH3(CH2)16CO2H. Το όνομα του προέρχεται από την ελληνική λέξη στέαρ, που σημαίνει λίπος. Το στεατικό οξύ είναι το πιο συνηθισμένο στη φύση λιπαρό οξύ, μαζί με το παλμιτικό οξύ.[2][3]

Παραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απαντάται σε πολλά ζωικά και φυτικά λίπη και έλαια, ωστόσο, είναι πιο άφθονο στο ζωικό λίπος (έως και το 30%), παρά στο φυτικό λίπος (έως και το 5%).[4] Σημαντική εξαίρεση αποτελούν το βούτυρο κακάο, όπου η περιεκτικότητα σε στεατικό οξύ (ως τριγλυκερίδιο) είναι 28–45%.[5]

Παρασκευάζεται με επεξεργασία αυτών των λιπών και ελαίων με νερό σε υψηλή πίεση και θερμοκρασία (πάνω από 200°C), που οδηγεί στην υδρόλυση των τριγλυκεριδίων. Το παραγόμενο μίγμα στη συνέχεια αποστάζεται.[6] Εμπορικά, το στεατικό οξύ είναι συχνά ένα μίγμα στεατικού οξέος και παλμιτικού οξέος, ενώ παράλληλα διατίθεται και στην καθαρή του μορφή.

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γενικά, οι εφαρμογές του σχετίζονται με το διλειτουργικό χαρακτήρα του, με μία πολική κεφαλή η οποία μπορεί να προσαρτηθεί σε κατιόντα μετάλλων και μία μη πολική ουρά, η οποία παρέχει διαλυτότητα σε οργανικούς διαλύτες. Ο συνδυασμός οδηγεί στη χρήση του στεατικού οξέος ως επιφανειοδραστικό και μαλακτικό μέσο. Το στεατικό οξύ υπόκειται τις τυπικές αντιδράσεις των κεκορεσμένων καρβοξυλικών οξέων, ιδιαίτερα την αναγωγή του στην αντίστοιχη αλκοόλη και στην εστεροποίηση με μια σειρά αλκοολών.

Σάπωνες, καλλυντικά, απορρυπαντικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρησιμοποιείται κυρίως στην παραγωγή απορρυπαντικών, σαπώνων και καλλυντικών, όπως τα προϊόντα σαμπουάν και οι αφροί ξυρίσματος. Οι σάπωνες δεν παρασκευάζονται απευθείας από στεατικό οξύ, αλλά έμμεσα, μέσω της σαπωνοποίησης των τριγλυκεριδίων που αποτελούνται από εστέρες του στεατικού οξέος. Οι εστέρες του στεατικού οξέος με αιθυλενογλυκόλη χρησιμοποιούνται για να προσδώσουν μια μαργαριταρώδη υφή στα σαμπουάν, σαπούνια και άλλα καλλυντικά προϊόντα. Προστίθενται στο προϊόν σε τηγμένη μορφή και αφήνονται να κρυσταλλοποιηθούν υπό ελεγχόμενες συνθήκες.

Βόειο «στέαρ» (τετηγμένο ζωικό λίπος)

Λιπαντικά και μαλακυντικά μέσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξαιτίας της μαλακής υφής του άλατος νατρίου του στεατικού οξέος, που είναι το κύριο συστατικό των σαπώνων, και άλλα άλατα είναι χρήσιμα για τις λιπαντικές τους ιδιότητες. Το στεατικό λίθιο είναι σημαντικό συστατικό του γράσου. Τα στεατικά άλατα του ψευδαργύρου, του ασβεστίου, του καδμίου και του μολύβδου χρησιμοποιούνται για τη μαλάκυνση του PVC. Το στεατικό οξύ χρησιμοποιείται μαζί με καστορέλαιο για την παρασκευή μαλακτικών μέσων στο κολλάρισμα των υφασμάτων. Θερμαίνονται με καυστική ποτάσα ή καυστική σόδα.

Εξειδικευμένες χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχει πολλές εξειδικευμένες χρήσεις. Ως λιπαρό οξύ, αποτελεί ένα κλασικό συστατικό στην κηροποιία.

Το στεατικό οξύ χρησιμοποιείται με κοινή ζάχαρη ή σιρόπι καλαμποκιού ως σκληρυντής σε γλυκίσματα.

Επίσης, χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής.

Στα πυροτεχνήματα, το στεατικό οξύ χρησιμοποιείται για να επικαλύψει σκόνες μετάλλων, όπως το αλουμίνιο και ο σίδηρος. Αυτό αποτρέπει την οξείδωση, επιτρέποντας έτσι την αποθήκευση των πυροτεχνημάτων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Τέλος, το στεατικό οξύ αποτελεί ένα συνηθισμένο λιπαντικό κατά τη διάρκεια της χύτευσης με έγχυση και συμπίεσης σκονών κεραμικών [7]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ελληνοαγγλικό Λεξικό Όρων». ΕΛΙΝΥΑΕ. Ανακτήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 2023. 
  2. «5.2 Λίπη και έλαια». Διαδραστικά Σχολικά Βιβλία - Αρχική σελίδα. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2024. 
  3. «Η χημική ένωση του μήνα». 195.134.76.37. 3 Φεβρουαρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2024. 
  4. Apostolopoulou, Kostantina. «Στεατικό οξύ: Ένα μοναδικό λίπος». medΝutrition. Ανακτήθηκε στις 24 Ιανουαρίου 2024. 
  5. Beare-Rogers, J.; Dieffenbacher, A.; Holm, J.V. (2001). «Lexicon of lipid nutrition (IUPAC Technical Report)». Pure and Applied Chemistry 73 (4): 685–744. doi:10.1351/pac200173040685. http://iupac.org/publications/pac/73/4/0685/. 
  6. David J. Anneken, Sabine Both, Ralf Christoph, Georg Fieg, Udo Steinberner, Alfred Westfechtel "Fatty Acids" in Ullmann's Encyclopedia of Industrial Chemistry 2006, Wiley-VCH, Weinheim. doi:10.1002/14356007.a10_245.pub2
  7. Tsenga, Wenjea J.; Mo Liua, Dean; Hsub, Chung-King (1999). «Influence of stearic acid on suspension structure and green microstructure of injection-molded zirconia ceramics». Ceramics International 25 (2): 191–195. doi:10.1016/S0272-8842(98)00024-8. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]