Στήλη των Καμινίων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Στήλη των Καμινίων είναι επιτάφια στήλη επί της οποίας φέρεται το αρχαιότερο σήμερα γραπτό κείμενο της λημνιακής γλώσσας, κατά την πελασγική περίοδο της Λήμνου. Ανακαλύφθηκε στα χαλάσματα εκκλησίας του Αγίου Αλεξάνδρου στο χωριό Καμίνια το 1885 και δημοσιεύθηκε το 1886 στο Δελτίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών. Μετά από 20 χρόνια βρέθηκε στη Αίγυπτο, από όπου την παρέλαβε ο Βασίλειος Αποστολίδης και τη δώρισε στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Η ανακάλυψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίφημη Στήλη βρέθηκε το 1885 στα χαλάσματα του εξωκλησιού του Αγίου Αλεξάνδρου στη θέση Σώκαστρο Καμινίων Λήμνου, από ένα ντόπιο αγρότη που επιχειρούσε να καθαρίσει το χωράφι του από τις πέτρες. Παρών στην ανακάλυψη ήταν ο έφηβος τότε και μετέπειτα σπουδαίος φιλόλογος και ιστορικός συγγραφέας Αργύριος Μοσχίδης, του οποίου το πατρικό σπίτι βρισκόταν λίγες δεκάδες μέτρα από το χώρο που βρέθηκε η Στήλη.[1] Αναγνωρίζοντας πως επρόκειτο για σπουδαίο εύρημα παρέδωσε τη Στήλη στο Λήμνιο ευπατρίδη και συλλέκτη αρχαιοτήτων Ιωάννη Παντελίδη, που κατοικούσε στο Κάστρο (σήμερα Μύρινα), πρωτεύουσα της Λήμνου. Ο Παντελίδης την επέδειξε σε διάφορους αρχαιολόγους και από το επόμενο έτος άρχισαν να δημοσιεύονται προσπάθειες ερμηνείας της.

Οι περιπέτειες της Στήλης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη δημοσίευση της Στήλης έγινε στο Δελτίο της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής. Έχοντας αυτό το δεδομένο οι Γάλλοι διεκδίκησαν τη Στήλη. Μέσω της πρεσβείας τους στην Κωνσταντινούπολη κατάφεραν να εκδοθεί παραχωρητήριο από τις τουρκικές αρχές, το οποίο τους εκχωρούσε τη Στήλη. Όμως, ο Παντελίδης αρνήθηκε να τη δώσει ισχυριζόμενος πως του την έκλεψαν. Η τύχη της Στήλης στη συνέχεια και ως το 1905 που εμφανίστηκε ξανά υπήρξε περιπετειώδης.

Για να αποφύγει να παραδώσει τη Στήλη ο Ιωάννης Παντελίδης την έθαψε σε ένα σημείο του τεράστιου κήπου του, έκτασης 20 στρεμμάτων, στον Ρωμαιικό Γιαλό του Κάστρου Λήμνου. Εκεί παρέμεινε ξεχασμένη ως το θάνατό του, το 1898 περίπου. Μετά το θάνατό του ο γιος του Οδυσσεύς επέστρεψε στη Λήμνο από την Ινδία, όπου εργαζόταν στον εμπορικό οίκο Ράλλη. Γύρω στο 1900 αποφάσισε να αναζητήσει τη Στήλη και για το σκοπό αυτό ανέσκαψε όλον τον κήπο μέχρι να την εντοπίσει. Στη συνέχεια, με δεδομένο πως είχε γίνει διάσημη και οι οθωμανικές αρχές δεν θα επέτρεπαν την απομάκρυνσή της από το νησί, ναύλωσε ιστιοφόρο και τη φυγάδευσε στην Αλεξάνδρεια ενώ ο ίδιος ταξίδεψε με το ατμόπλοιο της γραμμής φτάνοντας νωρίτερα από το ιστιοφόρο. Στην Αλεξάνδρεια ο καπετάνιος του ιστιοφόρου ισχυρίστηκε πως λόγω θαλασσοταραχής υπέστη αβαρία και αναγκάστηκε να την πετάξει στη θάλασσα. Ο Οδυσσεύς Παντελίδης δεν πείστηκε και ζήτησε από τον Έλληνα πρόξενο να προβεί σε έρευνα του σκάφους, από την οποία αποκαλύφθηκε πως ο πλοίαρχος την είχε κρύψει σε δυσπρόσιτο σημείο με σκοπό να την οικειοποιηθεί. Έτσι την παρέλαβε και τη μετέφερε στην οικία του. Τα επόμενα χρόνια η Στήλη έγινε μήλον της έριδος και πολλοί επιχείρησαν να την αγοράσουν. Μεταξύ άλλων αναφέρεται πως ο Ροκφέλερ πρόσφερε γι' αυτήν δέκα χιλιάδες χρυσές λίρες.

Ο Παντελίδης δεν επιθυμούσε την πώλησή της αλλά να την παραχωρήσει στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Όμως, αναλογιζόταν πως μια φανερή δωρεά θα επέσυρε συνέπειες για τον ίδιο και την οικογένειά του και ανέβαλε τη δωρεά. Από το αδιέξοδο τον έβγαλε ο Αργύριος Μοσχίδης, ο οποίος το 1905 εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια για να εργαστεί ως καθηγητής στο Αβερώφειο Γυμνάσιο. Η λύση που του υπέδειξε ήταν να εμφανιστεί ως δωρητής της Στήλης στο Μουσείο ο Βασίλειος Αποστολίδης, ένας Αλεξανδρινός λόγιος ιατρός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, έμπιστος και των δύο ανδρών.[2] Έτσι στο Μουσείο φέρεται ως "Δώρον του ιατρού Β. Αποστολίδου".

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Στήλη είναι ορθογώνια από κίτρινο πωρόλιθο με διαστάσεις 0,95 x 0,40 x 0,14 μέτρα και πάνω της είναι χαραγμένο το κεφάλι ενός πολεμιστή που κρατάει ορθωμένη λόγχη και φέρει ασπίδα. Τριγύρω της είναι χαραγμένες βουστροφηδόν δύο επιγραφές. Η μία βρίσκεται γύρω από το κεφάλι του πολεμιστή και η άλλη στην πλάγια στενή πλευρά της.

Είναι γραμμένη στο δυτικό ελληνικό αλφάβητο (χαλκιδικό). Ο Ι. Θωμόπουλος στο βιβλίο "Πελασγικά" χρονολογεί την πρώτη επιγραφή πριν το 510 π.Χ. οπότε συνέβη η Αθηναϊκή κατάκτηση της Λήμνου, ενώ τη δεύτερη την τοποθετεί χρονικά μετά το 510 π.Χ. Η γλώσσα του κειμένου σήμερα έχει επιβεβαιωθεί. Με την ανάγνωση της επιγραφής ασχολήθηκαν αρχικά οι Γάλλοι Cousin και Durrbach και αργότερα ο Σουηδός Nachmanson. Η ανάγνωση και των τριών και ιδιαίτερα του τελευταίου ελάχιστα διαφέρει από την ανάγνωση που είχε προβεί ο Θωμόπουλος, χωρίς να μεταβάλλεται σχεδόν καθόλου η έννοια των περιεχομένων λέξεων.

Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι κάτοικοι της Λήμνου ήταν οι «αγριόφωνοι Σίντιοι», κάτι που από ορισμένους ερμηνεύεται ότι ήταν "βαρβαρόφωνοι" (θ 293-294):

οὐ γὰρ ἔθ' Ἥφαιστος μεταδήμιος, ἀλλά που ἤδη
οἴχεται ἐς Λῆμνον μετὰ Σίντιας ἀγριοφώνους.

"Ο Ήφαιστος τώρα εδώ δε βρίσκεται πια θα 'χει πάει στη Λήμνο
το δίχως άλλο, τους αγριόφωνους για ν' ανταμώσει Σίντες."

Μετάφραση Καζαντζάκη/Κακριδή.


Η επιγραφή περιέχει 198 χαρακτήρες που σχηματίζουν 33 ως 40 λέξεις, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους με μία ως τρεις τελείες. Το κείμενο αποτελείται από τρία μέρη, δύο κάθετα και ένα οριζόντιο. Ορισμένοι ακαδημαϊκοί υποθέτουν ότι τα Λημνιακά και τα Ετρουσκικά συνδέονται γενετικά ή τουλάχιστον μορφολογικά. Στην πραγματικότητα, η γλώσσα της επιγραφής στη στήλη παρουσιάζει μορφολογική και νοηματική ομοιότητα με την Ετρουσκική. Μια φράση που είναι ερμηνεύσιμη είναι η αFιζ σιαλχFιζ (B.3), που θυμίζει το ετρουσκικό avils maχs śealχisc ("και ηλικίας εξήντα πέντε ετών").

[...] η στήλη του πολεμιστή που ανακαλύφθηκε το 1885 μοιάζει με εκείνη της Αβέλε Φελούσκε (Avele Feluske) της Βετουλόνια (Vetulonia) στην Ετρουρία [...]. Όχι μόνο δείχνει την κεφαλή σε προφίλ, αλλά επίσης φέρει δύο επιγραφές σε ένα αλφάβητο που μοιάζει με εκείνο των φρυγικών επιγραφών του έβδομου Π.Κ.Ε. αιώνα. Η γλώσσα φέρει μερικές αναλογίες με τις γλώσσες της Μ. Ασίας, αλλά οι φιλόλογοι συμφωνούν γενικώς ότι ως προς τη μορφολογία και το λεξιλόγιό της παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την Ετρουσκική. Από μόνη της η επιγραφή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επιτάφιος ενός ξένου που θάφτηκε στη Λήμνο. Αλλά πρόσφατα βρέθηκαν και άλλες σύντομες επιγραφές σε αγγεία, που δείχνουν ότι αυτή ήταν στην πραγματικότητα η ομιλούμενη γλώσσα στο νησί, πριν από την κατάκτησή του από τον αθηναίο Μιλτιάδη (περ. 500 Π.Κ.Ε.). Έχουμε, συνεπώς, ένα πολύ σημαντικό έγγραφο, που μας στρέφει και προς τη Μ. Ασία και προς την Ετρουρία, και προέρχεται από το το νησί όπου ο Θουκυδίδης τοποθέτησε τους Τυρρηνούς. Αν και η στήλη δεν παρέχει σαφή απόδειξη ότι η λημνιακή και η ετρουσκική γλώσσα ήταν ίδιες, ή ακόμα και διάλεκτοι της ίδιας γλώσσας, παρέχει μια πολύτιμη διασύνδεση για εκείνους που δέχονται την υπόθεση της ανατολικής προέλευσης και προτείνει την υπόθεση ότι κάποιοι Ετρούσκοι από τη Μικρά Ασία μπορεί εγκαταστάθηκαν σε αυτό το αιγαιακό νησί, αντί να συνεχίσουν την πορεία τους προς τη Δύση.

Το κείμενο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιγραφή Α (μπροστινή όψη)

A.1. hολαιεζ:ναφοθ:ζιαζι
A.2. μαραζ:μαF
A.3. σιαλχFειζ:αFιζ
A.4. εFισθο:ζεροναιθ
A.5. ζιFαι
A.6. ακερ:ταFαρζιο
A.7. αναλασιαλ:ζεροναι:μοριναιλ

Επιγραφή Β (στο πλάι)

B.1. hολαιεζι:φοκιασιαλε:ζεροναιθ:εFισθο:τοFερονα
B.2. ρομ:hαραλιο:ζιFαι:επτεζιο:αραι:τιζ:φοκε
B.3. ζιFαι:αFιζ:σιαλχFιζ:μαραζμ:αFιζ:αομαι

Οι προσπάθειες ερμηνείας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η "μετάφραση" Αποστολίδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο πρώτος που επιχείρησε να ερμηνεύσει τις δύο επιγραφές, όπως παραθέτει ο ίδιος ο Ιάκωβος Θωμόπουλος προς ενημέρωση, ήταν κάποιος αιγυπτιώτης γιατρός και ερασιτέχνης αρχαιολόγος, ο Βασίλειος Αποστολίδης, το 1887, ο οποίος διέκρινε σε αυτές λέξεις σημιτικής καταγωγής και θεωρούσε ότι η μία επιγραφή είναι σε φρυγική γλώσσα και η δεύτερη σε καρική. Κατά τον Αποστολίδη οι δύο επιγραφές στήθηκαν στη μνήμη:

Α΄ Μέρος

Ε Fισθο Ζερονάιθ ο κατακτητής της Ρόδου, Νάξου, Πάρου, Ανάφης, Αστυπάλαιας και Θήρας αποθανών τη 2α του μηνός Αλασιάλ. Ο αναφερόμενος Ζερονάιθ ήταν αρχιστράτηγος της πόλης της Μύρινας.

Β΄ Μέρος

Ούτος εστίν ο τάφος του ηγεμόνα των Αμοραίων και κατακτητού των νήσων Θήρας, Αστυπάλαιας, Πάρου και Ανάφης, αποθανόντος την (;) του Ελζίου δευτέρου μηνός του ενιαυτού. Ο αναφερόμενος Ζερονάιθ ΕFισθο ήταν μέγας Βασιλεύς της Λυδίας και της Αιολίδας

  • Η (παρ) "ερμηνεία" αυτή σήμερα θεωρείται χωρίς επιστημονική βάση, όπου και άνευ σχολίων καθίσταται ολοφάνερη η απόρριψή της.

Η μετάφραση Θωμόπουλου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ιάκωβος Θωμόπουλος, ιατρός και ερασιτέχνης ιστορικός και γλωσσολόγος, υποστήριξε το 1912 ότι ερμήνευσε τις επιγραφές. Χαρακτήρισε τη γλώσσα τους αρχαία ελληνοπελασγική, από την οποία προήλθε η νεότερη ελληνοπελασγική. Να σημειωθεί ότι από το 1912 ο Θωμόπουλος τοποθετούσε χρονικά την κατασκευή της στήλης γύρω στο 510 και όχι στον 7ο αιώνα όπως οι σύγχρονοί του, κάτι που μόλις το 1980 επιβεβαιώθηκε από τον Γάλλο Heurgon.

Ο Θωμόπουλος ισχυρίστηκε ότι οι επιγραφές γράφτηκαν σε δύο δόσεις. Η πρώτη, πριν από το 510, αναφέρεται στον ήρωα Ταβάρζιο Χαράλη, ο οποίος έσωσε την πατρίδα του Μύρινα από εχθρικές επιδρομές των Θρακών και των Μαλιέων. Η δεύτερη επιγραφή συμπληρώθηκε μετά το θάνατο του ίδιου ήρωα, ο οποίος συνέβη αργότερα σε κάποια επιδρομή των Φωκέων και με αυτήν θρηνεί ο επιγραμματοποιός, διότι ο ήρωας δεν ζούσε πια για να τους προστατεύσει από τους Θράκες που εισέβαλαν και πάλι και κατέλαβαν τη Λήμνο.

Η ερμηνεία του ανά στίχο είναι η εξής:

Επιγραφή Α

(1) Οδοιπόρε, συ που γνωρίζεις τις δυστυχίες σας,
(2) λύπη να έχεις.
(3) Όταν επήλθε εκείνος που γειτονεύει,
(4) την πατρίδα του έσωσε αυτός.
(5) Ή όταν η Μαλίς γη επήρχετο, αυτός έσωσε τους Μυριναίους.
(6) Αλλά ω Ταβάρζιε,
(7) ας ζεις.

Επιγραφή Β

(1) Οδοιπόρε, όταν οι Φωκείς επιτέθηκαν, αυτός έσωσε την πατρίδα του αλλά χάθηκε.
(2) Να ζεις Χαράλη, ας ζεις. Ακολούθησε δυστυχία, διώχθηκαν οι Φωκεις.
(3) Ας ζεις. Εμφανίσου. Επέπλευσε εκείνος, ο οποίος προς λύπη μου γειτονεύει. Αχ! εξέλιπε αυτός.

Σύγχρονες προσπάθειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σήμερα είναι κοινή εκτίμηση ότι η γλώσσα των επιγραφών, δηλαδή η πελασγική (ή λημνιακή, όπως αναφέρεται στη διεθνή βιβλιογραφία) είναι συγγενής της ετρουσκικής, κάτι στο οποίο συμφωνούσαν οι επιστήμονες ετρουσκολόγοι Bugge, Pauli, Deecke, Moratti και Lattes από τις αρχές του 20ού αιώνα. Διαφωνούσαν όμως ως προς το βαθμό συγγένειας.

Ο Ρauli κατέληξε, και ο Αργύριος Μοσχίδης συμφωνούσε μαζί του, ότι υπάρχει μικρή συγγένεια ανάμεσα στις δύο γλώσσες και μόνο δύο λέξεις της στήλης έχουν τις αντίστοιχές τους στην ετρουσκική. Είναι οι λέξεις: "ΣΙΑΛΧFΕΙΖ ΑFΙΖ" (στίχ. Α3), τις οποίες ο Pauli ερμηνεύει "πενήντα ετών" και τις παρομοιάζει με τις ετρουσκικές "sealxls avils". Σήμερα θεωρείται ότι σημαίνουν "σαράντα ετών".

Οι σύγχρονοι ερευνητές με τη βοήθεια ανάλογων τύπων της ετρουσκικής έχουν αποκρυπτογραφήσει αρκετά σημεία της επιγραφής, τα οποία παρατίθενται.

Επιγραφή Α (μπροστινή όψη)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι λέξεις ΗΟΛΑΙΕΖ ή ΗΟΛΑΙΕΖΙ που υπάρχουν στην αρχή και των δύο επιγραφών (στίχ. Α1, Β1) αναφέρουν το όνομα του νεκρού, το οποίο διαβάζεται "ΟΥΛΑΙΕ" ή "ΥΛΑΙΕ" (το Η είναι η δασεία και το Ο απεικονίζει το φθόγγο U της ετρουσκικής, η οποία δεν είχε φθόγγο Ο). Η καταλήξεις -Ζ ή –ΖΙ είναι πτωτικές (γενική ή δοτική).

Το ΝΑΦΟΘ που ακολουθεί εκφράζει τη συγγένεια και σημαίνει "εγγονός" (ετρουσκικό napti).

Συνεπώς, ο στίχος Α1 μπορεί δοκιμαστικά να διαβαστεί: "Στον Ουλαιε εγγονό του Ζια".

Η λέξη ΜΑΡΑΖ (στίχ. Α2) δηλώνει την κοινωνική θέση του ΗΟΛΑΙΕ και μάλλον είναι τίτλος δικαστικού (ετρουσκικό maru).

Οι λέξεις ΣΙΑΛΧFEIZ:AFIZ (στιχ. Α3) θυμίζουν έντονα τις ετρουσκικές sealχls avils: "σαράντα έτη", όπως αναφέρθηκε.

Η λέξη EFIΣΘO (στιχ. Α4) αποτελεί μυστήριο για τους ειδικούς. Ενδεχομένως, αποδίδει το όνομα του Ηφαίστου ή της πόλης Ηφαιστίας (προφέρεται: εβίστου).

Το ΖΕΡΟΝΑΙΘ (στίχ. Α4) και το ΖΕΡΟΝΑΙ (στίχ. Α7) μπορεί να σημαίνει "στον τύμβο" ή "στο ναό" (ΖΕΡ-: ιερός χώρος, ιερό αντικείμενο, –ΟΝΑ-: παραγωγική κατάληξη για τόπους, -Ι, -ΙΘ: ετρουσκικές τοπωνυμικές καταλήξεις).

Συνεπώς, ο στίχος Α4 προτείνεται να διαβαστεί: "Ηφαίστου ναός" ή "Ηφαιστίας ναός ή τύμβος".

Η λέξη ZIFAI (στίχ. Α5, Β3) θυμίζει την ετρουσκική ziva-: "νεκρός".

Το ΜΟΡΙΝΑΙΛ (στίχ. Α7) αναφέρεται στην πόλη της Λήμνου Μύρινα, η οποία ενδεχομένως προφερόταν Μούρινα από τους Πελασγούς (αρχαϊκή προφορά του Υ ως ΟΥ, υπενθυμίζεται ότι το Ο απεικονίζει το φθόγγο U στην ετρουσκική, -ΑΙΛ: συχνή ετρουσκική κατάληξη ονομάτων).

Συνεπώς, τα ΖΕΡΟΝΑΙ:ΜΟΡΙΝΑΙΛ του στίχου Α7 αναφέρονται σε ναό ή τύμβο της Μύρινας.

Σε γενικές γραμμές προκύπτει πως η Επιγραφή Α, στην μπροστινή όψη της στήλης, αναφέρεται:

Στον ΗΟΛΑΙΕ (Ουλαιε ή Υλαιε) εγγονό του Ζια (Δία;) που έφερε τον τίτλο του ΜΑΡΑΖ και πέθανε σαράντα ετών.

Επίσης, υπάρχει αναφορά σε ναούς ή τύμβους της Μύρινας και ενδεχομένως της Ηφαιστίας ή του Ηφαίστου.

Ο άγνωστος στίχος Α6 και η αδιάγνωστη λέξη FAΝAΛΑΣΙΑΛ (στίχ. 7) δυσκολεύουν την περαιτέρω ερμηνεία.

Επιγραφή Β (στο πλάι)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο στίχο Β1 υπάρχουν ξανά οι προαναφερθείσες λέξεις ΗΟΛΑΙΕΖΙ, ΖΕΡΟΝΑΙΘ και ΕFΙΣΘΟ. Το ΦΟΚΙΑΣΙΑΛΕ περιέχει τον ετρουσκικό ονοματολογικό τύπο -asial(e) και μπορεί να σημαίνει "από τη Φώκαια" (την πόλη της μικρασιατικής ακτής). Η άγνωστη λέξη ΤΟFΕΡΟΝΑ μάλλον περιέχει την παραγωγική κατάληξη -ona.

Συνεπώς, ο στίχος Β1 μπορεί να διαβαστεί ως: "Του Ουλαιε από τη Φώκαια τύμβος (ή ναός) Ηφαιστίας…."

Στο στίχο Β2 εκτός από το ΖΙFΑΙ: "νεκρός" και, ενδεχομένως, το ΦΟΚΕ "Φώκαια", δεν ανα-γνωρίζεται άλλη λέξη.

Ο στίχος Β3 ξεκινά με τη φράση ΖΙFAI:AFΙΖ:ΣIAΛΧFIZ, που θυμίζει τυπική ετρουσκική διατύπωση επιτύμβιων μνημείων. Εδώ σημαίνει "νεκρός ετών σαράντα". Συνεχίζει με δυο προαναφερθείσες λέξεις MAΡΑΖΜ:ΑFΙΖ και κλείνει με το άγνωστο ΑΟΜΑΙ.

Δηλαδή ο στίχος Β3, διαβάζεται "είχε τον τίτλο ΜΑΡΑΖ επί έτη…" (το εγκλιτικό Μ στο ΜΑΡΑΖΜ σημαίνει "και" στην ετρουσκική).

Από την Επιγραφή Β, που γράφτηκε στην πλαϊνή πλευρά της Στήλης, άγνωστο για ποιον λόγο, μαθαίνουμε ότι:

Ο ΗΟΛΑΙΕ (Ουλαιε ή Υλαιε) ήταν από την πόλη Φώκαια της μικρασιατικής ακτής, είχε τύμβο στην Ηφαιστία, ήταν σαράντα ετών και κατείχε το αξίωμα ΜΑΡΑΖ (δικαστικός;) για έτη ΑΟΜΑΙ (;).

Ενδεχομένως, ο επιφανής αυτός Λήμνιος αξιωματούχος της Ηφαιστίας, τιμήθηκε αργότερα με τύμβο στη Μύρινα και φτιάχτηκε προς τιμή του μια πιο καλή επιτύμβια στήλη. Οπωσδήποτε το θέμα αυτό παραμένει ανοικτό, από τη στιγμή που δεν έχουν βρεθεί άλλες επιγραφές της πελασγικής γλώσσας, ώστε να γίνουν συγκριτικές μελέτες.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αργυρίου Μοσχίδη, "Η Λήμνος", σελ. 5.
  2. εφ. "Ταχυδρόμος" Αλεξανδρείας, φ. 31/5/1961 σελ. 1.