Σοσιαλδημοκρατία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η σοσιαλδημοκρατία τοποθετείται στα κεντροαριστερά του πολιτικού φάσματος.

Ως πολιτική, κοινωνική και οικονομική φιλοσοφία υποστηρίζει οικονομικές και κοινωνικές παρεμβάσεις για την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης στο πλαίσιο μιας φιλελεύθερης δημοκρατίας και μιας καπιταλιστικής μικτής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο, η σοσιαλδημοκρατία σκοπεύει να δημιουργήσει τις συνθήκες που θα οδηγήσουν σε περισσότερη δημοκρατία, ισότητα και αλληλεγγύη. Ιστορικά, η σοσιαλδημοκρατία ήταν ένα σοσιαλιστικό κίνημα που υποστήριζε τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, με τη στενή έννοια του όρου, μέσα από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες επρόκειτο να επιτευχθούν με την ταξική πάλη. Στηρίχθηκε στα σοσιαλιστικά δόγματα του 19ου αιώνα, δηλαδή αυτά των Μαρξ και Ένγκελς, και είχε κοινές ιδεολογικές ρίζες με τον κομμουνισμό, αλλά χωρίς την πολεμικότητα και τον ολοκληρωτισμό του τελευταίου. Στις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο, μια σειρά σοσιαλιστικών κομμάτων στη Δυτική Ευρώπη απέρριψε την επανάσταση και άλλες παραδοσιακές ιδέες του μαρξισμού, όπως η ταξική πάλη, και έλαβε πιο μετριοπαθείς θέσεις. Αυτές οι μετριοπαθείς θέσεις περιλαμβάνουν την πεποίθηση ότι ο ρεφορμισμός είναι ένας επιθυμητός δρόμος προς την επίτευξη του σοσιαλισμού. Γι' αυτό, η σοσιαλδημοκρατία συνδέθηκε με τον αναθεωρητισμό, αφού άλλαξε το βασικό δόγμα του μαρξισμού, δηλαδή τη χρήση της επανάστασης για την εγκαθίδρυση σοσιαλιστικής κοινωνίας[1]. Αντιθέτως, πραγματικές βελτιώσεις στις συνθήκες διαβίωσης όλων των κοινωνικών τάξεων θα μπορούσαν να επιτευχθούν με σταδιακό και ειρηνικό τρόπο[2]. Μετά τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, εξάλλου, παγιώθηκαν οι αρχές της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή η μικτή οικονομία με την υπεροχή της ιδιωτικής ιδιοκτησίας και τον περιορισμό του κράτους μόνο στην ιδιοκτησία των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας και των δημοσίων υπηρεσιών, η υιοθέτηση της κευνσιανής οικονομικής θεωρίας, ο κρατικός παρεμβατισμός και, κυρίως, το κράτος πρόνοιας. Οι σοσιαλδημοκράτες πίστευαν πλέον ότι οι ιδέες τους μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με τη μεταρρύθμιση και όχι την καταστροφή του καπιταλισμού[3].

Οι διαφορές με τον μαρξισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ειδοποιός διαφορά της σοσιαλδημοκρατίας σε σχέση με τον επαναστατικό ή ριζοσπαστικό μαρξισμό είναι ότι στη θέση της «πάλης των τάξεων» τοποθετείται μια τρόπον τινά «διαπραγμάτευση των τάξεων». Η σημασία της ταξικής οργάνωσης και των εργατικών σωματείων είναι κεντρική στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα αλλά χαρακτηρίζεται από τον ταξικό συμβιβασμό και όχι την ταξική σύγκρουση. Συγκεκριμένα θεωρείται ότι, στο «μέτωπο» μεταξύ εργασίας-κεφαλαίου, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις υπό συνθήκες εργασιακής ειρήνης και συνεργασίας είναι προς το συμφέρον των εργαζομένων και όχι η εχθρότητα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Οι ταξικές ανισότητες υφίστανται, αλλά δεν μπορούν να ξεπεραστούν με άλλο τρόπο παρά μόνο με τη σταδιακή εξέλιξη και μεταρρύθμιση του καπιταλισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, η επαναστατική κατάλυση του κράτους δικαίου, υπό τη συγκεκριμένη ιστορική μορφή του, δεν θεωρείται ότι είναι επιθυμητή ούτε σκόπιμη. Τουναντίον, η αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και το κράτος δικαίου είναι η μόνη αποδεκτή συνταγματική μορφή πολιτεύματος. Η κατάργηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως τέτοιου δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά σκοπός είναι η κατάργηση των οικονομικών ανισοτήτων. Για παράδειγμα, η αντικατάσταση της καπιταλιστικής παραγωγής με κεντρικά σχεδιασμένη δεν έχει κανένα νόημα αν εξακολουθούν να υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ των ελίτ και της μάζας των βιομηχανικών εργατών ή αν το γενικό επίπεδο ευημερίας είναι χαμηλό.

Οι αντιλήψεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για τον σοσιαλισμό είναι αυτή ενός συνόλου πολιτικών και ηθικών αξιών, όπως η αλληλεγγύη, η ισότητα και η άνευ όρων υποστήριξη για τη φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία, και όχι αυτή μιας προκαθορισμένης a priori συγκεκριμένης μορφής κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Ο στόχος της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας είναι η μεταρρύθμιση του καπιταλισμού ώστε να ευθυγραμμιστεί με τα ηθικά ιδεώδη της σοσιαλδημοκρατίας παρά η δημιουργία ενός εναλλακτικού και αμιγώς σοσιαλιστικού οικονομικού συστήματος.

Με άλλα λόγια, η σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει την ανάπτυξη του μικτού οικονομικού συστήματος και είναι πλήρως συμβατή με την καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, εφόσον τούτη είναι οικονομικά αποδοτική, εφόσον αυξάνει το γενικό επίπεδο της ευημερίας και εφόσον η παραγόμενη υπεραξία κατανέμεται με εύλογο τρόπο στους παραγωγικούς συντελεστές, δηλαδή την επιχειρηματικότητα, την εργασία και το κεφάλαιο.

Η σοσιαλδημοκρατία, επομένως, υποστηρίζει την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας, δημιουργεί όμως και θεσμούς ελέγχου της αγοράς. Στόχος της είναι η εξομάλυνση των ανισοτήτων που δημιουργούνται από τους κανόνες της ελεύθερης αγοράς. Στην υλοποίηση αυτού του στόχου συμβάλει το κράτος που ασκεί ρυθμιστικό και ελεγκτικό ρόλο. Ταυτόχρονα όμως, η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία απορρίπτει τον κρατισμό και σε μεγάλο βαθμό απορρίπτει το κράτος-παραγωγό και βιομήχανο.[4] Τούτο διότι υπάρχει ένα σημείο πέρα από το οποίο η διόγκωση του κράτους συμπιέζει την ελεύθερη οικονομία σε βαθμό που αποβαίνει εναντίον των συμφερόντων των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, και υπέρ μόνο μιας προνομιούχας τάξης γραφειοκρατών και κρατικών υπαλλήλων.

Στους κεντρικούς στόχους της σοσιαλδημοκρατίας περιλαμβάνονται η πλήρης απασχόληση, η κοινωνική ενσωμάτωση και το κράτος πρόνοιας.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ρίζες της σοσιαλδημοκρατίας εντοπίζονται στη δεκαετία του 1860, με την εμφάνιση του πρώτου σημαντικού κόμματος της εργατικής τάξης στην Ευρώπη,του Γενικού Συνδέσμου Γερμανών Εργατών (Allgemeiner Deutscher Arbeiter-Verein, ADAV) που ίδρυσε ο Φέρντιναντ Λασσάλ (Ferdinand Lassalle) το 1863.[5] Αν και ο Λασσάλ δεν ήταν μαρξιστής, επηρεάστηκε από τις αντιλήψεις των Μαρξ και Ένγκελς και αναγνώριζε την ύπαρξη και σημασία της πάλης των τάξεων προσδίδοντάς της, όμως, μια πιο μετριοπαθή μορφή από αυτήν που εκφράζεται στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Οι απόψεις τους για τον ρόλο του κράτους ήταν, επίσης, διαφορετικές. Ενώ ο Μαρξ θεωρούσε το κράτος απλώς ως μέσο ταξικής κυριαρχίας, ο Λασσάλ αντιμετώπιζε το κράτος ως μέσο διά του οποίου θα μπορούσαν οι εργαζόμενοι να ενισχύσουν τα συμφέροντά τους και, ακόμη, να μεταμορφώσουν την κοινωνία δημιουργώντας μια οικονομία βασισμένη σε συνεργατικές ενώσεις. Διακηρυγμένος σκοπός της οργάνωσης ήταν η κατάκτηση της άμεσης, ίσης και καθολικής ψήφου (για τους άρρενες).

Το 1865, ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (Wilhelm Liebknecht), που αντιπροσώπευε τη μαρξιστική τάση μέσα στην οργάνωση και ήταν ένας από τους συντάκτες της εφημερίδας της με τον τίτλο Der Sozialdemokrat, αποχώρησε και το 1869 ίδρυσε μαζί με τον ομοϊδεάτη του August Bebel το Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (Sozialdemokratishe Arbeiterpartei Deutschlands, SDAP). Το κόμμα υιοθέτησε απόψεις παρόμοιες με αυτές που εξέφρασε ο Μαρξ στην Πρώτη Διεθνή (1864). Το 1875, οι δύο οργανώσεις, ADAV και SDAP, συγχωνεύτηκαν και ίδρυσαν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Sozialistische Arbeiterpartei Deutschlands, SAPD) που από το 1890 υιοθέτησε το όνομα SPD, το οποίο έχει μέχρι σήμερα. Το πρόγραμμα του κόμματος καθιερώθηκε στο ιδρυτικό του συνέδριο στην πόλη Gotha και ήταν σαφώς σοσιαλιστικό.

Σημαντική ήταν η συνεισφορά του Έντουαρντ Μπέρνσταιν (Eduard Bernstein, 1850-1932) στην εξέλιξη της σοσιαλδημοκρατικής θεωρίας. Ο Μπέρνσταιν ήταν από τους πρώτους σοσιαλιστές που επιχείρησαν να αναθεωρήσουν τα δόγματα του Μαρξ, ενώ οραματίστηκε μια μορφή σοσιαλδημοκρατίας που συνδύαζε την ιδιωτική πρωτοβουλία με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Τις αναθεωρητικές απόψεις του εξέφρασε σε σειρά άρθρων στο θεωρητικό όργανο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, Der Neue zeit, όπου επιχείρησε να καθαρίσει τον Μαρξισμό από ό,τι ο ίδιος θεωρούσε ως δογματικά λάθη.[6] Τις ίδιες απόψεις ανέπτυξε και σε επιστολή του στη διάσκεψη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη Στουτγκάρδη το 1898. Τον επόμενο χρόνο δημοσίευσε το Die Voraussetzungen des Sozialismus und die Aufgaben der Sozialdemokratie (Οι προϋποθέσεις του σοσιαλισμού και οι σκοποί της σοσιαλδημοκρατίας).[7]

Κατά τη διακήρυξη της Φρανκφούρτης της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, στις 3 Ιουλίου του 1951, πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από όλο τον κόσμο δεσμεύτηκαν για την αντικατάσταση του καπιταλισμού με το σοσιαλισμό και δεσμεύτηκαν να αντιταχθούν προς το μπολσεβίκικο κομμουνισμό και το σταλινισμό.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Encycopedia Brittanica
  2. Judt, Tony (2012).Η Ευρώπη μετά τον Πόλεμο. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Αγγλική έκδοση Penguin Press, Penguin USA, 2005. ISBN 978-960-221-574-6., σ.363
  3. Miller, David (1998). "Social Democracy". Σε Craig, Edward (ed.). Routledge Encyclopedia of Philosophy. 8. Routledge. ISBN 978-0-415-18713-8., σ. 827
  4. Χ. Δερβένης, Γ. Σιακαντάρης, "Ζητούμενο η εκ νέου συγκρότηση της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας", Τα Νέα, 6/6/12.
  5. Berlau, A Joseph (1949), The German Social Democratic Party, 1914–1921, New York: Columbia University Press.σ. 22
  6. Marxists.org
  7. Encyclopedia Britannica

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]