Σιωπή (μυθιστόρημα)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σιωπή
ΣυγγραφέαςShūsaku Endō
Τίτλος沈黙
ΓλώσσαΙαπωνικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1966
Μορφήμυθιστόρημα
Βραβείαβραβείο Τανιζάκι[1]

Η Σιωπή (沈黙 Chinmoku?) είναι μυθιστόρημα του Ιάπωνα συγγραφέα Σιουσάκου Έντο και γράφτηκε το 1966. Για το μυθιστόρημά του αυτό ο Σιουσάκο Έντο κέρδισε το 1966 το Βραβείο Λογοτεχνίας Τανιζάκι (Tanizaki). Θεωρείται το «υπέρτατο επίτευγμα του Έντο» [2].

Η Σιωπή μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο πρώτη φορά το 1971 σε σκηνοθεσία του Masahiro Shinoda και εκ νέου το 2016, αυτή τη φορά από τον Μάρτιν Σκορτσέζε, με τον τίτλο Silence[3].

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κεντρικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι ο Sebastião Rodrigues, ένας Πορτογάλος Ιησουίτης ιεραπόστολος, ο οποίος, μαζί τον επίσης ιεραπόστολο Francisco Garrpe, φτάνει το 1640 στην Ιαπωνία για να βοηθήσει τους Ιάπωνες Χριστιανούς που υφίσταντο διώξεις και να συγκεντρώσει περισσότερες πληροφορίες για έναν άλλο ιεραπόστολο, τον Cristóvão Ferreira, που έχει αποστατήσει.

Την περίοδο αυτή οι Ιάπωνες αξιωματούχοι όταν μάθαιναν ότι κάποιοι ήταν Χριστιανοί τους συνελάμβαναν και τους έβαζαν να ποδοπατήσουν το fumie, δηλαδή μια εικόνα του Χριστού που ήταν αποτυπωμένη σε ένα κομμάτι ξύλο. Αν το έκαναν τους άφηναν ελεύθερους διαφορετικά τους υπέβαλαν σε βασανιστήρια, μέχρι να δηλώσουν ότι αποστατούν από τον Χριστιανισμό. Πιο χαρακτηριστικό βασανιστήριο ήταν το anazuri -τους κρεμούσαν ανάποδα σε έναν λάκκο και τους άφηναν έτσι για μέρες, γεγονός που προκαλούσε αφόρητους πόνους στους Χριστιανούς ενώ παράλληλα τούς χαράκωναν ελαφρώς στο μέτωπο ή πίσω από τα αυτιά από όπου αιμορραγούσαν όσο ήταν κρεμασμένοι προκειμένου να καθυστερήσουν έτσι τον θάνατο και να επιτείνουν τους πόνους.

Οι δύο ιεραπόστολοι φτάνοντας στην Ιαπωνία έρχονται σε επαφή με τον χριστιανικό πληθυσμό και, ζώντας κρυμμένοι σε ένα βουνό, ασκούν κρυφά τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Καθώς όμως περνά ο καιρός και ο Rodrigues βλέπει τα βασανιστήρια που υφίστανται οι Χριστιανοί, που συχνά φτάνουν μέχρι και τον θάνατο, και παράλληλα τη «σιωπή» του Θεού μπροστά σε αυτή τη φρίκη αρχίζει να αμφιβάλλει για την ύπαρξή Του. Η «σιωπή» του Θεού γίνεται πιο έντονη όταν, αφού συλληφθεί και ο ίδιος και οδηγηθεί στις φυλακές, ένα βράδυ ακούει τα βογγητά των ντόπιων Χριστιανών που τους έχουν κρεμάσει στο anazuri. Τελικά, και μετά από μια συζήτηση με τον Φερρέιρα, στη διάρκεια της οποίας του φανερώνει πως και ο ίδιος πριν αποστατήσει είχε τις ίδιες αμφιβολίες που πήγαζαν από τη «σιωπή» του Θεού, ο Sebastião Rodrigues δέχεται να ποδοπατήσει το fumie. Τη στιγμή αυτή, και ενώ ο Rodrigues βρίσκεται σε πολύ έντονη ψυχολογική πίεση, ακούει τον Θεό να τον καλεί:

«Ποδοπάτησέ το! Εγώ περισσότερο από τον καθένα γνωρίζω τον πόνο που νιώθεις στο πόδι σου. Ποδοπάτησέ το! Για να ποδοπατηθώ από τους ανθρώπους ήρθα στον κόσμο αυτό. Για να μοιραστώ τον πόνο των ανθρώπων, σήκωσα το σταυρό μου».

Ο χαρακτήρας του Sebastião Rodrigues είναι βασισμένος σε αληθινό πρόσωπο, τον ιεραπόστολο Giuseppe Chiara. Αληθινό πρόσωπο είναι ο Cristóvão Ferreira που, αφού αποστάτησε μετά από βασανιστήρια, παντρεύτηκε μια Γιαπωνέζα και έγραψε μια πραγματεία ενάντια στον Χριστιανισμό.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]