Πρώτος Πόλεμος του Σλέσβιχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πρώτος Πόλεμος του Σλέσβιχ
Δανοί στρατιώτες επιστρέφουν στην Κοπεγχάγη, το 1849.
ΧρονολογίαΜάρτιος 1848 έως 1851
ΤόποςΔουκάτο του Σλέσβιχ, Δουκάτο του Χόλσταϊν
Εδαφικές
μεταβολές
Συνθήκη του Λονδίνου του 1852
Αντιμαχόμενοι
Δανία
Απώλειες
+1.284 νεκροί, 4.675 τραυματίες
+2.128 νεκροί, +5.797 τραυματίες

Ο Πρώτος Πόλεμος του Σλέσβιχ ή Πρώτος Πρωσικός-Δανικός Πόλεμος ήταν πολεμική σύγκρουση η οποία έφερε αντιμέτωπες τη Γερμανική Συνομοσπονδία και τη Δανία, ενώ διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1848 έως το 1851. Η εκεχειρία του Μάλμε, η οποία υπεγράφη στις 26 Αυγούστου 1848, αποτέλεσε μία πρώτη ανακωχή στη συγκεκριμένη σύγκρουση. Ωστόσο, η εκεχειρία διεκόπη από τη Δανία στις 10 Ιουλίου 1849. Η συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο πλευρών υπεγράφη στο Βερολίνο, στις 2 Ιουλίου 1850. Έναν μήνα αργότερα, υπεγράφη το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο αποκαθιστούσε τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δουκάτων και της Δανίας. Ένα δεύτερο πρωτόκολλο υπεγράφη στο Λονδίνο, το 1852, μέσω του οποίου παραχωρείτο η διαδοχή των δουκάτων στο Βασίλειο της Δανίας, ενώ, ταυτόχρονα, εγγυόταν την αυτονομία των τελευταίων.

Πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης, εντός του οποίου εμφανίζονται οι εδαφικές μεταβολές.

Τα δουκάτα του Χόλσταϊν, του Σαξ-Λάουενμπουργκ και του Σλέσβιχ ήσαν και τα τρία κυρίως αγροτικής φύσεως δουκάτα, τα οποία ευρίσκονταν υπό την εξουσία του βασιλέα της Δανίας. Η Συνθήκη του Ρίμπε, η οποία χρονολογείτο από τον 15ο αιώνα, δεν επέτρεπε τη μεταξύ τους ένωση, με αποτέλεσμα, με την πάροδο του χρόνου, το γεγονός αυτό να οδηγήσει σε ορισμένες ανομοιογένειες μεταξύ των διαφορετικών δουκάτων. Ως συνέπεια, τα δύο πρώτα αποτελούσαν μέρος της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, ενώ, αντιθέτως, το Σλέσβιχ αποτελούσε μέρος της Δανίας. Οι κανόνες διαδοχής ήσαν, γενικώς, οι ίδιοι εντός των τριών δουκάτων και της Δανίας, ωστόσο, εντός των δουκάτων, εφαρμοζόταν ο σαλικός νόμος, αποτρέποντας, ως εκ τούτου, γυναίκες από τη διαδοχή. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1840, ο διάδοχος πρίγκιπας της Δανίας, ο μετέπειτα Φρειδερίκος Ζ΄, δεν είχε ακόμη αποκτήσει απογόνους, με αποτέλεσμα η περίπτωση μιας ενδεχόμενης απόσπασης των δουκάτων από τα εδάφη του Στέμματος της Δανίας να φαίνεται ως πιθανή. Προς αποφυγή του συγκεκριμένου ενδεχομένου, ο Βασιλέας της Δανίας, Χριστιανός Η΄, συνέταξε, το 1846, την «ανοιχτή επιστολή» (Offenen Brief), μέσω της οποίας παραβλεπόταν το ζήτημα του σαλικού νόμου, προκειμένου να γίνει εκ νέου αναφορά στα δικαιώματα της Δανίας επί των δουκάτων. Το γεγονός αυτό είχε ως άμεση συνέπεια την απομάκρυνση του γερμανικού οίκου του Σλέσβιχ-Χόλσταϊν-Σόντερμπουργκ-Αουγκούστενμπουργκ, διάδοχο οίκο των δουκάτων και δημιούργησε ένα κίνημα πατριωτισμού εντός των τάξεων των Γερμανών εθνικιστών[1].

Πράγματι, από τη ναπολεόντεια περίοδο ο εθνικισμός και ο φιλελευθερισμός ευρίσκονταν σε άνοδο στην Ευρώπη. Τα δουκάτα δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Οι έννοιες της πατρίδας και του λαού αντικατέστησαν τα δυναστικά ζητήματα. Τα προνόμια, καθώς και ένας μονάρχης ελέω θεού ήσαν, από την πλευρά τους, δυσκόλως αποδεκτά από τους φιλελεύθερους. Στο Σλέσβιχ, τα γερμανικά αποτελούσαν, τότε, τη γλώσσα του δικαίου και της ελίτ. Οι Δανοί δεν αποδέχονταν, πλέον, τη συγκεκριμένη κατάσταση, η οποία, ως αποτέλεσμα, ήταν τεταμένη[2].

Διεξαγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 20 Ιανουαρίου 1848, λίγο καιρό μετά την άνοδό του στον θρόνο, ο Φρειδερίκος Ζ΄ εξέδωσε νέο σύνταγμα για τη Δανία, το οποίο προέβλεπε την προσάρτηση των τριών δουκάτων. Το γεγονός αυτό δεν άφησε αδιάφορο τον Υπουργό Εξωτερικών Υποθέσεων της Πρωσίας, Άρμιν-Ζούκοβ, ο οποίος άσκησε πίεση στον βασιλέα του, προκειμένου να παρέμβει. Στις 21 Μαρτίου 1848, η νέα δανική κυβέρνηση προχώρησε στην προσάρτηση του Σλέσβιχ. Επηρεασμένοι εθνικά κινήματα του 1848, οι Γερμανοί κάτοικοι των δουκάτων εξεγέρθηκαν και σχημάτισαν προσωρινή κυβέρνηση. Ο Βασιλέας της Δανίας, επισήμως, δεν εκθρονίστηκε, ωστόσο η κυβέρνηση του αφαίρεσε τις αρμοδιότητές του. Το Bundestag αναγνώρισε τη νέα κυβέρνηση, με αποτέλεσμα οι εκλογές του Κοινοβουλίου της Φρανκφούρτης να λάβουν, επίσης, χώρα εντός του Δουκάτου του Σλέσβιχ. Κληθείσες από την κυβέρνηση, οι πρωσικές στρατιωτικές δυνάμεις, συμμαχώντας με ορισμένα άλλα γερμανικά κρατίδια, και ευρισκόμενες υπό εντολή της Γερμανικής Συνομοσπονδίας, κατέλαβαν, στις 23 Απριλίου, το Σλέσβιχ[1][3].

Στα τέλη Μαΐου, οι πρωσικές δυνάμεις υποχώρησαν νοτιότερα κατόπιν διαπραγματεύσεων με τους Βρετανούς. Το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης διαμαρτυρήθηκε απέναντι στη συγκεκριμένη απόφαση, η οποία δεν είχε τύχει προηγούμενης έγκρισής του. Η Ρωσία, για λόγους ναυτικής στρατηγικής, τάχθηκε, επίσης, με το μέρος των Δανών. Επρόκειτο για την ίδια, όπως και για τη Μεγάλη Βρετανία, να προστατευτεί το βόρειο τμήμα του Βοσπόρου απέναντι στη γερμανική κυριαρχία. Οι Βρετανοί, ωστόσο, επιθυμούσαν τη μη εμπλοκή των Ρώσων και την εύρεση ειρηνικής επίλυσης του συγκεκριμένου ζητήματος[3].

Μια μονομερής ανακωχή της Πρωσίας, η εκεχειρία του Μάλμε, υπεγράφη στις 26 Αυγούστου, υπό ρωσική και βρετανική πίεση. Αρχικώς απορριφθείσα από το Κοινοβούλιο της Φρανκφούρτης, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την ενοποίηση της Γερμανίας, ωστόσο το τελευταίο ευρέθηκε αντιμέτωπο με την απουσία επαρκούς χρηματοδότησης προκειμένου να συνεχιστεί ο πόλεμος, με αποτέλεσμα να επικυρώσει τη συγκεκριμένη συνθήκη στις 16 Σεπτεμβρίου[1].

Ωστόσο, η εκεχειρία διεκόπη από τη Δανία, στις 10 Ιουλίου 1849. Συνθήκη ειρήνης υπεγράφη στο Βερολίνο, στις 2 Ιουλίου 1850. Έναν μήνα αργότερα, υπεγράφη το πρωτόκολλο του Λονδίνου, το οποίο αποκαθιστούσε τις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δουκάτων και της Δανίας[4]. Ένα δεύτερο πρωτόκολλο υπεγράφη στο Λονδίνο, το 1852, το οποίο παραχωρούσε τη διαδοχή των δουκάτων στο Βασίλειο της Δανίας, ενώ, ταυτόχρονα, εγγυόταν την αυτονομία των τελευταίων. Ωστόσο, ο γερμανικός εθνικισμός ασκούσε πιέσεις με απώτερο σκοπό την είσοδο των δουκάτων εντός της Συνομοσπονδίας[2].

Αίτια της εκεχειρίας του Μάλμε[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι συχνά αποδεκτό πως η εκεχειρία του Μάλμε αποτέλεσε συνέπεια της παρέμβασης εξωτερικών παραγόντων, δηλαδή των διπλωματικών πιέσεων οι οποίες προέρχονταν από τη Μεγάλη Βρετανία και τη Ρωσία[5]. Ναυτικοί ελιγμοί έλαβαν χώρα από βρετανικής πλευράς στη Βόρεια Θάλασσα, ενώ οι Ρώσοι έπραξαν αναλόγως σε χερσαία εδάφη τα οποία συνόρευαν με τα εδάφη της Πρωσίας[2]. Ο Φρειδερίκος-Γουλιέλμος Δ΄, τότε, υποχρεώθηκε να υποχωρήσει, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο πολέμου. Ο Α. Τ. Π. Τέιλορ έθεσε υπό αμφισβήτηση τη συγκεκριμένη περιγραφή του τρόπου με τον οποίον έλαβαν χώρα τα γεγονότα. Συγκεκριμένα, ανέφερε πως ο Λόρδος Πάλμερστον απηύθυνε, μεν, έκκληση για ειρήνη, ωστόσο ήταν ιδιαίτερα γενικός στα λόγια του. Επαναλαμβανόμενα απηύθυνε επιστολές προς την πρωσική διπλωματία αναφέροντας εντός των οποίων πως η Ρωσία θα κατέληγε να αποτελέσει απειλή προς αυτήν, ωστόσο ουδεμία αντίδραση υπήρξε. Η Γαλλία, από την πλευρά της, επίσης δεν προχώρησε σε κάποια απειλή προς την Πρωσία. Επιπλέον, ο Φρειδερίκος-Γουλιέλμος δεν επιθυμούσε να βρεθεί αντιμέτωπος με την αποκήρυξη του Τσάρου. Ο Τέιλορ ανέφερε τον φόβο του πολέμου ως έναν παιδικό φόβο, ο οποίος ήταν πλήρως αδικαιολόγητος[6].

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Καθώς το ζήτημα της διαδοχής δεν είχε πλήρως επιλυθεί, μετά τον θάνατο του Χριστιανού Ζ΄ στις 15 Νοεμβρίου 1863, ο Κρίστιαν φον Γκλύκσμπουργκ, ο οποίος έλαβε την ονομασία Χριστιανός Θ΄, εξέδωσε ένα νέο σύνταγμα, με στόχο τη διατήρηση εντός των κτήσεών του τα δύο δουκάτα, ερχόμενος σε πλήρη αντίθεση με τη Συνθήκη του Λονδίνου του 1852. Η Γερμανική Συνομοσπονδία αντιτάχθηκε σθεναρά και αποφάσισε, στις 7 Δεκεμβρίου, να εισβάλει στο Χόλσταϊν. Η συγκεκριμένη ενέργεια είχε ως άμεση συνέπεια το ξέσπασμα του Πολέμου των Δουκάτων, ή Δεύτερου Πολέμου του Σλέσβιχ.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Clark 2008, σελ. 562
  2. 2,0 2,1 2,2 (Γερμανικά) Zank, Wolfgang (30 Ιανουαρίου 2014). «In Gottes Namen Drauf!». die Zeit (6): σελ. 17. 
  3. 3,0 3,1 Nipperdey 1994, σελ. 624
  4. Langewiesche 1983, σελ. 212
  5. Gall 1998, σελ. 16
  6. Langewiesche 1983, σελ. 200-204

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]