Πρόσφυμα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πρόσφυμα (ή παράθημα) στη γλωσσολογία είναι μόρφημα (συλλαβή ή φθόγγος) που προστίθεται στη θεματική ρίζα για την κλίση ή την παραγωγή λέξης. Ανάλογα με τη θέση του σε σχέση με τη ρίζα της λέξης, αποκαλείται ειδικότερα:[1][2]

  • πρόθημα (ξε-πλένω)
  • επίθημα (μαν-ούλα)
  • ένθημα (αναλα-μ-βάνω)

Η λέξη δημιουργήθηκε από το αρχαιοελληνικό προσφύω/προσφύομαι «φυτρώνω πάνω σε κάτι, προσκολλώμαι», και ως γλωσσολογικός όρος αποτελεί μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό affixe.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ.  Η παράμετρος |access-date= χρειάζεται |url= (βοήθεια)
  2. «παράθημα». ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουλίου 2017. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]