Πρωτοπρεσβύτερος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος

Πρωτοπρεσβύτερος στην Ορθόδοξη Εκκλησία είναι οφφίκιο που αποδίδεται σε έγγαμο μόνο κληρικό που φέρει τον δεύτερο βαθμό της ιεροσύνης. Είναι ο ανώτερος βαθμός στον οποίο μπορεί να φτάσει έγγαμος κληρικός. Διακρίνεται από τον πρεσβύτερο, καθώς φοράει επιγονάτιο και σταυρό. Ευρίσκεται μετά τον Πρεσβύτερο και πριν από τον Πρωθιερέα. Ξεχωρίζει για την έντονη ποιμαντική του δραστηριότητα στις ενορίες με έμφαση στο κοινωνικό έργο, την ιερά εξομολόγηση, τις ομιλίες, τη στήριξη των ασθενέστερων κοινωνικών ομάδων, την εμψύχωση της νεολαίας και τη λειτουργική ζωή.

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άλλες ονομασίες που έχει το οφφίκιο του πρωτοπρεσβύτερου είναι: του Πρωτοπαπά, του Αρχιπρεσβυτέρου, του Πρώτου τη τάξει των πρεσβυτέρων, του Πρωθιερέως, του Ηγουμένου των πρεσβυτέρων.

Ποιος το χορηγεί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χορηγεί με χειροθεσία και ευχή ο Πατριάρχης ή ο Επίσκοπος στους εγγάμους πρεσβυτέρους που έχουν ενεργό το Μέγα και Ιερό Μυστήριο του γάμου.

Καταγωγή αξιώματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχικά φαίνεται πως δινόταν από τον επίσκοπο στον πρεσβύτερο λόγω των πρεσβείων της χειροτονίας. Στη Δύση όμως κάτι τέτοιο θεωρείτο παράβαση της κανονικής τάξεως. Η εν Αντιοχεία Σύνοδος (ή Σύνοδος Αντιοχείας) το 341, επικαλούμενη και "Σύνοδος εγκαινίων" ,κάνει λόγω για εκλογή πρωτοπαπάδων αντί επισκόπων σε μικρές πόλεις ή κώμες, καθώς και ο Εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης. Επομένως πρέπει να υπάρχουν στην Εκκλησία πριν το 341 οι πρωτοπρεσβύτεροι. Στην Δύση και πιο ειδικά στην Εκκλησία της Ρώμης απαντάται το αξίωμα από τον 5ο αιώνα. Στις δυτικές εκκλησιαστικές επαρχίες πρωτοπρεσβύτεροι τοποθετούνταν στις επαρχίες των μεγάλων πόλεων λόγω της αύξησης του πληθυσμού τους. Αρχαίες κοπτικές επιγραφές και όστρακα μας πληροφορούν πως ο θεσμός υπήρχε στην πρωτοχριστιανική Αίγυπτο.

Καθήκοντα-αρμοδιότητες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν αμέσως μετά τον επίσκοπο, τον οποίο αναπλήρωνε στα καθήκοντά του κατά τη χηρεία της επισκοπής, ενώ τελούσε το βάπτισμα κατά την απουσία του επισκόπου. Δεν τεκμηριώνεται η άποψη πως δικαιούτο να διαδεχθεί τον επίσκοπο. Λάμβαναν διάφορα αξιώματα,όπως του έκδικου, του οικονόμου, του νοτάριου, του έξαρχου. Παλαιότερα ο έγγαμος κληρικός μπορούσε να ανέλθει στο αξίωμα του Επισκόπου.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Πρωτοπρεσβυτέρου Δημητρίου Βακάρου, Η ιεροσύνη στην εκκλησιαστική γραμματεία των πέντε πρώτων αιώνων, Θεσσ/ίκη 1986, σελ.277-283

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]