Ποτίδαια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την αρχαία Ποτίδαια. Για τη Νέα Ποτίδαια, δείτε: Νέα Ποτίδαια Χαλκιδικής.

Συντεταγμένες: 40°12′N 23°20′E / 40.200°N 23.333°E / 40.200; 23.333

Ποτίδαια
Ποτίδαια
Χάρτης
Είδοςπόλις[1] και αρχαία πόλη
Γεωγραφικές συντεταγμένες40°12′0″N 23°20′0″E
ΧώραΕλλάδα
Commons page Πολυμέσα

Η Ποτίδαια ήταν αρχαία πόλη του Θερμαϊκού Κόλπου στη Μακεδονία και ειδικότερα στην ανατολική ακτή του, κοντά στη χερσόνησο της Παλλήνης (σημερινής Κασσάνδρας) της Χαλκιδικής, ακριβώς στη θέση της σημερινής Νέας Ποτίδαιας.

Η αποικία της Ποτίδαιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήταν αρχαία δωρική πόλη που ιδρύθηκε από Κορίνθιους αποίκους γύρω στο 600 π.Χ., όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης, και ίσως επί εποχής του Περιάνδρου, στα δυτικά της Χαλκιδικής, που τότε ανήκε στην ευρύτερη περιοχή της Θράκης. Η Ποτίδαια εμπορευόταν κυρίως με τη Μακεδονία.

Το 479 π.Χ. πολιορκήθηκε από τον Αρτάβαζο που ηγούνταν μεγάλης στρατιάς και συνόδευε τον Ξέρξη τον οποίον όμως η πόλη αντιμετώπισε νικηφόρα. Αργότερα υποχρεώθηκε να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Συμμαχία, στην πραγματικότητα ως πόλη φόρου υποτελής. Παρά όμως την υποτέλειά της αυτή προς τους Αθηναίους, η Ποτίδαια συνέχισε να διατηρεί άριστες σχέσεις με την μητρόπολή της την Κόρινθο. Έτσι το 432 π.Χ. η Ποτίδαια αποστάτησε από την Αθηναϊκή Συμμαχία, συμμαχώντας με την Κόρινθο και τον Περδίκα. Η αποστασία παρέσυρε και άλλες πόλεις με συνέπεια να αποτελέσει μια από τις αιτίες του Πελοποννησιακού πολέμου.

Το 430 π.Χ., μετά τη Μάχη της Ποτίδαιας, η οποία στην πραγματικότητα ήταν διετής πολιορκία, η πόλη αναγκάσθηκε να παραδοθεί λόγω λιμού που είχε ενσκήψει όπου κατά τον Θουκυδίδη οι κάτοικοι έφθασαν στο σημείο να τρώνε πτώματα. Οι Αθηναίοι εγκατέστησαν στη συνέχεια 1.000 εποίκους κληρούχους, (αφού μετέφεραν τους Ποτιδαιείς κατοίκους στην Όλυνθο). Στο τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου η Ποτίδαια περιήλθε στον έλεγχο των Λακεδαιμονίων, οπότε και συμμετείχε στο Κοινό των Χαλκιδέων. Το 363 π.Χ. οι Αθηναίοι την ανακατέλαβαν αλλά το 356 π.Χ. αναγκάσθηκαν να την εγκαταλείψουν στον Φίλιππο, ο οποίος την κατέστρεψε και παραχώρησε τα εδάφη της στην Όλυνθο.

Μετονομασία σε Κασσάνδρεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αργότερα, ο Μακεδόνας βασιλιάς Κάσσανδρος έχτισε στην ίδια τοποθεσία την Κασσάνδρεια το 316 π.Χ., μαζί με την Θεσσαλονίκη και την Ουρανούπολη. Στην νέα πόλη ενσωματώθηκε όχι μόνο η παλιά Ποτίδαια, αλλά και οι επιζώντες της Ολύνθου και οι άλλες πόλεις της Παλλήνης. Ο Μακεδών βασιλεύς προίκισε τη νέα του πόλη με πλούσια καλλιεργήσιμη γη και κάθε λογής δικαιώματα. Από ιστορικές μαρτυρίες μαθαίνουμε ότι η ελληνιστική Κασσάνδρεια διέθετε βουλή, νομοφύλακες, στρατηγούς, ταμίες, δήμους και φυλές.

Ελληνιστική ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε αντίθεση με τις άλλες πόλεις του Κασσάνδρου, η Κασσάνδρεια αναφέρεται πολύ νωρίς στο αρχαίο ελληνικό προσκήνιο. Ήδη από το 304/3 π.Χ. αναφέρεται Κασσανδρεύς νικητής σε αγώνες ιπποδρόμου στα Λύκαια. Επίσης κατά τα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. αναφέρεται στην λίστα των θεαροδόκων του Ασκληπείου της Επιδαύρου ένας Κασσανδρεύς, ενώ Κασσανδρινοί μισθοφόροι εμφανίζονται σε αθηναϊκές επιγραφές του 300 π.Χ. Την ίδια περίοδο αναφέρεται και ο κωμικός ποιητής Ποσείδιππος, γέννημα και θρέμμα της πόλεως (αρχές του 3ου αιώνα π.Χ.).

Το 288 π.Χ. βρήκε εκεί καταφύγιο ο ηττημένος από τον Πύρρο, Δημήτριος Πολιορκητής, όπου αφού μεταμφιέστηκε, αγκυροβόλησε από το λιμάνι της για την νότια Ελλάδα. Έτσι προσωρινά η Κασσάνδρεια έπεσε στα χέρια του νικητή. Αργότερα φαίνεται πως την χάρισε ο Λυσίμαχος στην σύζυγό του Αρσινόη. Πολύ πιθανόν κατά την χρονική εκείνη περίοδο, η κόρη του Ευρυδίκη, χάρισε την ελευθερία στην πόλη που προσωρινά μετονομάστηκε σε Ευρυδίκεια. Κατά την διάρκεια της Λυσιμάχειας κατοχής, αναφέρεται στην Κασσάνδρεια- Ευρυδίκεια ένα επώνυμο ιερατείο. Το 281 π.Χ. μετά τον θάνατο του συζύγου της και του Σελεύκου, η Αρσινόη αφού μεταμφιέστηκε ρακένδυτη, έφυγε λαθραία από την Έφεσο και βρήκε καταφύγιο στην μακεδονική πόλη μαζί με τους υιούς της, ελπίζοντας πως οι Μακεδόνες θα όριζαν βασιλέα τον μεγαλύτερο υιό της που ήταν 18. Σε διάστημα λίγου καιρού (280/79 π.Χ.) η αδύναμη πλέον Αρσινόη -πιεζόμενη εδώ και καιρό από τον ετεροθαλή της αδελφό Πτολεμαίο Κεραυνό να την νυμφευθεί- τον υποδέχθηκε στην Κασσάνδρεια. Ο ραδιούργος Πτολεμαίος, αφού την νυμφεύθηκε και την έστεψε βασίλισσα της Μακεδονίας, δολοφόνησε εν ψυχρώ τα παιδιά της Φίλιππο και Λυσίμαχο, αθετώντας τους όρκους που είχε πάρει. Έκτοτε ήταν στην κυριαρχία του Πτολεμαίου (280-279 π.Χ.).

Μετά την εισβολή των Γαλατών στην Μακεδονία (279 π.Χ.) τύραννος στην Κασσάνδρεια κατέστη ο σκληρός Απολλόδωρος (279-277 π.Χ.). Στην αρχή εξήγειρε τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλεως εναντίον των πλουσίων –με την βοήθεια μισθοφόρων της Αρσινόης- σκότωσε μερικούς από αυτούς και στην συνέχεια μοίρασε την περιουσία στους οπαδούς του. Αν και ο ηρωικός Μακεδών στρατηγός Σωσθένης πολιόρκησε ανεπιτυχώς την Κασσάνδρεια, ο Απολλόδωρος την έκανε ανεξάρτητη από το υπόλοιπο Μακεδονικό βασίλειο και συνήψε συμμαχία με τον Αντίοχο των Σελευκιδών και την Σπάρτη. Κατά την διάρκεια όμως της εξουσίας του συνέρρευσε πλήθος Κελτών μισθοφόρων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε βαρβαρισμούς επί των Κασσανδρέων. Στην συνέχεια όταν ο Αντίγονος έγινε βασιλεύς της Μακεδονίας, ξεκίνησε την πολιορκία της Κασσάνδρειας που κράτησε περίπου 10 μήνες (277 π.Χ.). Πολιόρκησε την πόλη ανεπιτυχώς, διότι η Σπάρτη συνέδραμε τον Απολλόδωρο. Τελικά ο Αντιγονίδης βασιλεύς άφησε δύναμη υπό τον Φωκέα πειρατή Αμεινία, μαζί με Αιτωλούς πειρατές και 2.000 πεζούς. Ταυτόχρονα παραπλάνησε τον Απολλόδωρο με συνθήκη ειρήνης, γιατί από την δεκάμηνη πολιορκία οι Κασσανδρείς υπέφεραν από έλλειψη τροφίμων. Με αυτό το τέχνασμα ο τύραννος εφησύχασε και με αιφνιδιαστική επίθεση του Αμεινίου, τα ελλιπώς φρουρούμενα τείχη της πόλεως έπεσαν, όπως έπεσε και χωρίς αντίσταση η πόλη. Ο ίδιος ο Απολλόδωρος βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

Στην δεκαετία του 270/60 π.Χ. Κασσανδρινοί δικαστές διευθετούσαν συνοριακές διαφορές μεταξύ άλλων ελληνικών πόλεων. Από ένα διάταγμα της Κασσάνδρειας του 242/1 π.Χ. που αναφέρεται στην αποδοχή μιας πρόσκλησης από την Κω για συμμετοχή στην εορτή του Ακληπιείου και την χορήγηση ασυλίας στο ιερό, διαβάζουμε για το Αρχηγέτειον που μάλλον θα ήταν το κέντρο λατρείας του θεοποιημένου Κασσάνδρου.

Το 199 π.Χ. -στα πλαίσια του Β΄ Μακεδονικού πολέμου (200-196 π.Χ.), ο ρωμαϊκός στόλος του Λευκίου Απουστίου που συνέπραξε με τον περγαμηνό του Αττάλου, πολιόρκησαν ανεπιτυχώς την Κασσάνδρεια, χάρη στην πείσμονα αντίσταση της μακεδονικής φρουράς της. Η πόλη ως ίδρυμα του Κασσάνδρου, ήταν παραδοσιακή εχθρός των Αντιγονιδών, επειδή ο Κάσσανδρος ήταν αντίπαλος του Αντιγόνου Μονοφθάλμου. Αυτό φάνηκε περισσότερο κατά το φθινόπωρο του 183 π.Χ.: όταν αποκαλύφθηκε συνωμοσία εις βάρος του Φιλίππου από τον φιλορρωμαίο υιό του Δημήτριο για να τον ανατρέψει, ο πρώτος -για να σβήσει τις φιλορρωμαϊκές εστίες των παραλίων της Μακεδονίας- διέταξε να προσέλθουν άποικοι από το εσωτερικό της χώρας στα παράλια και αντίστροφα. Αν και το μέτρο αυτό ωφέλησε την οικονομία, την βιοτεχνία και την στρατιωτική φύλαξη της Κασσάνδρειας, ωστόσο οι κάτοικοί της μίσησαν περισσότερο τον Αντιγονίδη βασιλιά για το μέτρο του αυτό.

Κατά την διάρκεια του τρίτου Μακεδονικού πολέμου (172-168 π.Χ.), τον Ιούνιο του 169 π.Χ., η πόλη μαζί με την Αίνεια, την Θεσσαλονίκη και την Αντιγόνη, απέκρουσαν ηρωικά τις επιθέσεις του ρωμαϊκού στόλου του Γάιου Μάρκιου Φίγλου, στον οποίο συνέδραμαν ο Ευμένης και ο Προυσίας. Όταν ο μάλιστα ο Γάιος επιτέθηκε στην Κασσάνδρεια για να την καταλάβει, η τελευταία έλαβε ενίσχυση 500 Γαλατών από την Θεσσαλονίκη και απέκρουσε για δεύτερη φορά τους εκ θαλάσσης εισβολείς.

Από τη ρωμαϊκή κατάκτηση στο Βυζάντιο και στην Τουρκοκρατία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 168 π.Χ. η πόλη ακολούθησε την τύχη της λοιπής Μακεδονίας και έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων. Το 43 π.Χ. , με διαταγή του Βρούτου, ο τότε ανθύπατος της Μακεδονίας Q. Hortensius Hortalus ίδρυσε στην Κασσάνδρεια μια αξιόλογη ρωμαϊκή αποικία (colonia), η οποία το 30 π.Χ., επί Αυγούστου, ενισχύθηκε με νέους αποίκους (Ιταλούς πολίτες και απόμαχους του ρωμαϊκού στρατού), απέκτησε το ιταλικό δίκαιο και έλαβε την επίσημη ονομασία Colonia Iulia Augusta Cassandrensis[2]. Η επικράτεια (territorium) της αποικίας είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της ολόκληρη τη χερσόνησο της Παλλήνης, καθώς και τα εδάφη που εκτείνονταν βόρεια από τη διώρυγα ως τους πρόποδες του Χολομώντα και ανατολικά ως τη σημερινή Νικήτη[3]. Έτσι ακολούθησε η εκ νέου ανάπτυξή της. Περίπου τότε κατασκευάστηκε και η σημερινή διώρυγα.

Το 540 μ.Χ. οι Ούννοι εισέβαλαν στην βυζαντινή Μακεδονία και κατέστρεψαν την Κασσάνδρεια. Ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός Α' την ανοικοδόμησε με ένα ισχυρό κάστρο, το διατείχισμα που σώζεται ακόμη και σήμερα. Το κάστρο της, ήταν ιδιαίτερης σημασίας για την ασφάλεια ολόκληρης της χερσονήσου, δέχτηκε επισκευές από τον Ιωάννη Παλαιολόγο το 1407 και αργότερα από τους Βενετούς που χρησιμοποίησαν την πόλη για ναυτική τους βάση. Το 1430 ήρθε υπό τουρκική κυριαρχία.

Το σήμερα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με την Ελληνική Επανάσταση του 1821, η παλιά οχύρωση επισκευάστηκε και επαναχρησιμοποιήθηκε, ενώ την ίδια περίοδο έγινε εκ νέου ανακατασκευή της διώρυγας. Το ίδιο έτος, οι επαναστατημένοι κάτοικοι της Χαλκιδικής, οχυρώθηκαν στο κάστρο. Πάλεψαν σκληρά μέχρι την "αναταραχή της Κασσάνδρας", το γνωστό "ολοκαύτωμα", το οποίο γιορτάζεται με επίσημους εορτασμούς κάθε χρόνο στην επέτειο της 14 Νοεμβρίου.

Σήμερα επάνω στα ερείπια της Ποτίδαιας βρίσκεται η Νέα Ποτίδαια η οποία χτίστηκε το 1923 από Μικρασιάτες και Θρακιώτες πρόσφυγες το 1923. Οι πρόσφυγες προέρχονταν από τον Πλάτανο της Ανατολικής Θράκης και από την Καλόλιμνο της Μικράς Ασίας.[4]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «An Inventory of Archaic and Classical Poleis». (Αγγλικά) Inventory of Archaic and Classical Poleis. 2004.
  2. [1] Αρχειοθετήθηκε 2017-04-24 στο Wayback Machine. Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, Η ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας (Colonia Iulia Augusta Cassandrensis), Δωδώνη 16(1987), τεύχ. 1, σ. 354-362.
  3. [2] Αρχειοθετήθηκε 2017-04-24 στο Wayback Machine. Δημήτρης Κ. Σαμσάρης, Η ρωμαϊκή αποικία της Κασσάνδρειας, ό.π., σ. 363-437.
  4. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 5 Φεβρουαρίου 2011.