Ουσάροι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βρετανός Ουσάρος στον Πόλεμο της Κριμαίας
Ουσάρος της Αυστρίας, Oberleutnant Χέρμανν Φεντζ, 1905

Ουσάροι (αρχική ουγγρική ορθογραφία: huszár, πληθυντικός huszárok, πολωνέζικα: Husaria) λέγονταν δυνάμεις του ιππικού που έδρασαν στην Ευρώπη από το 15ο αιώνα. Η ονομασία αυτή διατηρείται ακόμα και σήμερα από στρατιωτικές μονάδες που κρατούν τον τίτλο «Ουσάρος» για παραδοσιακούς λόγους.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελαφρείς Ουσάροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προέλευση των Ουσάρων βρίσκεται στις συμμορίες των πολεμιστών που διέσχιζαν τη νότια Ουγγαρία μετά από την τουρκική εισβολή στη Σερβία στο τέλος 14ου αιώνα. Η ονομασία Ουσάρος πρωτοπαρουσιάζεται στη Σερβία, κοντά στο τέλος του 14ου αιώνα. Τον 16ο αιώνα άρχισαν να πρωτοεμφανίζονται απεικονίσεις από φτερούγες και φτερωτά νυχοπόδαρα στις ασπίδες των στρατιωτών του ιππικού. Αργότερα χρησιμοποιήθηκαν και αληθινές φτερούγες που αρχικά ήταν δεμένες στη σέλα του αλόγου και αργότερα πίσω στην πλάτη του πολεμιστή.

Το 1645, ο συνταγματάρχης Szczodrowski λέγαν ότι φορούσε φτερούγες στρουθοκαμήλου. Το 1500, στα πολωνικά βιβλία του Υπουργείου Οικονομικών αναφέρονται Ουσάροι. Οι Ουσάροι πρωτοεμφανίστηκαν σαν ξένοι μισθοφόροι, που τους αποκαλούσαν «Racowie», μια λέξη που προέρχεται από το «Rascia» και σημαίνει «από τη Σερβία.» Προήλθαν από το σερβικό κράτος των Ras."[1]

Ήταν ένας τύπος άτακτου ελαφρού ιππικού, που υπήρχε μέχρι τον 15ο αιώνα. Η λέξη προέρχεται από τα ουγγρικά. Σύμφωνα με μια άλλη ερμηνεία, η λέξη προέρχεται από την ουγγρική λέξη húsz που σημαίνει είκοσι, εννοώντας ότι τα τάγματα Ουσάρων αποτελούνταν αρχικά από είκοσι άτομα. Αρχικά έλαβαν μέρος σε μάχες σε μικρά τάγματα, αλλά με την πάροδο του χρόνου αναδιοργανώθηκαν σε έναν ισχυρό, ιδιαίτερα εκπαιδευμένο και δραστήριο στρατό κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Hunyadi Mátyás της Ουγγαρίας. Υπό τις εντολές του οι μονάδες συμμετείχαν στον πόλεμο ενάντια στην οθωμανική αυτοκρατορία το 1485 και είχαν επιτυχία ενάντια στο Τούρκους Σιπαχήδες καθώς επίσης και του Βοημούς και Πολωνούς. Μετά από τον θάνατο του βασιλιά το 1490 πολλοί Ουσάροι κατέφυγαν σε άλλες χώρες στην κεντρική και δυτική Ευρώπη και σχημάτισαν τον πυρήνα παρόμοιων μονάδων ελαφρού ιππικού. Παραδείγματος χάριν, η Αυστρία μίσθωσε τους Ούγγρους Ουσάρους ως πολεμιστές κατά της οθωμανικής αυτοκρατορίας.

Επίσης ο Φρειδερίκος Β' της Πρωσίας έκανε εκτενή χρήση μονάδων ουσάρων κατά τη διάρκεια του πολέμου της αυστριακής διαδοχής. Η Μεγάλη Βρετανία έστειλε Γερμανούς Ουσάρους μαζί με άλλους από την Έσση-Κάσσελ ως μισθοφόρους στην Αμερική για να πολεμήσουν στην αμερικανική Επανάσταση. Ενώ το ελαφρύ ιππικό των Ουσάρων υιοθετήθηκε από όλους τους ευρωπαϊκούς στρατούς ως τρόπος αντιμετώπισης του πεζικού και του πυροβολικού, ακόμα πιο θεαματικοί ήταν οι βαρείς Ουσάροι του Πολωνο-Λιθουανικού συνασπισμού.

Βαρείς Ουσάροι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φτερωτός Ουσάρος του Πολωνικο-Λιθουανικού συνασπισμού. Πίνακας του Aleksander Orłowski

Αρχικά οι πρώτες μονάδες των πολωνικών Ουσάρων στο βασίλειο της Πολωνίας ιδρύθηκαν από το το πολωνικό Κοινοβούλιο Σέιμ το 1503, το οποίο μίσθωσε τρία στρατιωτικά τμήματα Ούγγρων. Ακολούθησε στρατολόγηση Πολωνών και Λιθουανών πολιτών. Όντας πολύ πιο ευέλικτοι από το βαριά θωρακισμένο λογχοφόρο ιππικό που μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν, οι Ουσάροι αποδείχθηκαν βασικός παράγοντας στις Πολωνικές και Λιθουανικές νίκες στην Όρσα (1514) και Όμπερντυν (1531). Κατά τη βασιλεία του βασιλιά István Báthory οι Ουσάροι αντικατέστησαν το ιππικό του μεσαιωνικού ύφους στον Πολωνικό-Λιθουανικό στρατό, σχηματίζοντας το κύριο μέρος του πολωνικού ιππικού.

Στις αρχές του 16ου αιώνα (1500 και μετά) ο οπλισμός των Ουσάρων στην Ουγγαρία άρχισε να γίνεται όλο και πιο βαρύς: αντί για ξύλινες ασπίδες είχαν σιδερένιες πανοπλίες.

Όταν ο Stefan Batory, ένας Τρανσυλβανοούγγρος πρίγκηπας, έγινε βασιλιάς της Πολωνίας το 1576 αναδιοργάνωσε τους Πολωνο-Λιθουανούς Ουσάρους της βασιλικής φρουράς του προσαρμόζοντάς τους στις Ουγγρικές προδιαγραφές, κάνοντάς τους ένα σώμα βαρύ ιππικού, εξοπλισμένο με μια μακριά λόγχη ως κύριο όπλο. Από το 1590 και μετά οι περισσότερες Πολωνο-Λιθουανικές μονάδες Ουσάρων ήταν μεταρρυθμισμένες σύμφωνα με το Ουγγρικό πρότυπο. Οι "βαριοί" αυτοί Ουσάροι ήταν γνωστοί στην πατρίδα τους ως husaria.

Με τη μάχη του Lubieszów το 1577 άρχισε ο "χρυσός αιώνας" των Ουσάρων. Από κει και μετά, και μέχρι και τη μάχη της Βιέννης το 1683, οι Πολωνικο-Λιθουανοί Ουσάροι πήραν μέρος σε αμέτρητες μάχες εναντίον ποικίλων εχθρών, και σπάνια ητήθηκαν. Στις μάχες της Byczyna (1588), Kokenhusen (1601), Kircholm (1605), Kłuszyn (1610), Trzciana (1629), Chocim (1673) και Lwów (1675), οι Πολωνο-Λιθουανοί Ουσάροι αποδείχθηκαν ως ο αποφασιστικός παράγοντας, ακόμα και ενάντια σε στρατιές συντριπτικής υπεροχής.

Μέχρι το 18ο αιώνα θεωρούντο η ελίτ των οπλισμένων δυνάμεων.

Οι Ουσάροι στη δυτική Ευρώπη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε άλλα μέρη εκτός από την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη οι Ουσάροι ακολούθησαν μια διαφορετική εξέλιξη. Στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα οι Ουσάροι της Ουγγαρίας σταμάτησαν να φορούν πανοπλίες και από το 1640 και μετά τους συναντάμε ως ελαφρύ ιππικό. Το ελαφρύ ιππικό αυτών των Ουσάρων απομιμήθηκε και σε όλη την Ευρώπη, επειδή ήταν το ιδανικό σώμα για αναγνωριστικές και προμηθευτικές αποστολές στην πρώτη γραμμή. Στη μάχη χρησιμοποιήθηκαν για επιθέσεις αντιπερισπασμού, για τη διάσπαση των θέσεων του πυροβολικού, και την καταδίωξη των οπισθοχωρούντων στρατευμάτων. Η Βαυαρία ίδρυσε το πρώτο σύνταγμα Ουσάρων το 1688, ενώ το δεύτερο ακολούθησε στην Πρωσία περίπου το 1700. Το 1721 η Γαλλία καθιέρωσε διάφορα συντάγματα Ουσάρων από το 1692 και μετά, στρατολογώντας αρχικά Ουσάρους από την Ουγγαρία και τη Γερμανία, και στη συνέχεια από τις γερμανικές συνοριακές περιοχές της ίδιας της Γαλλίας. Η Ρωσία επιστράτευσε εγγενείς Κοζάκους και έκανε άτακτα στρατεύματα ιππικού μέχρι το 1741. Με στρατολογήσεις κατά ένα μεγάλο μέρος από τις ορθόδοξες χριστιανικές κοινότητες κατά μήκος των τουρκικών συνόρων, το πλήθος των στρατευμάτων των Ρώσων Ουσάρων έφτασαν την εποχή του Επταετή Πολέμου τα 12 συντάγματα. Η Ισπανία ίδρυσε τα πρώτα τμήματα Ουσάρων της το 1747 και το σύνταγμα των Ισπανικών Ουσάρων το 1795. Η Δανία είχε Ουσάρους από το 1762 και η Σουηδία εισήγαγε αυτήν την κατηγορία ιππικού το 1756. Η Μεγάλη Βρετανία μετέτρεψε διάφορα ελαφριά συντάγματα Δραγώνων σε Ουσάρους στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Researched and Written by Margaret Odrowaz-Sypniewska, B.F.A. SOURCES: Brzezinski, Richard. Polish Armies 1569-1600. (volume 1) #184 in the Osprey Men-at-Arms Series. London: Osprey Publishing, 6, 16. Brzezinski, Richard. Polish Winged Hussar 1576-1775. Warrior Series. Oxford: Osprey Publishing Ltd., 2006. Hollins, David. Hungarian Hussars 1756-1815. Osprey Warrior Series. Oxford: Osprey Publishing, Ltd., 2003. Klucina, Petr. (Illustrations by Pavol Pevny) Armor: From Ancient To Modern Times. Reprinted by New York: Barnes & Noble Books, 1992, (by permission of Slovart Publishing Ltd, Batislava). Ostrowski, Jan K., et al. Art in Poland: Land of the Winged Horsemen 1572-1764. Baltimore: Art Services International, 1999. Wasilkowska, Anna. The Winged Horsemen. Warsaw: Wydawnictwo Interpress, 1998. Zamoyski, Adam. The Polish Way. New York: Hippocrene Books, 1996. Also see http://www.warfareeast.co.uk/main/Hungarian_Composition.htm#HussarsGusars

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Radosław Sikora, Fenomen husarii
  • Bronisław Gembarzewski, Husarze. Ubiór, oporządzenie i uzbrojenie 1500 – 1775
  • Zbigniew Bocheński, Ze studiów nad polską zbroją husarską in: Rozprawy i sprawozdania Muzeum Narodowego w Krakowie. Kraków, 1960
  • Marek Plewczyński, Obertyn 1531
  • Romuald Romański, Beresteczko 1651
  • Leszek Podhorodecki, Sławne bitwy Polaków
  • Szymon Kobyliński, Szymona Kobylińskiego gawędy ο broni i mundurze
  • Janusz Sikorski, Zarys dziejów wojskowości polskiej do roku 1864
  • Jan Chryzostom Pasek, Pamiętniki
  • Mirosław Nagielski, Relacje wojenne z pierwszych lat walk polsko-kozackich powstania Bohdana Chmielnickiego
  • Bitwa pod Gniewem 22.IX – 29.IX. 1626, pierwsza porażka husarii in: Studia i materiały do historii wojskowości, Warsaw, 1966
  • J. Cichowski, A. Szulczyński, Husaria
  • Jakub Łoś, Pamiętnik towarzysza chorągwi pancernej

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]