Ομφάλιος λώρος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ομφάλιος λώρος ενός μωρού ηλικίας τριών λεπτών. Είναι εμφανής η χρήση του ιατρικού σφιγκτήρα.

Ο ομφάλιος λώρος είναι ένας αγγειακός μίσχος που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα. Κατά τη στιγμή της γέννησης έχει μήκος περίπου 60 εκ., διάμετρο περίπου 1,3 εκ. και περιέχει αιμοφόρα αγγεία. Κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής ανάπτυξης, είναι μέρος του εμβρύου και συνήθως περιέχει δύο αρτηρίες (ομφαλικές αρτηρίες) και μία φλέβα (ομφαλική φλέβα), οι οποίες περιβάλλονται από τη γέλη του Γουόρτον. Οι ανταλλαγές ουσιών μεταξύ μητέρας και εμβρύου γίνονται διαμέσου του πλακούντα και του ομφάλιου λώρου. Η ομφαλική φλέβα τροφοδοτεί το έμβρυο με οξυγονωμένο, πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά αίμα από τον πλακούντα. Αντιστρόφως, η εμβρυϊκή καρδιά προωθεί το χαμηλό σε οξυγόνο και θρεπτικά συστατικά αίμα μέσω των ομφαλικών αρτηριών πίσω στον πλακούντα.[1]

Δομή και ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ομφάλιος λώρος σε διατομή. Διακρίνονται καθαρά οι δύο ομφαλικές αρτηρίες, η μία ομφαλική φλέβα, η αλλαντοϊκή μεμβράνη, το άμνιο (λεπτή εξωτερική μεμβράνη), και η γέλη του Γουόρτον.
Κυκλοφορία οξυγόνου και θρεπτικών συστατικών μεταξύ εμβρύου και μητέρας.

Ο ομφάλιος λώρος σχηματίζεται από τμήμα του λεκιθικού σάκου και της αλλαντοϊκής μεμβράνης. Παράλληλα με την ανάπτυξη του πλακούντα, προς το τέλος της 2ης βδομάδας κύησης ξεκινά η ανάπτυξη του εμβρύου από το εμβρυϊκό δίσκο. Ο ομφάλιος λώρος σχηματίζεται μέχρι την πέμπτη εβδομάδα ανάπτυξης αντικαθιστώντας τον λεκιθικό σάκο ως πηγή θρεπτικών ουσιών για το έμβρυο. Δε συνδέεται άμεσα με το κυκλοφορικό σύστημα της μητέρας, αλλά ενώνεται με τον πλακούντα, ο οποίος μεταφέρει υλικά από και προς το μητρικό αίμα χωρίς να επιτρέπει την άμεση επαφή. Το μήκος του ομφάλιου λώρου είναι περίπου ίσο σε μήκος του εμβρύου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.[2]

Η περιοχή έξω και γύρω από τα αγγεία του ομφάλιου λώρου είναι μια καλή πηγή μεσεγχυματικών και επιθηλιακών βλαστοκυττάρων. Τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα του ομφάλιου λώρου (UC-MSC) έχουν χρησιμοποιηθεί κλινικά για τη θεραπεία της οστεοαρθρίτιδας, των αυτοάνοσων ασθενειών, των λευχαιμιών και πολλών άλλων παθολογικών καταστάσεων. Τα πλεονεκτήματά τους περιλαμβάνουν καλύτερη συλλογή και πολλαπλασιασμό, όπως επίσης και ανοσοκατασταλτικές ιδιότητες που τα καθιστούν ιδανικά για χρήση σε μεταμοσχεύσεις.[3][4][5]

Ο ομφάλιος λώρος περιέχει τη γέλη του Γουόρτον, μια ζελατινώδη ουσία που παράγεται κυρίως από βλεννοπολυσακχαρίτες που προστατεύουν τα αιμοφόρα αγγεία στο εσωτερικό. Η ροή του αίματος μέσω του ομφάλιου λώρου είναι περίπου 35 ml / min στις 20 εβδομάδες και 240 ml / min στις 40 εβδομάδες κύησης. Ανάλογα με το βάρος του εμβρύου, αυτό αντιστοιχεί σε 115 ml / min / kg στις 20 εβδομάδες και 64 ml / min / kg στις 40 εβδομάδες.[6]

Κλινική σημασία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παθολογικές καταστάσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας αριθμός παθολογικών καταστάσεων μπορεί να επηρεάσει τον ομφάλιο λώρο και να προκαλέσει προβλήματα που επηρεάζουν τόσο τη μητέρα όσο και το παιδί.[7][8]

  • Η συμπίεση του ομφάλιου λώρου μπορεί να προκαλέσει την απόφραξη της ροής του αίματος μέσω του ομφάλιου λώρου, η οποία συμβαίνει δευτερογενώς σε άλλες πιέσεις από εξωτερικά αντικείμενα ή εσφαλμένη ευθυγράμμιση του ίδιου του ομφάλιου λώρου. Η συμπίεση του ομφάλιου λώρου συμβαίνει σε περίπου μία στις 10 γεννήσεις.[9]
  • Διαταραχές σχετικές με τις διαστάσεις του ομφάλιου λώρου, ο οποίος μπορεί να έχει μικρότερο ή μεγαλύτερο μήκος από το συνηθισμένο (περίπου 30-100 εκ.).[7]
  • Μονήρης ομφαλική αρτηρία. Σε ποσοστό 0.5 % περίπου των κυήσεων, ήδη από το υπερηχογράφημα της αυχενικής διαφάνειας (σε μερικές περιπτώσεις και πριν από αυτό) εντοπίζεται εντός του ομφάλιου λώρου μόνο μία ομφαλική αρτηρία.[10]
  • Υμενώδης πρόσφυση του ομφάλιου λώρου.[11][12] Συμβαίνει όταν ο ομφάλιος λώρος εκφύεται από το πλάγιο τοίχωμα του πλακούντα, ενώ τα αγγεία του από το σημείο έκφυσής του δεν καλύπτονται από τη γέλη του Γουόρτον για ένα σημαντικό ποσοστό του μήκους του. Τα αγγεία στο σημείο αυτό αφήνονται έκθετα, ενώ υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες ρήξης τους.[7]
  • Κόμβοι, αυχενική περιτύλιξη, περίσφιξη ομφαλίου λώρου. Η ύπαρξη αληθών κόμβων μπορεί να προκαλέσει διαταραχή της ομαλής ροής του αίματος εντός των ομφαλικών αγγείων. Σε κάποιες περιπτώσεις ο ομφάλιος λώρος τυλίγεται γύρω από τον αυχένα του εμβρύου και συνήθως δεν προκαλεί προβλήματα στην εγκυμοσύνη. Τέλος, η περίσφιξη του ομφάλιου λώρου συμβαίνει όταν η γέλη του Γουόρτον εκφυλίζεται σε κάποια σημεία, αφήνοντας έκθετο το έμβρυο στην άσκηση πίεσης σε αυτό το σημείο.[7]
  • Αιματώματα και κύστεις του ομφάλιου λώρου.[13] Τα αιματώματα εμφανίζονται συνήθως μετά από τραυματισμό της ομφαλικής φλέβας, ενώ ο εντοπισμός των κύστεων συνδέεται με την ύπαρξη χρωμοσωμικών ή ανατομικών ανωμαλιών.[7]
  • Πρόσπτωση ομφάλιου λώρου.[14] Η κατάσταση αυτή συμβαίνει ενόψει τοκετού, όταν ο ομφάλιος λώρος βρίσκεται μεταξύ της κεφαλής του μωρού και ακουμπάει τον τράχηλο της μήτρας και του έσω στομίου του τραχήλου, όπου τμήμα του λώρου εισέρχεται στον κόλπο.[7]

Φύλαξη βλαστοκυττάρων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έμβρυο συνδεδεμένο μέσω ομφάλιου λώρου με τον πλακούντα.
Έμβρυο μέσα στην μήτρα τυλιγμένο με τον ομφάλιο λώρο.

Το αίμα εντός του ομφάλιου λώρου είναι μια πλούσια και άμεσα διαθέσιμη πηγή μη διαφοροποιημένων βλαστοκυττάρων (τύπου CD34+ και CD38-).[15] Αυτά τα κύτταρα μπορούν να αποθηκευτούν και να χρησιμοποιηθούν για μεταμόσχευση μυελού των οστών.[5]

Μερικοί γονείς επιλέγουν να συλλεγεί αυτό το αίμα από τον ομφάλιο λώρο μέσω πρώιμης σύσφιξης και κοπής του, για να διατεθεί μέσω ψύξης για μακροχρόνια αποθήκευση σε μια τράπεζα φύλαξης βλαστικών κυττάρων, στην περίπτωση που το παιδί χρειαστεί στο μέλλον τα βλαστοκύτταρα αυτά (για παράδειγμα, στην μεταμόσχευση μυελού των οστών κατά τη διάρκεια της θεραπείας της λευχαιμίας). Αυτή η πρακτική, ωστόσο, είναι αμφιλεγόμενη, με τους επικριτές να υποστηρίζουν ότι η πρόωρη απομάκρυνση του αίματος του ομφάλιου λώρου κατά τη γέννηση αυξάνει στην πραγματικότητα την πιθανότητα της παιδικής νόσου, λόγω του μεγάλου όγκου αίματος που λαμβάνεται (κατά μέσο όρο 108 ml) σε σχέση με τη συνολικό όγκο αίματος στην κυκλοφορία του μωρού (συνήθως 300 ml).[16] Το Βασιλικό Κολλέγιο Μαιευτήρων και Γυναικολόγων δήλωσε το 2006 ότι "εξακολουθούν να υπάρχουν ανεπαρκή στοιχεία που να προτείνουν τη συλλογή κατευθυνόμενης εμπορικής συλλογής αίματος ομφάλιου λώρου και αποθήκευσης βλαστικών κυττάρων σε οικογένειες χαμηλού κινδύνου".[17]

Η Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής έχει δηλώσει ότι πρέπει να αποθαρρύνεται η αποθήκευση αίματος ομφάλιου λώρου για προσωπική χρήση, αντίθετα η αποθήκευση για γενική χρήση (σ.σ. για αντιμετώπιση παθολογικών καταστάσεων άλλων ατόμων) πρέπει να ενθαρρύνεται. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τα πιθανά οφέλη και τους περιορισμούς της φύλαξης αίματος ομφάλιου λώρου και της μεταμόσχευσης, έτσι ώστε οι γονείς να μπορούν να λάβουν ενημερωμένη απόφαση. Στο μέλλον, τα βλαστοκύτταρα που προέρχονται από το αίμα του ομφάλιου λώρου (CBEs) θα μπορούν να αποθηκεύονται και να ελέγχονται σε σχέση με το αίμα και τους μεταμοσχευμένους ιστούς άλλων ασθενών. Η χρήση CBEs θα μπορούσε ενδεχομένως να εξαλείψει τις ηθικές δυσκολίες που σχετίζονται με τα εμβρυϊκά βλαστικοκύτταρα (ESCs).[18][19]

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η φύλαξη αίματος ομφάλιου λώρου έχει υποστηριχθεί από νομοθέτες σε ομοσπονδιακό και πολιτειακό επίπεδο. Το 2005, η Εθνική Ακαδημία Επιστημών δημοσίευσε μια έκθεση του Ινστιτούτου Ιατρικής (ΙΟΜ), η οποία συνέστησε στους μελλοντικούς γονείς να έχουν μια ισορροπημένη προοπτική σχετικά με τις επιλογές τους για την τράπεζα αίματος.[20] Σε απάντηση των ψηφοφόρων τους, οι κρατικοί νομοθέτες σε ολόκληρη τη χώρα εισήγαγαν νομοθετικές πρωτοβουλίες με σκοπό να βοηθήσουν στην ενημέρωση των γιατρών και των γονέων που περιμένουν παιδί σχετικά με τις επιλογές δωρεάς, απόρριψης ή αποθήκευσης βλαστοκυττάρων νεογέννητων. Επί του παρόντος, 17 πολιτείες, που αντιπροσωπεύουν τα δύο τρίτα των γεννήσεων στις ΗΠΑ, έχουν θεσπίσει νομοθεσίες που να βασίζονται στις οδηγίες του IoM.

Τα εμβρυϊκά βλαστοκύτταρα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύσσονται επ' αόριστον στο περιβάλλον εργαστηρίου και μπορούν να διαφοροποιηθούν σε σχεδόν όλους του τύπους σωματικών ιστών. Γι' αυτό τον λόγο μπορούν να χρησιμοποιηθούν για θεραπεία σε ένα ευρύ φάσμα ασθενειών. Από το 1988, το αίμα του ομφάλιου λώρου χρησιμοποιείται για τη θεραπεία σοβαρών ασθενείων και επειδή η έρευνα πάνω στα βλαστικά κύτταρα είναι ραγδαία, ο αριθμός των νοσημάτων που μπορούν να αντιμετωπιστούν με τη χρήση του αυξάνεται συνεχώς. Οι τρέχουσες θεραπευτικές εφαρμογές περιλαμβάνουν την αντιμετώπιση λευχαιμιών, λεμφωμάτων και άλλων κακοήθειων (π.χ. λέμφωμα Hodgkin, πολλαπλούν μυέλωμα, όγκοι εγκεφάλου, νευροβλάστωμα, καρκίνος νεφρού κ.α.). Οι κλινικές εφαρμογές των βλαστοκυττάρων που βρίσκονται υπό έρευνα είναι για σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι, εγκεφαλικούς τραυματισμούς, κεντρική παράλυση, και καρδιακές νόσους.[5]

Το αίμα του ομφάλιου λώρου που είναι αποθηκευμένο σε ιδιωτικές τράπεζες προορίζεται συνήθως για χρήση μόνο από το παιδί του δότη. Αντίθετα, το αίμα του ομφάλιου λώρου που είναι αποθηκευμένο σε δημόσιες τράπεζες είναι προσβάσιμο σε οποιονδήποτε έχει έναν τύπο ιστού που έχει συμβατότητα και έχει αποδειχθεί ότι βρίσκεται σε ανάγκη. Η χρήση αίματος από ομφάλιο λώρο από δημόσιες τράπεζες αυξάνεται. Προς το παρόν χρησιμοποιείται στα μοσχεύματα μυελού των οστών για τη θεραπεία διαταραχών αίματος στη λευχαιμία. Το αίμα του ομφάλιου λώρου χρησιμοποιείται μόνο όταν ο ασθενής δεν μπορεί να βρει αντίστοιχο δότη μυελού των οστών.[21]

Έκθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντρέας Χρ. Κούσπαρος, Αντρούλα Χ. Νικολάου, Αντρούλα Α. Ανθούλη Ανθρωπολογία Γ' Γυμνασίου

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Umbilical cord | embryology». Encyclopedia Britannica (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2021. 
  2. «12. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΑΝΑΠΤΥΞΗ». ebooks.edu.gr. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2021. 
  3. Saleh, Razwa; Reza, Hasan Mahmud (2017-10-10). «Short review on human umbilical cord lining epithelial cells and their potential clinical applications». Stem Cell Research & Therapy 8 (1): 222. doi:10.1186/s13287-017-0679-y. ISSN 1757-6512. PMID 29017529. PMC PMC5634865. https://doi.org/10.1186/s13287-017-0679-y. 
  4. «Τράπεζες ομφαλοπλακουντιακού αίματος: Τρέχουσες προκλήσεις και όραμα» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 9 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  5. 5,0 5,1 5,2 Αρκούδα, Χαρίκλεια (2018). «Απομόνωση αιμοποιητικών και μεσεγχυτικών βλαστοκυττάρων από τον ανθρώπινο πλακούντα: χαρακτηρισμός των μεταγραφικών τους προτύπων και σύγκριση αυτών με εκείνα αιμοποιητικών βλαστοκυττάρων από ομφάλιο λώρο» (PDF). ikee.lib.auth.gr (Διδακτορική διατριβή). Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  6. Kiserud, Torvid; Acharya, Ganesh (2004). «The fetal circulation» (στα αγγλικά). Prenatal Diagnosis 24 (13): 1049–1059. doi:10.1002/pd.1062. ISSN 1097-0223. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-07-09. https://web.archive.org/web/20210709181421/https://obgyn.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1002/pd.1062. Ανακτήθηκε στις 2021-07-01. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 7,5 Λυγνός, Μενέλαος. «Προβλήματα του ομφάλιου λώρου». www.eleftheia.gr. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  8. Umbilical Cord Complications: Overview, Cord Length, Single Umbilical Artery. 2021-05-20. https://emedicine.medscape.com/article/262470-overview. 
  9. «Childbirth Complications on MedicineNet.com». MedicineNet (στα Αγγλικά). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2021. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  10. Geipel, A.; Germer, U.; Welp, T.; Schwinger, E.; Gembruch, U. (2000). «Prenatal diagnosis of single umbilical artery: determination of the absent side, associated anomalies, Doppler findings and perinatal outcome» (στα αγγλικά). Ultrasound in Obstetrics & Gynecology 15 (2): 114–117. doi:10.1046/j.1469-0705.2000.00055.x. ISSN 1469-0705. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-07-09. https://web.archive.org/web/20210709181605/https://obgyn.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1046/j.1469-0705.2000.00055.x. Ανακτήθηκε στις 2021-07-01. 
  11. Ismail, Khadijah Irfah; Hannigan, Ailish; O’Donoghue, Keelin; Cotter, Amanda (2017-12-06). «Abnormal placental cord insertion and adverse pregnancy outcomes: a systematic review and meta-analysis». Systematic Reviews 6 (1): 242. doi:10.1186/s13643-017-0641-1. ISSN 2046-4053. PMID 29208042. PMC PMC5718132. https://doi.org/10.1186/s13643-017-0641-1. 
  12. Bohîlțea, RE; Cîrstoiu, MM; Ciuvica, AI; Munteanu, O; Bodean, O; Voicu, D; Ionescu, CA (2016). [https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4863500/ «Velamentous insertion of umbilical cord with vasa praevia: case series and literature review»]. Journal of Medicine and Life 9 (2): 126–129. ISSN 1844-122X. PMID 27453740. PMC 4863500. https://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4863500/. 
  13. Ruiter, L.; Kok, N.; Limpens, J.; Derks, J. B.; Graaf, IM de; Mol, B. W. J.; Pajkrt, E. (2016). «Incidence of and risk indicators for vasa praevia: a systematic review» (στα αγγλικά). BJOG: An International Journal of Obstetrics & Gynaecology 123 (8): 1278–1287. doi:10.1111/1471-0528.13829. ISSN 1471-0528. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2021-07-09. https://web.archive.org/web/20210709181725/https://obgyn.onlinelibrary.wiley.com/doi/abs/10.1111/1471-0528.13829. Ανακτήθηκε στις 2021-07-01. 
  14. «Umbilical Cord Prolapse and Other Cord Emergencies | GLOWM». www.glowm.com (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  15. Pranke, Patricia; Failace, Renato R.; Allebrandt, Waldir F.; Steibel, Gustavo; Schmidt, Francisco; Nardi, Nance Beyer (2001). «Hematologic and Immunophenotypic Characterization of Human Umbilical Cord Blood» (στα english). Acta Haematologica 105 (2): 71–76. doi:10.1159/000046537. ISSN 0001-5792. PMID 11408707. https://www.karger.com/Article/FullText/46537. 
  16. «Examination of the Newborn and Neonatal Health - 2nd Edition». www.elsevier.com. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  17. «Umbilical Cord Blood Banking» (PDF) (Scientific Impact Paper 8). Royal College of Obstetricians and Gynaecologists. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. 
  18. Allergy/Immunology, Section on Hematology/Oncology and Section on (2007-01-01). «Cord Blood Banking for Potential Future Transplantation» (στα αγγλικά). Pediatrics 119 (1): 165–170. doi:10.1542/peds.2006-2901. ISSN 0031-4005. PMID 17200285. https://pediatrics.aappublications.org/content/119/1/165. 
  19. Shearer, William T.; Lubin, Bertram H.; Cairo, Mitchell S.; Notarangelo, Luigi D.; Hematology/Oncology, Section On; Immunology, Section on Allergy And (2017-11-01). «Cord Blood Banking for Potential Future Transplantation» (στα αγγλικά). Pediatrics 140 (5). doi:10.1542/peds.2017-2695. ISSN 0031-4005. PMID 29084832. https://pediatrics.aappublications.org/content/140/5/e20172695. 
  20. «Establishing a National Cord Blood Stem Cell Bank Program - Institute of Medicine». web.archive.org. 23 Νοεμβρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Νοεμβρίου 2009. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2021. CS1 maint: Unfit url (link)
  21. Najjar, Dana (2020-12-18). «Should You Bank Your Baby’s Cord Blood?» (στα αγγλικά). The New York Times. ISSN 0362-4331. https://www.nytimes.com/2020/12/18/parenting/pregnancy/cord-blood-banking.html. Ανακτήθηκε στις 2021-07-01.