Νέα βενετική γλώσσα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Για την αρχαία βενετική γλώσσα, πατήστε εδώ.

Η Βενετική (Ιταλ.: veneto ή lingua veneta, Βενετ.: vèneto ή łéngoa vèneta) είναι μια ρομανική γλώσσα που ομιλείται στην Περιφέρεια Βενετίας της Ιταλίας από περισσότερους από σχεδόν τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους. Η διάλεκτος της Βενετικής που ομιλείται στην πόλη Βενετία ονομάζεται Βενετσιάνικη (Ιταλ.: veneziano, Βεν.: venesian).

Μια πινακίδα στα Βενετικά που γράφει "Εδώ μιλάμε και Βενετικά".

Αν και από την ιταλική νομοθεσία αντιμετωπίζεται σαν ιταλική διάλεκτος (Ιταλ.: dialetto, Βεν.: diałeto), θεωρείται ότι έχει αρκετές διαφορές από την ιταλική γλώσσα και ταξινομείται ως ξεχωριστή γλώσσα (όπως τα ισπανικά και τα γαλλικά, που ναι μεν προήλθαν από τα λατινικά, αλλά καθεμιά θεωρείται διαφορετική γλώσσα). Τουναντίον, η Βενετική διαφέρει τόσο στη γραμματική και τη φωνητική όσο και στο λεξιλόγιο. Κατατάσσεται συνήθως στις Δυτικές Ρομανικές γλώσσες, έναν κλάδο της Ρομανικής στον οποίο δεν ανήκει η Ιταλική. Μερικοί συγγραφείς την συμπεριλαμβάνουν ανάμεσα στις Γαλλοϊταλικές γλώσσες,[1] αλλά από τους περισσότερους συγγραφείς αντιμετωπίζεται ως ξεχωριστή γλώσσα. Τυπολογικά, η Βενετική έχει λίγα κοινά με τις Γαλλοϊταλικές γλώσσες της βορειοδυτικής Ιταλίας, αν και εμφανίζει κάποια συγγένεια με την γειτονική γλώσσα της Ίστριας.

Τα Βενετικά αναγνωρίζονται ως γλώσσα του Βένετο από το 2007 με το νόμο για "tutela e valorizzazione della lingua e della cultura veneta" (28/03/2007), αλλά δεν έχουν επίσημο σύστημα γραφής.

Διάλεκτοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κύριες διάλεκτοι της βενετικής είναι τώρα:

Άλλες διάλεκτοι της βενετικής ομιλούνται στην Αργεντινή, στη Βραζιλία (υπό το όνομα "Ταλιάν" σε Παρανά, Ρίο Γκράντε ντο Σουλ, Σάντα Καταρίνα), στην Ιστρία και στο Μεξικό (στον δήμο Τσιπίλο).

Σχέση με τα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βενετικές λέξεις που έχουν σχέση με τα ελληνικά είναι:

Βενετικά Ελληνικά Ιταλικά
pirón (προφ. "πιρόν", πλ. piruni/piróni "πιρούνι/πιρόνι") πιρούνι forchetta
butiro/butiéro (προφ. "μπουτύρο/μπουτυέρο" με αρκάιο β=μπ) βούτυρο burro
bała (προφ. "μπάλα/μπάεα") μπάλα palla (προφ. "πάλ-λα")
menestra, manestra, supa (πρόφ. "μενέστρα, μανέστρα, σούπα") μανέστρα, σούπα minestra, zuppa (προφ. "μινέστρα, δζούπ-πα")
càmara,canbra (προφ. "κάμαρα, κάνμπρα") κάμαρα camera (πρόφ. "κάμερα")
brixoła (προφ. "μπριζόλα/μπριζόεα") μπριζόλα braciola (προφ. "μπρατσιόλα")
biraria (προφ. "μπιραρία") μπιραρία birreria (προφ. "μπιρ-ρερία")
caréga (προφ. "καρέγκα") καρέκλα sedia (προφ. "σέντια")
sałata (προφ. "σαλάτα/σαεάτα") σαλάτα insalata (προφ. "ινσαλάτα")
sardeła (προφ. "σαρδέλα/σαρδέα") σαρδέλα sardina (προφ. "σαρντίνα")

Από τα βενετικά προήλθαν και άλλες γνωστές λέξεις, όπως το τσάο, το καζίνο, το λόττο και η καραντίνα.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Artico, Francesco (1976). Tornén un pas indrìo‪: raccolta di conversazioni in dialetto‬. Brescia: Paideia Editrice. 
  • Ferguson, Ronnie (2007). A Linguistic History Of Venice. Leo S. Olschki. ISBN 9788822256454. 
  • Gordon, Raymond G., Jr., επιμ. (2005). «Venetian». Ethnologue: Languages of the World (15η έκδοση). Dallas, Tex.: SIL International. 
  • McKay, Carolyn Joyce. ‪Il dialetto veneto di Segusino e Chipilo: fonologia, grammatica, lessico veneto, spagnolo, italiano, inglese‬. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Haller, Hermann W. (1999). International The other Italy: the literary canon in dialect. Toronto. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Wikipedia
Wikipedia