Μπενεβέντο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 41°8′N 14°47′E / 41.133°N 14.783°E / 41.133; 14.783

Μπενεβέντο
Città di Benevento
Εικόνα

(Έμβλημα)

(Σημαία)
Διοικητικές πληροφορίες
Χώρα    Ιταλία
Περιφέρεια   Καμπανία
Επαρχία   Μπενεβέντο
Δήμαρχος   Κλεμέντε Μαστέλλα
Περιοχή
Υψόμετρο   135 μ.
Έκταση   130,84 χλμ²
Πληθυσμός   56.604 (31/05/2022)
Άλλες πληροφορίες
Ταχυδρομικός  
κώδικας
  
 82100
Ζώνη ώρας   UTC+1
Πολιούχος   Απόστολος Βαρθολομαίος
Τοποθεσία
Μπενεβέντο is located in Ιταλία
Μπενεβέντο
Μπενεβέντο
Χάρτης
Η θέση του δήμου στην επαρχία
Επίσημος ιστότοπος

Το Μπενεβέντο (ιταλικά: Benevento, λατινικά: Beneventum) είναι πόλη και δήμος της Ιταλίας στην περιφέρεια της Καμπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας.

Βρίσκεται περίπου 50 χλμ. βόρεια της Νάπολης και στη θέση της αρχαίας πόλης Beneventum (ελληνικά: Βενεβεντός). Στα χρόνια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας πιστευόταν ότι είχε ιδρυθεί από τον Διομήδη μετά τον Τρωικό πόλεμο.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μπενεβέντο ήταν μια από τις κύριες πόλεις στο Σάμνιον, βρισκόταν στην Αππία Οδό σε απόσταση 51 χιλιομέτρων ανατολικά από την Κάπουα. Δεν είναι ξεκάθαρο σχετικά με την φυλή που κατοικούσε την πόλη, ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος λέει ότι την κατοικούσαν οι Ιρπίνοι, ο Τίτος Λίβιος είναι ασαφής και ο Κλαύδιος Πτολεμαίος την αποδίδει στους Σαμνίτες που ήταν διακριτή εθνότητα με τους Ιρπίνους αλλά είχαν κοινή καταγωγή.[7] Οι αρχαίοι συγγραφείς παρουσιάζουν το Μπενεβέντο σαν μια πανάρχαια προιστορική πόλη, ο Γάιος Ιούλιος Σολίνος και ο Στέφανος ο Βυζάντιος αναφέρουν ότι το ίδρυσε ο μυθικός Διομήδης. Την εποχή του ιστορικού Προκόπιου οι κάτοικοι της πόλης ήταν υπερήφανοι για την καταγωγή τους από τον Διομήδη, για να το αποδείξουν έδειχναν τους Χαυλιόδοντες του Καλυδώνιου Κάπρου.[1] Ο Σέξτους Πομπήιος Φέστους αντίθετα χρέωσε την ίδρυση της πόλης στον Αύσων γιο του Οδυσσέα και της Κίρκης, η πληροφορία αυτή δείχνει ότι το Μπενεβέντο το κατοικούσαν πριν τους Σαμνίτες οι Αύσονες.

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε ιστορικούς χρόνους πρώτοι κάτοικοι ήταν οι Σαμνίτες οι οποίοι ήταν το ισχυρότερο Ιταλικό φύλλο και έφερε σε δύσκολη θέση τους Ρωμαίους. Στους 2 πρώτους Σαμνίτικους Πολέμους δεν μπόρεσαν να τους κατακτήσουν, τα κατάφεραν μόνο με την λήξη του Γ΄ Σαμνίτικου Πολέμου. Το Μπενεβέντο βρισκόταν στην κατοχή των Ρωμαίων την εποχή που ο Πύρρος της Ηπείρου υπέστη συντριβή στην περιοχή μετά από μάχη (274 π.Χ.). Έξι χρόνια αργότερα οι Ρωμαίοι ίδρυσαν στην περιοχή αποικία για να εξασφαλίσουν τα Λατινικά δικαιώματα. Η πόλη πήρε τότε το όνομα "Μπενεβέντο", οι Ρωμαίοι άλλαξαν το προηγούμενο όνομα "Μαλεβέντο" επειδή στην γλώσσα τους μεταφραζόταν ως "κακή τύχη". Το όνομα "Μαλεβέντο" που χρησιμοποιούσαν οι Όσκοι και οι Σαμνίτες προερχόταν από τους "Μαλιείς" όπως προφερόταν η λέξη στην Αρχαία ελληνική γλώσσα. Με τον ίδιο τρόπο καταγράφτηκαν και άλλες πόλεις στην νότια Ιταλία όπως το Αγκριτζέντο από τον Ακράγαντα και ο Σελινούντας Σικελίας από την Σελινούς.[2] Σαν Ρωμαϊκή επαρχία το Μπενεβέντο έγινε μια εξαιρετικά εύφορη περιοχή, όταν ξέσπασε ο Β΄ Καρχηδονιακός Πόλεμος καταλήφθηκε πολλές φορές από τους Ρωμαίους, ήταν πολύτιμο χάρη στην γειτνίαση με την Καμπανία και το κάστρο του. Στην περιοχή του εξελίχθηκαν δύο σημαντικές φάσεις του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου που σημάδευσαν την εξέλιξη του. Στην πρώτη ο Ρωμαίος Ύπατος Τιβέριος Σεμπρόνιος Γράκχος συνέτριψε τον Αννίβα στην Μάχη του Μπενεβέντο (275 π.Χ.). Στην δεύτερη ο Ρωμαίος Ύπατος Κουίντος Φούλβιος Φλάκκος εισέβαλε στον στρατό των Καρχηδόνιων που ήταν πλούσιο σε σιτηρά και άλλες προμήθειες και το λεηλάτησε (212 π.Χ.).[3] Παρά το γεγονός ότι η περιοχή του Μπενεβέντο είχε καταστραφεί πολλές φορές από τις λεηλασίες των Καρχηδόνιων βρισκόταν ανάμεσα στις 18 μεγάλες Λατινικές αποικίες που προμήθευαν τους Ρωμαίους με στρατό και μέλι (209 π.Χ.).[4] Δεν υπάρχει καμιά καταγραφή για το Μπενεβέντο κατά την διάρκεια του Κοινωνικού Πολέμου, φαίνεται ότι γλύτωσε από τις καταστροφές που υπέστησαν το Σάμνιον και οι υπόλοιπες πόλεις. Με την λήξη της Ρωμαϊκής δημοκρατίας περιγράφεται σαν μια από τις πλουσιότερες και ακμάζουσες πόλεις της Ιταλικής χερσονήσου.[5]

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην Δεύτερη Τριανδρία η περιοχή μοιράστηκε ανάμεσα στους Βετεράνους, η πόλη επεκτάθηκε όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε ένα δεύτερο προάστειο το "Μοντεσάρκιο", ο Νέρων αργότερα πρόσθεσε την "Κονκόρντια". Στην Μπενεβέντο βρέθηκαν σημαντικές επιγραφές την εποχή που ήταν αυτοκράτορας ο Σεπτίμιος Σευήρος.[6] Ο πλούτος της πόλης φαίνεται από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις επιγραφές, ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη σε ολόκληρη την νότια Ιταλία μετά την Κάπουα. Η ευημερία της φαίνεται επίσης από την θέση της στην συμβολή των δύο μεγαλύτερων διακλαδώσεων της Βίας Αππίας, ο ένας οδηγούσε από το Αρίανο Ιρπίνο στην Απουλία και ο άλλος από το Αικούλανον στην Βενόσα και τον Τάραντα.[7] Ο Οράτιος περιγράφει με κολακευτικά λόγια το Μπενεβέντο στο ταξίδι του από την Ρώμη στο Μπρίντιζι).[8] Η πόλη δέχτηκε συχνές επισκέψεις αυτοκρατόρων όπως ο Νέρων, ο Τραϊανός και ο Σεπτήμιος Σεβήρος, έκαναν πολλές αφιερώσεις.[9] Για αυτούς τους λόγους η Ρωμαϊκή Σύγκλητος αποφάσισε να κατασκευαστεί στο Μπενεβέντο μια Θριαμβική αψίδα γνωστή ως Αψίδα του Τραϊανού, τα σχέδια της έκανε ο διάσημος αρχιτέκτονας Απολλόδωρος ο Δαμασκηνός (114). Η Αψίδα του Τραϊανού ανηγέρθη στα ίδια πρότυπα με την Αψίδα του Τίτου στο Ρωμαικό Φόρουμ με σκηνές από την ζωή του βασιλιά, τμήματα της βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Ακολούθησαν πολλοί αυτοκράτορες που έκαναν πολλές κατασκευές σε μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας και έδωσαν το όνομα τους για να το αποθανατίσουν. Την εποχή του Οκταβιανού Αυγούστου το Μπενεβέντο ανήκε στην περιφέρεια των Ιρπίνων, αργότερα ενσωματώθηκε στην Ιταλική Καμπανία. Η πόλη διατήρησε την σημασία της μέχρι την εποχή που ο Γότθος βασιλιάς Τωτίλας ισοπέδωσε τα τείχη της, ανοικοδομήθηκαν ωστόσο γρήγορα. Ο Παύλος ο Διάκονος την καταγράφει σαν πολύ πλούσια πόλη, περιγράφει αναλυτικά τόσο το Μπενεβέντο όσο και τις γύρω περιοχές.[10] Στο Μπενεβέντο γεννήθηκε τον 1ο αιώνα π.Χ. ο διάσημος Ρωμαίος ποιητής Λούσιους Ορμπίλιους Πούπιλλος, έζησε πολλά χρόνια στην γενέτειρα του πριν μετακινηθεί στην πρωτεύουσα. Πολλοί ανδριάντες του αναγέρθηκαν για να τον τιμήσουν με πολλές επιγραφές, σε πολλές από αυτές καταγράφεται το όνομα ενός άλλου ποιητή του Αιλιανού, πιθανότατα μόνο από τοπική λατρεία.[11]

Δουκάτο του Μπενεβέντο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα Ιταλικά βασίλεια περί το 1000

Λίγο μετά την καταστροφή των τειχών του Μπενεβέντο από τον Τωτίλα (545) η πόλη έγινε η έδρα του πανίσχυρου Δουκάτου της Λομβαρδίας.[12] Δεν είναι γνωστές οι συνθήκες με τις οποίες δημιουργήθηκε το Δουκάτο του Μπενεβέντο, οι Λομβαρδοί είχαν κατακτήσει την Κοιλάδα του Πάδου. Το Δουκάτο δημιουργήθηκε από τον Ζότο του Μπενεβέντο που ήταν ανεξάρτητος από τον Λομβαρδό βασιλιά. Ο διάδοχος του Ζότο από το Φριούλι Αρέχις Α΄ του Μπενεβέντο (πέθανε το 641) κατέλαβε την Κάπουα, τον Κρότωνα, την Αμάλφι, το Σαλέρνο αλλά δεν μπόρεσε να κατακτήσει την Νάπολη. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία διατήρησε μόνο την Νάπολη, την Αμάλφι, την Γκαέτα, το Σορρέντο και τις παραθαλλάσιες πόλεις της Απουλίας στην νότια Ιταλία. Ο βασιλιάς Λιουτπράνδος έκανε πολλές επεμβάσεις τοποθετώντας έναν υποψήφιο του για την διαδοχή, ο διάδοχος του Ράτχης ανακήρυξε ότι τα Δουκάτα του Σπολέτο και του Μπενεβέντο ήταν ξένες χώρες που απαγορευόταν το ταξίδι χωρίς βασιλική άδεια. Όταν κατέρρευσε το Λομβαρδικό βασίλειο (773) ο Αρέχις Β΄ του Μπενεβέντο έγινε πρίγκιπας της Φραγκίας, σε αποζημίωση παρέδωσε μερικές από τις περιοχές του στην Αγία Έδρα. Ο Σικονόλφος του Σαλέρνο, μικρότερος αδελφός του τελευταίου πρίγκιπα του Μπενεβέντο Σικάρδου που δολοφονήθηκε (839) έγινε ο πρώτος πρίγκιπας του Σαλέρνο (849). Το Μπενεβέντο καταγράφεται από έναν χρονικογράφο ως "Δεύτερη Παβία" μετά την απώλεια της Λομβαρδικής πρωτεύουσας. Το πριγκιπάτο του Σαλέρνο διατηρήθηκε πολύ λίγο επειδή ο Σικονόλφος πέθανε αμέσως μετά (849) και ο ανήλικος γιος του Σίκο του Σαλέρνο ανατράπηκε (853). Την περίοδο 891-895 το Μπενεβέντο κυβερνήθηκε ξανά από τους Βυζαντινούς.

Η ενωμένη Λομβαρδική κυριαρχία διατηρήθηκε μέχρι την εποχή που ο δούκας Πανδόλφος ο Σιδηροκέφαλος επεκτάθηκε από το Μπενεβέντο και την Παβία σε ολόκληρη την Νότια Ιταλία. Ο Όθων Α΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του έδωσε λίγο πριν τον θάνατο του τον Μάρτιο του 981 τον τίτλο του δούκα του Σπολέτου. Ο γιος και διάδοχος του Πανδόλφος Β΄ του Σαλέρνο έχασε ωστόσο τον τίτλο, τον ανέτρεψε ο Δούκας του Αμάλφι Μάνσο του Σαλέρνο και τον διαδέχθηκε με αυτοκρατορική αναγνώριση. Τις πρώτες δεκαετίες του 11ου αιώνα εμφανίστηκαν στην νότια Ιταλία δύο ακόμα Γερμανοί κυβερνήτες, ο Ερρίκος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατέκτησε την Καπούα και το Μπενεβέντο (1022) αλλά αποσύρθηκε μετά την αποτυχημένη πολιορκία της Τροίας. Τα ίδια αποτελέσματα είχε και ο Κορράδος Β΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μερικά χρόνια αργότερα (1038). Την ίδια εποχή τα κρατίδια του Μπενεβέντο, της Κάπουα και του Σαλέρνο βρέθηκαν συνεχώς σε εμφύλιες συγκρούσεις, τις εκμεταλλεύτηκαν οι Νορμανδοί που είχαν κατακτήσει την Νότια Ιταλία. Ο Ροβέρτος Γυισκάρδος κατέκτησε το Μπενεβέντο (1053), την κατάκτηση είχε εγκρίνει ο Ερρίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (1047) όταν του έκλεισαν τις πύλες ο Πανδόλφος Γ΄ του Μπενεβέντο και ο Λανδούλφος ΣΤ΄ του Μπενεβέντο. Οι πρίγκιπες αυτοί εκδιώχθηκαν από την πόλη και ανακλήθηκαν όταν ο πάπας απέτυχε να την υπερασπιστεί από τον Γυισκάρδο, η πόλη έπεσε στους Νορμανδούς (1077) και έγινε αργότερα παπική (1081)

Παπική κυριαρχία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καθεδρικός ναός του Μπενεβέντο

Το Μπενεβέντο πέρασε ειρηνικά στον Πάπα όταν ο Ερρίκος Γ΄ της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το παραχώρησε στον πάπα Λέων Θ΄ με αντάλλαγμα την παπική υποστήριξη στην ίδρυση της επισκοπής του Μπάμπεργκ (1053). Ο Λάντουλφ Β΄ αρχιεπίσκοπος του Μπενεβέντο προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις αλλά συμμάχησε με τους Νορμανδούς και εκθρονίστηκε δύο χρόνια αργότερα. Το Μπενεβέντο παρέμεινε η κύρια δύναμη της εξουσίας του πάπα στην νότια Ιταλία, κυβερνήθηκε με διορισμένους ρέκτορες μέχρι την χρονιά που ο Ναπολέων Α΄ το παραχώρησε στον υπουργό του Σαρλ-Μωρίς ντε Ταλλεϋράν-Περιγκόρ με τον τίτλο του πρίγκιπα (1806). Ο Ταλλεϋράν δεν μπόρεσε ποτέ να εξασκήσει πραγματική εξουσία στο Μπενεβέντο και η πόλη επέστρεψε στον πάπα (1815), κατόπιν εισήλθε στην Ιταλική ενοποίηση (1860).[13] Πολλοί πάπες επισκέφτηκαν το Μπενεβέντο, ο Πάπας Ονώριος Β΄ προσκάλεσε τον Ρογήρο Β΄ της Σικελίας για να συζητήσουν τους όρους ειρήνης (1128), ο ίδιος απέφυγε επειδή αισθανόταν ανασφάλεια. Οι δύο άντρες συναντήθηκαν ωστόσο στην γέφυρα του Μπενεβέντο, την επόμενη χρονιά οι κάτοικοι επαναστάτησαν εναντίον του πάπα και ο Ονώριος Β΄ κάλεσε τον Ρογήρο για βοήθεια.[14] Ο Αντίπαπας Ανάκλητος Β΄ δραπέτευσε από την Ρώμη στο Μπενεβέντο όταν άκουσε ότι ο αντίπαλος του Πάπας Ιννοκέντιος Β΄ πέτυχε την αναγνώριση στον βορρά.[15] Ο Ανάκλητος Β΄ αναγνώρισε τον Ρογήρο ως βασιλιά της Σικελίας και του παραχώρησε το δικαίωμα να στρατολογεί τους κατοίκους του Μπενεβέντο παρά το γεγονός ότι η πόλη ήταν παπική. Οι κάτοικοι αντέδρασαν έντονα στην κίνηση αυτή και αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στο νέο βασίλειο.[16] Ο Ροβέρτος Β΄ της Κάπουα κήρυξε εμφύλιο στον Ρογήρο Β΄, οι κάτοικοι του Μπενεβέντο συντάχθηκαν μαζί του και έδιωξαν τους οπαδούς του αντίπαπα από την πόλη.[17] Ο Μανφρέδος της Σικελίας έπεσε σε μάχη εναντίον του Καρόλου του Ανδεγαυού κοντά στην πόλη (1266), η μάχη έμεινε γνωστή ως Μάχη του Μπενεβέντο.[18]

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αψίδα του Τραιανού τον 18ο αιώνα

Με την Ιταλική ενοποίηση το Μπενεβέντο έγινε η πρωτεύουσα στην Επαρχία του Μπενεβέντο, περιείχε περιοχές από το διαλυμένο Βασίλειο των Δύο Σικελιών. Τις επόμενες δεκαετίες η πόλη γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, πέρα από την παραδοσιακή Γεωργία ιδιαίτερα στον καπνό και τα Δημητριακά οι κάτοικοι ασχολήθηκαν με την βιομηχανία, την υφαντουργία, την Ζαχαροπλαστική και την ξυλεία. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος το Μπενεβέντο στοχοποιήθηκε έντονα από την Συμμαχική Αεροπορία λόγω της θέσης του, βρισκόταν στον δρόμο που οδηγούσε από την Ρώμη στην Απουλία. Οι βομβαρδισμοί το καλοκαίρι του 1943 ήταν τόσο σκληροί που σκοτώθηκαν 2.000 άμαχοι και έμειναν άστεγοι άλλοι 18.000 σε έναν συνολικό πληθυσμό 40.000 κατοίκων.[19][20][21][22] Η μισή πόλη καταστράφηκε, ανάμεσα τους ο σιδηροδρομικός σταθμός και ο Καθεδρικός ναός που οικοδομήθηκε ξανά την δεκαετία του 1960.[23][24][25] Μετά από μια σύντομη κατοχή από τους Γερμανούς το Μπενεβέντο ελευθερώθηκε τελικά από τους Συμμάχους (2 Οκτωβρίου 1943). Έξι χρόνια αργότερα (2 Οκτωβρίου 1949) η πόλη επλήγη ξανά από μια φονική πλημμύρα. Από την δεκαετία του 1950 το Μπενεβέντο κυβερνήθηκε από φιλομοναρχικούς δημάρχους μέχρι την δεκαετία του 1990 που πέρασε στους Χριστιανοδημοκράτες. Η πόλη γνώρισε μεγάλη αύξηση πληθυσμού με την είσοδο νέων κατοίκων και μεγάλη οικοδομική ανάπτυξη στην οποία κυριάρχησε σε μεγάλο βαθμό η αναρχία.

Ιουδαίοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι επιγραφές δείχνουν ότι οι Εβραίοι ζούσαν στο Μπενεβέντο τουλάχιστον από τον 5ο αιώνα μ.Χ.[26][27] Τον 10ο αιώνα ο Ιουδαίος ταξιδιώτης Αχιμάας μπεν Φαλτί περιγράφει την Ιουδαϊκή κοινότητα του Μπενοβέντο μαζί με άλλες αντίστοιχες κοινότητες των πόλεων της νότιας Ιταλίας. Πολλοί συγγενείς του εγκαταστάθηκαν στην Γιεσιβά και μεγάλο μέρος της οικογένειας του διέμενε στο Μπενεβέντο.[28] Ο πρίγκιπας Λανδούλφος Δ΄ του Μπενεβέντο ύστερα από εντολή που έδωσε ο Πάπας Αλέξανδρος Β΄ ανάγκασε μεγάλο τμήμα των Ιουδαίων να στραφούν στον χριστιανισμό.[29] Όταν ο Ιουδαίος ταξιδιώτης Βενιαμίν της Τουδέλα επισκέφτηκε την περίοδο (1159 - 1165) το Μπενεβέντο κατέγραψε 200 Ιουδαϊκές οικογένειες που ζούσαν.[30][31] Με παπική εντολή οι Ιουδαίοι του Μπενεβέντο δεν εκδιώχθηκαν όπως έγινε με τις υπόλοιπες πόλεις της νότιας Ιταλίας (1541).[32] Αργότερα με εντολή του πάπα Παύλου Δ΄ εκδιώχθηκαν και από το Μπενεβέντο (1569).[33] Τον επόμενο αιώνα (1617) η Ιουδαϊκή κοινότητα πήρε άδεια να εγκατασταθεί ξανά στην πόλη αλλά 13 χρόνια αργότερα εκδιώχθηκαν ξανά με την κατηγορία ότι δηλητηρίασαν τα πηγάδια.[34] Από τότε οι οργανωμένες Εβραϊκές κοινότητες απουσίαζαν από το Μπενεβέντο.[35] Οι Εβραίοι με εξαίρεση το Ισραήλ ζούσαν ανοργάνωτα στις πόλεις με τους υπόλοιπους πληθυσμούς, σποραδικά δέχτηκαν ρατσιστικές επιθέσεις.[36][37]

Μνημεία και αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικά μνημεία της πόλης είναι:

  • Η Αψίδα του Θριάμβου προς τιμήν του αυτοκράτορα Τραϊανού.
  • Η εκκλησία της Αγίας Σοφίας, του 760 μ.Χ., η οποία διαθέτει και στοιχεία Μπαρόκ λόγω μεγάλων καταστροφών που υπέστη με τον σεισμό του 1688.
  • Ο Καθεδρικός Ναός αφιερωμένος στην Παναγία.
  • Το κάστρο της πόλης γνωστό και ως Κάστρο των Ιερέων ή Ρόκα ντέι Ρεττόρι (ιταλικά: Rocca dei Rettori).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Gaius Julius Solinus 2. § 10; Steph. B. s. v.; Procop. B. G. i. 15
  2. James Millingen, Numnismatique de l'Italie, σ. 223
  3. Τίτος Λίβιος, 22. 13; 24. 14, 16 ; 25. 13, 14, 15, 17
  4. Τίτος Λίβιος, 27.10
  5. Appian, B.C. iv. 3; Strabo v. σ. 250
  6. Appian. l. c.; Lib. Colon. σσ. 231, 232; Inscr. ap. Romanelli, vol. ii. σσ. 382, 384; Orell. Inscr. 128, 590
  7. Στράβων ΣΤ΄. σ. 283
  8. Sat. i. 5, 71
  9. Τάκιτος, Ann. xv. 34
  10. Procop. B. G. iii. 6; P. Diac. ii. 20; De Vita, Antiq. Benev. σσ. 271, 286
  11. Suet. Gram. 9; Orell. Inscr. 1178, 1185
  12. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Benevento". Encyclopædia Britannica. Τομ. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 727–728
  13. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Benevento". Encyclopædia Britannica. Τομ. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 727–728
  14. Matthew, Donald (1992). The Norman Kingdom of Sicily. Cambridge University Press. σ. 32
  15. Matthew, Donald (1992). The Norman Kingdom of Sicily. Cambridge University Press. σσ. 34–35
  16. Matthew, Donald (1992). The Norman Kingdom of Sicily. Cambridge University Press. σσ. 36–37
  17. Matthew, Donald (1992). The Norman Kingdom of Sicily. Cambridge University Press. σσ. 42-43
  18. Chisholm, Hugh, ed. (1911). "Benevento". Encyclopædia Britannica. Τομ. 3 (11th ed.). Cambridge University Press. σσ. 727–728
  19. https://www.researchgate.net/publication/337474421_Il_Sannio_sotto_le_bombe_Le_incursioni_aeree_sulla_provincia_di_Benevento_durante_la_Seconda_guerra_mondiale
  20. https://www.ilquaderno.it/-quot;1943-quot;-una-mostra-sui-bombardamenti-che-colpirono-benevento-123345.html
  21. https://ricerca.repubblica.it/repubblica/archivio/repubblica/2009/09/13/benevento-43.html
  22. http://www.ntr24.tv/2015/08/21/a-benevento-unarea-intitolata-alle-2mila-vittime-dei-bombardamenti-americani-del-43/
  23. http://www.gazzettabenevento.it/Sito2009/dettagliocomunicato.php?Id=61337
  24. http://www.canale58.com/articolo/sannio/12/bombe-su-benevento-gli-orrori-del-settembre-1943/31293
  25. Siegmund, Albador Daniel. "I bombardamenti su Benevento nel 1943 in cinque fotografie aeree dei "National Archives" di Washington in: Samnium LXXIX (2006), S. 229 - 243"
  26. https://www.jewishvirtuallibrary.org/benevento
  27. http://www.byzantinejewry.net/applications/mjcb/show_evidence_details.php?evidence_id=287
  28. Bonfil, Robert (2009). History and Folklore in a Medieval Jewish Chronicle. Leiden: Brill. σ. 74
  29. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιουνίου 2014. Ανακτήθηκε στις 21 Μαρτίου 2023. 
  30. http://jewishencyclopedia.com/articles/2939-benevento
  31. Patai, Jennifer (1989). The Myth of the Jewish Race. Detroit: Wayne State University Press. σ. 44
  32. https://www.jewishvirtuallibrary.org/benevento
  33. https://www.jewishvirtuallibrary.org/benevento
  34. https://www.jewishvirtuallibrary.org/benevento
  35. The Johns Hopkins University Press. 32: 43–63
  36. https://web.archive.org/web/20141028200312/http://antisemitism.org.il/article/83571/swastikas-were-painted-store-ancient-city-benevento
  37. https://web.archive.org/web/20131212031330/http://www.ntr24.tv/it/news/cronaca/benevento-via-iii-settembre-svastiche-su-un-negozio-del-centro-storico.html

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bozza, Francesco (2014). L'antistoria nell'area del medio biferno: Ricostruzioni di cornici per le inquadrature di storia molisana
  • von Falkenhausen, Vera (1983). "I Longobardi meridionali". In Giuseppe Galasso (ed.). Il Mezzogiorno dai Bizantini a Federico II. Turin: UTET. pp. 251–364.
  • Cilento, Nicola (1971). Italia meridionale longobarda. Milan-Naples: Ricciardi.
  • Henzen, Tab. Aliment. Baebian, p. 93-108; Mommsen, Topogr. degli Irpini.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]