Μαρία της Ουγγαρίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαρία της Ουγγαρίας
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Mária (Ουγγρικά) και Marija (Κροατικά)
Γέννηση14  Απριλίου 1371
Βούδα
Θάνατος17  Μαΐου 1395[1]
Βούδα
Αιτία θανάτουτοκετός
Συνθήκες θανάτουθανατηφόρο δυστύχημα
Τόπος ταφήςCathedral Basilica of St. Mary
Χώρα πολιτογράφησηςΠολωνία
Ουγγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Μητρική γλώσσαΟυγγρικά
Ομιλούμενες γλώσσεςΟυγγρικά
Κροατικά
Πολωνικά
λατινική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταμονάρχης
πολιτικός
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/Κίνημαpolitician before the emergence of political parties
Οικογένεια
ΣύζυγοςΣιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (από 1385)[2]
ΤέκναΛουξεμβούργιος Ν., Πρίγκηπας της Ουγγαρίας
ΓονείςΛουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας και Ελισάβετ της Βοσνίας
ΑδέλφιαΑικατερίνη της Ουγγαρίας
Γιάντβιγκα της Πολωνίας
ΟικογένειαΟίκος των Καπετιδών-Ανζού
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαβασιλιάς της Ουγγαρίας (1382–1385)
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Μαρία, ουγγρ. Anjou Mária (1371 - 17 Μαΐου 1395) από τον Οίκο των Καπετιδών-Ανζού ήταν βασίλισσα της Ουγγαρίας και με τον γάμο της έγινε βασίλισσα της Βοημίας & Γερμανίας. Ο σύζυγός της Σιγισμούνδος έγινε έτσι βασιλιάς και της Ουγγαρίας.

Η Μαρία, γνωστή και ως Μαρία του Ανζού (ουγγρικά: Anjou Mária, κροατικά: Marija Anžuvinska, Πολωνικά: Maria Andegaweńska, 1371 – 17 Μαΐου 1395), ήταν Βασίλισσα της Ουγγαρίας και της Κροατίας (επισήμως «βασιλιάς») μεταξύ 1382 και 1385 και από το 1386 μέχρι τον θάνατό της. Ήταν κόρη του Λουδοβίκου του Μεγάλου, βασιλιά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, και της συζύγου του Ελισάβετ της Βοσνίας. Ο γάμος της Μαρίας με τον Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου, μέλος της αυτοκρατορικής ομώνυμης δυναστείας, είχε ήδη αποφασιστεί πριν από τα πρώτα της γενέθλια. Μια αντιπροσωπεία Πολωνών ιερέων και αρχόντων επιβεβαίωσε το δικαίωμά της να διαδεχθεί τον πατέρα της στην Πολωνία το 1379.

Η Μαρία στέφθηκε «βασιλιάς» της Ουγγαρίας στις 17 Σεπτεμβρίου 1382, επτά ημέρες μετά τον θάνατο του Λουδοβίκου του Μεγάλου. Η μητέρα της, που ανέλαβε την αντιβασιλεία, απάλλαξε τους Πολωνούς ευγενείς από τον όρκο πίστης τους στη Μαρία υπέρ της μικρότερης αδερφής της Γιαντβίγκα, στις αρχές του 1383. Η ιδέα μιας γυναίκας μονάρχη παρέμενε μη δημοφιλής μεταξύ των Ούγγρων ευγενών, η πλειοψηφία των οποίων θεωρούσε νόμιμο βασιλιά τον μακρινό ξάδερφό της Κάρολο Γ' της Νάπολης. Για να ενισχύσει τη θέση της Μαρίας η βασιλομήτωρ ήθελε να παντρευτεί τον Λουδοβίκο, μικρότερο αδερφό του Καρόλου ΣΤ΄ της Γαλλίας. Ο αρραβώνας τους ανακοινώθηκε τον Μάιο του 1385.

Ο Κάρολος Γ' της Νάπολης αποβιβάστηκε στη Δαλματία τον Σεπτέμβριο του 1385. Ο Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου εισέβαλε στην Άνω Ουγγαρία (σημερινή Σλοβακία), αναγκάζοντας τη βασιλομήτωρ να του δώσει να παντρευτεί τη Μαρία τον Οκτώβριο. Ωστόσο δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν τον Κάρολο να εισέλθει στη Βούδα. Αφού η Μαρία αποκήρυξε τον θρόνο, ο Κάρολος στέφθηκε βασιλιάς στις 31 Δεκεμβρίου 1385, αλλά δολοφονήθηκε με παρότρυνση της μητέρας της Μαρίας τον Φεβρουάριο του 1386. Η Μαρία αποκαταστάθηκε στον θρόνο αλλά οι υποστηρικτές του δολοφονημένου βασιλιά αιχμαλώτισαν την ίδια και τη μητέρα της στις 25 Ιουλίου. Η Βασίλισσα Ελισάβετ δολοφονήθηκε τον Ιανουάριο του 1387, αλλά η Μαρία απελευθερώθηκε στις 4 Ιουνίου 1387. Η Μαρία παρέμεινε επίσημα συγκυβερνήτης με τον Σιγισμούνδο, που εν τω μεταξύ είχε στεφθεί βασιλιάς, αλλά η επιρροή της στην κυβέρνηση ήταν ελάχιστη. Αυτή και ο πρόωρα γεννημένος γιος της πέθαναν όταν έπεσαν από το άλογό της κατά τη διάρκεια ενός κυνηγετικού ταξιδιού.

Παιδική ηλικία (1371–1382)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρία γεννήθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 1371 από τον Λουδοβίκο τον Μέγα, βασιλιά της Ουγγαρίας και της Πολωνίας, και τη δεύτερη σύζυγό του Ελισάβετ της Βοσνίας.[3][4] Ήταν η δεύτερη κόρη των γονιών της.[4] Ήταν άτεκνοι για πάνω από μια δεκαετία πριν γεννηθεί η μεγαλύτερη αδερφή της Mαρίας Αικατερίνη, το 1370.[4][5] Η Mαρία και η Αικατερίνη απέκτησαν άλλη μια αδελφή, τη Γιαντβίγκα, το 1374.[5][6]

Δεδομένου ότι ο Λουδοβίκος δεν είχε γιους η προσδοκία ότι θα κληροδοτούσε την Ουγγαρία, την Πολωνία, και τις αξιώσεις του για το Βασίλειο της Νάπολης και την Προβηγκία στις κόρες του, τις έκαναν περιζήτητες νύφες για τα μέλη των ευρωπαϊκών βασιλικών οικογενειών.[5] Πριν από τα πρώτα γενέθλια της Μαρίας, ο πατέρας της έδωσε μια υπόσχεση στον Κάρολο Δ', Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι η Μαρία θα παντρευόταν τον δεύτερο γιο του, Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου.[4][7] Ο Λουδοβίκος επικύρωσε την υπόσχεσή του με μια πράξη τον Ιούνιο του 1373.[4][8] Η Μαρία και ο Σιγισμούνδος είχαν στενή συγγένεια, επειδή η γιαγιά της από τον πατέρα της Ελισάβετ της Πολωνίας ήταν αδελφή του προπάππου του, Καζίμιρ Γ΄ της Πολωνίας.[4] Ο Πάπας Γρηγόριος ΙΑ΄ εξέδωσε την απαραίτητη απαλλαγή για τον γάμο τους στις 6 Δεκεμβρίου 1374.[9] Οι κορυφαίοι Ούγγροι και Πολωνοί άρχοντες επικύρωσαν την υπόσχεση του Λουδοβίκου για τον γάμο της Μαρίας και του Σιγισμούνδου στις 14 Απριλίου 1375.[4]

Woman handing a sarcophagus to a saint with her three daughters kneeling in front of her
Η Μαρία προσεύχεται με τις αδερφές της ενώ η μητέρα τους προσφέρει μια ξύλινη σαρκοφάγο στον Άγιο Συμεών

Η μεγαλύτερη αδερφή της Μαρίας Αικατερίνη, που είχε αρραβωνιαστεί τον Λουδοβίκο της Γαλλίας, πέθανε στα τέλη του 1378.[5][10] Ο Λουδοβίκος ο Μέγας επιβεβαίωσε την προηγούμενη υπόσχεσή του για τον γάμο της Μαρίας και του Σιγισμούνδου προς τον αδερφό του Σιγισμούνδου Βεντσεσλάβο, Βασιλιά της Γερμανίας,, στο Ζόλιομ (σήμερα Zβόλεν της Σλοβακίας) το 1379.[10][11] Ο Λουδοβίκος και ο Βεντσεσλάβος συμφώνησαν επίσης ότι θα αναγνώριζαν τον Ουρβανό ΣΤ΄ ως νόμιμο πάπα εναντίον του Κλήμη Ζ΄.[10] Η Μαίρη αρραβωνιάστηκε επίσημα τον Σιγισμούνδο στο Νάγκισομπατ (σήμερα Τρνάβα της Σλοβακίας) την ίδια χρονιά.[11][7] Ο Σιγισμούνδος, που εν τω μεταξύ είχε γίνει Μαργράβος του Βρανδεμβούργου,[12] ήρθε στην Ουγγαρία.[13]

Ο Λουδοβίκος κάλεσε τους Πολωνούς ιεράρχες και άρχοντες στην Κάσα (σήμερα Κόσιτσε της Σλοβακίας) τον Σεπτέμβριο του 1379, πείθοντάς τους να αναγνωρίσουν το δικαίωμα της Μαρίας να τον διαδεχθεί στην Πολωνία.[7][14] Ο σύγχρονός του Γιαν του Τσάρνκουφ, που ήταν προκατειλημμένος εναντίον του Λουδοβίκου, κατέγραψε ότι οι Πολωνοί υποχώρησαν στην απαίτηση του μονάρχη μόνο όταν τους εμπόδισε να φύγουν από την πόλη κλείνοντας τις πύλες της..[7][15] Σε μια συνάντηση με τον Λεοπόλδο Γ', Δούκα της Αυστρίας στις αρχές του 1380 ο Λουδοβίκος άφησε να εννοηθεί έντονα ότι θα κληροδοτούσε την Ουγγαρία στη μικρότερη κόρη του Γιαντβίγκα, που είχε αρραβωνιαστεί τον γιο του Λεοπόλδου Γ' Γουλιέλμο.[16] Μετά από απαίτηση του Λουδοβίκου μια αντιπροσωπεία των Πολωνών ευγενών απέτισε πάλι φόρο τιμής στον Σιγισμούνδο και τη Μαρία στις 25 Ιουλίου 1382.[17] Σύμφωνα με τον ιστορικό Οσκαρ Χάλετσκι ο Λουδοβίκος ήθελε να μοιράσει τα βασίλειά του στις δύο κόρες του, [18] αλλά ο Παλ Ενγκελ και ο Κλοντ Μισώ γράφουν ότι ο άρρωστος βασιλιάς ήθελε να κληροδοτήσει τόσο την Ουγγαρία όσο και την Πολωνία στη Mαρία και τον Σιγισμούνδο.[7][19]

Βασιλεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια (1382–1384)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελισάβετ και η Μαρία θρηνώντας στον τάφο του Λουδοβίκου Α', του Σάντορ Λίτσεν-Μάγιερ, 1864

Ο Λουδοβίκος ο Μέγας πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 1382.[20] Ο Καρδινάλιος Δημήτριος, Αρχιεπίσκοπος του Έστεργκομ, έστεψε τη Μαρία «βασιλιά» με το Ιερό Στέμμα της Ουγγαρίας στο Σέκεσφεχερβαρ στις 17 Σεπτεμβρίου, μια ημέρα μετά την ταφή του πατέρα της.[3][21] Ο τίτλος της Μαρίας και η γρήγορη στέψη της απουσία του αρραβωνιαστικού της Σιγισμούνδου δείχνουν ότι η μητέρα της και οι υποστηρικτές της ήθελαν να τονίσουν τo ρόλο της Μαρίας ως μονάρχη και να αναβάλουν ή ακόμα και να εμποδίσουν τη στέψη του Σιγισμούνδου.[22]

Την αντιβασιλεία ανέλαβε η βασιλομήτωρ Ελισάβετ. Ο Παλατίνος (Πρωθυπουργός) Νίκολας Γκαράι και ο Καρδινάλιος Δημήτριος έγιναν οι κύριοι σύμβουλοί της.[21] Οι περισσότεροι βαρόνοι του Λουδοβίκου διατήρησαν τα αξιώματά τους. Η βασιλομήτωρ απέλυσε μόνο τον Γεώργιο Τσούνταρ και τον αδελφό του Πέτρο, βοεβόδα της Ρουθηνίας.[23]Σύμφωνα με τον ιστορικό του 15ου αιώνα Γιαν Ντουούγκος οι αδελφοί Τσούνταρ παρέδωσαν οχυρά στους Λιθουανούς, που τους είχαν «δωροδοκήσει βαριά».[24] them.[25] Η βασιλομήτωρ Ελισάβετ φυλάκισε τον Πέτρο Τσούνταρ την 1η Νοεμβρίου. Στα έγγραφά της αναφέρεται μόνο ότι «ήταν προφανώς άπιστος» χωρίς να διευκρινίζονται οι λόγοι της σύλληψής του.[26]

Όλοι τα βασιλικά έγγραφα που εκδόθηκαν κατά τους πρώτους έξι μήνες της βασιλείας της Μαρίας τόνιζαν ότι είχε κληρονομήσει νόμιμα το στέμμα του πατέρα της.[23] Ωστόσο οι περισσότεροι Ούγγροι ευγενείς ήταν σθεναρά αντίθετοι με την ίδια την ιδέα μιας γυναίκας μονάρχη.[21]Θεωρούσαν τον Κάρολο Γ' της Νάπολης νόμιμο διάδοχο του Λουδοβίκου του Μεγάλου, επειδή ο Κάρολος ήταν ο τελευταίος άρρεν απόγονος του Οίκου των Καπετιδών-Ανζού.[21][27] Ο Κάρολος δεν μπορούσε να διεκδικήσει ανοιχτά την Ουγγαρία, επειδή ο αντίπαλός του για το Βασίλειο της Νάπολης Λουδοβίκος Α', Δούκας του Ανζού – που ήταν θείος του Κάρολου ΣΤ΄ της Γαλλίας – είχε εισβάλει στη Νότια Ιταλία το προηγούμενο έτος.[28][29]

Ευγενείς από τη Μείζωνα Πολωνία προσφέρθηκαν να αποτίσουν φόρο τιμής είτε στη Mαρία είτε στη Γιαντβίγκα σε μια συνάντηση στο Ραντόμσκο στις 25 Νοεμβρίου, αλλά όρισαν ότι η βασίλισσα και ο σύζυγός της έπρεπε να ζήσουν στην Πολωνία.[28] Η συνέλευση των ευγενών της Ελάσσονος Πολωνίας ενέκρινε παρόμοιο ψήφισμα στη Βίσλιτσα στις 12 Δεκεμβρίου.[30] Στην τελευταία περίπτωση, ανταποκρινόμενοι στην απαίτηση της Βασίλισσας Ελισάβετ, οι ευγενείς υποσχέθηκαν επίσης ότι δεν θα αποτίσουν φόρο τιμής σε κανέναν άλλο εκτός από τη Μαρία ή τη Γιαντβίγκα.[30][31] Ο αρραβωνιαστικός της Μαρίας Σιγισμούνδο, που είχε μείνει στην Πολωνία, επέστρεψε στην Ουγγαρία.[31] Ο Μπότζαντα, Αρχιεπίσκοπος του Γκνιέζνο, η οικογένεια Νάουεντς και οι σύμμαχοί τους στη Μείζωνα Πολωνία υποστήριζαν ένα γηγενή πρίγκιπα, τον Σιεμόβιτ Δ΄ της Μαζοβίας.[30] Για να αποφύγει έναν εμφύλιο πόλεμο[21] η Βασίλισσα Ελισάβετ έστειλε απεσταλμένους στην επόμενη συνέλευση των Πολωνών ευγενών, που συνήλθε στο Σιέρατς στα τέλη Φεβρουαρίου 1383.[32] Οι απεσταλμένοι της απάλλαξαν τους Πολωνούς από τον όρκο πίστης τους του 1382 στη Μαρία στις 28 Μαρτίου, ανακοινώνοντας ότι η βασιλομήτωρα θα έστελνε τη μικρότερη κόρη της Γιαντβίγκα στην Πολωνία.[32][33]

Two sides of a seal: a crowned woman sitting on a throne and a coat-of-arms depicting a double cross
Η βασιλική σφραγίδα της Μαρίας

Ο Ιωάννης της Πάλισνα, ηγούμενος της Μονής της Βράνας, εξεγέρθηκε ανοιχτά ενάντια στην κυριαρχία της Μαρίας και της μητέρας της την άνοιξη του 1383.[33][34][35] Οι βασίλισσες έκαναν τον Στέφανο Λάκφι Μπαν της Κροατίας.[28] Ο βασιλικός στρατός εισέβαλε στην Κροατία και πολιόρκησε τη Βράνα, αναγκάζοντας τον Ιωάννη της Πάλισνα να καταφύγει στη Βοσνία.[33][34] Οι υπερασπιστές της Βράνας παραδόθηκαν στη Μαρία, που ήταν παρούσα κατά την πολιορκία μαζί με τη μητέρα της, στις 4 Νοεμβρίου.[31] Για να ενισχύσει τη θέση της Μαρίας εναντίον του Καρόλου της Νάπολης η Βασίλισσα Ελισάβετ έστειλε απεσταλμένους της στη Γαλλία και άρχισε τις διαπραγματεύσεις για τον γάμο της Μαρίας με τον μικρότερο αδερφό του Καρόλου ΣΤ΄ της Γαλλίας Λουδοβίκο, που είχε αρραβωνιαστεί κάποτε την αδελφή της Μαρίας Αικατερίνης.[36] Η Μαρία και η βασιλομήτωρ έφυγαν από την Κροατία και τη Σλαβονία μόνο στις αρχές του επόμενου έτους.[37] Η Βασίλισσα Ελισάβετ αντικατέστησε τον Στέφανο Λάκφι με τον Τόμας Σέντγκεργκι, που έλαβε δρακόντεια μέτρα για να βάλει τέλος σε μια συνωμοσία εναντίον των βασίλισσων στο Ζάνταρ τον Μάιο του 1384.[38]

Αν και η τελευταία Δίαιτα πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1350, οι βασίλισσες συγκαλούσαν δίαιτες για να αντιμετωπίσουν τα παράπονα των ευγενών. Η Μαρία στις 22 Ιουνίου 1384 επικύρωσε τα διατάγματα του πατέρα της του 1351 που συνόψιζαν τα προνόμια των ευγενών.[28] Οι διαπραγματεύσεις για τον γάμο της Μαρίας στη Γαλλία προκάλεσαν νέα ρήξη στους Ούγγρους ευγενείς, επειδή οι Λάκφι, ο Νίκολας Ζάμπο και ο Νίκολας Σέτσι και άλλοι ανώτατοι αξιωματικοί, που είχαν διοριστεί επί της βασιλείας του Λουδοβίκου του Μεγάλου, συνέχισαν να υποστηρίζουν τον αρραβωνιαστικό της Μαρίας Σιγισμούνδο, σύμφωνα με με τη διαθήκη του Λουδοβίκου του Μεγάλου.[39] Η βασιλομήτωρ τους αντικατέστησε με τους υποστηρικτές του Νίκολας Γκάραϊ τον Αύγουστο του 1384.[40] Οι ιεράρχες ήταν επίσης αντίθετοι με τον γάμο στη Γαλλία, επειδή οι Γάλλοι υποστήριζαν τον Κλήμη Ζ΄, που ο ουγγρικός κλήρος θεωρούσε αντίπαπα.[41] Η αδερφή της Μαρίας Γιαντβίγκα πήγε στην Πολωνία όπου στέφθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1384.[20][42] Ο καρδινάλιος Δημήτριος, που την είχε συνοδεύσει στην Πολωνία, απουσίαζε από την αυλή των βασιλισσών μέχρι την επιστροφή του στην Ουγγαρία[43] και η βασιλική κυβέρνηση δεν μπορούσε να λειτουργήσει σωστά κατά τη διάρκεια της απουσίας του, επειδή ήταν ο φύλακας της βασιλικής σφραγίδας.[43]

Η απειλή της Νάπολης (1384–1385)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λουδοβίκος Α' του Ανζού πέθανε στις 10 Σεπτεμβρίου 1384, επιτρέποντας στον αντίπαλό του, Κάρολο Γ' της Νάπολης, να σταθεροποιήσει την κυριαρχία του στη Νότια Ιταλία κατά τους επόμενους μήνες.[44][40]Η εδραίωση της θέσης του Καρόλου Γ' στη Νάπολη συνέβαλε επίσης στη συγκρότηση ενός κόμματος ευγενών που υποστήριξε τις αξιώσεις του για την Ουγγαρία.[40][45] Ο Ιβαν Χόρβατ, Μπαν της Μάτσβα, και ο αδερφός του Παλ, Επίσκοπος του Ζάγκρεμπ, ήταν οι ηγετικές φυσιογνωμίες του κινήματός τους.[46] Ο Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου προσπάθησε να πείσει τη βασιλομήτωρα να συναινέσει για τον γάμο του με τη Μαρία, αλλά εκείνη αρνήθηκε, και μετά από αυτό[47]έφυγε από την Ουγγαρία στις αρχές του 1385.[37]

Οι βασίλισσες και οι υποστηρικτές τους ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης, αλλά δεν επετεύχθη συμφιλίωση στη συνάντησή τους στην Πόζεγκα την άνοιξη του 1385.[48][49] Μετά την άφιξη μιας γαλλικής αντιπροσωπείας στην Ουγγαρία τον Μάιο του 1385 η Μαρία αρραβωνιάστηκε τον Λουδοβίκο της Γαλλίας, που στη συνέχεια υπέγραψε τις επιστολές του ως «Λουδοβίκο της Γαλλίας, βασιλιάς της Ουγγαρίας», σύμφωνα με τον Ζαν Φρουασάρ.[50] Τον ίδιο μήνα η βασιλομήτωρ απέλυσε τον Στέφανο Λάκφι, κατηγορώντας τον για εσχάτη προδοσία. Έστειλε επίσης επιστολές στο Ζάγκρεμπ και σε άλλα μέρη του βασιλείου, απαγορεύοντας στους ντόπιους κατοίκους να υποστηρίξουν τον Λάκφι, τον Νίκολας Σέτσι, τον επίσκοπο Παλ Χόρβατ και τους συγγενείς τους.[51] Ο Ιβαν και ο Παλ Χόρβατ και οι σύμμαχοί τους πρόσφεραν επίσημα το στέμμα στον Κάρολο Γ' της Νάπολης και τον προσκάλεσαν στην Ουγγαρία τον Αύγουστο.[37][52] Τον ίδιο μήνα η Μαρία επικύρωσε την απόκτηση του Κότορ στη Δαλματία από τον Τβρτκο Α΄ της Βοσνίας.[53] Ο Σιγισμούνδος εισέβαλε στην Άνω Ουγγαρία, συνοδευόμενος από τους ξαδέρφους του, Ιάκωβο και Προκόπιο της Μοραβίας, και κατέλαβε την κομητεία Πόζονι.[37][40] Η βασιλομήτωρ αντικατέστησε τον Νίκολας Γκάραϊ με τον Νίκολας Σέτσι και έκανε τον Στέφανο Λάκφι βοεβόδα της Τρανσυλβανίας και τον Νίκολας Ζάμπο κύριο του θησαυροφυλακίου.[54]

Ο Κάρολος Γ' της Νάπολης αποβιβάστηκε στο Σένι της Δαλματίας τον Σεπτέμβριο του 1385 και βάδισε προς το Ζάγκρεμπ.[53] Ο Σιγισμούνδος του Λουξεμβούργου ήρθε στη Βούδα και έπεισε τη βασιλομήτωρα να δώσει τη συγκατάθεσή της για τον γάμο του με τη Μαρία.[53][40] Ο γάμος έγινε στη Βούδα τον Οκτώβριο, αλλά ο Σιγισμούνδος δεν στέφθηκε βασιλιάς και δεν έλαβε καμία κυβερνητική αρμοδιότητα.[40][55] Η βασιλομήτωρ συγκάλεσε μια νέα δίαιτα και η Μαρία επιβεβαίωσε τις ελευθερίες των ευγενών, αλλά η εξουσία των βασιλισσών παρέμεινε αντιδημοφιλής.[55] Ο Σιγισμούνδος άφησε τη Βούδα και παραχώρησε τα εδάφη δυτικά του ποταμού Βαγκ στα ξαδέλφια του από τη Μοραβία. Ο Κάρολος της Νάπολης είχε φύγει εν τω μεταξύ από το Ζάγκρεμπ, δηλώνοντας ότι ήθελε να αποκαταστήσει την ειρήνη και τη δημόσια τάξη στην Ουγγαρία.[55]

Η βασιλεία του Καρόλου (1385–1386)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ελισάβετ και η Μαρία παρευρίσκονται στη στέψη του Καρόλου, του Γιόζεφ Μόλναρ, π. 1880

Πολλοί ευγενείς ενώθηκαν με τον Κάρολο της Νάπολης που βάδισε προς τη Βούδα.[56] Η Μαρία και η μητέρα της τον υποδέχτηκαν πανηγυρικά πριν φτάσει στη Βούδα και μπήκε στην πρωτεύουσα με την παρέα των δύο βασιλισσών στις αρχές Δεκεμβρίου του 1385.[57][58] Η Μαρία απαρνήθηκε το στέμμα χωρίς αντίσταση στα μέσα Δεκεμβρίου από φόβο ότι ο Κάρολος θα τη σκότωνε.[57] Ο Κάρολος υιοθέτησε αρχικά τον τίτλο του κυβερνήτη, αλλά η Δίαιτα τον εξέλεξε βασιλιά[59] και στέφθηκε βασιλιάς της Ουγγαρίας στο Σέκεσφεχερβαρ στις 31 Δεκεμβρίου.[20] Σύμφωνα με τον σύγχρονό του Λορέντσο ντε Μονάτσις η Μαρία και η μητέρα της, που παραυρέθηκαν στη στέψη του Καρόλου, επισκέφτηκαν κατά τη διάρκεια της τελετής τον τάφο του Λουδοβίκου του Μεγάλου, όπου ξέσπασαν σε κλάματα εξαιτίας της κακής μοίρας τους.[59]

Ο Κάρολος επέτρεψε στη Μαρία και τη μητέρα της να συνεχίσουν να ζουν στο βασιλικό παλάτι στη Βούδα.[60] Η βασίλισσα Ελισάβετ και ο Νίκολας Γκάραϊ αποφάσισαν να απαλλαγούν από τον Κάρολο.[61][62][63] Έπεισαν τον Μπλες Φόργκας, υψηλό αξιωματούχο, να συνεργασθεί, τάζοντάς του την κυριαρχία του Γκίμες (σήμερα Γέλενετς της Σλοβακίας) αν δολοφονούσε τον βασιλιά.[64] Μετά από αίτημα της Βασίλισσας Ελισάβετ ο Κάρολος επισκέφτηκε αυτή και την κόρη της στις 7 Φεβρουαρίου 1386.[64] Κατά τη συνάντηση αυτή ο Μπλες Φόργκας επιτέθηκε στον βασιλιά, τραυματίζοντάς τον σοβαρά στο κεφάλι.[64][65] Ο τραυματισμένος βασιλιάς Κάρολος μεταφέρθηκε στο Βίσεγκραντ όπου πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου.[61]

Αποκατάσταση και αιχμαλωσία (1386–1387)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Μαρία αποκαταστάθηκε στον θρόνο, με τη μητέρα της να κυβερνά στο όνομά της.[63] Η βασιλομήτωρ ενημέρωσε τους πολίτες του Κιόσεγκ ήδη στις 14 Φεβρουαρίου ότι «η Βασίλισσα Μαρία είχε ανακτήσει το Ιερό Στέμμα».[66] Ωστόσο οι αδελφοί Χόρβατ εξεγέρθηκαν ανοιχτά υπέρ του δολοφονημένου γιου του βασιλιά, Λαδίσλαου της Νάπολης.[67] Ο σύζυγος της Mαρίας Σιγισμούνδος και ο αδελφός του Βεντσέσλαος εισέβαλαν στην Άνω Ουγγαρία τον Απρίλιο.[20] Μετά από εβδομάδες διαπραγματεύσεων οι βασίλισσες αναγνώρισαν τη θέση του Σιγισμούνδου ως συζύγου με μια συνθήκη που υπογράφηκε στο Γκιέρ στις αρχές Μαΐου.[61][68] Επικύρωσαν επίσης την παραχώρηση από τον Σιγισμούνδο των εδαφών δυτικά του Βαγκ στον Ιάκωβο και τον Προκόπιο της Μοραβίας.[68] Μετά την υπογραφή της συνθήκης οι βασίλισσες επέστρεψαν στη Βούδα και ο Σιγισμούνδος πήγε στη Βοημία, υποδηλώνοντας ότι ήταν δυσαρεστημένος με τη συνθήκη.[69]

Ο Νίκολας Γκάραϊ υπερασπίζεται τη βασίλισσά του Μαρία και τη μητέρα της Ελισάβετ από τους Κροάτες, του Μίχαλι Κόβατς.

Η βασίλισσα Ελισάβετ, η οποία σύμφωνα με τον ιστορικό του 15ου αιώνα Ιωάννη του Τούροτς «οδηγήθηκε από την ανοησία», αποφάσισε να επισκεφθεί τις νότιες κομητείες του βασιλείου που ελέγχονταν από υποστηρικτές του Λαδίσλαου της Νάπολης.[61][67] Η βασιλομήτωρ και η Μαρία ξεκίνησαν για το Τζάκοβο, συνοδευόμενες από τον Νίκολας Γκάραϊ και έναν ακόλουθο γύρω στις 15 Ιουλίου.[61][67][70] Ωστόσο ο Ιβαν Χόρβατ, ο Ιβαν της Πάλινα και οι ακόλουθοί τους έστησαν ενέδρα και επιτέθηκαν στις βασίλισσες και τη συνοδεία τους στο Γκόριανι στις 25 Ιουλίου.[61][67] Η μικρή ακολουθία των βασιλισσών πολέμησε τους επιτιθέμενους, αλλά όλα τα μέλη της σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.[71] Ο Μπλες Φόργκας και ο Νίκολας Γκάραϊ αποκεφαλίστηκαν και τα κεφάλια τους ρίχτηκαν στην άμαξα των βασιλισσών.[72] Η Ελισάβετ ανέλαβε όλη την ευθύνη για την εξέγερση και παρακάλεσε τους επιτιθέμενους να σώσουν τη ζωή της κόρης της, σύμφωνα με την αφήγηση του Ιωάννη του Τούροτς.[72][73]

Η Μαίρη και η μητέρα της Ελισάβετ της Βοσνίας στη φυλακή, όπως τις ζωγράφισε ο Σόμα Ορλαϊ Πέτριτς.

Η Μαρία και η μητέρα της φυλακίστηκαν.[67] Κρατήθηκαν αιχμάλωτες στο Κάστρο Γκόμνετς, φρούριο της Επισκοπής του Ζάγκρεμπ.[74] Κατά την απουσία των βασιλισσών οι βαρόνοι του βασιλείου συγκαλούσαν τακτικά μια δίαιτα.[61] Για τη Βασίλισσα Μαρία υποσχέθηκαν γενική χάρη, αλλά οι Χόρβατ αρνήθηκαν να υπακούσουν.[61] Οι δύο βασίλισσες σύρθηκαν στην Κρούπα και από εκεί στο Κάστρο του Νόβιγκραντ στην ακτή της Αδριατικής.[67][74] Οι βαρόνοι ή η Δίαιτα εξέλεξαν τον Στέφανο Λάκφι παλατίνο και έκαναν αντιβασιλέα τον Σιγισμούνδο του Λουξεμβούργου. Οι πιστοί του Ιβαν Χόρβατ στραγγάλισαν τη βασίλισσα Ελισάβετ παρουσία της Μαρίας στις αρχές Ιανουαρίου.[75] Τον ίδιο μήνα ο Σιγισμούνδος εισέβαλε στη Σλαβονία, αλλά δεν μπόρεσε να νικήσει τους επαναστάτες.[75][70]

Εκμεταλλευόμενα την αναρχία στην Ουγγαρία τα Πολωνικά στρατεύματα εισέβαλαν στη Λοδομερία και το Χάλιτς τον Φεβρουάριο.[76] Μόνο ο Βλαντίσλαφ Β΄ του Οπόλε, που διεκδίκησε τα δύο βασίλεια για τον εαυτό του, διαμαρτυρήθηκε για τη δράση τους.[77] Ο Σιγισμούνδος στέφθηκε βασιλιάς στις 31 Μαρτίου καθώς αποφασίστηκε ότι το βασίλειο δεν θα μπορούσε πλέον να είναι χωρίς μάχιμο ηγεμόνα.[75] Ένας από τους υποστηρικτές του, ο Ιβάν του Κρκ, πολιόρκησε το Κάστρο του Νόβιγκραντ με τη βοήθεια ενός βενετσιάνικου στόλου, που ήταν υπό τη διοίκηση του Τζιοβάνι Μπαρμπαρίγκο.[67][78] Κατέλαβαν το κάστρο στις 4 Ιουνίου 1387 και απελευθέρωσαν τη Μαρία, που, ιδιαίτερα ευγνώμων στον Μπαρμπαρίγκο, τον ανακήρυξε ιππότη και του χορήγησε ετήσιο εισόδημα 600 χρυσών φλωρινών.[79]

Συμβασίλισσα του συζύγου της (1387–1395)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σφραγίδα του συζύγου της Μαρίας, Σιγισμούνδου του Λουξεμβούργου

Η Μαρία συνάντησε τον σύζυγό της στο Ζάγκρεμπ στις 4 Ιουλίου.[70] Παρέμεινε επίσημα συγκυβερνήτης του Σιγισμούνδου μέχρι το τέλος της ζωής της, αλλά η επιρροή της στην κυβέρνηση ήταν ελάχιστη.[80] Οι παραχωρήσεις γης του Σιγισμούνδου επικυρώνονταν πάντα με τη μεγάλη σφραγίδα της ίδιας της Μαρίας κατά το πρώτο έτους της κοινής τους διακυβέρνησης, αλλά στη συνέχεια οι δικαιούχοι σπάνια αναζητούσαν την επικύρωσή της.[79] Οι βασιλικοί κατάλογοι μέτρησαν τα χρόνια της βασιλείας της όχι από την ανάρρησή της, αλλά από τη στέψη του συζύγου της.[79] Παρ 'όλα αυτά η Μαρία έπεισε τον σύζυγό της να διαμελίσει τον Ιβαν Χόρβατ που συνελήφθη τον Ιούλιο του 1394, αν και ο Σιγισμούνδος ήταν πρόθυμος να του χαρίσει τη ζωή.[81][82]

Η Μαρία ήταν έγκυος όταν αποφάσισε να βγει μόνη της για κυνήγι σε ένα δάσος της Βούδας στις 17 Μαΐου 1395.[63] Το άλογό της σκόνταψε, την πέταξε και προσγειώθηκε πάνω της.[83] Το τραύμα προκάλεσε τοκετό και γέννησε πρόωρα ένα γιο.[63] Η βασίλισσα υπέκυψε στα θανάσιμα τραύματα, όντας μακριά από κάθε είδους βοήθεια, όπως και ο γιος της.[63] Τάφηκε στον καθεδρικό ναό του Βάραντ (τώρα Οράντεα της Ρουμανίας).[3] Η αδερφή της Γιαντβίγκα διεκδίκησε το στέμμα, αλλά ο Σιγισμούνδος το διατήρησε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.[80][84]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • The Annals of Jan Długosz (An English abridgement by Maurice Michael, with commentary by Paul Smith) (1997). IM Publications. ISBN 1-901019-00-4.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. 132134454. Ανακτήθηκε στις 16  Οκτωβρίου 2015.
  2. p11401.htm#i114001. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  3. 3,0 3,1 3,2 Csukovits 2012, σελ. 120.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 Süttő 2002, σελ. 67.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 Engel 2001, σελ. 169.
  6. Halecki 1991, σελ. 56.
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Engel 2001, σελ. 170.
  8. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 222.
  9. Halecki 1991, σελ. 55.
  10. 10,0 10,1 10,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 224.
  11. 11,0 11,1 Süttő 2002, σελίδες 67–68.
  12. Halecki 1991, σελ. 69.
  13. Süttő 2002, σελ. 68.
  14. Halecki 1991, σελ. 71.
  15. Halecki 1991, σελίδες 57,71.
  16. Halecki 1991, σελ. 73.
  17. Halecki 1991, σελίδες 74–75.
  18. Halecki 1991, σελ. 75.
  19. Michaud 2000, σελ. 742.
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Bartl και άλλοι 2002, σελ. 40.
  21. 21,0 21,1 21,2 21,3 21,4 Engel 2001, σελ. 195.
  22. Halecki 1991, σελ. 98.
  23. 23,0 23,1 Fügedi 1986, σελ. 37.
  24. The Annals of Jan Długosz (A.D. 1382), p. 339.
  25. Fügedi 1986, σελ. 43.
  26. Fügedi 1986, σελίδες 43–44.
  27. Fügedi 1986, σελ. 32.
  28. 28,0 28,1 28,2 Engel 2001, σελ. 196.
  29. Tuchman 1978, σελ. 399.
  30. 30,0 30,1 30,2 Halecki 1991, σελ. 99.
  31. 31,0 31,1 Fügedi 1986, σελ. 52.
  32. 32,0 32,1 Halecki 1991, σελ. 101.
  33. 33,0 33,1 33,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 226.
  34. 34,0 34,1 Fine 1994, σελ. 394.
  35. Fügedi 1986, σελ. 63.
  36. Engel 2001, σελίδες 195–196.
  37. 37,0 37,1 37,2 37,3 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 227.
  38. Fügedi 1986, σελ. 67.
  39. Engel 2001, σελίδες 196–197.
  40. 40,0 40,1 40,2 40,3 40,4 40,5 Engel 2001, σελ. 197.
  41. Süttő 2002, σελ. 69.
  42. Halecki 1991, σελ. 109.
  43. 43,0 43,1 Süttő 2002, σελ. 70.
  44. Tuchman 1978, σελ. 409.
  45. Fine 1994, σελ. 395.
  46. Fine 1994, σελίδες 395–396.
  47. Halecki 1991, σελ. 125.
  48. Süttő 2002, σελίδες 70–71.
  49. Csukovits 2012, σελίδες 120–121.
  50. Fügedi 1986, σελ. 62.
  51. Fügedi 1986, σελ. 68.
  52. Magaš 2007, σελ. 63.
  53. 53,0 53,1 53,2 Fine 1994, σελ. 396.
  54. Fügedi 1986, σελ. 94.
  55. 55,0 55,1 55,2 Fügedi 1986, σελ. 96.
  56. Fügedi 1986, σελ. 97.
  57. 57,0 57,1 Fügedi 1986, σελ. 98.
  58. Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 228.
  59. 59,0 59,1 Fügedi 1986, σελ. 99.
  60. Fügedi 1986, σελίδες 103–104.
  61. 61,0 61,1 61,2 61,3 61,4 61,5 61,6 61,7 Engel 2001, σελ. 198.
  62. Fügedi 1986, σελ. 106.
  63. 63,0 63,1 63,2 63,3 63,4 Csukovits 2012, σελ. 121.
  64. 64,0 64,1 64,2 Fügedi 1986, σελ. 107.
  65. Halecki 1991, σελ. 157.
  66. Fügedi 1986, σελ. 111.
  67. 67,0 67,1 67,2 67,3 67,4 67,5 67,6 Fine 1994, σελ. 397.
  68. 68,0 68,1 Bartl και άλλοι 2002, σελ. 41.
  69. Fügedi 1986, σελ. 124.
  70. 70,0 70,1 70,2 Solymosi & Körmendi 1981, σελ. 229.
  71. Fügedi 1986, σελ. 129.
  72. 72,0 72,1 Fügedi 1986, σελ. 130.
  73. Bak 1997, σελ. 231.
  74. 74,0 74,1 Fügedi 1986, σελ. 131.
  75. 75,0 75,1 75,2 Engel 2001, σελ. 199.
  76. Halecki 1991, σελίδες 164–165.
  77. Halecki 1991, σελ. 165.
  78. Süttő 2002, σελίδες 73, 75.
  79. 79,0 79,1 79,2 Süttő 2002, σελ. 73.
  80. 80,0 80,1 Engel 2001, σελ. 201.
  81. Engel 2001, σελ. 202.
  82. Süttő 2002, σελίδες 74–75.
  83. Süttő 2002, σελ. 76.
  84. Halecki 1991, σελ. 220.