Μάχη της Πελαγονίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μάχη της Πελαγονίας
Βυζαντινο-Λατινικοί Πόλεμοι
ΧρονολογίαΣεπτέμβριος 1259
ΤόποςΠελαγονία, βόρεια της Καστοριάς
ΈκβασηΜεγάλη νίκη των Νικαιατών
Αντιμαχόμενοι
Ηγετικά πρόσωπα
Δυνάμεις
6.000 άνδρες.[1]
Άγνωστος αριθμός, αλλά περισσότεροι από τους Νικαιάτες.
Απώλειες
Άγνωστες
Βαριές

Η μάχη της Πελαγονίας έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 1259, ανάμεσα στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας και στη συμμαχία που είχε δημιουργηθεί εναντίον της από το Βασίλειο της Σικελίας, το Δεσποτάτο της Ηπείρου και το Πριγκιπάτο της Αχαΐας. Ήταν γεγονός αποφασιστικής σημασίας για την ιστορία της ανατολικής Μεσογείου.

Η θέση της μάχης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ακριβής θέση της μάχης είναι αμφισβητήσιμη. Ονομάζεται επίσης ως η Μάχη της Καστοριάς,[2][3] επειδή τρεiς βυζαντινές πηγές (Γεώργιος Παχυμέρης, Γεώργιος Ακροπολίτης, Νικηφόρος Γρηγοράς) αναφέρουν ότι ο ηπειρωτικός στρατός ήταν αυτός που επιτέθηκε αρχικά[4] στην τοποθεσία Βορίλλα λόγγος, που ταυτίζεται με θέση βόρεια της Καστοριάς, σε παραλίμνια περιοχή.[5] Από την στιγμή όμως που περιλαμβάνει μια πολιορκία στον Πρίλαπο, τότε δικαιολογημένα αποκαλείται μάχη της Πελαγονίας.

Τα αντίπαλα στρατόπεδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο αυτοκράτορας της Νίκαιας, Θεόδωρος Β' Λάσκαρης, πέθανε το 1258 ενώ ήδη είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ της Ηπείρου και της Νίκαιας. Ο διάδοχός του, Ιωάννης Δ' Λάσκαρης, ήταν ανήλικος και μετά τη δολοφονία του αντιβασιλέα που είχε ορίσει ο Θεόδωρος, του Γεωργίου Μουζάλωνα, νέος αντιβασιλέας ορίστηκε ο Μιχαήλ Παλαιολόγος. Την ίδια περίοδο ο δεσπότης της Ηπείρου, Μιχαήλ Β' Δούκας, συμμάχησε με τον βασιλιά της Σικελίας, Μανφρέδο Χοενστάουφεν, παντρεύοντάς τον με την κόρη του την Ελένη, και με τον πρίγκιπα της Αχαΐας, Γουλιέλμο Βιλλεαρδουίνο, παντρεύοντάς τον με την κόρη του την Άννα. Αυτή η συμμαχία στρεφόταν σαφώς κατά της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και απειλούσε άμεσα τη Θεσσαλονίκη.

Το 1259 ο στρατός των Φράγκων της Πελοποννήσου πέρασε τον Κορινθιακό και ενώθηκε με το στρατό των Ηπειρωτών και τους Βλάχους του Ιωάννη Δούκα (γιου του Μιχαήλ Δούκα), αλλά και με 400 Γερμανούς ιππότες που έστειλε ο Μανφρέδος. Αλλά και ο στρατός των Νικαέων με αρχηγούς τον Ιωάννη Παλαιολόγο (αδελφό του Μιχαήλ Παλαιολόγου) και τον Αλέξιο Στρατηγόπουλο κινητοποιήθηκε και εισέβαλε στη Μακεδονία. Σύμφωνα με το Χρονικόν του Μορέως, ο στρατός της Νίκαιας εκτός από το κύριο τμήμα του αποτελείτο και από Τούρκους μισθοφόρους, 2.000 Κουμάνους, 300 Γερμανούς, 1.500 Ούγγρους , 600 Σέρβους και Βουλγάρους και μερικούς Βλάχους. Είναι όμως πολύ πιθανό αυτοί οι αριθμοί να ήταν μικρότεροι στην πραγματικότητα. Ο στρατός των Νικαέων υποχώρησε βόρεια ακολουθούμενος από το στρατό των συμμάχων, μέχρι την πεδιάδα της Πελαγονίας, κοντά στην Καστοριά. Εκεί, οι Νικαείς μάζεψαν τους ντόπιους με τα κοπάδια τους και τους έστειλαν στους κοντινούς λόφους πίσω τους, ώστε να μοιάζουν σαν άλλο ένα μέρος του στρατού και να παραπλανήσουν τους συμμάχους. Έπειτα, έστειλαν ένα δικό τους άνθρωπο, δήθεν αυτόμολο, στους Ηπειρώτες. Αυτός τους πληροφόρησε, υπερβάλλοντας φυσικά, για το μέγεθος του στρατού της Νίκαιας.

Τη νύχτα πριν από την μάχη, ο Μιχαήλ Δούκας με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του εγκατέλειψε κρυφά το στρατόπεδο. Στην πράξη αυτή οδηγήθηκε ίσως και από φόβο για το μέγεθος του στρατού της Νίκαιας, αλλά σίγουρα από δυσπιστία στους συμμάχους του και από φόβο για τις δικές τους φιλοδοξίες. Κάποιο ρόλο ίσως έπαιξε και ο γιος του, Ιωάννης, ο οποίος σύμφωνα με τον Γεώργιο Παχυμέρη εξοργίστηκε από την προσοχή που έδειχναν κάποιοι Φράγκοι ευγενείς στην όμορφη Βλάχα γυναίκα του. Ο Ιωάννης δεν ακολούθησε τον πατέρα του, αλλά ενώθηκε με τους Νικαείς.

Η μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρωί της επόμενης ημέρας ο υπόλοιπος στρατός των Ηπειρωτών, βλέποντας ότι ο δεσπότης Μιχαήλ είχε φύγει, διαλύθηκε. Οι δυνάμεις του Γουλιέλμου και του Μανφρέδου δέχθηκαν απροετοίμαστες την επίθεση των Νικαέων. Οι Ούγγροι τοξότες της Νίκαιας σκότωσαν τα άλογα των Φράγκων ιπποτών αφήνοντάς τους ουσιαστικά ανυπεράσπιστους. Πολλοί ιππότες σκοτώθηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Ο Γουλιέλμος στην προσπάθειά του να ξεφύγει κρύφτηκε σε μία θημωνιά αλλά βρέθηκε λίγο αργότερα και αναγνωρίστηκε από τον έντονο προγναθισμό του.

Συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη ήταν πραγματικός θρίαμβος για την αυτοκρατορία της Νίκαιας. Με την αιχμαλωσία του Γουλιέλμου εξουδετερωνόταν το πριγκιπάτο της Αχαΐας, που ήταν το ισχυρότερο φραγκικό κράτος στον ελλαδικό χώρο. Η απειλή για τη Θεσσαλονίκη είχε εκλείψει και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος μπορούσε να στρέψει την προσοχή του στην ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης.

Ο Ιωάννης Παλαιολόγος προχώρησε νοτιότερα, κατέλαβε την Άρτα και λεηλάτησε τη Θήβα. Το δεσποτάτο της Ηπείρου είχε σχεδόν διαλυθεί. Ο Μιχαήλ Δούκας είχε καταφύγει στη Λευκάδα για να γλυτώσει. Σύντομα ο γιος του, Ιωάννης, εγκατέλειψε τον στρατό της Νίκαιας και κατέφυγε και αυτός στη Λευκάδα. Ο Μανφρέδος έστειλε εσπευσμένα ενισχύσεις στις ηπειρώτικες ακτές, για να διασώσουν ό,τι μπορούσαν.

Ο Μιχαήλ Δούκας κατάφερε να ανακαταλάβει τα εδάφη που έχασε μόλις το 1260. Η Κωνσταντινούπολη, όμως, έπεσε στα χέρια των Νικαέων το 1261 οι οποίοι έδωσαν έτσι τέλος στη Λατινική Αυτοκρατορία, επανιδρύοντας τη Βυζαντινή. Ο Γουλιέλμος απελευθερώθηκε το 1262 αφού παρέδωσε στον Μιχαήλ Παλαιολόγο τα κάστρα του Μυστρά, της Μεγάλης Μάνης και της Μονεμβασίας.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, σελ. 819.
  2. Deno John Geanakoplos, Greco-Latin relations on the eve of the Byzantine restoration: the Battle of Pelagonia (1953), Dumbarton Oaks Papers 7, σελ. 136,
  3. Speculum, τόμ. 29, εκδ. Mediaeval Academy of America (1954), σελ. 801.
  4. Proceedings of the 21st International Congress of Byzantine Studies, σελ. 370, London, ISBN 0-7546-5740-X.
  5. Γεώργιος Ακροπολίτης, Η ιστορία (2007), εκδ. R. J. Macrides, σελ. 363.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]