Λέων Φωκάς ο Νεότερος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέων Φωκάς ο νεότερος
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση915 (περίπου)
Θέμα Καππαδοκίας
Χώρα πολιτογράφησηςΒυζαντινή Αυτοκρατορία
ΘρησκείαΧριστιανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςμεσαιωνική ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
κυβερνητικός αξιωματούχος
Οικογένεια
ΤέκναΒάρδας Φωκάς ο νεότερος
Σοφία Φώκαινα
ΓονείςΒάρδας Φωκάς ο πρεσβύτερος[1]
ΑδέλφιαΝικηφόρος Β´ Φωκάς
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαστρατηγός
Δουξ
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Λέων Φωκάς (π. 915 - μετά από το 971) ήταν Βυζαντινός στρατηγός, ο οποίος μαζί με τον αδελφό του, Νικηφόρο Φωκά, πολέμησαν επιτυχώς στα ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας, εναντίον του ισλαμικού Χαλιφάτου. Μετά την ανακήρυξη του αδελφού του, Νικηφόρου Β΄ (963-969), ως Αυτοκράτορα, ο Λέων διορίσθηκε το 963 ως κουροπαλάτης, λογοθέτης του δρόμου και σύμβουλός του. Μετά τη δολοφονία του Αυτοκράτορα από τον ανιψιό του Ιωάννη Τσιμισκή και την άνοδο του τελευταίου στον θρόνο το 969, έπεσε σε δυσμένεια και εξορίστηκε. Δύο φορές προσπάθησε να ανακτήσει την εξουσία για την οικογένειά του, αλλά απέτυχε και πέθανε στην εξορία τυφλός.

Προέλευση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λέων Φωκάς καταγόταν από τη ρωμαϊκή Καππαδοκική οικογένεια των Φωκάδων, που υπολογίζεται ως μία από τις πιο ισχυρές οικογένειες του 10ου αιώνα. Ο πατέρας του, Βάρδας Φωκάς ο πρεσβύτερος (περίπου 878 - περίπου 969), ήταν στρατηγός και δομέστικος. Στην κορυφή της στρατιωτικής ιεραρχίας ήταν και ο αδελφός του Λέοντος, ο Αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς, έχοντας τότε τον τίτλο του καίσαρα[2].

Η μητέρα του, της οποίας το όνομα δεν είναι γνωστό, προερχόταν από την πλούσια καππαδοκική οικογένεια των Μαλεΐνων και ήταν αδελφή του Μιχαήλ, ενώ πατέρας της ήταν ο στρατηγός (στρατιωτικός διοικητής) Αναστάσιος Ειδόκιμος Μελεΐνος.

Διοικητής του Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ζ και Ρωμανού Β[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Απεικόνιση της νίκης του Λέοντα στην Άδραστο, σε χειρόγραφο του Σκυλίτζη, Μαδρίτη.

Ο Λέων Φωκάς ακολούθησε την οικογενειακή παράδοση της στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Πήρε μέρος, μαζί με τον αδελφό του Νικηφόρο, στην οκτάμηνη πολιορκία του Χάνδακα και την κατάληψη της πόλης στις 7 Μαρτίου 961, επαναφέροντας το νησί της Κρήτης στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, μετά από 136 χρόνια[3].

Έπειτα ο Λέων Φωκάς ανέλαβε τη νέα του θέση ως αρχηγός των Αυτοκρατορικών δυνάμεων στα ανατολικά, όπου δημιουργούσε προβλήματα στην Αυτοκρατορία ο εμίρης του Χαλεπίου, Αλί Σαΐφ αλ-Ντάουλα. Ο Λέων ξεκίνησε εκστρατεία κατά του εμίρη, μετά τις λεηλασίες του τελευταίου στα Ρωμαϊκά εδάφη, όπου αποκόμισε μεγάλα πλούτη και αιχμαλώτους. Ο Λέων ακολούθησε την πορεία του και τον αντιμετώπισε νικηφόρα σε μάχη σε ένα στενό πέρασμα. Ο ίδιος ο Σαΐφ αλ-Ντάουλα κατάφερε να ξεφύγει[4]. Έπειτα, μαζί με τον αδελφό του Νικηφόρο που μόλις είχε φτάσει από την Κρήτη, πολιόρκησαν το Χαλέπιο. Η φρουρά του παραδόθηκε, μετά από μακρά πολιορκία, δύο ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Ωστόσο, όπως γράφει ένας Άραβας ιστορικός, οι κατακτητές έδειξαν τη χειρότερη πλευρά τους, σφάζοντας όλους τους αμάχους[5].

Αδελφός του Αυτοκράτορα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποφασιστική καμπή για τον Λέοντα και την οικογένειά του ήταν η άνοδος στον θρόνο του αδελφού του Νικηφόρου, ο οποίος, για να νομιμοποιήσει την κατάληψη της εξουσίας, νυμφεύτηκε την 50χρονη Αυτοκράτειρα Θεοφανώ στις 20 Σεπτεμβρίου[6].

Ο Λέων διορίσθηκε κουροπαλάτης και λογοθέτης του δρόμου, παίρνοντας τον ρόλο του Αυτοκρατορικού συμβούλου.

Ανατροπή και εξορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Νικηφόρος Β΄ δολοφονήθηκε το βράδυ της 11ης Δεκεμβρίου 969, από τον Ιωάννη Τσιμισκή και άλλους συνωμότες. Ενώ το σώμα του Αυτοκράτορα κειτόταν ακόμη αιματοβαμμένο[7] ο Τσιμισκής ανακηρύχθηκε Αυτοκράτορας στους δρόμους της Κωνσταντινούπολης.

Η δολοφονία του Νικηφόρου ήταν φυσικό να οδηγήσει σε δυσμένεια τον Λέοντα, ο οποίος μαζί με την οικογένειά του εξορίστηκε στη Λέσβο. Ωστόσο, δεν ήταν έτοιμος να αποδεχθεί τη δολοφονία του αδελφού του και την αποδυνάμωση της οικογένειάς του. Το επόμενο έτος, ο γιος του Βάρδας Φωκάς ο νεότερος κατέφυγε στην Καππαδοκία, όπου βρισκόταν η έγγεια η περιουσία της οικογένειας. Εκεί σε μια συνάντηση ευγενών και πολιτών, ανακηρύχθηκε "αυτοκράτορας της Ρωμανίας". Ο νέος Αυτοκράτορας απάντησε αμέσως με καταδίκη του Λέοντα και του Βάρδα σε θάνατο. Στη συνέχεια, μετρίασε την τιμωρία σε μόνιμη εξορία και απέσυρε την εντολή να τους τυφλώσουν[8]. Επίσης για τη διατήρηση της ζωής και της περιουσίας τους έπρεπε να δηλώσουν υποταγή στον Αυτοκράτορα. Αυτή η προσφορά ήρθε πολύ αργά: ο Βάρδας με τον στρατό του ήταν ήδη σε πορεία προς την Κωνσταντινούπολη. Ο Αυτοκράτορας, ο οποίος δεν διέθετε στρατεύματα κοντά στην πρωτεύουσα, διέταξε τον Βάρδα Σκληρό να αποκρούσει την προέλαση του Βάρδα Φωκά. Ο Σκληρός έστειλε πράκτορές του ντυμένους ζητιάνους στον στρατό του Φωκά, πείθοντας πολλούς στρατιώτες του τελευταίου να αυτομολήσουν. Έτσι ο Βάρδας Φωκάς αναγκάστηκε να ματαιώσει την εκστρατεία του. Κατέφυγε σε ένα προπύργιο της οικογένειάς του στην Καππαδοκία, και έπειτα σε εξορία στη Χίο. Το 971 ο Λέων συγκέντρωσε ξανά τις δυνάμεις του και εξεγέρθηκε εναντίον του "σφετεριστή" Τσιμισκή. Αυτή τη φορά, όμως η εξέγερση έληξε με ήττα, μετά την οποία εξορίστηκε, αφού πρώτα τυφλώθηκε, για να μη ξανασχεδιάσει ανατροπή του Αυτοκράτορα[9]. Πέθανε στην εξορία, σε άγνωστη ημερομηνία.

Γάμος του και απόγονοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Λέων Φωκάς ήταν νυμφευμένος με γυναίκα, της οποίας το όνομα και η καταγωγή είναι άγνωστη. Μαζί της απέκτησε τα εξής παιδιά[10] :

Παιδιά από εξωσυζυγική σχέση[11]:

  • Πέτρος Φωκάς, ευνούχος, στρατηγός, στρατοπεδάρχης και δομέστικος των Σχολών.
  • Μανουήλ Φωκάς, πατρίκιος, πολέμησε το 963/64 στη Σικελία κατά τη Σαρακηνών και πέθανε στη μάχη.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  2. Georg Ostrogorsky: Byzantinische Geschichte. 324–1453. 2006, S. 238.
  3. John Julius Norwich: Byzanz. 2010, S. 307.
  4. Georg Ostrogorsky: Byzantinische Geschichte. 324–1453. 2006, S. 228.
  5. John Julius Norwich: Byzanz. 2010, S. 310.
  6. John Julius Norwich: Byzanz. 2010, S. 316.
  7. John Julius Norwich: Byzanz. 2010, S. 329.
  8. John Julius Norwich: Byzanz. 2010, S. 332.
  9. Georg Ostrogorsky: Byzantinische Geschichte. 324–1453. 2006, S. 246.
  10. Christian Settipani: Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs. 2006, S. 87.
  11. wayback=20090203091953 Charles Cawley Medieval Lands

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Leon Diakonos: Nikephoros Phokas „Der bleiche Tod der Sarazenen“ und Johannes Tzimiskes. Die Zeit von 959 bis 976 (= Byzantinische Geschichtsschreiber. Bd. 10, ZDB-ID 532553-5). Übersetzt von Franz Loretto. Verlag Styria, Graz u. a. 1961.

Theophanes Continuatus, V, Historia de Vita et rebus gestis Basilii inclyti imperatoris, 71, p. 312.

  • Georgios Kedrenos: Compendium Historiarum II, col. 87, in: Corpus Scriptorum Historiae Byzantinae, Bonn 1828 f.
  • Jean-Claude Cheynet: Pouvoir et contestations à Byzance (963–1210) (= Publications de la Sorbonne. Série Byzantina Sorbonensia. Bd. 9). Reimpression. Publications de la Sorbonne Centre de Recherches d'Histoire et de Civilisation Byzantines, Paris 1996, ISBN 2-85944-168-5, S. 25–26 Nr. 7.
  • Ralph-Johannes Lilie: Byzanz. Das zweite Rom. Siedler, Berlin 2003, ISBN 3-88680-693-6.
  • John Julius Norwich: Byzanz. Aufstieg und Fall eines Weltreiches (= List-Taschenbuch. 60620). 4. Auflage. Ullstein, Berlin 2010, ISBN 978-3-548-60620-0.
  • Georg Ostrogorsky: Byzantinische Geschichte. 324–1453. Unveränderter Nachdruck der zuerst 1965 erschienenen Sonderausgabe, 2. Auflage. C. H. Beck, München 2006, ISBN 3-406-39759-X.
  • Christian Settipani: Continuité des élites à Byzance durant les siècles obscurs. Les princes Caucasiens et l'Empire du VIe au IXe siècle. De Boccard, Paris 2006, ISBN 2-7018-0226-1.
  • Mark Whittow: The Making of Byzantium, 600–1025. University of California Press, Berkeley CA 1996, ISBN 0-520-20496-4.