Κοστούμι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το κοστούμι είναι ένα σετ ενδυμάτων που αποτελείται από παντελόνι και σακάκι από το ίδιο ύφασμα.[1]

Συνήθως συνδυάζεται ενδυματολογικά μαζί με επίσημο πουκάμισο, γραβάτα και δερμάτινα παπούτσια. Στον δυτικό κόσμο θεωρείται ως ένα ημιεπίσημο ενδυματικό σύνολο. Το κοστούμι προήλθε από τη Βρετανία του 19ου αιώνα, εποχή κατά την οποία οι άνδρες φορούσαν μακρύ σακάκι (ρεντιγκότα) με γιλέκο από διαφορετικό ύφασμα και παντελόνι από ένα άλλο ύφασμα. Στην αρχή ο συνδυασμός από ταιριαστό σακάκι, γιλέκο και παντελόνι -ένα κοστούμι- φοριόταν μόνο σε ανεπίσημες και αθλητικές περιστάσεις όπως η ιππασία. Μόλις στα τέλη της δεκαετίας του 1930, το κοστούμι έγινε το πλέον αποδεκτό ντύσιμο για όλους τους άνδρες εργαζόμενους σε γραφεία.

Δύο κοστούμια μπορούν να διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους ανάλογα με το σχέδιο, τη μορφή τους και πολλούς άλλους παράγοντες. Μερικοί από αυτούς είναι το κόψιμο, το ύφασμα, το χρώμα, το αν θα αποτελείται από δύο ή τρία κομμάτια, το αν θα είναι μονόπετο ή σταυρωτό κτλ. Ένα κοστούμι δύο τεμαχίων αποτελείται από παντελόνι και σακάκι ενώ σε αυτό των τριών τεμαχίων προστίθεται και ένα γιλέκο. [2]

Το κοστούμι, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, τελειοποιήθηκε από τους ράφτες της Σάβιλ Ρόου, γεγονός που συνέδεσε την ποιότητα αυτού του συνόλου ρουχισμού με την έννοια της κατά παραγγελία ραπτικής (bespoke). Στην Σάβιλ Ρόου, δημιουργήθηκε από τον οίκο Henry Poole για λογαριασμό του τότε πρίγκιπα της Ουαλίας το πρώτο σμόκιν, ένα πιο κομψό και ελαφρύ κοστούμι για επίσημες βραδινές περιστάσεις.

Αρχικά, τα κοστούμια φτιάχνονταν από ύφασμα της επιλογής του πελάτη. Αυτή είναι εν συντομία η μέθοδος του bespoke (κατά παραγγελία). Κάθε ένδυμα αυτής της κατηγορίας είναι κατασκευασμένο για να ταιριάζει αποκλειστικά σε έναν συγκεκριμένο πελάτη με βάση τις προτιμήσεις, την αισθητική και τη σωματική του διάπλαση [3]. Γι' αυτόν το λόγο, ένα bespoke ρούχο αντανακλά έντονα την προσωπικότητα αυτού που το φορά.[4] Από τη δεκαετία του 1960, όπου και εμφανίστηκε η μαζική παραγωγή στον τομέα της ένδυσης, έκαναν γνωστή την παρουσία τους και νέοι μέθοδοι κατασκευής[5] . Επί του παρόντος, ένα κοστούμι μπορεί να προσφέρεται με τρεις τρόπους:

Tο σμόκιν είναι μία επίσημη, κομψή εκδοχή του κουστουμιού. (στην εικόνα ο συγγραφέας Μπέρνχαρντ Ρέτσελ φορώντας ένα σμόκιν τριών τεμαχίων)
  • Κατά παραγγελία , ή bespoke στα αγγλικά, το κοστούμι προσαρμόζεται στα μέτρα του πελάτη και στις προτιμήσεις του μέχρι και τις τελευταίες λεπτομέρειες. Αυτή η μέθοδος, όντας πιο ακριβή από τις άλλες δύο, συμβάλλει στη μέγιστη δυνατή ποιότητα και χαρίζει μεγάλη αίσθηση πολυτέλειας.
  • Επί μέτρω, ή made-to-measure στα αγγλικά, όπου προσαρμόζεται ένα προκατασκευασμένο κοστούμι για να ταιριάζει στα μέτρα του πελάτη. Λεπτομέρειες όπως κόψιμο, σχέδιο και ύφασμα έχουν αποφασιστεί εκ των προτέρων από τον κατασκευαστή. Έτσι διατηρείται η ποιότητα και η εφαρμογή του ρούχου αλλά χάνεται η μοναδικότητα και ο χαρακτήρας του. Αποτελεί τη δεύτερη καλύτερη επιλογή μετά το bespoke και το κόστος της είναι σχεδόν το ίδιο με τα έτοιμα κοστούμια. Αρκετοί κορυφαίοι οίκοι κατά παραγγελίας ραπτικής παρέχουν αυτήν την υπηρεσία, όπως οι ράφτες της Σάβιλ Ρόου στην Βρετανία και το Βespoke Athens στην Ελλάδα.
  • Έτοιμο για φόρεμα, ή off-the-rack στα αγγλικά, σε αυτήν την περίπτωση το κοστούμι φοριέται ως έχει. Μολονότι αυτός ο τρόπος έχει ταυτιστεί με τη χαμηλή ποιότητα, κορυφαίοι οίκοι όπως η Kiton, η Brioni και δευτερευόντως οι Brooks Brothers προσφέρουν πέρα από τις πρώτες δύο μεθόδους και έτοιμα ρούχα σε αρκετά υψηλή ποιότητα.[6]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Tο σακάκι ιππασίας αποτελεί άμεσο πρόγονο του σημερινού κουστουμιού

Η σημερινή μορφή του κουστουμιού προέρχεται από την Αγγλία της εποχής της βιομηχανικής επανάστασης. Το Λονδίνο, ήδη από τον 18ο αιώνα αποτελεί ηγετικό κέντρο μόδας στην Ευρώπη, ιδίως αφού κατέφθαναν συνεχώς νέες ιδέες από τα βρετανικά νησιά. Ενόσω η γαλλική αριστοκρατία ζούσε στη βασιλική αυλή, οι Άγγλοι ομόλογοί τους περνούσαν πολύ καιρό στα υποστατικά τους στην εξοχή. Η αγαπημένη τους ασχολία ήταν το κυνήγι της αλεπούς και αυτό απαιτούσε ένα νέο στυλ ντυσίματος. Το παλτό στο ύψος του γονάτου ήταν εμπόδιο την ώρα της ιππασίας, γι' αυτό κόνταινε συνεχώς. Το γιλέκο κόντυνε για να ταιριάζει και τα παντελόνια στένεψαν. Αυτό το καινούργιο στυλ έκανε το γύρο της Ευρώπης: στη Γαλλία το αγγλικό κοντό παλτό έγινε το φράκο (fraqe) και στη Γερμανία ονομάστηκε Frack, ενόσω στο Μεγάλο Έθνος (Grand Nation) παρέφθειρε το "riding coat" (παλτό ιππασίας) σε ρεντιγκότα. Μόνο στα τέλη του δέκατου ένατου αιώνα έφυγε το χρώμα από το κουστούμι, το οποίο εξελίχθηκε στη δεκαετία του 19ου αιώνα και αποτελούνταν από κοντό παλτό, γιλέκο και παντελόνι. Αυτό το στυλ ήταν ιδιαίτερα πρακτικό στους λεγόμενους δρόμους της εποχής και με τον αέρα της πόλης γεμάτο από καπνούς από τις αμέτρητες φωτιές από κάρβουνο. Μόνο στην εξοχή υπήρχε αντίθεση στο γκρίζο και το μαύρο της πόλης. Τα χρώματα της φύσης που αντίκριζαν οι ευγενείς στα εξοχικά υποστατικά τους αναπαράγονταν στα χρώματα ρούχων για κυνήγι και ιππασία. Άγνωστοι "στυλίστες" που ήθελαν να μπορούν να φοράνε άνετα σακάκια ιππασία και στην πόλη σκέφτηκαν την ιδέα να τα φτιάξουν από σκούρα υφάσματα. Τελικά, αυτή είναι η εξέλιξη που πρέπει να πιστώνουμε για το κόψιμο του σύγχρονου κοστουμιού, με το κοντό σακάκι. Κατά συνέπεια, ο σύγχρονος άνδρας που βρίσκει αυστηρό και επίσημο ένα σκούρο κουστούμι μπορεί να παρηγορηθεί στη σκέψη ότι πρόκειται, κατά μία έννοια, για τη σκούρα εκδοχή ενός άνετου ρούχου. Η Brooks Brothers πιστώνεται γενικά την διάθεση στην αγορά έτοιμων κουστουμιού, μαζικής παραγωγής κοστούμια που μπορεί να φορεθούν αμέσως μετά την αγορά τους, και δεν αποκλείουν τόσο πολύ από τα μέτρα της πλειοψηφίας του πληθυσμού.



Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2013). μικρό λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας. ελλαδα: κέντρο λεξικολογίας. σελ. 531. 
  2. Antongiavanni. 2006. 
  3. https://www.youtube.com/watch?v=x0oLzcuHqe0&ab_channel=AndroTV.  Missing or empty |title= (βοήθεια)
  4. Richard, Walker (1988). The Savile Row Story: An Illustrated History. London: London. σελ. 22-24. 
  5. «αναφέρεται σε αριθμό απο αναρτήσεις της σελίδας». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Μαΐου 2020. 
  6. Antongiavanni. 2006.